Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 3ον)


ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ 

Στὸ προηγούμενον μέρος τοῦ ἄρθρου ἀναφέρθηκαν οἱ συνήθειες καλλωπισμοῦ τῶν ἀνδρῶν. 

Ὡς πρὸς τὸν καλλωπισμὸν τῶν γυναικῶν, ἐκεῖ συναντῶμεν διάφορα σκεύη, μυρωδικὰ καὶ ἄλλα προϊόντα πρὸς ἐπίτευξιν αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ, τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν ὅτι τίποτε δὲν ἔχει ἀλλάξει ὡς πρὸς τὶς συνήθειες ὀμορφιᾶς τῶν Ἑλληνίδων. Καὶ τὰ (φυσικὰ καὶ ὄχι χημικὰ) καλλυντικά τους, ὅπως τὰ ἐπονομαζόμενα βαρβαριστὶ μέικ-ἄπ, ποῦδρες, ροῦζ, κραγιόν κοκ εἶχον, καὶ τὰ μαλλιά τους τὰ ἔβαφαν μὲ φυσικὸν τρόπον, καὶ τὰ νύχια τους τὰ περιποιοῦντο καὶ τὸ σῶμα τους γενικῶς· καὶ εἶχαν διάφορα ἀντικείμενα, ὅπως σκεύη, θῆκες κ.ἄ τόσα γιὰ νὰ τὶς βοηθοῦν στὴν ἀποθήκευσιν καὶ χρῆσιν τῶν κοσμητικῶν. Ἐνδεικτικῶς περὶ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΩΝ ( < καλλύνω = προσδίδω κάλλος) :  

Εἶχαν τὸ ΨΙΜΥΘΙΟΝ/ΨΙΜΥΘΟΝ ( < ψήω =τρίβω), ἤτοι μία λευκὴ σκόνη ἀπὸ πετρώματα πρὸς λεύκανσιν τῆς ἐπιδερμίδος -κυρίως κερουσίτη/ἀνθρακικὸν μόλυβδον καὶ κιμωλίας-, ἡ σημερινὴ ποῦδρα (ἀντιδάνειον ἐκ τοῦ παιπάλη =λεπτὸν ἄλευρον, ἐξ οὗ καὶ παιπάσω =πασπαλίζω). Ἡ λευκότης τοῦ δέρματος ἀπὸ ὅτι φαίνεται εἶναι διαχρονικῶς σημεῖον ὀμορφιᾶς. Ἀπὸ τὸ ψιμύθιον προῆλθε καὶ τὸ ῥῆμα ΨΙΜΥΘΙΟΩ-Ω = «μακιγιάρω» [ < (se) maquiller, γαλλικὸν ἀντιδάνειον ἐκ τοῦ μάττω, θεμ. μακ-, ἐξ οὗ καὶ τὰ make, make-up, maquillage κοκ], ὁ ΨΙΜΥΘΙΟΛΟΓΟΣ, βαρβαριστὶ ὁ μακιγιέρ, ὁ ΨΙΜΥΘΙΣΜΟΣ, βαρβαριστὶ τὸ μακιγιάζ κοκ. 

Ἔπειτα κατεσκεύαζαν ἀπὸ τὴν χρωστικὴ τῶν φυκιῶν τῆς θαλάσσης, τὸ ΦΥΚΟΣ, ἤτοι τὸ κοκκινάδι τους, ἐξ οὗ καὶ τὸ «φυκιασιδώνομαι/φκιασιδώνομαι» ( =βάφομαι). 

«Ἐχρῶντο τῷ φύκει εἰς τὰ μῆλα τοῦ προσώπου, ἵνα ἐξανθίζῃ, τῷ δὲ ψιμυθίῳ εἰς ὅλον τὸ πρόσωπον, ἵνα λευκὸν ᾖ». 

Τὸ κραγιὸν ποὺ λέγομεν σήμερα εἶναι ἡ γαλλικὴ λέξις γιὰ τὸ μολύβι, προφανῶς λόγῳ τοῦ ὅτι τὰ περισσότερα κραγιόν εἶναι μακρόστενα σὰν μολύβια. Ἀποτελεῖ δὲ ἀντιδάνειον ἐκ τῆς λέξεως «κρητίς», < Κρήτη, ὅπως ἡ κιμωλία ἐκ τῆς Κιμώλου. Ἡ κρητὶς λοιπὸν ἔδωσε τὸν γύψον στοὺς Λατίνους, ποὺ τὸν ὠνόμασον creta, κι ἀπὸ ἐκεῖ τὰ craie, creta, crayon, cretoso κοκ. 

Τὸ σημερινὸν ροῦζ ( < γαλ. rouge =κόκκινον/ ῥόδον, < ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ ῥόδον) ἐλέγετο ΕΓΧΟΥΣΑ («ἔγχουσα, ῥίζα τις ᾗ τὰς παρειὰς ἐρυθραίνουσιν αἱ γυναῖκες»). Τὶς παρειές τους τὶς ἔβαφαν κυρίως μὲ ἐκχυλίσματα ἀπὸ διάφορα φυτὰ ποὺ παρήγαγον ἀποχρώσεις τοῦ ἐρυθροῦ-ὠχροῦ (ὅπως μολόχα, ῥόδα, μοῦρα, κρόκον, παπαροῦνες), φύκια, πορφύρα καὶ διάφορα ὀρυκτά. 

Γιὰ κοκκινάδι στὰ χείλη καὶ στὰ μάγουλα χρησιμοποιοῦσαν καὶ τὸν ΜΙΛΤΟΝ ( =κόκκινη, ὀρυκτὴ βαφή).  

(Πυξὶς πρὸς φύλαξιν καλλυντικῶν)

Τὰ μάτια τους τὰ ἔβαφαν ἐλαφρῶς καὶ πάλι μὲ οὐσίες παραγόμενες ἀπὸ διάφορα ὀρυκτά. Τὸ μολύβι-«αϊλάινερ» τους καὶ ἡ μάσκαρα ἦταν κυρίως προϊὸν τῆς στάχτης καρυδιοῦ καὶ ἀμυγδάλου ἤ φύλλων ῥόδων ἀνακατεμένων μὲ διάφορα ἔλαια καὶ φυσικὲς κρέμες, ὥστε νὰ παραμένει ἡ σκόνη σταθερή. 

Ὁμοίως περιποιοῦνταν καὶ τὰ φρύδια, τὰ ὁποῖα σχημάτιζαν ἀκριβῶς ὅπως καὶ σήμερα, δηλαδὴ μὲ τοὺς τριχολάβους/ τριχολαβίδες, τὰ τσιμπιδάκια ποὺ λέμε σήμερα. 

Ἀναφορὲς σχετικῶς μὲ τὸν καλλωπισμὸν τῶν ματιῶν στὰ ἀρχαῖα χρόνια, ὑπάρχουν καὶ γιὰ τὴν ἄτροπον τὴν εὐθάλεια, ἀλλοιῶς καὶ μπέλλα ντόνα (ἰταλ. =ὄμορφη γυνή). Λέγεται πὼς οἱ σταγόνες αὐτοῦ τοῦ κατὰ τὰ ἄλλα δηλητηριώδους φυτοῦ, προκαλοῦσε μυδρίασιν, ὅταν ἐνεσταλάζετο ἐντὸς τῶν ὀφθαλμῶν, ἤτοι διαστολὴ τῶν κορῶν τῶν ματιῶν, κάνοντας τὸ βλέμμα πιὸ σαγηνευτικόν, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά του ὡς μπελλαντόνα. 

Πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἔβαζαν βεβαίως καὶ τὶς ἐνυδατικές κρέμες, φτιαγμένες ἀπὸ τὰ ἀγνὰ ὑλικά καὶ βότανα ποὺ τοὺς ἔδιδε ἡ φύσις. Εἶχαν καὶ τὶς ἀντιρρυτιδικές τους, τὸ ΤΕΤΑΝΩΘΡΟΝ, «ἀλοιφὴ φυλάττουσα τὸ πρόσωπον τετανόν ( =τεντωμένον) καὶ κωλύουσα τὰς ῥυτίδας», «λαμπρὸν καὶ τετανὸν ποιεῖν τὸ πρόσωπον καὶ τὸ σῶμα», Ἀέτιος. 

Ξεβάφονταν και πλένονταν μὲ ΣΑΠΩΝΕΣ/ ΣΗΠΩΝΕΣ, ἐκ τοῦ σήπω =λειώνω, φθείρω, διαλύομαι σὲ κομμάτια, διότι ὁ σαπὼν σήπεται. Ὑπῆρχαν καὶ σάπωνες σὲ μορφὴ κόνεως-σκόνης ( < ΚΟΝΙΣ).  

Βεβαίως κόσμοι καὶ καλλωπισμοί, σύμφωνα πάντοτε μὲ τὸ ἑλληνικὸν μέτρον, τὸ «μέτρον ἄριστον». Γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰσοκράτης τονίζει : 

«Ἔσο φιλόκαλος καὶ μὴ καλλωπιστής. Ἐστὶ μὲν φιλοκάλου τὸ μεγαλοπρεπές, καλλωπιστοῦ δὲ τὸ περίεργον». 

Ὁ δὲ Ἑρμείας συνοψίζει : 

«Τῶν γὰρ ἀπαιδεύτων καὶ τὸ ἔνδυμα καὶ τὸ σχῆμα θορυβῶδες». 

Ὅ,τι ἀκριβῶς κατήντησε ὁ γυναικεῖος καλλωπισμὸς στὴν πλειονότητα σήμερον. Ἄκρατη καὶ βαρβαρικὴ νοοτροπία περὶ τοῦ περιποιεῖσθαι ἑαυτόν. 

Ἡ ὑπερβολὴ βλάπτει ἀλλὰ εἶναι καὶ ματαία προσπάθεια ἀφοῦ οὐδέποτε «φύκος καὶ ψίμυθος τεύξει τὴν Ἑκάβην, Ἑλένην», Λουκιανός (δηλ. οὐδέποτε τὰ φκιασιδώματα καὶ τὰ ψιμύθια δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τὴν γηραιὰ γυναῖκα τοῦ Πριάμου, Ἑκάβην, ὅπως τὴν νεαρὰ καὶ σφριγηλὴ ὡραίαν Ἑλένη). 

Πρέπει πάντοτε νὰ τηρεῖται τὸ ἑκάστοτε μέτρον, τὸ μέτρον ἄριστον καὶ κάθε τι νὰ γίνεται στὴν ὥρα του. Βεβαίως στὴν σημερινὴ κοινωνία ὅπου οἱ νεαρὲς ἄγονται καὶ φέρονται -στὴν πλειονότητά τους- ἀπὸ τὶς ἐπονείδιστες καὶ ταπεινωτικὲς γιὰ τὴν γυναικεία φύσιν, ἐπιταγὲς τῆς νέας τάξεως πραγμάτων περὶ «ὀμορφιᾶς» καὶ ὅπου ἀφιλοσόφητες καὶ ἀνασφαλεῖς γραῖες παριστάνουν τὶς ἐλεύθερες καὶ ὡραῖες παιδοῦλες μὲ τὰ φκιασιδώματά τους, τὸ μέτρον φαίνεται πὼς ἔχει χαθεῖ πρὸ πολλοῦ· καὶ μαζί του ἔχει συμπαρασύρει καὶ τὸ πραγματικὸν κἀλλος. Εὐτυχῶς ὅμως ἡ φύσις φροντίζει πάντοτε θέτοντας τὰ ὅριά της. 

Ὁ Φιλόστρατος εἶναι περισσότερον αὐστηρός : 

«Ἡ καλλωπιζομένη γυνὴ φροντίζει τὴν ἔλλειψιν, ἔχοντας τὸν φόβον μήπως ἀποκαλυφθεῖ σὲ ὅ,τι ἐκ φύσεως δὲν διαθέτει, ἡ δὲ ὄμορφη δὲν ἔχει καμμία ἀνάγκη διὰ τὰ ἐπὶ πλέον, ἀρκουμένη ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὰ ἑαυτῆς. Τὸ βάψιμον τῶν ματιῶν καὶ ἡ ἐπιπρόσθετος κόμη, τὸ ζωγράφισμα τῶν παρειῶν κὶ τὸ βάψιμο τῶν χειλέων καὶ κάποιο φάρμακον κομμωτηρίου ἤ κάποιο δολερὸν ἄνθος ἀπὸ φύκι, εὑρέθησαν πρὸς ἐπανόρθωσιν τῶν ὅσων τῆς λείπουν. 

Τὸ ἀληθῶς ὄμορφον εἶναι τὸ ἀδιακόσμητον...ἡ μίλτος ποὺ κάνει τὰ χείλη σὰν φωτιὰ καὶ ζωγραφίζει τὴν παρειάν εἶναι ἐμπόδιον γιὰ τὰ φιλιά· καταμαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ γῆρας τοῦ προσώπου, ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ ὁποίου τὸ στόμα εἶναι γκρίζο καὶ ἡ παρειὰς ῥυτιδωμένη». 

Ὁ Φιλόστρατος σήμερα θὰ χαρακτηριζόταν «μισογύνης» καὶ πόσα ἄλλα ἔχουν ἐφεύρει διάφοροι γιὰ τὴν ἀποσάθρωσιν καὶ ἐκφυλισμὸν τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐκμαυλισμὸν τῆς φυσικῆς τάξεως· ὅμως, οἱ νοῦν ἔχοντες κατανοοῦν τὸ βάθος τῆς σκέψεως τοῦ Φιλοστράτου, πὼς κάθε τι ὡραίον, γίνεται στὴν ὥρα του· εἰ δὲ μὴ εἶναι εἴτε ἄ-ωρον,  εἴτε ὥριμον. 

Ἐπιπλέον ἀπὸ τὰ γραφόμενά του γίνεται ἀντιληπτὸν πὼς στὴν ἐποχή του ὑπῆρχαν καὶ τὰ ἐπιπρόσθετα μαλλιά, οἱ περοῦκες, τὰ ἐξτένσιον ποὺ λέμε σήμερα! 

Συχνὰ στὴν ἀρχαία γραμματεία μας συναντῶμεν περιγραφὲς διαφόρων κομμώσεων καὶ συνταγὲς καλλωπισμοῦ, θρέψεως καὶ βαφῆς τῶν μαλλιῶν. ΒΟΣΤΡΥΧΟΙ ( < βότρυς) / ΕΛΙΚΕΣ ( < ἑλίσσω, ἥτοι μποῦκλες), περίτεχνοι καὶ διαφόρων ειδῶν ΠΛΟΚΑΜΟΙ (ἥτοι πλεξίδες, τανυπλόκαμοι καὶ ἀγλαέθειραι ἦσαν αἱ Ἑλληνίδες, εἶχαν δηλαδὴ μακριὲς πλεξίδες καὶ γυαλιστερὲς τρίχες), ΚΟΡΥΜΒΟΙ/ ΚΡΩΒΥΛΟΙ (ἥτοι κότσοι < κοττίς/ ἀλογοουρές, «κόρυμβος λέγεται ἐπὶ τῶν γυναικῶν, κρωβύλος...ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο ἐπ' ἀνδρῶν. Ἐπὶ παιδίων δὲ ἐκαλεῖτο σκορπιός», Λεξ. Σουΐδα) κοσμοῦν τὰ μαλλιὰ τῶν Ἑλληνίδων. Τὰ γεμάτα κάλλος ἀρχαῖα ἀγάλματά μας, οἱ ζωγραφιὲς στὰ ἀρχαῖα ἀγγεῖα μας εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ ζωντανὴ ἀπόδειξις τοῦ κάλλους καὶ τῆς ἁπλῆς, ἀλλὰ κομψῆς μορφῆς τῶν ἀρχαίων Ἑλληνίδων. 

Ἄλλωστε ἀπὸ μόνη της ἡ λέξις «κόμη» δεικνύει καὶ τὴν ἐξαιρετικὴ ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα ποὺ ἐπεδείκνυαν. Ἡ ΚΟΜΗ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κομέω-ῶ ( =περιποιοῦμαι μετὰ κόπου), ὅπερ ἐκ τοῦ ἠχοποιήτου «κάμνω» ( =κοπιάζω, πασχίζω βογγώντας κμ...κμ...). Δὲν εἶναι τυχαῖον πὼς ὁ ἔχων περιποιημένη τὴν κόμην, ὁ κομῶν ἐγέννησε τὸν «κομψόν», οὔτε καὶ πὼς ἡ ἔλλειψις περιποιήσεως ἐλέχθη ἀκομιστία. 

Γιὰ τὴν ἐπίτευξιν τῶν διαφόρων χτενισμάτων τους χρησιμοποιοῦσαν καὶ τὰ κατάλληλα ἐργαλεῖα, ὅπως ΑΝΑΔΕΣΜΕΣ/ΛΑΜΠΑΔΙΑ ( =ταινίες πρὸς συγκράτησιν τῆς γυναικείας κόμης), ΑΜΠΥΚΕΣ ( =μεταλλικὲς ἀναδέσμες, < ἄνω + πεπυκνῶσθαι), ΚΕΚΡΥΚΕΦΑΛΟΥΣ ( < κρύπτω + κεφαλή)/ ΠΡΟΣΕΙΛΗΜΑΤΑ ( < πρός +εἴλω)/ ΛΗΜΝΙΣΚΟΥΣ ( =εἴρινα προσείλημα), δηλαδὴ δικτυωτοὺς κεφαλοδέσμους ποὺ συγκρατοῦσαν τὰ μαλλιά τους. Ἀκόμα εἶχαν ΜΙΤΡΕΣ ( < μίτος =κλωστή)/ ΚΕΦΑΛΟΔΕΣΜΟΥΣ, ΤΑΙΝΙΕΣ ( < τανύω, ἤτοι κορδέλες), ΚΡΗΔΕΜΝΑ ( < κάρα + δέω, κεφαλόδεσμος κατερχόμενος μέχρι τῶν ὤμων)/ ΕΠΙΚΡΑΝΑ ( < ἐπί + κρανίον), ΣΤΛΕΓΓΙΔΕΣ ( =διάδημα μεταλλικὸν κεχρυσωμένον, ἀλλοιῶς ΣΤΕΡΓΙΣ, δηλ. κάτι σὰν στέκα), ΕΜΠΛΟΚΙΑ ( < ἐν + πλέκω, κοσμήματα ποὺ ἐπλέκοντο μαζὶ μὲ τὰ μαλλιά), ΞΑΝΙΑ ( < ξαίνω, τὸ κτενάκι), ΣΦΕΝΔΟΝΕΣ (διάδημα κεφαλῆς μὲ σχῆμα σφενδόνης), ΣΑΚΚΟΥΣ ( =ῥιπτόμενον τριχωτὸν ὕφασμα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ κατερχόμενον μέχρι τοὺς ὤμους), ΚΑΛΥΠΤΡΕΣ/ ΤΡΙΧΑΠΤΑ ( < τρίχες + ἅπτω, κάτι σὰν τὸ σημερινὸν φιλέ), ΣΤΕΜΜΑΤΑ/ ΣΤΕΦΑΝΟΥΣ ( < σκέπω > σκέφανος > στέφανος/ σκέμμα > στέμμα), ΚΝΗΣΤΙΔΕΣ ( =διακοσμητικὲς καρφίτσες μαλλιῶν, < κνῶ =ξύνω) κ.ἄ. 

Ἄλλοτε σκέπαζαν τὰ μαλλιά τους καὶ τὰ συγκρατοῦσαν μὲ διαφόρους ΠΙΛΟΥΣ ( < συμπίλητα ἔρια, ἤτοι καπέλλο, < λατ. caput =κεφάλι < κάπος, καπαλή =κεφάλι). Ἄλλοτε φοροῦσαν ΠΕΤΑΣΟΥΣ ( < πετάννυμι =ἁπλώνω, πῖλος φαρδύγυρος), ΣΚΙΑΔΙΑ/ ΘΟΛΙΑ ( =θολοειδῆ πλέγματα ποὺ ἔκαναν σκιὰ στὸ πρόσωπόν τους, καπέλλα), ΚΑΥΣΙΕΣ ( =ὁ ἐλαφρὺς μακεδονικὸς πῖλος πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν ἀκτινῶν τοῦ καυτοῦ ἡλίου). 

Εἶχαν ἐπίσης καὶ διαφόρων εἰδῶν ΚΤΕΝΕΣ ( < κτείς, γεν. κτενός, «παρὰ τὸ ἐκτείνειν τὰς τρίχας»), ΨΗΚΤΡΕΣ ( =βοῦρτσες, < ψήω =τρίβω), ΚΑΛΑΜΙΣΤΡΑ, μεταλλικὰ κυλινδρικὰ ἐργαλεῖα ποὺ χρησίμευαν γιὰ νὰ ἐνουλίζουν ( =κάνουν μποῦκλες, < ἐν + οὖλος =σγουρός, μάλλινος, ἐξ οὗ καὶ τὰ wool, Wolle κλπ) τὰ μαλλιά τους, ὅ,τι ἀκριβῶς κάνουν τὰ σημερινὰ σίδερα μαλλιῶν. 

Ἐπιπλέον, στὰ κείμενά μας διασώζεται καὶ ἡ φράσις «ἔψειν τὴν κόμην», ἥτοι ἔψηναν τὴν κόμη τους· προφανῶς ἡ φυσικὴ βαφὴ ἀπαιτοῦσε νὰ βράσουν τὰ ὑλικά, ὥστε νὰ βγάλουν τὶς φυσικὲς χρωστικές τους. 

Κρόκος κοζάνης, καρυδότσουφλα, λειχῆνες, καμμένα ἀμύγδαλα, κρόμμυα, καρποὶ μυρτιᾶς, φύλλα φασκομηλιᾶς, καρποὶ βάτου, δάφνη, κέδρον, λάβδανον, χαμομήλι, στάχτη ὀξιᾶς καὶ ἄλλα φυτὰ ὅπως καὶ φυσικὰ ὀρυκτά, μέλι, θαλασσινὸν ἁλάτι εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ποὺ ἀνεμείγνυον καὶ ἔβραζον, ὥστε νὰ ἀλλάξουν τὸ χρῶμα τῶν μαλλιῶν τους, ἀλλὰ καὶ γενικότερα γιὰ νὰ τὰ περιποιηθοῦν. 

(Ἀρύβαλλος πρὸς φύλαξιν ἀρωματικῶν ἐλαίων)

Τὸ σῶμα τους τὸ περιποιοῦντο κυρίως μὲ διάφορα ἔλαια, ὅπως τὸ ἑλαιόλαδον, ἀνακατεμένον πολλάκις καὶ μὲ διάφορα ἀρωματικά βάμματα, αἰθέρια ἔλαια φυτῶν ἤ καὶ μὲ θαλασσινὸ ἀλάτι πρὸς ἀπολέπιση, τὸ πήλινγκ ποὺ λέγομεν βαρβαριστὶ σήμερα ( < peel < λατ. pellis =δέρμα < πέλλα =δερμάτινον δοχεῖον). 

Δὲν ἔλειπαν καὶ τὰ φυσικὰ ἀρώματα, οἱ κρέμες-ἀλοιφές, τὰ διάφορα βάμματα, τὰ ἀνθόνερα καὶ ἄλλα παρόμοια, τὰ ὁποῖα περιεῖχαν διάφορα αἰθέρια ἔλαια ἀπὸ ἀρωματικὰ φυτά, ἄνθη, ῥίζες, χυμούς, ῥητῖνες καὶ βότανα, ὅπως ἐσπεριδοειδῆ, ἴριν, μυρτιά, εὐκάλυπτον, ἡδύοσμον (κοινῶς δυόσμος, < ἡδύς =γλυκός + ὀσμή), μίνθη (κοινῶς μέντα), ῥόδον, κορίανδρον, φασκόμηλον, κρίταμον, λάβδανον, δίκταμον, βάλσαμον, κυπαρίσσι, γλυκάνισον, βάλσαμον, χαμομήλι, τήλιον, λεβάντα, κρίνα, κυδώνια, πεῦκον, σμύρνα, κέδρον κ.ἄ, τὰ ὁποῖα προσέδιδαν πέραν τοῦ ἀρώματός τους καὶ τὶς εὐεργετικὲς ἰδιότητές τους. 

Γι' αὐτὸ καὶ ὑπῆρχαν καὶ τὰ ΜΥΡΕΨΕΙΑ ( < μῦρον + ψέω/ψάω), τὰ ἀρωματοποιεῖα, ὅπου παρεσκεύαζον καὶ ἐπαγγελματικῶς τὰ διάφορα ἀρώματα-μῦρα· οἱ σημερινὲς βαρβαριστὶ parfumeries ( < parfum < pro + fumo < πρό + θύω/θύνω μὲ ἐναλλαγὴ τοῦ δασέως ὀδοντ. θ στὸ ὁμόπνοόν του χειλ. φ καὶ τοῦ ἐρρίνου ν σὲ ἔρρινο μ) μὲ τὶς κολώνιες ( < πόλις Cologne/ Köln/ Colonia < Κολωνία < κόλωνη= τόπος συναθροίσεως άνθρώπων καὶ μετέπειτα κάθε ῥωμαϊκὴ ἀποικιακὴ πόλις). 

Τὸ γάλα ὄνου ἦταν ἀρκετὰ διαδεδομένον ἐπίσης, τόσον γιὰ ἐσωτερική, ὅσον καὶ γιὰ ἐξωτερικὴ χρῆσιν. Τὸ ἀναφέρουν πολλάκις διάφοροι ἰατροί, ὅπως ὁ Ἱπποκράτης, ὁ Γαληνός, ὁ Διοσκουρίδης. Ὁ Ἀριστοτέλης στὸ «Περὶ ζώων ἱστορίαι», (Γ', 20) συγκρίνει μάλιστα καὶ τὴν διαφορά του ὡς πρὸς τὴν σύστασίν του μὲ ἄλλα γάλατα, ὅπως τῆς καμῆλας, τὸ ἀγελαδινόν, τὸ κατσικίσιο καὶ τὸ γάλα ἵππου. 

Ὡς πρὸς τὴν ἀποτρίχωσιν χρησιμοποιοῦσαν ΚΗΡΟΝ, ἤτοι κερὶ ἀποτριχώσεως καὶ τὸ ΨΙΛΩΘΡΟΝ (ἀλοιφὴ ἀπο-ψιλώσεως κυρίως ἀπὸ διάφορα ὀρυκτὰ). Γράφει ὁ Ἀριστοφάνης (Λυσιστράτη, 89) «κομψότατα τὴν βληχώ γε παρατετιλμένη». Δηλαδὴ τὸν «κῆπον της-φυτόν της» κομψότατα τὸν ἔχει ἀποτριχώσει. (Τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον μεταξὺ ἄλλων ἐλέγετο καὶ πεδίον, ὄρος τῆς Ἀφροδίτης κ.ἄ, ἤτοι βουνὸν τῆς Ἀφροδίτης. Οἱ Λατῖνοι τὸ βουνόν, μὲ τροπὴ τοῦ β σὲ μ τὸ εἶπαν mons- tis. Ἀπὸ τὸ «βουνόν-βοῦνος-βουνί» διὰ τῆς συνήθους ἐναλλαγῆς τοῦ β μὲ τὸ μ, τὸ σημερινὸν λῆμμα γιὰ τὸ αἰδοῖον). 

Τὸ μέλι ἦταν ἐξίσου ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δημοφιλῆ ὑλικὰ ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὴν περιποίησίν τοῦ σώματός τους, τῆς κόμης, τοῦ προσώπου, ἀλλὰ καὶ τῶν ὀνύχων τους. 

Ὡς πρὸς τὴν ΟΝΥΧΟΚΟΜΙΑ ( < ὄνυξ + κομέω-ῶ =φροντίζω, περιποιοῦμαι, ἐξ οὗ καὶ ὀνυχοκόμος ὁ βαρβαριστὶ μανικιουρίστ < λατ. mano < μάρη =χέρι + λατ. curo < κορέω =ἐπιμελοῦμαι, πεντικιουρίστ < pes-pedis < ποῦς-ποδός + κορέω) ὁ Ἱπποκράτης συστήνει γιὰ τὶς παρωνυχίδες κηκίδα μέλαινα ἐν μελίτι (Περὶ Ἐπιδ., Β', 6, 27). 

Ἀκόμα χρησιμοποιοῦσαν καὶ τὸ «σύμπακτον γάλα», ἤτοι τὸ γιαούρτι καὶ γιὰ καλλυντικοὺς λόγους. 

... 

(Ἠθμός)


Ἔχουν δὲ βρεθεῖ σὲ ἀνασκαφὲς ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ σκεύη ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὴν παρασκευὴ τῶν διαφόρων καλλυντικῶν τους, ὅπως εἶναι ἡ ΙΓΔΙΣ (ἰγδίον-γουδίον-γουδί) καὶ ἡ ΚΩΤΑΛΙΣ/ ΥΠΕΡΟΣ/ ΔΟΙΔΥΞ ( =τὸ γουδοχέρι), οἱ ΗΘΜΟΙ-σουρωτήρια, ΠΥΕΛΟΙ-λεκάνες, ΠΥΡΑΥΝΑ ( < πῦρ + αὔω =καίω) γιὰ νὰ φτιάχνουν τὰ θυμιάματά τους, μὲ τὰ ὁποῖα ἀρωμάτιζον καὶ τὰ ἰμάτιά τους, οἱ διάφορες ΠΥΞΙΔΕΣ ( < πῦξος =τὸ κυτίον-κουτί, ἐξ οὗ καὶ box) ὅπου ἀποθήκευαν τὰ διάφορα καλλυντικά/ ΚΟΣΜΗΤΙΚΑ ( < κοσμῶ, ἐξ οὗ καὶ τὸ cosmetics), οἱ ΛΗΚΥΘΟΙ ( < ἔλαιον ἤ λά + κεύθω) καὶ ΕΞΑΛΕΙΠΤΡΑ, οἱ ΧΥΤΡΕΣ ( < χέω), οἱ ΠΡΟΧΟΙ-ΠΡΟΧΥΤΕΣ (πρὸς χύσιν ὕδατος· ὁ πρόχους κατέληξε σὲ «μπρίκι»), τὰ ΜΥΡΟΔΟΧΕΙΑ, τὰ ΑΛΑΒΑΣΤΡΑ ( < ἄνευ λαβῆς σκεύη), τὰ διάφορα ΚΥΠΕΛΛΑ καὶ ΑΜΦΟΡΕΙΣ ( < ἀμφιφορεύς, ὡς ἔχων δύο λαβές), οἱ ΑΣΚΟΙ ( < ἀκτός) ποὺ χρησίμευαν πρὸς μεταφορὰν ὑγρῶν, οἱ ΑΡΥΒΑΛΛΟΙ ( < ἀρύω + βάλλω), κ.ἄ πολλά. 


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΠΕΡΙ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ», ΓΑΛΗΝΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ,  «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΔΙΑΤΡΙΒΑΙ», ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΑΠΑΝΤΑ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (