Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 3ον, ΕΡΑΤΩ)


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΡΑΤΟΥΣ 

Ἀναφέρει δὲ ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, Β', Θ', ΣΤ') περὶ τῆς Ἐρατοῦς : 

«Τὴν δὲ Ἐρατὼ λέγουσιν Εὑρετὶν τῶν ἐρωτικῶν ποιημάτων...ὅθεν καὶ ἀπὸ τοῦ ἔρεσθαι καὶ ἀποκρίνεσθαι ὠνομάσθη Ἐρατώ. Κατ' ἄλλους δὲ ἐπειδὴ κάμνει τοὺς πεπαιδευμένους ποθητοὺς καὶ ἐραστούς...ἤ ἐπειδὴ κινεῖ τὸν ἔρωτα εἰς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὰς μαθήσεις. Κατ' ἄλλους ὅμως ἀπὸ τοῦ Ἔρωτος, διότι ἦταν καὶ αὐτὴ προστάτις τῶν ἐρωτικῶν καὶ εὑρετὶς τοῦ γάμου...Ἐζωγράφιζον δὲ αὐτὴν νέαν, εὔχαριν καὶ καθήμενην, στέφανον ἐκ ῥὀδων καὶ μυρσίνης εἰς τὴν κεφαλὴν ἔχουσαν καὶ λύραν καὶ τόξον εἰς τὰς χεῖρας καὶ τὸν Ἔρωτα πλησίον αὐτῆς*. Εὑρέθη δὲ καὶ κιθάραν καὶ πλῆκτρον κρατοῦσα καὶ ὡς τραγῳδοῦσα καὶ χορεύουσα· εἰς νομίσματα ὅμως εὑρέθη φόρεμα μακρὸν καὶ τὴν κόμην λελυμένην καὶ κυματιζομένην ἔχουσα καὶ τὸ στόμα ἀνοιχτὸν ὡς τραγῳδοῦσα· καὶ ἐκ τούτου νομίζεται ὅτι αὐτὴ ἐφεῦρε καὶ τὰ ἐλεγεῖα ποιήματα, ἐπειδὴ τὸ σχῆμα τοῦτον δεικνύει θλίψιν· εἰς τὰς Ἑρκουλανικὰς εἰκόνας*1 εὑρέθη ἐρυθροῦν ἔνδυμα ἔχουσα, πράσινον ἐπανωφόρεμα, στέφανον ἐκ δάφνης, ἐνώτια μαργαριταρένια καὶ ἐπιγραφὴν «Ἐρατὼ Ψάλτριαν» λέγουσα. 

*Σύμβολα δὲ ταῦτα ἔρωτος· διότι ἡ μὲν μυρσίνη εἶναι σύμβολον ἐπιθυμίας, τὰ δὲ ῥόδα ὡραιότητος, ἡ λύρα θελγήτρων· ἐπειδὴ δι' αὐτῆς ἔθελγεν ὁ Ὀρφεὺς ἀνθρώπους, ζῶα καὶ πέτρας, ὡς καὶ ὁ Ἀμφίων*2· τὸ δὲ τόξον ὅπλον τοῦ Ἔρωτος». 

Ὁ ἔρως*3 ὅμως δὲν ἐγκλείει ὡς ἔτυμον μόνον τὸ σαρκικὸν κομμάτι, σημαινόμενον στὸ ὁποῖον ἔχει ἐκπέσει σχεδὸν ἀποκλειστικῶς στὶς μέρες μας, ἀλλὰ ἐμπεριέχει τὴν ὑψηλὴ σὲ νόημα καὶ ἀξία ἔννοια τῆς ἑνώσεως, τοῦ εἱρμοῦ καὶ τῆς ἕλξεως· αὐτῆς τῆς παγκοσμίου ἕλξεως ποὺ γέννησε τὸ σύμπαν· 

«Χάος ἦν καὶ Νὺξ Ἔρεβός τε μέλαν πρῶτον καὶ Τάρταρος εὐρύς, γῆ δ᾽ οὐδ᾽ ἀὴρ οὐδ᾽ οὐρανὸς ἦν: Ἐρέβους δ᾽ ἐν ἀπείροσι κόλποις τίκτει πρώτιστον ὑπηνέμιον Νὺξ ἡ μελανόπτερος ᾠόν, ἐξ οὖ περιτελλομέναις ὥραις ἔβλαστεν Ἔρως ὁ ποθεινός, στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, εἰκὼς ἀνεμώκεσι δίναις. οὗτος δὲ Χάει πτερόεντι μιγεὶς νυχίῳ κατὰ Τάρταρον εὐρὺν ἐνεόττευσεν γένος ἡμέτερον, καὶ πρῶτον ἀνήγαγεν ἐς φῶς. πρότερον δ᾽ οὐκ ἦν γένος ἀθανάτων, πρὶν Ἔρως ξυνέμειξεν ἅπαντα: ξυμμιγνυμένων δ᾽ ἑτέρων ἑτέροις γένετ᾽ οὐρανὸς ὠκεανός τε καὶ γῆ πάντων τε θεῶν μακάρων γένος ἄφθιτον. ὦδε μέν ἐσμεν πολὺ πρεσβύτατοι πάντων μακάρων. ἡμεῖς δ᾽ ὡς ἐσμὲν Ἔρωτος πολλοῖς δῆλον: πετόμεσθά τε γὰρ καὶ τοῖσιν ἐρῶσι σύνεσμεν», Ὄρνιθες, 693, Ἀριστοφάνης. 

«ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ᾽· αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ᾽ εὐρύστερνος...Τάρταρά τ᾽ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης, ἠδ᾽ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι», Θεογονία, 116, Ἡσίοδος. 

Ἐξ αἰτίας τοῦ ἔρωτος «τὰ πάντα ἥρμοσται ἀλλήλοις ( =ἔχουν προσαρμοσθῆ), ὡς ἐν ἔρωτι μένῃ, κόσμου στοιχεῖα θέοντα» ( =ὥστε νὰ παραμένουν ἐν ἔρωτι τὰ στοιχεῖα τοῦ σύμπαντος τὰ ὁποῖα κινοῦνται ταχέως), Πρόκλος, Ὀρφικά. 

Καὶ αὐτὸς ὁ ἔρως γέννησε καὶ τὴν μουσική-ἁρμονία· ὁ Πυθαγόρας ὑποστήριζε πὼς ἀπὸ τὴν περιφορὰ τῶν πλανητῶν ἐπὶ τῶν τροχιῶν τους καὶ χάριν στὴν τριβή τους μὲ τὸν αἰθέρα τοῦ γαλαξία, παράγονται ἤχοι τῶν ὁποίων τὸ μουσικὸν ὕψος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα κάθε τροχιᾶς καὶ τὴν ταχύτητα τῆς περιφορᾶς τοῦ κάθε πλανήτου. Τὸ σύνολον τῶν ἤχων αὐτῶν τὸ ὠνόμασε «Ἁρμονία τῶν σφαιρῶν». 

Τὸ ἡλιακόν μας σύστημα (καὶ ὄχι μόνον) δὲν εἶναι παρὰ μία μουσικὴ συμφωνία τῶν παραγομένων ἤχων ἐκ τῆς κινήσεως τῶν πλανητῶν μὲ διευθύνοντα (μαέστρο) τὸν ἥλιον (διόλου τυχαίως θεὸς τῆς μουσικῆς καὶ καθοδηγητὴς τῶν Μουσῶν θεωρεῖται ὁ Ἀπόλλων). Ἡ δὲ ἀπόστασις τῶν πλανητῶν μεταξύ τους καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιον, ἄν τεθεῖ σὲ μῆκος χορδῆς καὶ παιχτεῖ σὲ συγχορδία, παράγει μουσικήν. Ἡ διαπίστωσις τοῦ Πυθαγόρος ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ἐπεδίωκε τὴν ἀπόλυτον ἡσυχίαν, ὥστε νὰ δύναται νὰ ἀκούσει τὴν μουσικὴ τοῦ σύμπαντος ( «Περὶ τοῦ πυθαγορικοῦ βίου», Ἰάμβλιχος/ «Πυθαγόρου βίος», Πορφύριος), ὡς εἶναι γνωστόν, ἔχει πλέον έπιβεβαιωθεῖ καὶ μὲ τὰ σύγχρονα μέσα ἐρεύνης τοῦ διαστήματος. Ἡ γῆ ποὺ κατοικοῦμε δὲν εἶναι παρὰ μέρος ἑνὸς συνόλου ὁμόκεντρων σφαιρῶν, ὅπου οἱ ἀποστάσεις τους ῥυθμίζονται μὲ μουσικὰ διαστήματα. Ἡ ἁρμονία τους εἶναι μία ἀέναος συναυλία... 

«Σύμφωνα μὲ τὶς διαβεβαιώσεις -τοῦ Πυθαγόρα- οἱ ἦχοι τῶν ἑπτὰ πλανητῶν καὶ τῆς σφαίρας τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, μαζὶ μ' αὐτὸν τῆς σφαίρας ποὺ ἑμεῖς λέμε ὅτι βρίσκεται ἀπὸ πάνω μας, ἀλλὰ ποὺ -οἱ Πυθαγόριοι- ὠνόμαζον ἀντίχθονα συναποτελοῦσαν τὶς ἐννέα Μοῦσες. Καὶ τὴν ἀνάμειξιν ὅλων, τὴν συμφωνία τους, αὐτὸ ποὺ σὰν σύνδεσμος τὶς κρατᾶ ὅλες μαζί καὶ τοῦ ὁποίου καθεμία ἀποτελεῖ μέρος καὶ ἀπόρροια ἀπὸ τὸ ἀέναον καὶ ἀγέννητον, τὴν ἀπεκάλει Μνημοσύνη», Πυθαγόρου Βίος, 31, Πορφύριος. 

Σχετικῶς ὅμως μὲ τὸν ἡγέτη τῶν Μουσῶν, τὸν Μουσαγέτη Ἀπόλλωνα συμβαίνει καὶ τὸ ἑξῆς ἐκπληκτικὸν καὶ διόλου τυχαῖον. Ὁ Ἀπόλλων-Ἥλιος ἐκτὸς ἀπὸ θεὸς τῆς μουσικῆς εἶναι καὶ ἰατρὸς τῶν θεῶν. Καὶ ἡ Μουσικὴ εἴτε κυριολεκτικῶς, δηλαδὴ ὡς τέχνη, ἐπιστήμη καὶ βαθεῖα ἐπιστημονικότης, εἴτε μὲ τὴν σημερινὴ στενεμένη της ἔννοια, αὐτὴν τῆς Ἁρμονίας (μὲ τὴν ὁποία ἁρμονία παρ' ὅλ' αὐτὰ οἱ σημερινὲς «μελωδίες» δὲν ἔχουν καμμία σχέσιν), εἶναι σὲ θέσιν νὰ θεραπεύσει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν καὶ νὰ τὴν ἐπαναφέρει στὴν τροχιά της, ὅταν αὐτὴ ἐκτροχιαστεῖ καὶ περιπέσει σὲ σφάλματα καὶ πάθη· 

«Ἡ ἁρμονία περιέχει περιφορὲς συγγενεῖς πρὸς τὶς τροχὲς τῆς ψυχῆς μας· αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἐπικαλεῖται τὶς Μοῦσες μὲ σύνεσιν δὲν προσφεύγει στὴν ἁρμονία ἐπειδὴ θέλει νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀλόγιστη ἡδονή...ἀντιθέτως ἡ ἁρμονία μᾶς ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὶς Μοῦσες ὡς σύμμαχος στὴν προσπάθειά μας νὰ ἐπιβάλουμε τάξιν στὴν διαταραγμένη κίνησιν τῆς ψυχῆς καὶ νὰ τὴν φέρουμε σὲ συμφωνία μὲ τὸν ἑαυτόν της», Τίμαιος, 47d, Πλάτων. 

Χαρακτηριστικὸν παράδειγμα ὁ Πυθαγόρας ὁ ὁποῖος ἐθεράπευε τοὺς ψυχικῶς ἀσθενεῖς μὲ ἐπῳδοὺς καὶ μελωδίες κατάλληλες· «Γιατὶ ἤξερε κάποιες μελωδίες ποὺ θεραπεύουν τὶς ἀσθένειες τοῦ σώματος κι ὅταν τὶς τραγουδοῦσε, ὅσοι δὲν ἦταν καλὰ στέκονταν καὶ πάλι στὰ πόδια τους. Ἄλλες πάλι ἔκαναν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ξεχνοῦν τὴν λύπη, κατεύναζαν τὴν ὁργὴ καὶ ἔδιωχναν μακριὰ τὶς παράλογες ἐπιθυμίες», Πυθαγ. βίος, 33, Πορφύριος. 

«Ὁ Πυθαγόρας ἐφήρμοζε θεϊκῶς σκεπτόμενος συνδυασμοὺς κάποιων διατονικῶν, χρωματικῶν καὶ ἐναρμονίων κλιμάκων, μὲ τὰ ὁποῖα εὐκόλως μετέτρεπε στὰ ἀντίθετα τὰ πάθη τῆς ψυχῆς ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ προσφάτως καὶ εἶχαν γεννηθεῖ παράλογα, καὶ τὰ καθωδηγοῦσε μεταστρέφοντας τὴν λύπη καὶ τὴν ὀργή, τὸν παράλογον οἶκτον, τὸν φθόνον, τὸν φόβον, κάθε εἴδους ἐπιθυμίες καὶ πάθη, ὀρέξεις, μαλθακότητες, νωθρότητες καὶ βιαιότητες, τὸ καθένα σὲ ἀρετή, μὲ τὶς ἁρμόζουσες μελωδίες, σὰν νὰ ἦταν σωτήριοι συνδυασμοὶ φαρμάκων», Ἰάμβλιχος. 

Ὁ ἴδιος βιογράφος τοῦ Πυθαγόρου, Ἰάμβλιχος, ἀναφέρεται καὶ σὲ ἕνα γεγονὸς ὅπου ὁ Ἐμπεδοκλῆς, μαθητὴς τοῦ Πυθαγόρου, κατάφερε νὰ σώσει μὲ τὴν μουσική του τὸν Ἄγχιτο ἀπὸ τὴν δολοφονικὴ μανία ἑνὸς νεαροῦ. Ὁ Ἐμπεδοκλῆς παίζοντας μὲ τὴν λύρα του στὸν κατάλληλον τόνον μία κατευναστικὴ μελωδία γλύτωσε καὶ τὸν νεαρὸν ἀπὸ τὸ νὰ διαπράξει ἔγκλημα καὶ μάλιστα ἀπὸ τότε ὁ νέος αὐτὸ ἔγινε καὶ μαθητής του. 

Μὰ καὶ τὴν ἀνεξέλεγκτην συμπεριφορὰ τῶν μεθυσμένων μποροῦσε νὰ ἐλέγξει μὲ τὶς μελωδίες του ὁ Πυθαγόρας, συνήθως μὲ σπονδείους (βλ. καὶ δακτυλικὸν ἑξάμετρον Ὁμήρου, ποὺ θεωρεῖται ἐπίσης θεραπευτικόν). 

*1 Οἱ Ἑρκουλανικὲς εἰκόνες εἶναι ἀναπαραστάσεις προσώπων (θνητῶν και θεῶν) ποὺ βρέθηκαν σὲ ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφὲς ποὺ ἔγιναν στὸ Ἑρκολάνο (Ἡράκλειον/ Ἡράκλεια), καὶ οἱ ὁποῖες εἰκόνες θάφτηκαν ἤ κατεστράφησαν καὶ ἐντελῶς μὲ τὴν ἔκρηξιν τοῦ Βεζουβίου. Ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης προφανῶς ἀναφέρεται στὴν τοιχογραφία ποὺ βρέθηκε στὶς ἀνασκαφὲς στὸ Ἡράκλειον (Ἑρκολάνο), ἡ ὁποία ἀναπαριστᾶ τὴν Ἐρατὼ νὰ παίζει τὴν λύρα της, δαφνοστεφανωμένη, μὲ μαργαριταρένια ἐνώτια, ὅπου στὴν βάσιν ἀναγράφεται : «ΕΡΑΤΩ ΨΑΛΤΡΙΑΝ» (βλ. εἰκόνα ἀπὸ τὸ Ausführliches Lexikon der Griechischen und Römischen Mythologie τοῦ Roscher , 1890). 


*2 «Ἡ λύρα τοῦ Ὀρφέως ἐκήλει ( =ἐμάγευε διὰ τῆς μουσικῆς) καὶ θηρία καὶ φυτὰ καὶ λίθους» (Παυσανίας). Ὁ Ἀμφίων καὶ ὁ δίδυμος ἀδελφός του, Ζῆθος κτίζουν ὑπὸ τοὺς ἤχους τῆς λύρας τὰ τείχη τῶν Θηβῶν. Ὁ Ἀμφίων ἐδιδάχθη τὴν λύρα ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ μὲ τὴν μουσική του ἐκινοῦσε τὶς πέτρες.

«Τὴν μὲν πόλιν ἐτείχισαν, ἐπακολουθησάντων τῇ Ἀμφίωνος λύρᾳ, τῶν λίθων», (Ἀπολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Γ’,V,5).

*3 Ἡ λέξις «ἔρως» προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἐράω-ῶ καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τὸ εἴρειν ( =συνδέω, ὁ συνδέων ἡμᾶς πόθος) καὶ σχετίζεται μὲ ἄπειρες ἄλλες λέξεις ποὺ ἐνέχουν τὸ αἴσθημα τῆς ἀνάγκης συνδέσεως μὲ κάτι, τῆς εὑρέσεως τινὸς ποὺ θέλεις πολύ, π.χ. ἔρα ( =ἡ γῆ, ἡ πρώτη ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ γῆ του, ὁ τόπος του), τὸ ῥῆμα ἐρωτῶ ( =ψάχνω νὰ μάθω γιὰ κάτι ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει, κάνω ἔρ-ευνα), τὸ ἐρέω/ἐρῶ (μελλ. λέγω), τὸ ὁποῖον καὶ ἔχει ἄμεσον σχέσιν μὲ τὸ ἐρᾶω/ἐρῶ, ὁ ἔρ-ανος ( = τὸ συμπόσιον, ὅπου συγκεντρώνονταν, ἄρα καὶ συνεδέοντο οἱ ἀπὸ κοινοῦ προσφέροντες συνδαιτυμόνες), ὁ ἐρ-αστὴς κι ὁ ἐρ-ώμενος ποὺ ἦταν ὁ δάσκαλος/μαθητὴς ἀντίστοιχα, ὡς ἐρευνόντες τὴν ἀλήθεια, τὸ ἰδανικόν, τὴν ἀρετή, κι ὄχι αὐτὸ ποὺ τοὺς κατήντησαν βαρβαρόφωνοι καὶ βαρβαρόφρονες στὶς ἡμέρες μας, οἱ ὁποῖοι διαβάζοντας τὰ τόσο σαφῆ ἑλληνικὰ ἔτυμα δὲν ἐννόησαν -ἤ δὲν ἠθέλησαν νὰ ἐννοήσουν- καὶ τους ἀντελήφθησαν ὡς «lovers». 

Οἱ Σπαρτιᾶτες διόλου τυχαίως τὸν ἐραστὴ καὶ ἐρώμενον τοὺς ὠνόμαζον εἴσπνηλο/εἰσπνήλα ( < εἰσπνέω= ἔν-πνέω) καὶ αΐτα ( < αΐω =ἀκούω, κατανοῶ) ἀντιστοίχως. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργον ἑνὸς διδασκάλου ( < δαίω= φωτίζω), νὰ ἐμπνεύσει καὶ νὰ φωτίσει αὐτὸν ποὺ τὸν ἀκούει. Ὅ,τι ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ὁ ἐραστὴς στὸν ἐρώμενόν του, ποὺ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐρευνήσει αὐτὰ ποὺ προσέτασσε ἡ Οὐρανία Ἀφροδίτη (βλ. Συμπόσιον, 181), δηλαδὴ τὴν οὐσία, τὴν ἀλήθεια, τὴν πνευματικὴ ἀνέλιξιν, τὴν ἠθικὴν βελτίωσιν ( «ὅτι ἀρετῆς γ’ ἕνεκα», Συμπόσιον, Πλάτων, 185). 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ