Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 7ον, ΚΛΕΙΩ)


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΛΕΙΟΥΣ 

«-Ἡ Κλειὼ εἶναι- ἡ Μοῦσα τῆς Ἱστορίας. Ἐκ τοῦ κλέος =δόξα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἱστορία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι δοξασμένη. Ἄδοξη ἑλληνικὴ ἱστορία δὲν νοεῖται. 

Ἡ ἱστορία ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ (F)οἶδα, (F)είδω =γνωρίζω. Ἄρα καταγράφω τὰ ὅσα γνωρίζω. Παρατηρεῖ ὁ Μιστριώτης : «μετὰ μετριοφροσύνης ἔγραψαν οὐχὶ τί ἐγένετο, ἀλλὰ τί γινώσκουσιν»», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Γράφει ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, Β', Δ', α' ) : 

«Ἡ μὲν Κλειὼ ἐφηῦρε τὴν Ἱστορίαν, ὅθεν ὠνομάσθη καὶ Κλειώ, ἐπειδὴ προξενεῖ κλέος εἰς τοὺς πεπαιδευμένους, καὶ συγγραφεῖς, καὶ εἰς τοὺς ἥρωας, διηγουμένη τὰς πράξεις αὐτῶν καὶ φυλάττουσα αὐτοὺς αἰωνίους, εἰς ὅλας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων. Κατά τινας αὐτὴ εὗρε καὶ τὴν κιθάραν. Ἐπειδὴ ὅμως ὠνείδισε τὴν Ἀφροδίτην διὰ τὸν ἔρωτα τοῦ Ἀδώνιδος, ἐκείνη ὀργισθεῖσα ἐξοίστρησεν αὐτὴν εἰς τὸν ἔρωτα τοῦ Πιέρου, ἐξ οὗ ἐγέννησε τὸν Ὑάκινθον· κατά τινας δὲ καὶ τὸν Ἰάλεμον, Ὑμέναιον καὶ τὸν Λίνον ἐκ τοῦ Μάγνητος, πατρὸς τοῦ Πιέρου. 

Ἐζωγράφιζον δὲ αὐτὴν νέαν, στέφανον ἐκ δάφνης εἰς τὴν κεφαλὴν ἔχουσαν καὶ εἰς μὲν τὴν δεξιὰ χεῖρα σάλπιγγα*, εἰς τὴν ἀριστερὰν δὲ βίβλον, ἐν ᾖ ἦτον γεγραμμένον τὸ ὄνομα τοῦ Θουκυδίδου*1· Εἶχε δὲ καὶ κιθάραν καὶ πλῆκτρον*2 παρ' αὐτῇ. Κατ' ἄλλους δὲ εἰς τὸ βιβλίον ἦτον γεγραμμένον, Κλειὼ Ἱστορίαν· ἐνίοτε δὲ ἐκράτει τὴν κιθάραν καὶ τὸ πλῆκτρον μόνον· ἐνίοτε εἶχε καὶ κιβώτιον παρ' αὐτῇ, ἐν ᾧ ἦτον ἡ βίβλος. ἐφόρει καὶ ἔνδυμα μὲ χρώματα παγωνίου καὶ ἐπανωφόρεμα ἐρυθρόμαυρον, τὸ ὁποῖον εἶχε κράσπεδα ἐρυθρόλαμπρα· εἶχε καὶ ἐνώτια καὶ βραχιόνια χρυσᾶ*3· ἐνομίζετο λοιπὸν προστάτις τῆς Ἱστορίας. 

*Σαλπίζῃ γὰρ ἡ ἱστορία τὰς ἀρετὰς καὶ ἐλαττώματα ἑκάστου ἀξίου ἱστορίας». 


*1 Θουκυδίδης < θεός + κῦδος ( =δόξα). 

*2 Πλήκτρον λέγεται ὁτιδήποτε πλήττει κανεὶς ἤ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ πλήξει καὶ ἐν προκειμένω τὸ ὄργανον (ξύλινον, μεταλλικόν, ἀπὸ ἐλεφαντοστοῦν κλπ) μὲ τὸ ὁποῖον ἔπλητταν, χτυποῦσαν τὶς χορδὲς τοῦ ἑκάστοτε μουσικοῦ ὀργάνου· ἡ πέννα θὰ λέγαμε σήμερα. 

*3 Ἐνώτια < ἐν + οὖς ( =τὸ αὐτί), ἤτοι τὰ σκουλαρίκια. 

Βραχιόνιον, εἶναι τὸ βραχιόλιον, περιβραχιόνιον, ἤτοι τὸ βραχιόλι ( < ἐκ τοῦ βραχίων). 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (