Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 11ον, ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ)


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΡΨΙΧΟΡΗΣ 

Γράφει περὶ τῆς Τερψιχόρης, ἡ Ἄννα Τζιροπούλου (Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος) : 

«Ἡ Μοῦσα τοῦ χοροῦ, τῆς ὀρχηστικῆς τέχνης. Ἡ τέρπουσα διὰ τοῦ χοροῦ. Ἡ τέρψις ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ χορός. 

Χορός, χορεύω, εἴτε ἐκ τοῦ χόρτος («αὐλὴ ἐν χόρτῳ», -Ὅμ.) , «περιφραγμένος τόπος πρὸς χορὸν ἐπιτήδειος», εἴτε ἐκ τοῦ «χωρῶ ἐπὶ τόπου καὶ ἐκ τοῦ περιέχοντος τὸ περιεχόμενον ( «λείηναν δὲ χορόν» = λείαναν τὸν χῶρον, Ὀδύσσεια, θ', 260). 

Σημειωτέον ὅτι οἱ Σπαρτιᾶται τὸν χῶρον τῆς ἀγορᾶς τὸν ἀποκαλοῦσαν «χορόν». Παυσαν., Ε', 11,9. 

Ὁ Πλάτων ἐτυμολογεῖ ἐκ τῆς χαρᾶς : «χορούς τε ὠνομακέναι, παρὰ τὸ της χαρᾶς ἔμφυτον ὄνομα», Νόμοι, 654. Καὶ τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα : «παρὰ τὸ χαίρειν ἤ ἐκ τοῦ χῶρος ἤ παρὰ τὸ χείρ, χερός, χορός. Ἴσως ἡ λέξις χορὸς ἐμπερικλείει ὁμοῦ ὅλες αὐτὲς τὶς ἔννοιες : χῶρος, χόρος, χόρτος, χαρά, χείρ». 

Γράφει ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, Β', Η', ε' ) : 

«Ἡ δὲ Τερψιχόρη, Εὑρετὶς τοῦ χοροῦ,τῆς ἅρπης καὶ τῆς παιδείας, οἷον τῶν μαθήσεων...ὅθεν ὠνομάσθη καὶ Τερψιχόρη, ἐπειδὴ ἐτέρπετο χορεύουσα· ἤ κατ' ἄλλους, ἐπειδὴ αἱ μαθήσεις τέρπουσι τοὺς ἀκροατάς...Τινὲς δὲ λέγουσιν, ὅτι αὐτὴ ἐγέννησε τὰς Σειρῆνας ἐκ τοῦ Ἀχελώου, τὸν Ῥῆσον ἐκ τοῦ Στρυμόνος καὶ τὸν Βίστωνα ἐκ τοῦ Ἄρεως.

Ἐζωγράφιζον δὲ αὐτὴν μειδιῶσαν καὶ χορεύουσαν καὶ μόλις τὸν ἕτερον τῶν ποδῶν πατοῦσαν εἰς τὴν γῆν, μὲ τὰς ἄκρας τῶν δακτύλων καὶ τὴν ἅρπην εἰς τὰς χεῖρας ἔχουσαν καὶ ἔνδυμα κυανοῦν, τὸ ὁποῖον ἐφόρει μόνον εἰς τὸν ἕναν βραχίονα· ἐνίοτε δὲ εἶχε καὶ στέφανον δάφνης καὶ δεσμὸν εἰς τὸ μέτωπον, τὸ προμετωπίδιον λεγόμενον καὶ λύραν παρακειμένην καὶ ἐπιγραφή : Τερψιχόρη λύραν...». 

(Οἱ 9 Μοῦσες συνοδείᾳ τῆς Ἥρας, Ἀθηνᾶς καὶ Ἀφροδίτης, στὸ Μεγάλον Θέατρον-Ὄπερα τοῦ Βουρδιγάλου/  Grand Théâtre-Opéra de Bordeaux)


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (