Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 8ον, ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ)


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΛΠΟΜΕΝΗΣ 

Ἡ Μελπομένη εἶναι ἡ Μοῦσα τῆς Τραγωδίας*1, ἐκ τοῦ μέλπω ( =μελωδῶ, < μέλος < μέλι, ἐκ τῆς μέλιτος γλυκύτητος + ἔπος) + μένος. 

«Διὰ μολπῆς («ἡδυσμένῳ λόγῳ») τῶν μονολόγων καὶ διαλόγων, διὰ τῆς μελῳδίας τῶν χορικῶν ἀσμάτων καὶ διὰ δράσεως -ἐξ οὗ δράμα-, μένους. («Δρώντων, καὶ οὗ δι' ἀπαγγελίας περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», Ἀριστοτέλους, Ποιητική. 

Τραγῳδία : < τράγος + ᾠδή. Τὰ πρῶτα χορικὰ ἄσματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐγεννήθη ἡ κλασικὴ τραγῳδία, ἐψάλλοντο ἀπὸ μεταμφιεσμένους εἰς τράγους ἀκολούθους τοῦ Πανὸς καὶ τοῦ Διονύσου», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

Ἡ λέξις τραγωδία, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τοῦ ω μὲ τὸ ου (βλ. κώδων-κουδούνι, ὠρανός-οὐρανός κλπ), ἔδωσε τὴν λέξιν «τραγοῦδι». 

Γράφει ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, Β', Ζ', δ' ) : 

«Ἡ δὲ Μελπομένη ἐνομίζετο Εὑρετὶς καὶ Προστάτις τῆς Τραγωδίας καὶ ῥητορικῆς κατ' ἄλλους καὶ τῆς ᾠδῆς, μελωδίας καὶ μολπῆς λεγομένης· ὅθεν ὠνομάσθη καὶ οὔτως· ἐπειδὴ δι' αὐτῆς μέλπουσιν οἱ ἄνθρωποι ὅλοι τοὺς ἀγαθούς, ἐκεῖνοι δὲ μέλπουσιν τοὺς Θεοὺς καὶ τοὺς προγενεστέρους αὐτῶν ἀγαθούς· μάλιστα δὲ καὶ ψυχαγωγοῦνται*2 καὶ εὐφραίνονται οἱ ἄνθρωποι δι' αὐτῆς. Αὐτὴ ἐγέννησε, κατά τινας, καὶ τὰς Σειρῆνας ἐκ τοῦ Ἀχελώου. 

Ἐζωγράφιζον δὲ αὐτὴν σοβαρὰν μέν, καὶ ἐξηγριωμένην, λαμπρῶς δὲ ἐνδεδυμένην· στέφανον ἐκ δάφνης καὶ σκῆπτρον εἰς τὴν μίαν χεῖρα καὶ ξιφίδιον εἰς τὴν ἄλλην ἔχουσαν· ἐνίοτε δὲ καὶ ῥόπαλον παρακείμενον καὶ διάδημα καὶ προσωπεῖον τραγικόν εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ ἐπιγραφήν : Μελπομένη Τραγωδίαν...ἄλλό τέ δε καὶ ἀνθινὸν στέφανον εἰς τὴν κεφαλὴν ἔχουσαν καὶ ἄλλα* 

*Ταῦτα δὲ σύμβολα τῆς Τραγωδίας· ἐπειδὴ παρέστησι λυπηρὰς μέν, ἀλλὰ βασιλικὰς καὶ ἡρωϊκὰς πράξεις· ὅθεν τὸ μὲν σκῆπτρον σύμβολον βασιλικόν, τὸ δὲ ξιφίδιον, φόνου, τὸ δὲ ῥόπαλον, ἡρωϊσμοῦ· διότι μετεχειρίζετο αὐτὸ ὁ Ἡρακλῆς, ὁ κορυφαῖος τῶν Ἡρώων». 


*1 Ὁ Ἀριστοτέλης (Περὶ ποιητικῆς, 1449, Β', 25) ἔχει δώσει τὸν τελειότερον καὶ ἐναργέστερον ὁρισμὸν τῆς τραγωδίας. 

«Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». 

«Εἶναι λοιπὸν ἡ τραγωδία μίμησις κάποιας πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης (1448, Α') ἐπεξηγεῖ τὴν λέξιν «μίμησις» : «μιμοῦνται οἱ μιμούμενοι πράττοντας», δηλαδὴ ὑποδύονται ἀνθρώπους εὑρισκομένους ἐν δράσει. Ὁ δὲ ὅρος «πρᾶξις» ἐπιβιώνει μέχρι σήμερα στὶς «πράξεις» τῶν θεατρικῶν ἔργων. 

Ἡ «πρᾶξις» τῆς τραγῳδίας εἶναι σπουδαία καὶ τελεία, δηλαδὴ ἀξιόλογη καὶ ἐντελὴς καθ' ἑαυτήν. Φθάνει εἰς ὡρισμένον τέλος. Γι' αὐτὸ καὶ ἐπιβάλλεται νὰ ἔχῃ μέγεθος καθωρισμένον -οἱ τραγωδίες ἀποτελοῦνται συνήθως κατὰ μέσον ὅρον ἀπὸ 1000-1500 στίχους-, τὸ ὁποῖον συγκροτεῖται εἰς ἕν ὅλον. 

«Ὅλον δέ ἐστιν τὸ ἔχον ἀρχὴν καὶ μέσον καὶ τελευτήν», Ποιητική, 1450, 30. 

Ἐὰν ἡ πρᾶξις παραταθῇ πέραν τῶν ὁρίων τῆς λειτουργίας της, διαστρεβλώνεται ἡ σύνθεσις καὶ «ἀποτυγχάνουσι πάντες». 

Ἡ μίμησις αὐτῆς τῆς πράξεως γίνεται «ἡδυσμένῳ λόγῳ» : 

«Λέγω δὲ ἡδυσμένον μὲν λόγον τὸν ἔχοντα ῥυθμὸν καὶ ἁρμονίαν καὶ μέλος, τὸ δὲ χωρὶς τοῖς εἴδεσι ( =χωριστὰ τὸ κάθε εἶδος) τὸ διὰ μέτρων ἔνια ( =μερικὰ εἴδη) μόνον περαίνεσθαι καὶ πάλιν ἕτερα διὰ μέλους», 1449β', 30. 

Μόριον ( =μέρος) τῆς τραγῳδίας εἶναι «ὁ τῆς ὄψεως κόσμος» ( =διάκοσμος :  σκηνογραφία, ἐνδυμασία, σκεύη, σκηνοθετικὰ καὶ ὑποκριτικὰ εὑρήματα), ἀκολούθως δὲ «ἡ μελοποιία καὶ ἡ λέξις». 

Καὶ ὅλα αὐτὰ, «δρώντων, οὐ δι' ἀπαγγελίας». Οἱ μιμούμενοι ὑποκριταὶ δὲν ἀπαγγέλλουν ἁπλῶς, ἀκίνητοι καὶ ἀμέτοχοι, ἀλλὰ δροῦν, πράττουν, ὑποδύονται χαρακτῆρες, πρόσωπα, ἀναπαριστοῦν μύθους καὶ ἀφηγήσεις. 

Ἡ ἐνάργεια αὐτὴ διεγείρει ἔλεον καὶ φόβον καὶ ὁδηγεῖ εἰς τὴν κάθαρσιν (ἐξ-ἁγνισμόν) τῶν τοιούτων παθημάτων. Οἱ θεαταὶ αἰσθάνονται ἔλεος, δηλαδὴ συμπάθεια καὶ οἶκτο διὰ τοὺς ἥρωας καὶ γιὰ τὸν ἑαυτόν τους. Ἐπαναβιώνουν τὰ παρόμοια («τοιαῦτα») παθήματά τους καὶ διὰ τῆς ἐπαναβιώσεως τοῦ πόνου, μέσῳ τῶν δακρύων, λυτρώνονται καὶ ὁδηγοῦνται εἰς τὴν κάθαρσιν», εἰσαγωγὴ ἐκ τοῦ βιβλίου «Αἰσχύλου Εὐφορίωνος Ἀθηναίου Προμηθεὺς Δεσμώτης», σύγχρονος ἀπόδοσις ἀρχαίου κειμένου ὑπὸ τῆς Ἄννης Τζιροπούλου. 

*2 Ἄλλο ψυχαγωγία ( < ψυχή + ἄγω, «τὸ ἄγειν, τὸ θέλγειν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, γενικῶς εὐ-ἀρέστησις»), κι ἄλλον διασκέδασις ( < διά + σκεδάννυμαι =σκορπίζομαι). Κι ὁ νοῶν, νοείτω. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ