Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 9ον, ΟΥΡΑΝΙΑ)


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΑΣ 

Ἡ Οὐρανία εἶναι ἡ Μοῦσα τῆς Ἀστρονομίας. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ( < ὦρος =φύλαξ + ἄνω), ὡς ὁρῶσα καὶ ἀσχολουμένη μὲ τὰ ἄνω («οὐρανία, ὁρῶσα τὰ ἄνω», Κρατύλος, 396, Πλάτων), τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς πλανῆτες καὶ τοὺς ἀπλανεῖς. 

Γράφει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸν «Ἐν τῇ λέξει λόγον» : 

«Ἡ ἀστρονομία ( < ἄστρον + νέμω) ἐντάσσεται εἰς τὴν ἐπιστήμη τῶν Μαθηματικῶν. 

Μαθηματικά : Ἐκ τοῦ ἀρχικοῦ μῶ = ζητῶ νὰ μάθω, ἀφ' ὅπου καὶ ἡ Μοῦσα καὶ ἡ μάθησις· καὶ τὰ μαθήματα. «Μαθήματα ἐστὶ τὰ κατὰ τὰς τέχνας καὶ ἐπιστήμας διὰ διδασκαλίας τοῖς ἀνθρώποις παραγινόμενα», Σχόλια εἰς Πλάτωνα. 

«Λέγεται μαθηματικόν, ἐπειδὴ αὐτὸ διδάσκει ἡμᾶς πῶς δεῖ μανθάνειν τὰ πράγματα...διὰ τοῦτο λέγεται μαθηματικόν, ἐπειδὴ ἐν τῇ διανοίᾳ ἔχει τὴν ὕπαρξιν· μόνη γὰρ ἡ διάνοια μανθάνει...Εἴδη μαθηματικοῦ τέσσαρα : Ἀριθμητική, Γεωμετρία, Μουσική, Ἀστρονομία», Περὶ Φιλοσοφίας, 12-13, Γαληνός». 

(Κλειώ, Οὐρανία, Θάλεια) 

Γράφει ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, Β', ΙΑ', η' ) : 

«Τὴν δὲ Οὐρανίαν λέγουσιν Εὑρετὶν καὶ Προστάτιν τῆς ἀστρονομίας καὶ ἀστρολογίας, οἷον τῶν οὐρανίων σωμάτων· ὅθεν ὠνομάσθη καὶ Οὐρανία. Κατ' ἄλλους δὲ ὠνομάσθη οὔτως, ἐπειδὴ αὐτὴ κάμνει τοὺς πεπαιδευμένους καὶ μέχρι τοῦ Οὐρανοῦ γνωστούς· ἤ ἐπειδὴ οἱ παιδευθέντες εἰς τὴν ἐπιστήμην ταύτην, μετεωρίζουσι τὰς γνώμας πρὸς τὸν Οὐρανόν, καταφρονοῦντες τὰ γήινα· ἤ ἐπειδὴ ἐξετάζουσι καὶ γνωρίζουσι τὰ οὐράνια σώματα· ἤ ἐπειδὴ ἡ ἐπιστήμη αὐτὴ πραγματεύεται περὶ τῆς φύσεως τῶν ὅλων, διότι οἱ παλαιοὶ ὠνόμαζον τὸν κόσμον ὅλον, οὐρανόν. Τινὲς δὲ λέγουσιν, ὅτι αὐτὴ ἐγέννησε τὸν Ὑμεναῖον ἐκ τοῦ Διονύσου καὶ τὸν Λίνον ἐκ τοῦ Ἀπόλλωνος. 

Ἔζωγράφιζον δὲ αὐτὴν ἔχουσαν στέφανον ἐκ τῶν ἀστέρων, ἰμάτιον κυανοῦν καὶ σφαῖραν καὶ διαβήτην κρατοῦσαν*· ἐνίοτε δὲ εἶχε καὶ στέφανον ἐκ δάφνης καὶ προμετωπίδιον καὶ τρίποδα ἔμπροσθεν αὐτῆς καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἦτον ἡ σφαῖρα. 

*Σύμβολα καὶ ταῦτα πασίδηλα τῆς ἀστρονομίας· ἐπειδὴ τὸ κυανοῦν εἰκονίζει τὸ χρῶμα τοῦ Οὐρανοῦ». 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (