Εὑρισκόμεθα πάλι στὶς ἡμέρες ποὺ γίνεται ὁρατὸν στὸν οὐρανόν τὸ φαινόμενον τῶν Λυρίδων (μέσα Ἀπριλίου καὶ κορυφώνεται περὶ τὰ μέσα τοῦ τρίτου δεκαημέρου τοῦ Ἀπριλίου, δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τοῦ Μουνιχιῶνος, μηνὸς άφιερωμένου στὴν Μουνιχία Ἄρτεμιν. Ἡ νέα σελήνη, ἄρα καὶ νουμηνία-ἀρχὴ Μουνιχιῶνος εἶναι στὶς 20 Ἀπριλίου φέτος καὶ συμπίπτει μὲ ὁλικὴ ἔκλειψιν Ἡλίου).
Καὶ ἐπειδὴ τὸ σύμπαν δὲν ἀνελύθη, δὲν ἐπεξηγήθη, δὲν ἀλληγορήθη καὶ πόσῳ μᾶλλον δὲν φθέγγεται οὔτε ἑβραϊκῶς, ὅπως προσπαθοῦν πολὺ νὰ μᾶς πείσουν οἱ ἁβρααμικὲς θρησκεῖες· οὔτε «ἰνδοευρωπαϊκῶς», ὅπως ὑπαγορεύουν οἱ «ἐπιστήμονες»· παρὰ γίνεται ἀντιληπτὸν μόνον μέσῳ τῆς ἑλληνικῆς κοσμοθεάσεως καὶ τῆς ἑλληνικῆς αὐδῆς, τῆς συμπαντικῆς γλώσσης μας, ἀς γίνει ἕνα μικρὸ ἀφιέρωμα γι' αὐτὲς τὶς μέρες τῶν λυρίδων καὶ τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς Λύρας, ἐξ οὗ ὠνομάσθησαν.
Γράφει ὁ μεγάλος Ἕλλην ἀστρονόμος (καὶ ὄχι μόνον) Ἐρατοσθένης ὁ Κυρηναῖος στοὺς «Καταστερισμούς» του (ἤ «Ἀστροθεσίαι»), περὶ τῆς Λύρας :
«Αὕτη ἐνάτη κεῖται καί ἐστι Μουσῶν· κατασκευάσθη δὲ τὸ μὲν πρῶτον ὑπὸ Ἑρμοῦ ἐκ τῆς χελώνης καὶ τῶν Ἀπόλλωνος βοῶν· ἔσχε δὲ χορδὰς ἑπτὰ ἢ ἀπὸ τῶν ζ′ πλανητῶν ἢ τῶν Ἀτλαντίδων· μετέλαβε δ’ αὐτὴν Ἀπόλλων καὶ συναρμοσάμενος ᾠδὴν Ὀρφεῖ παρέδωκεν, ὃς Καλλιόπης υἱὸς ὤν, μιᾶς τῶν Μουσῶν, ἐποίησε τὰς χορδὰς ἐννέα ἀπὸ τοῦ τῶν Μουσῶν ἀριθμοῦ καὶ προήγαγεν ἐπὶ πλέον ἐν τοῖς ἀνθρώποις [οὕτω] δοξαζόμενος οὕτως ὥστε καὶ ὑπόληψιν ἔχειν περὶ αὐτοῦ τοιαύτην, ὅτι καὶ τὰς πέτρας καὶ τὰ θηρία ἐκάλειν διὰ τῆς ᾠδῆς· διὰ δὲ τὴν γυναῖκα εἰς Ἅιδου καταβὰς καὶ ἰδὼν τὰ ἐκεῖ οἷα ἦν τὸν μὲν Διόνυσον οὐκ ἐτίμα, ὑφ’ οὗ ἦν δεδοξασμένος, τὸν δὲ Ἥλιον μέγιστον τῶν Θεῶν ἐνόμισεν, ὃν καὶ Ἀπόλλωνα προσηγόρευσεν· ἐπεγειρόμενός τε τὴν νύκτα κατὰ τὴν ἑωθινὴν ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ καλούμενον Πάγγαιον ἀνιὼν προσέμενε τὰς ἀνατολάς, ἵνα ἴδῃ τὸν Ἥλιον πρῶτον· ὅθεν ὁ Διόνυσος ὀργισθεὶς αὐτῷ ἔπεμψε τὰς Βασσαρίδας, ὥς φησιν Αἰσχύλος ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητής· αἳ διέσπασαν αὐτὸν καὶ τὰ μέλη ἔῥῥιψαν χωρὶς ἕκαστον· αἱ δὲ Μοῦσαι συναγαγοῦσαι ἔθαψαν ἐπὶ τοῖς καλουμένοις Λειβήθροις. Τὴν δὲ λύραν οὐκ ἔχουσαι ὅτῳ δώσειν τὸν Δία ἠξίωσαν καταστερίσαι, ὅπως ἐκείνου τε καὶ αὐτῶν μνημόσυνον τεθῇ ἐν τοῖς ἄστροις· τοῦ δ’ ἐπινεύσαντος οὕτως ἐτέθη· ἐπισημασίαν δὲ ἔχει ἐπὶ τῷ ἐκείνου συμπτώματι δυομένη καθ’ ὥραν.
Ἔχει δ’ ἀστέρας ἐπὶ τῶν κτενῶν ἑκατέρων ὤμων α′· ἐφ’ ἑκάστου πήχεως α′· ἐπ’ ἀκρότητι ὁμοίως α′· ἐφ’ ἑκατέρων ὤμων α′· ἐπὶ ζυγοῦ α′· ἐπὶ τοῦ πυθμένος α′, λευκὸν καὶ λαμπρόν· τοὺς πάντας θ′».
Ἐν ὀλίγοις ὅπως ὁλόκληρον τὸ σύμπαν φέρει ἑλληνικὰ ὀνόματα εἰς ἀνάμνησιν τῶν γεγονότων τῆς κοσμογονικῆς ἱστορίας μας, ἔτσι καὶ ὁ ἀστερισμὸς τῆς Λύρας, κουβαλᾶ καὶ διαιωνίζει τὴν μνήμη τῆς ἱστορίας τῆς πρῶτης λύρας ποὺ κατεσκευάσθη ποτέ, αὐτῆς τοῦ Ἑρμοῦ, καὶ μετ' ἔπειτα «λύρας τοῦ Ὀρφέως».
Ἡ μυθολογία μας, δηλαδὴ ἡ ἀπωτάτη χρονικῶς ἱστορία μας, ἀναφέρει πὼς κάποτε, ὅταν ὁ Ἀπόλλων ἦταν βουκόλος τοῦ Ἀδμήτου, ὁ Ἑρμῆς πῆγε στὴν Θεσσαλία καὶ τοῦ ἔκλεψε τὶς βοῦς, τὶς ὁποῖες ἔπειτα ἐξήλασεν στὴν Πύλον. Ὁ Ἀπόλλων τὸν ἀνεζήτησε καὶ τὸν βρῆκε σὲ ἕνα ἄντρον τῆς Κυλλήνης, ὅπου ὁ Ἑρμῆς πάλι μὲ μεγάλη τέχνη τοῦ ὑφήρπαξε καὶ τὴν φαρέτρα ἀπὸ τοὺς ὤμους του! Ὅταν ὁ στεναχωρεμένος γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν βοδιῶν, Ἀπόλλων κατάλαβε ὅτι τελικῶς ὄχι μόνον δὲν τὰ πῆρε πίσω ἐπισκεπτόμενος τὸν Ἑρμῆν, ἀλλὰ ἔχασε καὶ τὴν φαρέτρα του ἐγέλασε γιὰ τὸ παράδοξον καὶ τὸν ἀπείλησε πὼς ἄν δὲν τοῦ πεῖ ποῦ εἶναι τὰ κλοπιμαῖα, θὰ τὸν ῥίξει στὸν Τάρταρον. Ὁ Ἑρμῆς ὅμως δὲν πτοήθηκε καὶ ἐφ' ὅσον δὲν μαρτύρησε τίποτε, ἀνέλαβε ὁ Ζεὺς νὰ δώσει τέλος στὴν διαμάχη τους. Ἔτσι ὁ Ζεὺς πῆγε στὴν Πύλον, ἔδωσε πίσω στὸν Ἀπόλλωνα τὶς βοῦς, ἤ κατ' ἄλλη ἐκδοχὴ ἀναγκάστηκε ὁ ἴδιος ὁ Ἑρμῆς νὰ τὶς παραδώσει.
Γι' αὐτὸ καὶ ἡ λύρα ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ λύτρον, λύτρα, διότι «ἐδόθη τῷ Ἀπόλλωνι παρὰ τοῦ Ἑρμοῦ -ὡς λύτρα- ὑπὲρ ὧν ἔκλεψε βοῶν τοῦ Ἀπόλλωνος ὁ Ἑρμῆς. Τὴν δὲ λύραν ἐκ χελώνης φασὶ τὸν Ἑρμῆν εὑρηκέναι καὶ κατασκευάσαι ἑπτάχορδον, παραδεδωκέναι τὴν μάθησιν τῷ Ὀρφεῖ», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα.
Καθῶς ὁ Ἀπόλλων πῆγε νὰ παραλάβει τὰ κλοπιμαῖα, ὁ Ἑρμῆς ἔπαιζε μὲ τὴν λύρα, τὴν ὁποία εἶχε ἐφεύρει ὁ ἴδιος. Τὴν εἶχε κατασκευάσει ἀπὸ τὸ καύκαλον χελώνης καὶ εἶχε τοποθετήσει ἑπτὰ χορδὲς (ὅσοι καὶ οἱ πλανῆτες ἤ οἱ Ἀτλαντίδες· σ-επτὸς ἀριθμὸς τὸ ἑπτά, ἐξ οὗ καὶ θεωρεῖται ἑπταμηνιαῖος ὁ θεός) ἀπὸ ἔντερα ζώων (χορδή = ἔντερον, ἐξ οὗ καὶ ἀπὸ τότε τὰ ὄργανα τέτοιου εἴδους λέγονται ἔγχορδα).
«Ἔπειτα ἐλθὼν πρὸς τὸν Πᾶνα, εἰς τὴν Ἀρκαδίαν ἔμαθε τὴν μαντικήν, ἔκαμε καὶ τὴν Λύραν ἑπτάχορδον, προσαρμόζων αὐτὴν εἰς τὴν Σύριγγα τοῦ Πανός· ὅθεν ἀλληγορεῖται ὅτι ἐγεννήθη ἑπταμηνιαῖος, κατὰ τινας», Ὠγυγία ἤ Ἀρχαιολογία, Β', 10, Ἀθ. Σταγειρίτης.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἀπόλλων ἤκουσε τὴν μελωδία τῆς λύρας, μαγεύτηκε καὶ τὴν ἀντήλλαξε πάλι μὲ τὶς βοῦς, ἀλλὰ καὶ τὴν χρυσῆν του ῥάβδον ποὺ ἐκράτει, ὡς βουκόλος ποὺ ἦταν καὶ θεὸς τοῦ φωτός.
Ἀπὸ τότε λοιπὸν ὁ Ἀπόλλων ἔγινε Χρυσολύρης καὶ ὁ Ἑρμῆς ἔκανε τὴν ῥάβδον τοῦ Ἀπόλλωνος σύμβολόν του, ἤτοι τὸ γνωστὸν κηρύκειόν του.
Ἔπειτα ὁ Λυρογηθὴς Ἥλιος-Ἀπόλλων σύνηψε σχέσιν μὲ τὴν Μοῦσα τῆς ἐπικῆς ποιήσεως τὴν Καλλιόπη ( < καλός + ἔπος), ὁπότε καὶ παρέδωσε τὴν λύρα του στὸν υἰὸν τῆς ἀγαπημένης του, τὸν μεγάλον μουσικὸν Ἀργοναύτη, Ὀρφέα. Κατὰ μία ἐκδοχὴ ὁ Ἀπόλλων ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔμαθε στὸν Ὀρφέα νὰ παίζει τόσο καλὰ τὴν λύρα. Μάλιστα εἶχε τέτοιο χάρισμα ποὺ δὲν μάγευε μόνον θνητοὺς μὲ τὴν μουσική του, ἀλλὰ καὶ ὁ,τιδήποτε ἄκουγε τὴν μελωδία τῆς λύρας του.
Ἔτσι μποροῦσε νὰ θεραπεύει διὰ τῆς λύρας του (Ὠγυγία, Γ', 206, Ἀθ. Σταγειρίτης). Καὶ ὑπάρχουν πλεῖστες ἀναφορὲς στὴν γραμματεία μας (βλ. Ὅμηρον, Πίνδαρον κλπ) γιὰ τὴν θεραπεία διὰ τῆς ἐπαοιδῆς. Ἐπίσης, μποροῦσε μόνον μὲ τὸ μελωδικὸν γρατζούνισμα τῶν χορδῶν της νὰ καλέσει θηρία καὶ νὰ κινήσει πέτρες.
Ἄλλωστε ἡ τελεία καὶ ἁρμονικὴ μελωδία ποὺ μποροῦσε νὰ παραγάγει διὰ τῆς λύρας του ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ μάντις Χείρων ἔπεισε τὸν Ἰάσονα νὰ πάρει στὴν ἐκστρατεία του μαζὶ καὶ τὸν Ὀρφέα, καθῶς ἄνευ αὐτοῦ θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ περάσουν τὶς Σειρῆνες («Ἀργοναυτικά», 32, Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος). Μὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὰ «Ὀρφικὰ Ἀργοναυτικά», (1017), ὁ Ὀρφεὺς ἦταν καὶ πάλι αὐτὸς ποὺ κατάφερε μὲ τὸ χάρισμα τοῦ Ἀπόλλωνος νὰ κοιμίσει τὸν δράκοντα ποὺ φύλαττε τὸ δέρας.
Ὁ Ὀρφεὺς ἐξέλιξε τὴν κατασκευὴ τῆς λύρας καὶ ἔτσι ἀπὸ ἑπτάχορδη ποὺ τὴν εἶχε κατασκευάσει ὁ Ἑρμῆς, τὴν μετέτρεψε σὲ ἐννιάχορδη· ἔβαλε δηλαδὴ τόσες χορδὲς ὅσες καὶ οἱ κόρες τῆς γιαγιᾶς του καὶ μητέρας τῶν Μουσῶν, τῆς Μνημοσύνης, ἡ ὁποία Μνημοσύνη ἔχει στὸ ὄνομά της τόσα γράμματα, ὅσα καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν θυγατέρων της (ἐννέα).
Πατὴρ τοῦ ἀρχικελευστοῦ καὶ μουσικοῦ τῶν Ἀργοναυτῶν ἦταν ὁ Οἴαγρος, ἐξ οὗ καὶ ἀπεκαλεῖτο καὶ Οἰαγρίδης Ὀρφεύς. Ὁ Οἴαγρος ὅμως τὸν συνέδεσε καὶ μὲ τὸν Διόνυσον μὲ τὸν ἑξῆς τρόπον :
Ὁ πατὴρ τοῦ Οἰάγρου, δηλαδὴ ὁ παπποῦς τοῦ Ὀρφέως, ἦταν ὁ Χάροψ («Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», 4, 25, Διόδωρος Σικελιώτης). Ὁ Χάροψ ἦταν σύγχρονος τοῦ Διονύσου τοῦ Νυσαίου καὶ ἐξ αὐτοῦ παρέλαβε τὴν βασιλεία τῆς Θράκης. Ἀκόμα πέραν τῆς βασιλείας, ὁ Διόνυσος τοῦ παρέδωσε καὶ μαθήματα τοῦ πῶς νὰ τελεῖ τὶς διονυσιακὲς τελετές. Ὁ Χάροψ λοιπόν τὶς γνώσεις αὐτὲς τὶς μετελαμπάδευσε μαζὶ μὲ τὴν βασιλεία στὸν Οἴαγρον καὶ μέσῳ τοῦ Οἰάγρου ἐπέρασαν στὸν Ὀρφέα, ὁ ὁποῖος τὶς παρήλλαξε ἐλαφρῶς, ἐξ οὗ καὶ οἱ διονυσιακὲς τελετὲς ὠνομάσθησαν καὶ ὀρφικές.
Λέγεται δὲ πὼς ὁ Ὀρφεὺς ἦταν μαθητὴς τοῦ Λίνου (κατὰ τὸν Ἀπολλόδωρον -Βιβλιοθήκη, Α', 3,2- ἦταν καὶ ἀδελφός του· ἄλλη ἐκδοχὴ τὸν θέλει υἰὸν τῆς μοῦσης Οὐρανίας, ἄρα ἐξάδελφόν του. Ὁ Διόδωρος τὸν ἀναφέρει ὡς σύγχρονον τοῦ Κάδμου), ὅπως καὶ ὁ Ἡρακλῆς καὶ ὁ Θαμύρας («Ἱστορ. βιβλιοθ.», 3, 65-7, Διόδ. Σικελ.). Συνάμα καὶ ὁ Θυμοίτης (ἀνηψιὸς τοῦ Πριάμου) ἦταν σύγχρονος τοῦ Ὀρφέως καὶ ὁ υἰός του, Μουσαῖος, ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἡρακλέους («Ἱστορ. βιβλιοθ.», 4, 25, Διόδ. Σικελ.).
Ὁ Ὀρφεὺς ἐρωτεύτηκε τὴν κόρη τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρυδίκη καὶ ὅταν αὐτὴ πέθανε ἀπὸ τὸ δάγκωμα ἑνὸς ὄφεως, τὴν θρήνησε μὲ τὴν λύρα του καὶ τὰ ἄσματά του τόσον γοερά, ποὺ συγκίνησε ὅλους τοὺς θεοὺς καὶ τὴν πλάσιν, καὶ ἔτσι τὸν παρώτρυναν νὰ κατέβει στὸν Κάτω Κόσμον καὶ νὰ τὴν πάρει πίσω, ἄν κατάφερνε νὰ μαλακώσει τὴν καρδιὰ τοῦ Ἅδου καὶ τῆς Κόρης. Ὁ Ἅδης καὶ ἡ Περσεφόνη, γοητευμένοι ἀπὸ τὶς μελωδίες τοῦ νεαροῦ, ἐδέχθησαν νὰ ἀφήσουν τὴν Εὐρυδίκη νὰ φύγει μὲ τὸν καλόν της, μόνον ἄν ἐκεῖνος δὲν κυττοῦσε πίσω μέχρι νὰ ἀνέβουν στὸν Πάνω Κόσμον. Ὅμως δὲν κράτησε τὴν ὑπόσχεσίν του καὶ ἔτσι ἔχασε γιὰ πάντα τὴν καλή του, ὀνομαζόμενος ἀπὸ τότε μιὰ γιὰ πάντα Ὀρφεύς, δηλαδὴ ἐρεβώδης ( < ἐρέφω, διότι κατῆλθε στὸ σκότος τοῦ Ἅδου).
Ὁ Οἰαγρίδης γυρνώντας ἀπὸ τὸν Ἅδη δὲν τιμοῦσε τὸν Διόνυσον ποὺ τοῦ εἶχε κληροδοτήσει τόσα ἀγαθά, παρὰ μόνον τὸν Ἀπόλλωνα καὶ ἔτσι ὁ Διόνυσος ἔστειλε τὶς Βασσαρίδες του καὶ τὸν κατεσπάραξαν. Οἱ Μοῦσες περισυνέλεξαν τὰ κομμάτια του καὶ τὸν ἔθαψαν, ἀλλὰ μὴ ἔχουσες τὴν λύρα του, ζήτησαν ἀπὸ τὸν πατέρα τους, τὸν Δία νὰ τὴν καταστερίσει πρὸς ἀνάμνησιν ἐκείνου, ὡς μνημόσυνον ἐν τοῖς ἄστροις.
Ἔτσι γεννήθηκε ὁ ἀστερισμὸς τῆς Λύρας ποὺ συνορεύει μὲ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Ἡρακλέους (συντρόφου του στὰ Ἀργοναυτικά), τὸν Κύκνον (συμβολίζων τὸν μεταμορφωμένον σὲ κύκνον παπποῦ του, Δία), τὸν Δράκοντα (ποὺ εἶναι ὁ καταστερισμένος ἀπὸ τὴν Ἥραν δράκων Λάδων, ποὺ φύλαγε τὰ μῆλα τῶν Ἐσπεριδῶν, τοῦ δένδρου ποὺ ἔδωσε γαμήλιον δῶρον ἡ Γαῖα στὸν γάμον τοῦ Διὸς μὲ τὴν Ἥραν) καὶ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Ἀετοῦ (τοῦ ἱεροῦ πτηνοῦ τοῦ Διός, ποὺ ἐγεννήθη τὴν ἴδια μέρα μὲ αὐτόν -Ὠγυγία, Σταγειρίτης- καὶ εἶναι τὸ μόνον πτηνὸν ποὺ «ἀνθήλιον ἵπταται...ἔχει δὲ τὴν ἡγεμονία ἁπάντων» -Ἀστροθεσίαι, Ἐρατοσθένης-).
Ἀπὸ τὸν ἀστερισμὸν τῆς Λύρας λοιπόν, πῆραν τὸ ὄνομά τους οἱ Λυρίδες, ἐπειδὴ τὸ ἀκτινοβόλον σημεῖον τους βρίσκεται στὸν ἀστερισμὸν τῆς Λύρας τοῦ Ὀρφέως. Πρόκειται γιὰ βροχὴ διαττόντων (μετεώρων) ποὺ διαρκεῖ ἀπὸ τὶς 16 Ἀπριλίου περίπου μέχρι τὶς 26, μὲ ἀποκορύφωμα τὰ ξημερώματα τῆς 21ης μὲ 22ας Ἀπριλίου, ὅπου τὰ πεφταστέρια -γιὰ τὴν ἀκρίβεια θραύσματα κομήτου-, ἔχουν μέσον ἀριθμὸν περὶ τὰ 10 διάττοντα ἀνὰ ὥρα.
Ἡ νουμηνία σίγουρα βοηθᾶ στὸ νὰ εἶναι περισσότερον ὀρατὸς αὐτὸς ὁ ὑετὸς «πεφταστεριῶν», ἀλλὰ ἡ φωτορύπανσις καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἴσως νὰ μὴν εἶναι ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες σὲ ἀριθμὸν διαττόντων βροχὲς φέτος, ἴσως καταστήσουν τὸ φαινόμενον λιγότερον ὁρατόν. Σὲ κάθε περίπτωσιν ἡ καλλιτέρα ὥρα γιὰ τὴν θέασιν τοῦ φαινομένου εἶναι τὸ μεσονύκτιον, κυρίως τῆς 21ης-22ας Ἀπριλίου, καὶ παρατηρώντας πρὸς τὰ δεξιὰ τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς Λύρας, στὸν φωτεινότερον ἀστέρα του, τὸν Βέγα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου