Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΙΤΤΑ, ΠΙΤΑ Η' ΠΗΤΤΑ;

 

Ἀκόμη μία λέξις μὲ ἀμφιλεγόμενη ὀρθογραφία εἶναι καὶ ἡ «πίττα». Καὶ ἐνῶ στὰ διάφορα λεξικὰ συναντᾶ κανεὶς διαφορετικὲς ἐκδοχὲς γιὰ τὴν ἐτυμολογία της, δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ πὼς οἱ προτεινόμενες ἐτυμολογίες της συνδέονται ὅλες μεταξύ τους καὶ ἀνάγονται στὴν ἴδια ἑλληνικὴ ῥίζα, ὅπως καὶ τὸ ὅτι σὲ καμμία περίπτωσιν δὲν δικαιολογεῖται ἡ σημερινὴ γραφή της μὲ ἕνα τ, ὡς πίτα! 

Ἡ ἑλληνικοτάτη «πίττα» ἀνάγεται ἐτυμολογικῶς στὸ ῥῆμα «πέσσω» ( =μαλακώνω), διότι αὐτὸ εἶναι ἡ πίττα στὴν κυριολεξία της, κάτι μαλακόν, μὴ περιέχον σκληρὲς ὕλες (ἀκόμα καὶ οἱ κρεατόπιττες δὲν περιέχουν τὰ κόκκαλα, οὔτε κὰν σκληρὰ μέρη κρέατος). 
Τὸ ἐκπληκτικὸν εἶναι πὼς ἡ ἑλληνικὴ ντοπιολαλιὰ παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν ὅποιων συγχρόνων λεξικῶν, ἔχει διατηρήσει τὴν ὀρθὴ γραφή τῆς πίττας...καὶ ὄχι μόνον. Ἔτσι στὴν διάλεκτον τῶν Δωδεκανήσων (Ῥόδος, Σύμη, Κῶς, Κάρπαθος κοκ), ὅπου διατηρεῖται ἡ προφορὰ τῶν διπλῶν γραμμάτων (σύν-νεφο, λάκ-χος/λάκ-κος, πάπ-φος/πάππος) ἡ «πίττα» φθέγγεται ἀκόμη ἔτσι ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ γράφεται, δηλαδὴ ὡς [πίτ-θα/ πίτ-τα]. Καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πλεῖστα παραδείγματα καὶ αὐτὸ πὼς οἱ ντοπιολαλιὲς πραγματικῶς φυλάττουν Θερμοπύλες! 
Ὅμως δὲν εἶναι μόνον αὐτὸ τὸ γλωσσικὸν ἰδίωμα ποὺ φυλάξε τὴν ἱστορία τῆς «πίττας». Ἀφήνοντας τοὺς Δωριεῖς τοῦ Αἰγαίου καὶ περνώντας στοὺς Δωριεῖς τῆς Κάτω Ἰταλίας, στὴν λεγόμενη «κατωϊταλικὴ διάλεκτον» συναντῶμεν τὴν ὀρθογραφία τῆς πίττας, πάλι μὲ δύο τ, ἀλλὰ αὐτὴν τὴν φορὰ μεταμορφωμένη ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ κατωϊταλιώτικου τσιτακισμοῦ, ἀπὸ πίττα σὲ pizza. Ἀκόμα καὶ οἱ ἐκδοχὲς ποὺ ἐτυμολογοῦν τὴν «πίτσα» ἀπὸ «λατινικὸν ἔτυμον», αὐτὸ τὸ «λατινικόν ἔτυμον» ἀνάγεται στὴν ἴδια ῥίζα, στὸ ῥῆμα «πέσσω < πίπτω». Ἐπίσης τὰ μέρη στὰ ὁποῖα λέγεται πὼς πρωτοδημιουργήθη ἡ πίτσα ἦταν ἑλληνικὰ καὶ μάλιστα πλεῖστα μέχρι σήμερα διατηροῦν σχεδὸν ἀτόφια τὴν ἑλληνικὴ λαλιά, ὑπὸ τὴν μορφὴ τῆς λεγομένης «γκρεκανικῆς γλώσσης». 

Ὅμως ὀρθὸν εἶναι νὰ ἀναλυθοῦν καὶ οἱ ὅποιες ἄλλες ἐτυμολογίες δίδονται, ὅπως ἐπίσης εἶναι ἀπαραίτητον καὶ τὸ νὰ γίνει ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὰ διάφορα συγγενῆ τοῦ ῥήματος ποὺ ἔδωσε τὴν «πίττα», ὥστε νὰ γίνουν κατανοητὲς οἱ διάφορες ἐτυμολογήσεις ποὺ ἀκούγονται κατὰ καιρούς, ἀλλὰ καὶ τὸ πῶς φτάσαμε νὰ γράφεται ἡ πίττα μὲ ἕνα τ. 

Ἀναλυτικῶς : 

Ἡ σημερινή ἀνορθογραφία τῆς λέξεως «πίττα», δηλαδὴ ὡς «πίτα», καθιερώθηκε στὴν βάσιν τῆς  «λογικῆς» πὼς ἐπειδὴ δὲν θεωροῦν οἱ «ἐπιστήμονες» σίγουρη τὴν ἐτυμολογία της, ὀρθὸν εἶναι νὰ γράφεται μὲ ἁπλοποίησιν, δηλ. μὲ ι καὶ ἕνα τ (πίτα)! 

Ἡ ἐτυμολογία ποὺ δίδεται στὸ λεξικὸν τοῦ Μπαμπινιώτη, ὅπου συναντᾶται αὐτούσια ἡ λέξις εἶναι πὼς προέρχεται ἀπὸ τὴν ἰταλικήν;;! λέξιν...pitta (τὴν ὁποία λέξιν -εὐτυχῶς ἀκόμη ὀρθῶς- τὰ διεθνῆ λεξικὰ ἀνάγουν στὴν προγενεστέρα ἑλληνικὴ πίττα!), τὴν ὁποία ἀνάγει στὸ λατινικὸν! picta (δηλ. τὴν μετοχὴ τοῦ λατ. pingo =χρωματίζω, βάφω· ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα picture, pittoresque κλπ· pingo ἐκ τοῦ ἑλλ. ποικίλος = στολισμένος, κεντητός, πολυειδής καὶ κατὰ μία ἐκδοχὴ, ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐκδοχὲς τοῦ λεξικοῦ Valpy, ἐκ τοῦ «πήγω» ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «στερεώνω χρώματα»). Τὴν «picta» λοιπὸν ὁ Μπαμπινιώτης τὴν συνδέει μὲ τὸ ἑλλ. πηκτή, ὁπότε καὶ ἄν ἴσχυε μιὰ τέτοια ἐτυμολόγησις, ὡς ἀντιδάνειον δηλαδή, σῶφρον θὰ ἦταν νὰ τὴν ἔγραφε «πῆττα» ἤ ἔστω «πίττα» (ὑπὸ τὴν λογικὴ πὼς οἱ Ἰταλοὶ δὲν δύνανται νὰ φθέγξουν δύο ἄφωνα στὴν σειρά, ὁπότε τρέπουν τὸν πρῶτον στὴν ποιότητα τοῦ δευτέρου, π.χ. notte, otto ἀντί νύξ-νυκτός/ νύκτα, ὀκτώ). 

Παρ' ὅλ' αὐτά, ἀναφέρει πὼς ἐπειδὴ θεωρεῖται ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία ποὺ ὁ ἴδιος δίδει, ἄς γράφεται ὡς «πίτα»! Ὑπογραμμίζει δέ, καὶ μάλιστα ἄνευ αἰτιολογήσεως, πὼς ἡ ἀναγωγὴ τῆς λέξεως στὴν λέξιν «πίττα» ἐκ τοῦ πέσσειν εἶναι... ἀπίθανη! Τὴν λογικὴ δὲ τοῦ συσχετισμοῦ τῆς πίττας μὲ τὴν ζωγραφικὴ καὶ τὸν χρωματισμὸν, τὴν συναντᾶ κανεὶς καὶ σὲ διάφορα ἄλλα ξενόγλωσσα λεξικὰ στὴν προσπάθειά τους νὰ καταφέρουν νὰ ἐτυμολογήσουν τὴν πίτσα, ὄχι ἀπὸ ἀμιγῶς ἑλληνικὸν ἔτυμον, ἀλλὰ ἀπὸ «λατινικόν» (χωρὶς φυσικὰ νὰ ἀναφέρεται ἀπὸ ποῦ προῆλθε ἡ λατινική). Ἔτσι καταλήγουν πὼς ἡ πίτσα πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸ «pingo» ἐκ τῆς χρώσεως...τοῦ ψησίματός της! 

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, εὐτυχῶς ἡ ἀρχαιοτάτη γλῶσσα μας μὲ τὴν λογική τῶν ἐτύμων της, ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν τὴν συμβατικότητα καὶ τὶς «ἁπλοποιήσεις» λόγῳ ἀσαφείας, ἀλλὰ καὶ ἡ ντοπιολαλιὰ συνεκράτησαν τὴν ἐτυμολογία καὶ κατ' ἐπέκτασιν καὶ τὴν ὀρθογραφία της πίττας... 

Ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ πανάρχαιον μονοσύλλαβον ῥῆμα «πτῶ», τὸ ὁποῖον μὲ ἀναδιπλασιασμὸν ἀργότερα ἔγινε «πίπτω» («ὡς τὸ χρῶ κιχρῶ, τὸ στῶ ἱστῶ, δῶ διδῶ, πλῶ πιπλῶ, τρώσκω τιτρώσκω», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα). Τὸ «πίπτω» αἰολικῶς γίνεται «πίσσω» (διότι οἱ Αἰολεῖς «τὸ γὰρ πτ εἰς δύο σ τρέπουσι», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα) καὶ ὁ ἐπικός τύπος του εἶναι «πίτνω». 

Καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐν χρῆσει μέχρι σήμερα «πίπτω» ἐγεννήθησαν ἀμέτρητες ἄλλες ῥίζες καὶ λέξεις παγκοσμίως. 
Ἀπὸ τὸ ῥῆμα αὐτὸ ἐγεννήθη τὸ ῥῆμα «πέσσω» ποὺ σημαίνει «καθιστῶ τὶ μαλακόν, μαλακώνω, πεπαίνω», ἐξ οὗ καὶ ἡ πίττα, ἡ πέψις («πέπανσις δ' ἐστὶν πέψις τις· ἡ γὰρ τῆς ἐν τοῖς περικαρπίοις τροφῆς πέψις πέπανσις λέγεται», Μετεωρ., Δ', 380α, Ἀριστοτέλης), τὸ πεπόνι ( =διότι εἶναι μαλακόν), ἡ πίσσα/ πίττα («ὕλη τις γλιχρὰ καὶ μελανὴ γενομένη διὰ τῆς ἑψήσεως τῆς ῥητίνης/ κατράνης, τὴν ὁποίαν μεταχειρίζονται εἰς ἐξωτερικὸν ἄλειμμα τῶν πλοίων», Λεξικὸν τῆς ἑλλην. γλώσσης, Ἄνθ. Γαζής· ἐξ οὗ καὶ ὁ Ὅμηρος χαρακτηρίζει τὶς νῆες «μέλαινες» λόγῳ τῆς μαλακῆς πίσσας μὲ τὴν ὁποία τὶς εἶχαν ἀλείψει ὥστε νὰ τὶς στεγανοποιήσουν), τὸ ῥῆμα πισσαλειφέω, ἤτοι τὸ σημερινὸν πασσαλείφω, τὰ πέμματα ( =μαλακὰ μαγειρεμένα ἐδέσματα, κυρίως γλυκύσματα) κοκ. 

Στὸ ἐπίσης συγγενές τῆς πίσσας, πιττάκιον ( < πέσσω) γράφει στὰ «Ἄτακτά» του ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής καὶ μία ἄλλη ἐκδοχή ἐτυμολογήσεως τῆς πίττας: 

«Πιττάκιον...τὸ ὁποῖον παράγεται ἀπὸ τὴν πίττα, κοινῶς πίσσα διὰ τὴν ὁμοιότητα δηλαδὴ τοῦ σχήματος μὲ τὰ μαζία τῆς πίσσας. Διὰ τὸ αὐτὸ σχῆμα καὶ ὁ πεπλατυσμένος ἄρτος ὠνομάσθη Πίττα». 

Ἀλλὰ «πιττάκιον» εἶναι καὶ τὸ ἔμπλαστρον, «κομμάτι δέρματος ἐφ' ᾧ ἀλείφεται χρίσμα τι, ἀλοιφὴ καὶ ἐπιτίθεται πληγῇ τινί», (Λεξ. ἑλλ. γλώσσης, Ἄνθ. Γαζής) καὶ τὸ πινάκιον ἐκ δέρματος ἤ φλοιοῦ πιτύος, ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀντιδάνεια «πέτσα, πετσέτα» (ἐκ τοῦ pezzo =τεμάχιον, βλ. piece, pedazo, pièce κλπ < πιττάκιον).  

Συγγενὲς τοῦ πέσσω/ πέττω εἶναι καὶ τὸ «πτίσσω/ πίσσω» ( =ἐκλεπίζω, ἀφαιρῶ τὸ σκληρὸν φλοιὸν τῆς κριθῆς, χτυπῶ), ἐξ οὗ καὶ ἡ πτισάνη («ὁ χυλὸς αὐτῆς -τῆς κριθῆς- ὅν πρὸς ῥὀφησιν ἑτοιμάζουσιν, ἤτοι ποτόν τι κατεσκευασμένον ἐκ τῆς τοιαύτης κριθῆς», Λεξικὸν τῆς ἑλλην. γλώσσης, Ἄνθ. Γαζής)· ἐξ οὗ ὁ πτιστής, ποὺ χτυπᾶ τὸ κριθάρι γιὰ νὰ ἀφαιρέσει τὸ σκληρὸ μέρος του, τὸ ἀντιδάνειον «πέστο», ἤτοι ἡ κοπανιστή-χτυπημένη σάλτσα βασιλικοῦ, τὸ πίτυρον-πίτουρον, ἡ πιτυρίς κλπ. 

Ἀλλὰ συγγενές του εἶναι καὶ τὸ «πάσσω» ( =πασπαλίζω κάτι τριμμένον, βλ. παστός, ἁλίπαστος· ῥαντίζω, καὶ μεταφορικῶς σημαίνει καὶ διακοσμῶ, βλ. νυφικὴ παστάδα, «ἐν δὲ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε», Ἰλιάς, Χ', 441). 

Τὸ λεξικὸν τοῦ Κοῦμα στὸ λῆμμα «πάσσω» γράφει : 

«πασπαλίζω, σκορπίζω ξηρὰ ἤ ὑγρὰ ἤ ρευστὰ καὶ ὑγρὰ μόρια. Καὶ τροπ. ἐπὶ ποικιλμάτων ἀνθῶν... ὅθεν ποικίλλω, παρδαλίζω. Ἡ κύρια σημασία εἶναι ῥαντίζω, βρέχω...πάω, πάζω, πάσκω...». 

Καὶ στὸ χωρίον αὐτὸ φαίνεται καὶ ἡ σύνδεσις μὲ τὸ ἐσθίειν, τὸ τρώγειν, αὐτὸ ποὺ οἱ Λατῖνοι ὠνόμασον «pasco» ( =βόσκω, θρέφω) καὶ τὸ ὁποῖον γέννησε μὲ τὴν σειρά του παγκοσμίως τοὺς πάστορες-ποιμένες (pastor, pasteur, pastore κοκ), τὴν βόσκησιν (paissance, pescolamento κοκ), τὴν βοσκή (pasturage, pasto κλπ) κ.ἄ πολλά. 
Ἐκ τοῦ πάσσω/ πάττω λοιπὸν ἐγεννήθη τὸ «πατέομαι» ( =τρώγω κάτι μαλακόν, «
νέκταρ τ᾽ ἐπάσαντο», Θεογονία, 642, Ἡσίοδος), ἐξ οὗ καὶ ὁ πάτος ( =τροφή) καὶ «ἀποπαττῶμαι» ( =ἀφοδεύω, ἐκβάλλω τὴν περιττὴ τροφή, ἤτοι τὰ περιττώματα), μὰ καὶ ὁ ἄπαστος, δηλαδὴ ὁ νηστικός·
ἐκ τοῦ πατέομαι προέρχεται καὶ ἡ πάστη ( =ζωμὸς ἀλφίτων, μεῖγμα τυροῦ καὶ σιμιγδάλεως), ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της ἔδωσε τὰ 
pâte ( =ζύμη), pâté (κρεατόπιττα), τὶς pâtisseries ( =ζαχαροπλαστεῖα), τὶς pastilles ποὺ γύρισαν σὲ ἑμᾶς ὡς παστίλλιες, καὶ διάφορα ἄλλα ἀντιδάνεια ὅπως τὶς διάφορες πάστες, τὸ παστίτσιο, ἤ τὴν πατάτα ἡ ὁποία διαφέρει ἀπὸ τὸ γεώμηλον, καθῶς αὐτὴ εἶναι τὸ μαλακὸν-βρασμένον γεώμηλον* κοκ. 


(Γεώμηλα) 


(Πατάτες) 

Γράφει δὲ τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα στὸ λῆμμα «ἐπάσσαντο» καὶ τὴν διαδρομὴ τοῦ ῥήματος : 

«Ἐπάσσαντο, ἐγεύσαντο...τὸ θέμα πατῶ, ὅπερ ἀποπασσῶμαι...πατῶ οὖν δηλοῖ τὸ ἐσθίω, ὁ μέλλων πατήσω καὶ κατὰ συγκοπὴν πάσσω· ἔντευθεν γέγονε καὶ φάτνη, ὁ τόπος ἐν ᾧ ἐσθίουσι τὰ ἄλογα». 

Καὶ πράγματι πατῶ ἀρχικῶς σήμαινε συνθλίβω κάτι, ὅπως ἀκριβῶς ὅταν συνθλίβεις κάτι μὲ τὰ δόντια γιὰ νὰ διευκολυνθεῖ ἡ πέψις. Ἐξ οὗ καὶ τὸ πάτημα τῶν σταφυλιῶν, ὅ ἐστὶ ἡ σύνθλιψις πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ χυμοῦ τῶν σταφυλιῶν πρὸς παραγωγὴν οἴνου. Κι ἔπειτα σημαίνει καὶ βαδίζω, πατῶ μὲ τὰ πόδια στὴν γῆ καὶ προχωρῶ. 

Ἡ ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις καὶ ἡ ἀναφορὰ τῶν παραγώγων τοῦ ἀρχικοῦ «πτῶ/πίπτω» ὅμως βοηθᾶ καὶ στὸ νὰ κατανοηθεῖ ἡ σύγχυσις/ «σύγχυσις» ποὺ ἔχει ἐπέλθει καὶ στὰ ἀλλοδαπὰ λεξικά· ὅπου στὸ λῆμμα τῆς «πίτσας» παρ' ὅτι ἀναφέρεται συνήθως ἡ ἐκδοχὴ πὼς προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ «πίττα» (καὶ σὲ αὐτὰ εὐτυχῶς ἀκόμα ἐπιβεβαιοῦται ἡ ὀρθὴ γραφὴ τῆς λέξεως μὲ δύο τ καὶ ι), κάποιοι λεξικογράφοι ἀνάγουν τὴν ἐτυμολογία της σὲ ἀλλοδαπὰ «ἔτυμα» χωρὶς νὰ ἀναφέρονται στὸ πῶς προέκυψαν αὐτὰ τὰ ἔτυμα. 

Ἄλλοι λοιπὸν ἐτυμολογοῦν τὴν pizza ἐκ τοῦ «ἰταλικοῦ pestare < λατ. pinsere» ἤ ἀκόμη χειρότερα τὴν συνδέουν μὲ τάχα γερμανικόν! ἔτυμον, τὸ Biss ( =δάγκωμα, μπουκιά), ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «τσιμπάω κάτι/ τσιμπάω ἕνα κομμάτι πίτσα!» (βλ. καὶ τὸ προαναφερθὲν pezzo < πίσσα). Οἱ «ἰνδοευρωπαϊκὲς» ἀηδίες ἐτυμολογήσεως ποὺ ἀναγράφονται ὅλον καὶ περισσότερον σὲ ἐπιστημονικὰ ὑποτίθεται πονήματα, ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τὰ λεξικά, δὲν τίθενται κὰν ὑπὸ συζήτησιν, διότι ἄν μὴ τὶ ἄλλον οἱ Ἰνδοευρωπαῖοι δὲν εἶναι ὑπαρκτὸς λαὸς μὲ παραδεδομένη γλῶσσα, ὑπαρκτὸν πολιτισμὸν καὶ μαρτυρημένα λήμματα καὶ μνημεῖα-εὑρήματα, ἀλλὰ εἶναι δημιούργημα τῆς φαντασίας τῶν «ἐπιστημόνων», ὑποτιθέμενοι δηλαδή...  

Τὸ ἰταλικὸν λοιπὸν «pestare» ( =πατῶ, συνθλίβω μὲ τὰ πόδια καὶ συνεκδοχικῶς χτυπῶ, σφυροκοπῶ· pistare, ἐξ οὗ καὶ ἡ πίστα ποὺ λέγομεν σήμερα) ποὺ ἀναφέρεται ὡς ἐκδοχὴ ἐτυμολογικῆς ἀναγωγῆς τῆς πίτσας προέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸν pinsere ( =συνθλίβω), τὸ ὁποῖον «λατινικόν» λῆμμα προέρχεται καὶ αὐτὸ ἐκ τοῦ πτίσσω ( =χτυπῶ, ἐκλεπίζω, συνθλίβω) < πτῶ. 

Ἡ δὲ ἄλλη ἐκδοχὴ ἐκ τοῦ γερμ. Biss, beißen ( =δάκνω) μέσῳ «λομβαρδικοῦ λήμματος», ὅπως γράφουν, ἀνάγεται καὶ πάλι στὴν πίτυν/ πεύκην, πίσσα, ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ χωρίζω, διαχωρίζω, εἶμαι δριμὺς καὶ διαπεραστικός, θλιβερὸς ( < θλίβω =καταπιέζω, καταπατῶ) ὡς ὁ πικρός, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν πεύκη : 

«Πικρὸς ὡς καὶ πευκεδανὸς ἐμποροῦν νὰ παραχθῶσιν ἀπὸ τὸ πεύκη, πίτυς, πίσσα...πικρὰν γεῦσιν ἐμποιῶν, ἐπειδὴ οἱ γευστικοὶ χυμοὶ ὀνομάζονται ἀπὸ τὰς ὕλας...Ἡ πεύκη δίδει ῥητίνη καὶ πίσσαν...καὶ τὰ δύω ἔχουν πικρὰν γεῦσιν· τὸ πικρὸν εἶναι παροξυντικὸν καὶ διαπεραστικόν· ὅθεν δριμύς κ. πικρός», Λεξικὸν διὰ τοὺς μελετώντας τὰ τῶν παλαῶν Ἑλλήνων συγγράμματα, Κ. Κοῦμας.  

Ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα «piquant ( =δριμύς), pick/ picken ( =κεντρίζω, διαπερνῶ), picus ( =δρυοκολάπτης), pica ( =κίσσα), pickles ( =πίκλες), pike/ pique ( =λόγχη), picco ( =ἡ κορυφὴ ἀπὸ κάτι, ἄρα τὸ αἰχμηρόν), piccolo ( =ἡ ἀκροῦλα ἀπὸ κάτι, ὁ μικρός)» κοκ. 

... 

Ἐν κατακλείδι ἡ πίττα γράφεται μὲ δύο τ καὶ ι, ὅπως καὶ ἡ pizza μὲ δύο z γιὰ τὸν ἴδιον λόγον· διότι ἐτυμολογοῦνται ἐκ τοῦ πέσσειν· πτῶ > πέσσω > πίττα > pizza. 


*Ἡ πατάτα εἰσήχθη στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Νότιον Ἀμερικὴ στὴν σύγχρονη ἐποχή, γι' αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ἀδιανόητον ἡ ὀνομασία της νὰ συνδέεται μὲ τὸ ἑλληνικὸν «πατέομαι». Ὅμως ἄν ἀνατρέξει κανεὶς στὴν ἱστορία τῶν λαῶν τῆς Χιλῆς, Περοῦ, Μεξικὸ καὶ γενικῶς τοῦ νότου τῆς Ἀμερικῆς καὶ μελετήσει ἀφ' ἑνὸς τὴν γλῶσσα καὶ τὰ μνημεῖα τῶν γηγενῶν, τὰ σύμβολά τους καὶ τὰ ἔθιμά τους δὲν φαίνεται καθόλου περίεργος ὁ συσχετισμός. Ἄλλωστε ὑπάρχουν πλεῖστα συγγράμματα πὼς αὐτὰ τὰ μέρη ἦταν ἀποικίες Ἑλλήνων (βλ. «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης», Πλούταρχος, «Ἡ ἑλληνικὴ καταγωγὴ τῶν Ἀραουκανῶν τῆς Χιλῆς», Λόνκο Κιλαπάν, «Οἱ Ἴνκας μιλοῦσαν ἑλληνικά», Δωρικὸς-Χατζηγιαννάκης κλπ), ὅπου ὄχι ἁπλῶς ἀναφέρονται οἱ πανάρχαιες ἀποικίες τῶν Ἑλλήνων στὴν Μεγάλη Ἤπειρον, ἀλλὰ δίδονται καὶ πληροφορίες γιὰ τὸ πῶς οἱ Σπαρτιᾶτες μέσῳ τοῦ Λάος ( < λαός), ἔπειτα περνῶντας στὴν Χερσόνησον (Μαλαισία) καὶ μὲ γέφυρες τὰ νησιὰ τοῦ Εἰρηνικοῦ, ἐπίσης φέροντα ἑλληνικότατα ὀνόματα, Πολυνησία, Μελανησία, Ἰνδονησία, Μικρονησία, ἔφτασαν καὶ ἐγκατεστάθησαν στὸν νότον τῆς Ἀμερικῆς τὴν 1η χιλιετία π.κ.ἐ, ἀναμειγνύμενοι μὲ τοὺς ντόπιους καὶ ὀνομαζόμενοι ὡς Ἀραουκανοί, διατηρῶντες τὰ ἔθιμά τους, βλ. Πυρρίχιον, μαίανδρον, σπεῖρα (μέχρι σήμερα συναντᾶται ὡς ἀρχαῖον σύμβολον στὸ Περοῦ συμβολίζον τὴν Μητέρα πασῶν, τὴν Γαία, τὴν δική τους «Pacha mama»), διδάσκοντας τὴν γλῶσσα τους, λέξεις οἱ ὁποῖες μέχρι σήμερα μποροῦν νὰ γίνουν ἀντιληπτὲς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, ὅπως τὰ «σαμοανικὰ» aeto ( =ἀετός), uaina ( =οἶνος) καὶ ἄλλα «πολυνησιακὰ» ὅπως ode ( =ὠδή), pappa ( =πατήρ), pau ( =παύω) κλπ. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ