Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ, ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΣΗΙΔΕΣ

Σύμφωνα μὲ τὸ ἀττικὸν ἡμερολόγιον, ὁ πρῶτος μὴν τοῦ χρόνου εἶναι ὁ Ἑκατομβαιών, ὁ ὁποῖος ξεκινᾶ μὲ τὴν πρώτην νουμηνία μετὰ τὸ θερινὸν ἡλιοστάσιον καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου (ὅταν ἤλλαζε ἡ ἡμέρα κατὰ τὰ ἀρχαῖα χρόνια), τουτ΄ ἔστιν τὴν 20:22 ὥρα τῆς 17ης  Ἰουλίου σύμφωνα μὲ τὸ σημερινὸν ἡμερολόγιον. 

Ὁ Ἑκατομβαιών ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὰ Ἑκατόμβαια, μία ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἑκατομβαίου ( < ἑκατόν + βοῦς = ὁ δεχόμενος θυσίας 100 βοῶν). 

Τὴν ἐποχὴ τοῦ Θησέως ὁ μὴν αὐτὸς ἐκαλεῖτο Κρόνιος («Κρονίου μηνός, ὃν νῦν Ἑκατομβαιῶνα καλοῦσι», Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς, 12,1) καὶ μᾶς ἐνημερώνει ὁ Πλούταρχος πὼς τὴν 8η Κρονίου-Ἑκατομβαιῶνος (σημερινὴ 24η Ἰουλίου) ὁ Θησεὺς εἰσῆλθε στὴν Ἀθῆνα. 

Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του, Αἰγέως, ὁ Θησεὺς ἕνωσε ὅλους τοὺς κατοικοῦντας τὴν Ἀττικὴν σὲ ἕνα ἄστυ καὶ τοὺς συνεφιλίωσε, ὥστε νὰ σκέπτονται γιὰ τὸ κοινόν τους συμφέρον ὡς μία πόλις, ὡς Ἀθῆνα. 

Ἔτσι ἔληξε τὶς διαμάχες μεταξὺ τῶν δήμων τῆς Ἀττικῆς. Ἔθυσε καὶ Μετοίκια ἤ Συνοίκια τὴν 16η Ἑκατομβαιῶνος, ἤτοι τὴν σημερινὴ 1η Ἀυγούστου, πρὸς ἀνάμνησιν τοῦ γεγονότος 

(«ἔθυσε δὲ καὶ Μετοίκια τῇ ἕκτῃ ἐπὶ δέκα τοῦ Ἑκατομβαιῶνος, ἣν ἔτι νῦν θύουσι», Θησεύς, 24,1, Πλούταρχος/ «ἐπειδὴ δὲ Θησεὺς ἐβασίλευσε, γενόμενος μετὰ τοῦ ξυνετοῦ καὶ δυνατὸς τά τε ἄλλα διεκόσμησε τὴν χώραν καὶ καταλύσας τῶν ἄλλων πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχὰς ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν, ἓν βουλευτήριον ἀποδείξας καὶ πρυτανεῖον, ξυνῴκισε πάντας, καὶ νεμομένους τὰ αὑτῶν ἑκάστους ἅπερ καὶ πρὸ τοῦ ἠνάγκασε μιᾷ πόλει ταύτῃ χρῆσθαι, ἣ ἁπάντων ἤδη ξυντελούντων ἐς αὐτὴν μεγάλη γενομένη παρεδόθη ὑπὸ Θησέως τοῖς ἔπειτα· καὶ ξυνοίκια ἐξ ἐκείνου Ἀθηναῖοι ἔτι καὶ νῦν τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ ποιοῦσιν», Ἱστορίαι, Β', 15,1, Θουκυδίδης). 

Τὴν 28η τοῦ Ἑκατομβαιῶνος (γιὰ φέτος 13η Αὐγούστου), ἡ ὁποία ἡμέρα πέρασε αὐτούσια καὶ καθιερώθη στὸν γνωστὸν Δεκαπενταύγουστον, ἑωρτάζοντο τὰ Παναθήναια πρὸς τιμὴν τῆς προστάτιδος τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Παρθένου καὶ Παναγίας Ἀθηνᾶς. 

Πρὶν τὸν Θησέα, ὁ ὁποῖος ἕνωσε πάντες τοὺς δήμους τῆς Ἀττικῆς ὠνομάζοντο Ἀθήναια, ὁπὸτε τελοῦσαν ἀναίμακτες θυσίες στὴν Ἀθηνᾶ καὶ στὴν Εἰρήνη. 

Ὁ ναὸς τῆς παρθένου Ἀθηνᾶς, ὁ Παρθενῶν, ἔχει σχεδιαστεῖ μὲ τέτοιον τρόπον, ὥστε τὴν ἡμέρα τῆς κορυφώσεως τῶν Παναθηναίων, τὸ φῶς τοῦ ἀνατέλλοντος Σειρίου καὶ τοῦ Ἡλίου νὰ διαχέονται μὲ τρομερὴ ἀκρίβεια στὸ σημεῖον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἔστεκε ἀγέρωχη ἡ χρυσελεφάντινη Ἀθηνᾶ (ἄγαλμα τὸ ὁποῖον ταξίδευσε βιαίως στὴν Κων/πολιν αἰῶνες ἀργότερα καὶ ἀπὸ τότε ἡ τύχη του ἀγνοεῖται, μὲ πιθανότερον σενάριον νὰ «κάηκε τυχαίως» σὲ κάποια πυρκαϊὰ καὶ νὰ κατέληξε νὰ γίνει νομίσματα ὑπὸ τοῦ Θεοδοσίου -Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων κατὰ Οὐίλ. Σμίθ, Α΄ τόμος, Ἐκδ. Ἐλ. Σκέψις-). 

Τὸ διαχεόμενον φῶς ἐκ τῶν Σειρίου καὶ Ἡλίου τὴν ἔκανε νὰ λαμπυρίζει ἀκόμη περισσότερον τὴν ἡμέρα τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς της (μέχρι ποὺ κατηργήθη καὶ αὐτὴ «θεοδοσιανῶς», βιαίως ὡς ἑορτὴ τῶν «κακῶν Ἐθνικῶν, εἰδωλολατρῶν, μιαρῶν Ἑλλήνων ποὺ μεγαρίζουν-μαγαρίζουν» τιμῶντες τὴν Δημιουργία, ἀντὶ νὰ προσκυνοῦν στὰ τέσσερα ἐκφαυλισμένους ἠθικῶς γιδοβοσκούς). 

Στὴν Σπάρτη τὸν ἀντίστοιχον μῆνα τὸν ὠνόμαζαν Ἑκατομβέα καὶ κατὰ τὴν διάρκειά του ἑώρταζον τὰ Ὑακίνθια πρὸς τιμὴν τοῦ νεκροῦ ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὑακίνθου. 

Τὴν ἡμέρα τῶν Παναθηναίων φέτος, τὴν νύχτα δηλαδὴ τῆς 12ης πρὸς 13η Αὐγούστου φαίνεται πὼς θὰ τιμήσει τὴν ἀγαπημένη του θεᾶ Ἀθηνᾶ μὲ «πυροτεχνήματα» ὁ καταστερισμένος Περσεύς, μὲ τὶς Περσηίδες του. 

Οἱ Περσηίδες εἶναι βροχὴ διαττόντων ἀστέρων, διασημοτέρα καὶ ἀπ' αὐτὴν τῶν Λυρίδων, ἡ ὁποία διαρκεῖ ἀπὸ τὶς 23 Ἰουλίου ὡς τὶς 22 Αὐγούστου μὲ μέγιστον ῥυθμὸν διαττόντων καὶ λαμπρότητος αὐτῶν τὴν 12η-13η Αὐγούστου. Οἱ Περσηίδες ξεπροβάλλουν ἀπὸ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Περσέως, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά τους. 

Ὁ Περσεὺς φαίνεται πὼς δὲν ξεχνᾶ ποτὲ τὴν ἀδερφή του-θεᾶ ποὺ τὸν βοήθησε μὲ τὴν ἀστραφτερὴ ἀσπίδα της καὶ τὴν σοφία της νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν Μέδουσα ποὺ πέτρωνε τοὺς πάντες, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κεφάλι της Γοργοῦς-Μεδούσης, ποὺ μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸν τῆς τελευταίας τὸ χάρισε στὴν Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία Ἀθηνᾶ τὸ φέρει ἀπὸ τότε στὴν ἀσπίδα της (Γοργόνειον), τῆς χαρίζει τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς της φέτος καὶ ἕνα ἐκπληκτικὸν θέαμα ὑετοῦ λαμπερῶν πυρακτωμένων πετρωδῶν σωμάτων. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ