Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΣΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2023, ΗΤΟΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ

Ἕνα ὑψίστης σημασίας θέμα ποὺ περνᾶ καὶ αὐτὸ «στὰ ψιλά» καὶ ποὺ φέτος ἐξετάστηκε καὶ σὲ πανελλαδικὸν ἐπίπεδον, εἶναι καὶ τὸ ψεῦδος τοῦ ἰνδοευρωπαϊσμοῦ, ἤτοι τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς θεωρίας· τῆς «ἐπιστημονικῆς» ὑποθέσεως ποὺ θέλει ἕναν ἀνύπαρκτον λαόν, μὲ ἀνύπαρκτη γλῶσσα, πολιτισμόν, γραφή, ἄνευ οὐδενὸς ἀποδεικτικοῦ στοιχείου ὑπάρξεως νὰ προϋπάρχει τάχα στὴν εὑρυτέρα περιοχὴ Εὐρώπης (ἑλληνικότατον ὄνομα) καὶ Ἰνδοασίας (ἐξίσου ἑλληνικὰ ὀνόματα) καὶ νὰ δίδει τὶς ῥίζες τῶν γλωσσῶν τῶν λαῶν τῆς προαναφερθείσης εὑρυτέρου περιοχῆς! 

Γράφει τὸ βιβλίον τῶν λατινικῶν τὸ ὁποῖον οἱ μαθητὲς πρέπει νὰ ἀποστηθίσουν, ὥστε νὰ πᾶνε σὰν τὰ χαζὰ νὰ «διαπρέψουν» στὶς πανελλήνιες καὶ νὰ ἀνέβουν ἐπίπεδον μορφοποιήσεως, τὴν ἑξῆς ἀντιεπιστημονικὴ σαπίλα καὶ παραπληροφόρησιν : 

«Ἡ λατινικὴ γλῶσσα ἦταν ἡ διάλεκτος τῶν Λατίνων, δηλ. τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τοῦ Λατίου, στὴν ὁποία βρίσκεται καὶ ἡ Ῥώμη. Ἡ διάλεκτος αὐτή, ὅπως καὶ ἄλλες διάλεκτοι τῆς ἀρχαίας Ἰταλίας (π.χ. Φαλισκική καὶ ἡ Ὀσκο-ουμβρική) ἀνήκει στὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ γλωσσικὴ οἰκογένεια... Οἱ ὁμοιότητες τῆς Λατινικῆς μὲ τὴν Ἑλληνικὴ ὀφείλονται : 1. στὴν κοινὴ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Ἰνδοευρωπαϊκή (π.χ. duo-δυο, fero-φέρω, pater-πατήρ)...Τὸ πρῶτο μεγάλο δάνειο τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἦταν τὸ ἀλφάβητό τους, ἀπὸ τὴν ἀποικία τῆς Κύμης υἰοθέτησαν τὸν 8ον/7ον αἰ. π.Χ. μία παραλλαγὴ ἑλληνικοῦ δυτικοῦ ἀλφαβήτου».  

Τί νὰ πρωτοσχολιάσει κανείς;  Ὅτι ἔχουν καθιερώσει-ἐπιβάλει ἕνα κακοσχεδιασμένο ψεῦδος γιὰ ἱστορικὴ ἀλήθεια, μιὰ πλάνη-ἀποκύημα τῆς φαντασίας κάποιων ὡς τάχα «ἐπιστημονικόν συμπέρασμα»; Ὅτι παρουσιάζουν τοὺς Ἕλληνες ὡς ἔχοντες καμμία σχέσιν μὲ τὰ ἐκεῖ μέρη; Ὅτι παρουσιάζουν τοὺς «Λατίνους» νὰ δανείζονται μία «παραλλαγὴ ἑλληνικοῦ δυτικοῦ ἀλφαβήτου» ἀπὸ τοὺς ἀλλοτρίους σὲ αὐτοὺς Ἕλληνας, μόλις τὸν 8ον αἰ. π.κ.ἐ; Ὅτι ἀνέχονται κάποιοι ἔνεκα τοῦ ὅποιου μισθοῦ νὰ διδάσκουν τοὺς μαθητὲς τὸ ψέμμα γιὰ ἀλήθεια; Ὅτι κάποιοι διδάσκοντες θεωροῦν αὐτὴν τὴν παράνοια, ἐπίστήμη;! 

Τὸ πῶς καθιερώθηκε τὸ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΨΕΥΔΟΣ, αὐτὸ τὸ ΑΠΟΚΥΗΜΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, τὸ ἀνθελληνικὸν καὶ πλήρως ἀντιεπιστημονικὸν ἀφήγημα, ἡ «ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΥΠΟΘΕΣΙΣ» ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ «ἔγκριτοι» τὴν ὀνομάζουν, ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἀρχαιοτάτη παγκόσμιον ἱστορία, διαγράφει τὰ παραδεδομένα ΓΡΑΠΤΑ, ΥΠΑΡΚΤΑ ἀρχαῖα κείμενά μας, τὸν ΑΡΧΑΙΟΤΑΤΟΝ ἑλληνικὸν πολιτισμόν καὶ τὴν ΑΡΧΑΙΟΤΑΤΗ γλῶσσα μας (μὲ τὶς γεγραμμένες, παραδεδομένες καὶ ὑπαρκτὲς λέξεις καὶ ῥίζες μας), ποὺ μέσῳ τῶν ἀποικιῶν μας κατέκτησε τὸν πλανήτη καὶ γονιμοποίησε γλωσσικῶς καὶ πολιτισμικῶς τοὺς πάντες μέχρι σήμερα, ἔχει ἀναλυθεῖ σὲ προηγούμενον ἄρθρον (ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)). 

Καὶ εἶναι ντροπὴ νὰ διδάσκεται καὶ νὰ διαιωνίζεται ἀκόμη αὐτὸ τὸ πλήρως ἀβάσιμον αἶσχος σὲ σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια. Εἶναι ξευτίλα νὰ μὴ μαθαίνουν ἱστορία τὰ παιδιά, νὰ μὴ διδάσκονται -ἄν μή τι ἄλλον στὸ μάθημα τῶν «Λατινικῶν»- τὸ πῶς καὶ ἀπὸ ποιούς δημιουργήθηκε τὸ Λάτιον, τὸ πῶς γέννησε ἡ ἀρχαιοτάτη μητέρα ἑλληνικὴ τὴν κόρη της, λατινικήν, ἤτοι τὴν ἐκβαρβαρισμένη αἰολοδωρικὴ διάλεκτον τῆς ἑλληνικῆς· νὰ μὴ διδάσκονται οὔτε κὰν οἱ φιλόλογοι στὰ πανεπιστήμια τὶς ἑλληνικὲς διαλέκτους καὶ νὰ μὴ μελετοῦν τὰ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΑ στὴν ἀρχαία γραμματεία ταξίδια καὶ ἀποικίες τῶν προγόνων μας, ὥστε νὰ δύνανται νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ μάθουν τὶς λεγόμενες «ξένες γλῶσσες» καὶ πῶς αὐτὲς ἐγεννήθησαν, παρὰ νὰ σπαταλοῦν χρόνον σὲ ἰ.ε ἀνοησίες καὶ «κέντουμ-σατέμ» ἠλιθιότητες! 

Εἶναι ὄνειδος νὰ μὴ βασίζονται - ὑποτίθεται- οἱ ἐπιστήμονες στὰ ἀρχαῖα συγγράμματα, σὲ ὑπαρκτές πηγές -τὰ γράφουν ἀκόμη καὶ οἱ Λατῖνοι ὑπερηφάνως πὼς ὁμιλοῦν τὴν αἰολοδωρικὴν διάλεκτον, καὶ γράφουν χάριν στὸν Εὔανδρον ποὺ πἦγε -τουλάχιστον- τὴν 2α-3η χιλιετία π.κ.ἐ ἀπὸ τὸ Παλλάντιον τῆς Ἀρκαδίας ( < Πάλλας, ἐγγονὸς Πελασγοῦ) καὶ ἵδρυσε τὸν ...Παλλατίνον λόφον στὴν Ῥώμη,στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τοῦ Θύμβριδος, ἤτοι τοῦ Τίβερη. 

«Arcade ab Evandro dedicerun litteras et forma litteris latinis», Τάκιτος. 

«Evandrus, profugus ex Arcadia in Italiam transtulit -litteras graecas-  ( =μετέφερε τὰ ἑλληνικὰ γράμματα)», Fabulae, 277, Ὑγῖνος. 

«Pallantium, dein ( =ἔπειτα) Palatium montem appelatum, ibi ( =ἐκεῖ) Evandrum, ex eo genere Arcadum... tennerit loca... allatum ex Arcadia», Ab urbe condita, 1,5, Τίτος Λίβιος. 

«His oris, Arcades, genus... a Pallante regem Evandrum comites delegere locum in montibus urbem et posuere proavi de nomine Pallantium», Αἰνειάς, Η', 51, Βιργίλιος. 

( =Σὲ αὐτὲς τὶς ὄχθες, Ἀρκάδες γένος προελθὸν ἐκ τοῦ Πάλλαντος, ὀπαδοὶ τοῦ βασιλέως Εὐάνδρου, ἐξέλεξαν τόπον καὶ ἵδρυσαν στὰ ὄρη τὸ Παλλάντιον ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ προπάππου Πάλλαντος). 

Γύρω ἀπὸ αὐτὸν τὸν λόφον ἐτέθησαν ἀργότερα τὰ θεμέλια τῆς Ῥώμης, γι’αὐτὸ καὶ ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους αὐτοκράτορες πολὺ ἀργότερα ὡς ἱστορικὴ μητρόπολις· ἡ ὁποία Ῥώμη φέρει μέχρι σήμερα ἑλληνικότατον ὄνομα -καὶ αὐτή-. 

Τὰ δὲ «γράμματα τοὺς περὶ τὸν Εὔανδρον ἐδίδαξεν Ἡρακλῆς», Aetia Romana et Graeca, 278, Πλούταρχος. 

«Γραμμάτων χρῆσιν εἰς Ἰταλίαν πρῶτοι διακομῖσαι Ἀρκάδες», Ῥωμ. ἀρχαιολ., Α', 33,4, Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς. 

Γιὰ τὰ ταξίδια-ἀποικίες τῶν Ἑλλήνων στὴν σημερινὴ Ἰταλία, στὴν Ῥώμη γράφει καὶ ὁ Πλούταρχος (Ῥωμύλος, 1-2), τὰ γράφει καὶ ὁ Παυσανίας (Ἀρκαδικά, 43) κι ὁ Στράβων στὰ «Γεωγραφικά» του, κι ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς (Ῥωμ. ἀρχαιολ., Β', 1,3), ὁ Τάκιτος, ὁ Τίτος Λίβιος, ὁ Ὑγῖνος κ.ἄ, μὰ καὶ ὁ Βιργίλιος ποὺ ἀναφέρει πὼς ὁ ἴδιος ὁ Εὔανδρος μὲ τὸν Κρόνον νομοθέτησαν στὴν περιοχὴ, γιατὶ οἱ ἀρχικοὶ κάτοικοι δὲν εἶχαν μόρφωσιν καὶ ἤθη, καὶ τὴν περιοχὴν τὴν ὤνόμασαν Λάτιον, ἐκ τοῦ λάθω/λανθάνω, λατινιστὶ lateo, διότι ἐκεῖ ἐκρύφθησαν ἀσφαλεῖς πλέον- Τὸ Λάτιον πολλοὶ τὸ λένε καὶ Αὐσονία. Ὁ Στέφανος Βυζάντιος στὰ «Ἐθνικά» του (148) γράφει :

 «Αὔσων, ὁ Ἰταλός, ἀπὸ Αὔσονος, ὃς ἐκ Καλυψοῦς ἐγεννήθη τῷ Ἄτλαντι». 

Καὶ νὰ ποιοί ἦταν οἱ Αὔσονες, οἱ «ὀσκοφωνοῦντες» κατὰ τὸ βιβλίον Λατινικῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ὠμιλοῦσαν τίποτε ἀναρτύρητον καὶ φανταστικὸν ἰ.ε, παρὰ ἑλληνικά, ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιπες «ὑποομάδες» ποὺ ἀναφέρονται ὡς Ι.Ε.! 

Ὁ Κικέρων (Deorum lingua est lingua Graecorum = Θεῶν γλῶσσα εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν Ἑλλήνων), ὁ Τάκιτος, ὁ Κοϊντιλιανὸς κ.ἄ ἐπισημαίνουν ὑπερήφανοι τὴν ἱστορία τους καὶ ὅτι «περὶ τῆς ῥωμαϊκῆς διαλέκτου ὅτι ἐστιν ἐκ τῆς ἑλληνικῆς» καὶ πῶς «Aeolica ratione est sermo noster similibus» ( =ἡ γλῶσσα μας -ἡ λατινική- εἶναι ὁμοιοτάτη πρὸς τὴν αἰολικὴν διάλεκτον, «Institutio oratoria», 1,6,3, Κοϊντιλιανός). 

Κι ὁ Βάρρων («De lingua latina») διευκρινίζει : 

«Εὐάνδρου καὶ τῶν ἄλλων Ἀρκάδων εἰς Ἰταλίαν ἐλθόντων ποτὲ καὶ τὴν Αἰολίδα τοῖς βαρβάροις ἐσπειράντων φωνήν». 

Καὶ φυσικῶς μετελαμπάδευσε ἐκεῖ ἤδη ἀπὸ τόσον παλαιά καὶ τὸ ἀρκαδικὸν ἀλφάβητον, διότι οἱ Ἕλληνες ἔγραφαν καὶ εἶχαν δομημένη γλῶσσα ἤδη ἀπὸ τότε. Τὸ πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα εἰσαγόμενον «κυμαϊκὸν» ἀλφάβητον ἦταν ἐπὶ τῆς οὐσίας μόνον μία μικροπαραλλαγὴ τοῦ ἀρκαδικοῦ ἀλφαβήτου ποὺ πρωτοπῆγε ἐκεῖ. 

Τὰ ἴδια περὶ ἀπομιμήσεως τῆς λατινικῆς ἀπὸ τὴν μητέρα της, ἑλληνικὴ γράφει καὶ ὁ Κλαύδιος Δίδυμος· τὰ ἴδια καὶ ὁ Κων/νος Οἰκονόμος ποὺ ἐπεξηγεῖ πὼς ἔγινε καὶ ἡ τόσο ἐλαφρὰ καὶ μελωδικὴ αἰολικὴ διάλεκτος, ἐτράπη σὲ «λατινικὴ βαρβαροφωνία» : 

«ἐπεκράτει καὶ εἰς τὸ Λάτιον ἀκραιφνὴς ἡ τῶν ΑΠΟΙΚΙΣΑΝΤΩΝ ΑΙΟΛΕΩΝ ΠΡΟΦΟΡΑ. Μετὰ δὲ ταῦτα, μεταδιδομένης τῆς λατινικῆς φωνῆς καὶ εἰς τοὺς ἄλλους...τότε βαρβαροφώνους κατοίκους τῆς Ἰταλίας ἀπετραχύνετο -ἡ προφορά-». 

Καὶ νὰ ποιοί πῆγαν στὴν κατὰ τὸ βιβλίον «ἀρχαία Ἰταλία» ἡ ὁποία τότε δὲν ἐλέγετο Ἰταλία, ἀλλὰ Οἰνωτρία «Οἱ γὰρ παλαιοὶ τὴν Οἰνωτρίαν ἐκάλουν Ἰταλία», Στραβ., Γεωγραφ., Ε,1. Τὸ δὲ ὄνομα Οἰνωτρία τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Οἴνωτρον, τὸν υἰὸν τοῦ Λυκάονος καὶ ἐγγονὸν τοῦ Πελασγοῦ, ἐπειδὴ ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς -Ῥωμ. ἀρχαιολ., α’, 11,2- οἱ πρῶτοι ποὺ πέρασαν τὸ Ἰόνιον ἦταν Ἕλληνες μὲ ἀρχηγὸν αὐτόν. Ὕστερα ἐλέχθη Ἰταλία καὶ ὄχι λόγῳ τῶν ἀνύπαρκτων Ἰ.Ε, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Τηλεγόνου καὶ τῆς Πηνελόπης, τὸν Ἰταλόν (Πλούταρχος), < ἴτης < εἴμι. Τὰ ἴδια γράφει καὶ ὁ Βάρρων στὸ προαναφερθέν του σύγγραμμα (5,95). 

Γράφει δὲ ὁ Διον. Ἁλικαρν. («Ῥωμ. ἀρχαιολ.», Α', 9) πὼς μέχρι τοῦ Λατίνου, βασιλεύοντος τὴν Ῥώμην κατὰ τὸν Ἰλιακὸν πόλεμον, οἱ τότε κάτοικοι τῆς Ῥώμης ἐλέγοντο λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν ἀνοχύρωτοι στὰ ὄρη, Ἀβορίγινες (φύλον οἰνωτρικόν, < ἀπό + ὄρος, «ἀρκαδικὸν γὰρ τὸ φιλοχωρεῖν ὄρεσι»). 

Λατῖνος έλέγετο καὶ ὁ υἰὸς τοῦ Ὀδυσσέως ἤ κατὰ ἄλλους τοῦ Τηλεμάχου. 

... 

Ἐν ὀλίγοις καὶ ἐπιστρέφοντας στὰ ἐν λόγῳ ζητούμενα τῶν ἐξετάσεων τῶν Λατινικῶν στὶς πανελλαδικές, ἡ ἀπάντησις στὸ Β1, 1 ἐρώτημα εἶναι ΛΑΘΟΣ καὶ ὄχι «σωστόν» ὅπως δίδεται στὶς ἀπαντήσεις ἀπὸ τοὺς «ἐγκρίτους», καθῶς ΔΕΝ ὑπάρχει, ΔΕΝ ἀποδεικνύεται καὶ οὔτε μαρτυρεῖται πουθενὰ καὶ ἀπὸ κανέναν καὶ κανένα σύγγραμμα, ΠΟΤΕ ἰ.ε γλῶσσα, πολιτισμὸς κοκ. 

Ἀντιθέτως ἀναφέρεται, ἀποδεικνύεται καὶ μαρτυροῦνται καὶ στὴν πράξιν οἱ ἑλληνικὲς ῥίζες ποὺ γονιμοποίησαν τὴν λατινική. Καὶ μάλιστα μιὰ προσεκτικὴ παρατήρησις καὶ σύγκρισις ἀνάμεσα στὴν αἰολοδωρικὴ διάλεκτον τῆς ἑλληνικῆς καὶ στὴν μετ' ἔπειτα «λατινικὴ γλῶσσα» εἶναι ὑπεραρκετὴ γιὰ νὰ καταστήσει κατανοητὴ «τὴν ἐτυμολογικὴ συγγένεια μεταξὺ τῶν λέξεων τῆς λατινικῆς καὶ τῆς ν.ἑ» ποὺ ζητήθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητές νὰ ...μαντέψουν! 

Διότι ὅταν δὲν διδάσκονται τὴν ἱστορία, τὴν ἀλήθεια θὰ πρέπει νὰ συμβουλετοῦν καθαρῶς τὸ ἔνστικτόν τους καὶ νὰ βροῦν μέσα στὰ δεδομένα λατινικὰ κείμενα ποιές λέξεις ὁμοιάζουν «ἐμφανισιακῶς» μὲ τὶς λέξεις τῆς ἑλληνικῆς ποὺ τοὺς ἐδόθησαν, ἤτοι τὶς «μετάδοση, ναυάγιο, νυκτερινός, ἀπόσταση, μητρότητα». 

Καὶ εὐτυχῶς καὶ τὸ ὁρμέμφυτον κατανοεῖ τὴν σύγχυσιν καὶ τὴν παράνοια ποὺ διδάσκεται μὲ τὶς ἰ.ε. ἀηδίες καὶ καθιστᾶ δυνατὴ τὴν ἐπίλυσιν τῆς Β2 ἀσκήσεως, ἀκόμη κι ἄν οἱ μαθητὲς δὲν κατανοοῦν τὴν σύνδεσιν, παρὰ νομίζουν πὼς ἐπιλύουν τὴν ἄσκησιν -ὅσοι τὰ κατάφεραν- ἀπὸ τύχην καὶ ὁμοιότητα. 

Ἔτσι δίδονται οἱ ἑξῆς ἀπαντήσεις ὡς πρὸς τὶς συγγενεῖς λέξεις τοῦ δεδομένου λατινικοῦ κειμένου μὲ αὐτὲς τῆς ἑλληνικῆς : 

μετάδοση ( < μετά + δίδωμι < δίδω < δόω/δῶ) - dabat

Τὸ ἑλληνικότατον καὶ μαρτυρημένον δῶ/ δίδω ἔδωσε τὸ «λατινικόν» ...do/ dido, ἐξ οὑ καὶ ὁ πρτ ὁρ. dabam, dabas, dabat ( πρόσφυμα πρτ -ba- < fio < φύω)... Κάποιοι παρ'ὅλ' αὐτὰ συνεχίζουν νὰ διατείνονται πὼς ἀμφότερες οἱ λέξεις προέρχονται ἀπὸ τὸ ἀμαρτύρητον, φανταστικὸν Ι.Ε... deh₃-/dh₃-! 

ναυάγιο ( < ναῦς < ναFς) - navem/  naviculam. Ἡ ναῦς ἔδωσε τὸ «λατινικόν» navis μὲ τροπὴ τοῦ δίγαμμα σὲ v. Ἡ δὲ αἰολικὴ ὑποκοριστικὴ κατάληξις -υλλιον/ -ελλιον, βλ. δενδρ-ύλλιον, εἰδ-ύλλιον, βλ. λεσβιακὰ ἐπώνυμα, -υλλα, κατέληξε στοὺς «Λατίνους» ὡς -ulla/ - ula, ἐξ οὗ καὶ τὸ μικρὸν πλοῖον, τὸ πλοιάριον δὲν λέγεται navis, ἀλλὰ navicula. 

Οἱ ἔγκριτοι ὑποστηρίζουν πὼς ἀμφότερες οἱ λέξεις προέρχονται ἀπὸ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗΝ Ι.Ε. «ῥίζα» néh₂us!. 

νυχτερινός ( < νύξ, τῆς νυκτός) - nocte. Ἡ συνήθης αἰολοδωρικὴ ἐναλλαγὴ τοῦ υ μὲ τὸ ο (βλ. ὕμεις-ὅμως) ἔκανε τὴν ἑλληνικὴν «νύξ», «λατινικὴν» nox, noctis. Παρ' ὅλ' αὐτὰ «ἐπιστημονικὴ» θεωρεῖται ἡ ἀναγωγὴ σὲ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ «ῥίζα»... nekw-t- / nokw-t-. 

ἀπόσταση ( < ἀπό + ἵστημι < στάω/στῶ) - standi. Τὸ ἑλληνικότατον «στῶ» γέννησε τὸ «λατινικόν»... sto, μὲ γερούνδιον «standus- standi», κι ὄχι τὸ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΝ ...I.E. stā-, ποὺ διδάσκεται σὲ σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια! 

μητρότητα ( < μήτηρ) - matertera. Ἡ μήτηρ αἰολοδωρικῶς γίνεται μάτηρ/ μάτερ, ἐξ οὗ καὶ ἔδωσε τὸ «λατινικόν» mater. Mater altera > Matertera, εἶναι ἡ μήτηρ ἡ ἄλλη ἑτέρα ( > alter), ἡ ἀλλότρια, αἰολ. ἀλλοτέρρα, ἤτοι ἡ θεῖα. Οἱ «καθηγητάδες» διδάσκουν πὼς ἡ μήτηρ/ mater προέρχονται ἀπὸ ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ῥίζα meh₂ter! 

Κι ὅμως ὅσον κι ἄν φαντάζει γελοῖον, εἶναι τρομερὰ λυπηρόν. Αὐτὲς οἱ ἀνοησίες θεωροῦνται σήμερα «ἐπιστημονική ἀλήθεια», «προϊὸν ἐνδελεχοῦς ἐρεύνης», μελετῶνται στὰ πανεπιστήμια καὶ διδάσκονται ὡς ἀλήθειες στὰ σχολεῖα. Γι' αὐτὲς τὶς μποῦρδες κάποια παιδιὰ ἀγχώνονται καὶ κάποιοι γονεῖς πληρώνουν ἀδρῶς κατ' εὐφημισμὸν «φιλολόγους»! 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (