Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 10ον, ΠΟΛΥΜΝΙΑ)


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΜΝΙΑΣ 

Ἡ Πολύμνια εἶναι ἡ Μοῦσα τῆς θρησκευτικῆς*1 ποιήσεως. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πολύς + ὕμνος. 

««Ὕμνος ἐπὶ θεοῦ λέγεται». Ἡ λέξις ὕμνος ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ὑφαίνω μὲ τὴν ἔννοιαν λόγος καλῶς ὑφασμένος, μὲ καλὸν ὕφος : ὑφαίνω, ὕφνος > ὕμνος. Ἐκ τοῦ ὕμνος καὶ ὁ ὑμεναῖος = ὕμνος γάμου. Ὁ ὕμνος λέγεται καὶ ἐγκώμιον, «κέκληται ἐγκώμιον, ἐκ τοῦ τοὺς ποιητὰς τοὺς ὕμνους τῶν θεῶν ἐν ταῖς κώμαις τὸ παλαιὸν ἄδειν», Προγυμνάσματα, 7,3, Ἑρμογένης. 

Λέγεται καὶ αἶνος, ἐκ τοῦ ἰαίνω =θερμαίνω, δηλ. ζεσταίνω κάποιον μὲ λόγους καὶ μελῳδία», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Γράφει ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, Β', Ι', ζ' ) : 

«Ἡ δὲ Πολύμνια ἦτον Εὑρέτις καὶ Προστάτις, κατὰ μέν τινας, τῶν ὕμνων εἰς τοὺς Θεούς καὶ τῆς λύρας· κατ' ἄλλους δὲ καὶ τῆς γεωμετρίας, γεωργίας, ἱστορίας, γραμματικῆς καὶ τῶν μίμων καὶ παντομίμων, οἷον εὑρετὶς τῶν ὑποκριτῶν, τοὺς κατὰ μίμησιν σχηματισμοὺς, προσώπου, χειρῶν, ποδῶν, κινήσεως σώματος, ἀναγνώσεως καὶ διαθέσεως πρὸς λύπην ἤ χαρὰν πεπλασμένην. Τὸ δὲ ὄνομα παράγουσι τινὲς μὲν ἀπὸ τοὺ πολὺ καὶ ὕμνος· ὅθεν ἔγραψαν αὐτὴν καὶ Πολυύμνιαν· ἐπειδὴ διὰ τῆς πολλῆς ὑμνήσεως τῶν ποιημάτων ἀπαθανατίζει τοὺς ἀγαθοὺς ἀνθρώπους. Τινὲς δὲ ἀπὸ τοῦ πολὺ καὶ μνεία, ἐπειδὴ ἀναμιμνήσκει πάντοτε τὰς ἀρετὰς τῶν ἀγαθῶν· ὅθεν ἔγραψαν αὐτὴν καὶ Πολύμνειαν. Ἄλλοι δὲ ἀπὸ τοῦ πολλῶν καὶ μνήμη, ἐννοοῦντες τὴν ἱστορίαν, ἐπειδὴ μνημονεύει πολλούς. 

Ἐζωγράφιζον δὲ αὐτὴν στέφανον ἐκ μαργαρίτων εἰς τὴν κεφαλὴν ἔχουσαν, ἔνδυμα λευκόν, τὴν λύραν εἰς τὴν χεῖρα καὶ ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν βλέπουσαν*. Ηὑρέθη δὲ καὶ χελώνην εἰς τὴν κεφαλὴν ἔχουσα, ὡς Εὑρετὶς τῆς λύρας*2 δηλονότι, καὶ πλῆκτρον, καὶ τὴν λύραν κρατοῦσα· ἐνίοτε δὲ καὶ έπιγραφὴν τὴν ἑξῆς ἔχουσα : Πολυμνία Μύθους...ἄλλοτε δὲ εἶχε καὶ στέφανον ἐκ δάφνης καὶ τὸ ἔνδυμα κρατοῦσα καὶ ἄλλως διαφόρως. 

*Ταῦτα δὲ σύμβολα ὕμνου πρὸς τοὺς θεοὺς· ἐπειδὴ ὁ μὲν μαργαρίτης εἶναι σύμβολον δακρύων, τὸ δὲ λευκόν, καθαρότητος, τὸ δ' ἄνω βλέπειν, δῆλον, καὶ μὲ τὴν λύραν ἔψαλλον τοὺς ὕμνους». 


*1 Ἡ λέξις θρησκεία στὴν ἀρχαιότητα δὲν εἶχε τὴν σημερινὴ δογματικὴ ἔννοια, παρὰ περιέγραφε ἐναργῶς καὶ κυριολεκτικῶς τὸ νόημα τοῦ σημαίνοντος· 
Θρησκεία : < θεαρεσκεία, «ἐκ τοῦ ἀρέσκειν τῷ θεῷ, θεαρεσκεία τὶς οὖσα», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα· 

«παρὰ τοὺς Θρᾷκας, σὺν ἐπιμελείᾳ σέβειν τῷ θείῳ», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα. 

«Περὶ τὸ θεῖον, θρηκεία καὶ θρησκεία. Λέγεται γὰρ ὡς Ὀρφεὺς Θρᾷξ πρῶτος ἐτεχνολόγησε τὰ Ἑλλήνων μυστήρια, καὶ τὸ τιμᾶν τὸν θεὸν θρησκείαν ἐκάλεσεν...εἴτε ἐκ τοῦ θρώσκω =σκιρτῶ, ὁρμῶ», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Οἱ χρησιμοποιοῦντες λοιπὸν τὸν ὅρον «θρησκεία» μὲ τὴν δογματικὴ σημερινὴ ἔννοιά της, ποὺ προάγει τὸν φόβον, τὴν ὑποτακτικότητα καὶ τὴν δουλοπρέπεια οὐδεμία σχέσιν ἔχει μὲ τὴν κοσμοθέασιν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ τὸ σέβας ποὺ ἔδειχναν ἐξυμνώντας ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ θείου. Ὑπὸ αὐτὴν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν σύγχρονη ἔννοια εἶναι σφᾶλμα καὶ παραλογισμὸς νὰ ἀναφέρεται κανεὶς σὲ «ἀρχαιοελληνικὴ θρησκεία» καὶ νὰ προσεγγίζει τὴν ἀληθῶς ἑλληνικὴ κοσμοθέασιν μὲ «δογματικὸν τρόπον». 

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΑΦΗΚΕ ΠΑΝΤΑΣ Ο ΘΕΟΣ, ΟΥΔΕΝΑ ΔΟΥΛΟΝ Η ΦΥΣΙΣ ΠΕΠΟΙΗΚΕ», Ἁλκιδάμας, Μεσσηνιακός.

*2 Τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα ἐτυμολογεῖ -τὴν λύραν- ἐκ τοῦ «λύτρον, λύτρα», διότι «ἐδόθη τῷ Ἀπόλλωνι παρὰ τοῦ Ἑρμοῦ -ὡς λύτρα- ὑπὲρ ὧν ἔκλεψε βοῶν τοῦ Ἀπόλλωνος ὁ Ἑρμῆς. Τὴν δὲ λύραν ἐκ χελώνης φασὶ τὸν Ἑρμῆν εὑρηκέναι καὶ κατασκευάσαι ἑπτάχορδον, παραδεδωκέναι τὴν μάθησιν τῷ Ὀρφεῖ»

Ἡ πρώτη λύρα-κιθάρα κατεσκευάσθη λοιπὸν ἀπὸ τοῦ Ἑρμοῦ ἐκ κελύφους-κιθῶνος χελώνης. Οἱ δὲ χορδές της, ὅπως ἀποδεικνύει καὶ τὸ ὄνομά τους (χορδή = ἔντερον), κατεσκευάσθησαν ἀπὸ τὰ ἔντερα ζώων. Ἡ Πολύμνια θεωρεῖται προστάτις τοῦ κατ' ἐξοχὴν μουσικοῦ ὀργάνου-συμβόλου τοῦ Ἀπόλλωνος, τῆς λύρας. Ὁ Ἀπόλλων ἦταν αὐτὸς ποὺ τὴν ἀντήλλαξε μὲ τὸ κηρύκειόν του, τὸ ὁποῖον ἔδωσε στὸν Ἑρμῆ -κι ἀπὸ τότε ἔχει γίνει σύμβολον τοῦ Ἑρμοῦ τὸ κηρύκειον*3 τοῦ Ἀπόλλωνος- καὶ τὴν «ἔκαμε τὴν Λύραν ἑπτάχορδον, προσαρμόζων αὐτὴν εἰς τὴν Σύριγγα τοῦ Πανός· ὅθεν ἀλληγορεῖται ὅτι ἐγεννήθη ἑπταμηνιαῖος, κατὰ τινας». 


*3 Τὸ κηρύκειον τοῦ Ἑρμοῦ συγχέεται συνεχῶς μὲ τὴν βακτηρία τοῦ ἰατροῦ Ἀσκληπιοῦ : 

Ὁ Ἀσκληπιὸς εὑρισκομένος στὸ Ἀσκληπιεῖον τῆς Ἐπιδαύρου μαζὶ μὲ τὸν νεκρὸν Γλαῦκον  προσεγγίζεται ἀπὸ ἕνα ἱερὸν φίδι, ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ηὑρίσκοντο στὴν Ἐπίδαυρον. Καθήμενος ὁ Ἀσκληπιὸς κοντὰ στὸν Γλαῦκον καὶ κρατώντας τὴν ῥάβδον του, βλέπει νὰ τυλίγεται γύρω της ἕνας ὄφις. Ὁ Ἀσκληπιὸς χτυπώντας το, τὸ σκότωσε. Ἔπειτα βλέπει ἄλλον ὄφιν νὰ πλησιάζει τὸ νεκρὸ φίδι καὶ νὰ τὸ ἀνασταίνει, δάκνοντάς το. Τότε ὁ Ἀσκληπιὸς ἀντελήφθη πὼς τὸ δηλητήριον τοῦ ὄφεως εἶναι δυνητικῶς θεραπευτικὸν, ὅσο καὶ θανάσιμον, ὅπως ὑποδεικνύει καὶ τὸ ὄνομά του [ < «ΦΑΡΜΑΚΟΝ, παρὰ τὸ φέρειν ἄκος ( =θεραπεία) καὶ ἄχος ( =λύπη)», Μέγα Ἐτυμολογικόν] καὶ παρεσκεύασε ἐξ αὐτοῦ τὸ φάρμακον τῆς ἀθανασίας. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Ὅμηρος ὁρίζει στὸ δ’ τῆς Ὀδυσσείας (230) :

«Φάρμακα πολλὰ μὲν ἐσθλά….πολλὰ δὲ λυγρά».

Ὁ Ζεὺς ἔπειτα τὸν τιμώρησε γι’ αὐτό, καθῶς παρενέβαινε στὸν κύκλον τῆς ζωῆς καὶ δι’ὅ τὸν κατεκεραύνωσε, ὀργίζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸν Ἀπόλλωνα, ποὺ τὸν ἐκδικήθηκε σκοτώνοντάς του τοὺς κατασκευαστὲς τῶν κεραυνῶν, Κύκλωπες ( «Ζεὺς γὰρ κατακτὰς παῖδα τὸν ἐμὸν αἴτιος Ἀσκληπιόν, στέρνοισιν ἐμβαλὼν φλόγα· οὗ δὴ χολωθεὶς τέκτονας Δίου πυρὸς κτείνω Κύκλωπας», Ἄλκηστις, 3-6, Εὐριπίδης ).

Συνοπτικῶς καὶ σχετικῶς μὲ τὸν μῦθον, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ Ἀσκληπιὸς ἀναπαρίσταται πάντοτε κρατώντας μία βακτηρία μὲ τυλιγμένον γύρω της ἕναν ὄφιν, ἀλλὰ καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον μέχρι σήμερα τὸ σύμβολον τῆς ἰατρικῆς καὶ τῆς φαρμακολογίας, ποὺ βλέπουμε στὰ φαρμακεῖα καὶ ἰατρεῖα παγκοσμίως, εἶναι τὸ σκῆπτρον τοῦ Ἀσκληπιοῦ -ἄλλοτε καὶ τὸ κύπελλον τῆς κόρης του, Ὑγιείας μὲ τὸν περιειλημένον ὄφιν-. 


Πολλὲς φορὲς συναντῶμεν ὡς σύμβολον τῆς ἰατρικῆς τὸ κηρύκειον τοῦ Ἑρμοῦ, μία ξύλινη ῥάβδον μὲ τυλιγμένα γύρω της δύο φίδια καὶ στὴν κορυφὴ δύο φτερά. Ὁ Ἑρμῆς μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ἦταν καὶ ὁ θεὸς τοῦ ἐμπορίου, ἀλλὰ καὶ ψυχοπομπός, ἤτοι συνόδευε τὶς ψυχὲς στὸν Ἄδη. Κυττώντας κανεὶς τὸ τί κατήντησε νὰ θεωρεῖται «ἰατρική/ ἰατρὸς» σήμερα τείνει νὰ πιστεύσει πὼς δὲν εἶναι καὶ τόσον μεγάλο σφάλμα τὸ κηρύκειον τοῦ ψυχοπομποῦ/ θεοῦ τοῦ ἐμπορίου Ἑρμοῦ στὴν θέσιν τοῦ σκήπτρου τοῦ Ἀσκληπιοῦ! 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (