«ΠΑΝ ΠΛΗΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΑΡΕΤΗι ΥΠΕΙΚΕΙ»,
Γράφει ὁ Πλάτων στὸν «Μενέξενον» (240) πὼς :
«Ὅποιος ἀνατρέξει μὲ τὴν φαντασία του στοὺς καιροὺς ἐκείνους -τῆς μάχης τοῦ Μαραθῶνος- θὰ καταλάβει τί εἴδους ἄνδρες ἦταν στὸ φρόνημα καὶ στὴν ἀνδρεία οἱ Μαραθωνομάχοι, ποὺ ἐδέχθησαν πάνω τους καὶ ἀντιμετώπισαν ὅλην τὴν δύναμιν καὶ ὁρμὴν τῶν βαρβάρων καὶ ἐταπείνωσαν τὴν ὑπερηφάνεια ὁλοκλήρου τῆς Ἀσίας καὶ ἔστησαν πρῶτοι τρόπαια ἐναντίον τῶν βαρβάρων. Οἱ Μαραθωνομάχοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔγιναν μὲ τοὺς ἡρωϊκούς τους ἄθλους ἡγεμόνες καὶ διδάσκαλοι ὅλων τῶν ἄλλων στοὺς ἀγῶνες τους ἐναντίον τῶν Περσῶν κι αὐτοὶ ποὺ ἀπεκάλυψαν κι ἐδίδαξαν σὲ ὅλους ὅτι οἱ πολεμικὲς δυνάμεις τῶν Περσῶν δὲν ἦταν ἀκατανίκητες, ἀλλὰ ὅτι κάθε πλῆθος καὶ κάθε πλοῦτος ὑποχωρεῖ μπροστὰ στὴν ἀρετή. Ἐγὼ λοιπὸν λέγω πὼς ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες δὲν εἶναι μόνον πατέρες τῶν σωμάτων μας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δικῆς μας, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν κατοικούντων αύτὴν τὴν ἤπειρον. Διότι σὲ ἐκεῖνον τὸ ἔργον ἀποβλέψαντες ἐτόλμησαν νὰ ξεσηκωθοῦν ὑπὲρ τῆς σωτηρίας οἱ Ἕλληνες κατὰ τῶν βαρβάρων, γενόμενοι μαθητὲς τῶν Μαραθωνομάχων».
Γράφει δὲ ὁ Ἡρόδοτος («Ἱστορίαι», Ἐρατώ, 98-103) σχετικῶς μὲ τὰ γεγονότα πρὸ τῆς μάχης τοῦ Μαραθῶνος :
«...ὁ Δάτις...ἔπλεε μὲ τὸ ἐκστρατευτικόν του σῶμα κατὰ τῆς Ἐρετρίας, ἔχοντας μαζί του καὶ Ἴωνες καὶ Αἰολεῖς. Καὶ μετὰ ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ἐκεῖ, ἡ Δῆλος ἐκινήθη-ἐσείσθη, ὅπως ἔλεγαν οἱ Δήλιοι, ποὺ γιὰ πρώτη καὶ τελευταία φορὰ εἶχε σεισθῇ ὡς τὴν ἐποχή μου (δηλ. τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἡροδότου). Καὶ ἦταν προφητικὸν σημεῖον ποὺ ἔστειλε ὁ θεὸς στοὺς ἀνθρώπους γιὰ ὅσα κακὰ ἔμελλον νὰ συμβοῦν. Διότι τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας τοῦ Δαρείου, τοῦ υἰοῦ τοῦ Ὑστάσπου καὶ τοῦ Ξέρξου, τοῦ υἰοῦ τοῦ Δαρείου καὶ τοῦ Ἀρταξέρξου, τοῦ υἰοῦ τοῦ Ξέρξου, σ' αὐτὲς τὶς τρεῖς συνεχόμενες γενιές, ἔγιναν περισσότερα κακὰ στὴν Ἑλλάδα, ἀφ' ὅτι συνέβησαν στὶς εἴκοσι γενιὲς ποὺ ἔζησαν πρὶν τὸν Δαρεῖον. Ἄλλα ἔγιναν ἀπὸ τοὺς Πέρσες κι ἄλλα κακὰ ἔγιναν ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς κορυφαῖες ἑλληνικὲς πόλεις, ὅταν πολεμοῦσαν μεταξύ τους περὶ τοῦ ποιά θὰ εἶναι ἀρχηγός. Ἔτσι δὲν ἦταν καθόλου περίεργον νὰ κινηθεῖ ἡ Δῆλος ἡ ὁποία ἦταν μέχρι τότε ἀκίνητος. Καὶ σὲ χρησμὸν ἦταν γεγραμμένον περὶ αὐτῆς τὸ ἑξῆς :
«Θὰ κινήσω καὶ τὴν ἀκίνητον Δῆλον»...
Καὶ οἱ Ἐρετριεῖς μὲ τὸ ποὺ ἐπληροφορήθησαν πὼς ἡ περσικὴ στρατιὰ πλέει ἐναντίον τους, ζήτησαν ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους νὰ τοὺς βοηθήσουν. Οἱ Ἀθηναῖοι δὲν ἠρνήθησαν τὴν ἐπικουρία, ἀλλὰ ἔστειλαν τοὺς τέσσερεις χιλιάδες κληρούχους τους ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν χώρα τῶν Χαλκιδέων. Ὅμως οἱ βουλὲς τῶν Ἐρετριέων δὲν ἦταν καθόλου ὑγιεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν μία καλοῦσαν τοὺς Ἀθηναίους κι ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶχαν διχογνωμία· δηλαδὴ ἄλλοι ἤθελαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλιν τους καὶ νὰ φύγουν πρὸς τὰ βουνά της κι ἄλλοι προσπαθώντας νὰ ἀποκομίσουν ἰδίον ὄφελος ἀπὸ τὸν Πέρση, κατέστρωναν προδοσία. Ὁ Αἰσχίνης τοῦ Νόθωνος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους τῶν Ἐρετριέων, βλέποντας τὴν στάσιν καὶ τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης πλευρᾶς, λέγει στοὺς Ἀθηναίους νὰ σηκωθοῦν καὶ νὰ φύγουν γιὰ νὰ μὴν ἀφανιστοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἄκουσαν αὐτὰ ποὺ τοὺς συνεβούλευσε ὁ Αἰσχίνης... Οἱ Ἐρετριεῖς δὲν εἶχαν πρόθεσιν νὰ βγοῦν νὰ ἀντιπαραταχθοῦν καὶ νὰ δώσουν μάχη, ἀλλὰ τοὺς ἔνοιαζε πῶς θὰ ὑπερασπιστοῦν τὰ τείχη τῆς πόλεώς τους, ἐφ' ὅσον ὑπερίσχυε ἡ γνώμη νὰ μὴν ἐγκαταλείψουν τὴν πόλιν. Κι ὅταν ἔγινε δυνατὸ χτύπημα ἐναντίον τῶν τειχῶν τους, ἐπὶ ἕξι ἡμέρες ἔπεφταν πολλοὶ νεκροὶ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. Τὴν ἑβδόμη ἡμέρα ὁ Εὔφορβος τοῦ Ἀλκιμάχου καὶ ὁ Φίλαγρος τοῦ Κυνέω, δόκιμοι ἄνδρες τῶν ἀστῶν, προδίδουν τὴν πόλιν στοὺς Πέρσες. Οἱ δὲ εἰσελθόντες στὴν πόλιν τὴν ἐσύλησαν καὶ τὰ ἱερὰ πυρπόλησαν, ἐκδικούμενοι γιὰ τὰ κατακαυθέντα ἱερὰ στὶς Σάρδεις καὶ συνάμα ἐξανδραπόδισαν τοὺς ἀνθρώπους, σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Δαρείου.
Ἔβαλαν στὸ χέρι τὴν Ἐρέτρια καὶ ἀφήνοντας νὰ περάσουν λίγες ἡμέρες ἔπλεον πρὸς τὴν Ἀττικήν, ἀσκώντας μεγάλη πίεσιν καὶ πιστεύοντας πὼς ὅσα ἔκαναν στὴν Ἐρέτρια, θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ κάνουν καὶ στοὺς Ἀθηναίους. Καὶ ἦταν λοιπὸν ὁ Μαραθὼν τὸ καταλληλότερον μέρος ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Ἀττικὴ γιὰ νὰ ἐνιππεύσουν καὶ ἡ πιὸ κοντινὴ στὴν Ἐρέτρια· ἐκεῖ τοὺς ὡδήγησε ὁ Ἱππίας τοῦ Πεισιστράτου.
Οἱ Ἀθηναῖοι ὅταν τὰ πληροφορήθηκαν αὐτὰ πῆραν τὰ ὅπλα τους καὶ ἔτρεξαν στὸν Μαραθῶνα. Ἧγον αὐτοὺς δἐκα στρατηγοί, τῶν ὁποίων ὁ δέκατος ἦταν ὁ Μιλτιάδης».
(Μιλτιάδης Κίμωνος Ἀθηναῖος)
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ, ΗΤΟΙ ΠΩΣ 500.000 ΕΧΘΡΟΙ ΗΤΤΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΜΟΝΟΝ 11.000 ΕΛΛΗΝΕΣ
Γράφει δὲ ὁ Ἡρόδοτος («Ἱστορίαι», Ἐρατώ, 103-111) :
«Οἱ Ἀθηναῖοι ὅταν τὰ πληροφορήθηκαν αὐτὰ πῆραν τὰ ὅπλα τους καὶ ἔτρεξαν στὸν Μαραθῶνα. Ἧγον αὐτοὺς δἐκα στρατηγοί, τῶν ὁποίων ὁ δέκατος ἦταν ὁ Μιλτιάδης...
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Μιλτιάδης εἶχε φθάσει ἀπὸ τὴν Χερσόνησον καὶ ἔχοντας ξεφύγει δύο φορὲς τὸν θάνατον, ἐστρατήγευε τῶν Ἀθηναίων. Τὴν μία φορὰ οἱ Φοίνικες ποὺ τὸν κατεδίωξαν μέχρι τὴν Ἴμβρον, ἐπέδειξαν ἰδιαίτερον ζῆλον νὰ τὸν πιάσουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν βασιλέα· καὶ τὴν ἄλλη ὅταν τοὺς ξέφυγε καὶ ἔφτασε στὴν πόλιν του πιστεύοντας πὼς δὲν ἔχει νὰ φοβᾶται τίποτα καὶ πὼς ἔχει ἤδη σωθεῖ, -ἐκεῖ- τὸν ὑπεδέχθησαν οἱ ἐχθροί του καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριον ζητώντας τὴν δίωξίν του, λόγῳ τῆς τυραννίδος στὴν Χερσόνησον. Ἀφοῦ τοὺς ἀπέφυγε καὶ αὐτοὺς ἔγινε ἀποδεκτὸς στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων, ἐκλεγόμενος ἀπὸ τὸν δῆμον».
Ἡ πρώτη ἐνέργεια τῶν στρατηγῶν πρὶν ξεκινήσουν ἀπὸ τὴν πόλιν ἦταν νὰ στείλουν στὴν Σπάρτη κήρυκα, τὸν Φειδιππίδην· Ἀθηναῖον μὲν ἄνδρα, καὶ ἡμεροδρόμον· αὐτὴ ἦταν ἡ ἐνασχόλησίς του. Αὐτὸν λοιπόν, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε καὶ διηγεῖτο στοὺς Ἀθηναίους, τὸν συνάντησε περὶ τὸ Παρθένιον ὄρος, ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὴν Τεγέα ὁ Πάν. Ἀφοῦ φώναξε ὁ Πὰν τὸν Φειδιππίδη μὲ τὸ ὄνομά του, τὸν προσέταξε νὰ ἀναγγείλει στοὺς Ἀθηναίους γιατί δὲν τοῦ προσφέρουν καμμία λατρεία, σὲ αὐτὸν -τὸν Πᾶνα- ποὺ θέλει τὸ καλὸν τῶν Ἀθηναίων καὶ ποὺ τοὺς ἔχει σταθεῖ χρήσιμος σὲ πολλά, καὶ ποὺ θὰ τοὺς σταθεῖ καὶ στὸ μέλλον. Οἱ Ἀθηναῖοι πίστευσαν πὼς αὐτὰ εἶναι ἀληθινὰ καὶ ἔτσι ἀποκατεστάθησαν μὲ τὸν καλλίτερον τρόπον τὰ πράγματα τῆς πόλεώς τους· ἵδρυσαν ἱερὸν τοῦ Πανὸς κάτω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναγγελία, κάθε χρόνον θύουν σὲ αὐτὸν καὶ ἐξιλεώνονται μὲ λαμπαδηφορίες.
Τότε λοιπὸν αὐτὸς ὁ Φειδιππίδης* ποὺ ἐστάλη μὲ ἐντολὴ τῶν στρατηγῶν καὶ ποὺ ὅπως ἔλεγε τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ Πὰν, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα ἔφτασε τὴν δευτέρα μέρα στὴν Σπάρτη καὶ ἀφοῦ ἔφτασε στοὺς ἄρχοντες ἔλεγε :
«Λακεδαιμόνιοι, οἱ Ἀθηναῖοι σᾶς ζητοῦν νὰ τοὺς βοηθήσετε καὶ νὰ μὴν ἀφήσετε νὰ πέσει στὴν δουλοσύνη ἡ ἀρχαιοτάτη πόλις τῶν Ἑλλήνων, στὰ χέρια βαρβάρων ἀνθρώπων· γιατὶ τώρα ἡ Ἐρέτρια ἔχει ὑποδουλωθεῖ ἡ Ἑλλὰς ἔχει γίνει ἀσθενεστέρα χάνοντας μία ὑπολογίσιμον πόλιν».
Αὐτὸς λοιπὸν τὰ ἐντεταλμένα τὰ ἀπήγγειλε σὲ αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ ἐδέχθησαν νὰ βοηθήσουν τοὺς Ἀθηναίους, τοὺς ἦταν ὅμως ἀδύνατον νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ ἀμέσως διότι δὲν ἤθελαν νὰ λύσουν τὸν νόμον τους*2. Ἦταν ἡ ἐνάτη ἡμέρα τοῦ μηνὸς καὶ εἶπαν πὼς τὴν ἐνάτη ἡμέρα τοῦ μηνὸς δὲν πρόκειται νὰ ἐκστρατεύσουν, ἐφ' ὅσον δὲν ἔχει ἀκόμα γεμίσει ὁ κύκλος-τὸ φεγγάρι (ἤτοι δὲν ἔχει ἀκόμα πανσέληνον).
Αὐτοὶ λοιπὸν περίμεναν τὴν πανσέληνον, ἐνῶ ὁ Ἱππίας τοῦ Πεισιστράτου ὡδηγοῦσε τοὺς βαρβάρους στὸν Μαραθῶνα... οἱ Πλαταιεῖς παρέδωσαν τὴν πόλιν τους στοὺς Ἀθηναίους καὶ τότε ἔφτασαν στὸν Μαραθῶνα γιὰ νὰ βοηθήσουν. Ἀλλὰ οἱ γνῶμες τῶν στρατηγῶν τῶν Ἀθηναίων ἦταν χωρισμένες στὰ δύο· οἱ μὲν δὲν συμφωνοῦσαν νὰ δώσουν μάχη, διότι ἔλεγον πὼς εἶναι λίγοι γιὰ νὰ ἀντιπαραταχθοῦν στὸν στρατὸν τῶν Περσῶν, ἐνῶ οἱ δὲ μαζὶ καὶ ὁ Μιλτιάδης ἐπέμεναν νὰ δοθεῖ ἡ μάχη. Διχογνωμοῦσαν λοιπὸν καὶ ἐπεκράτει ἡ χειροτέρα ἀπὸ τὶς γνῶμες. Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε δικαίωμα ψήφου καὶ ἕνας ἐνδέκατος, αὐτὸς ποὺ ἔπαιρνε μὲ κλῆρον τὸ ἀξίωμα τοῦ πολεμάρχου τῶν Ἀθηναίων (γιατὶ τὸν παλιὸ καιρὸν οἱ Ἀθηναῖοι ἔδιναν στὸν πολέμαρχον ψῆφον ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο βάρος μὲ τὴν ψῆφον τῶν στρατηγῶν), ὁ Μιλτιάδης πῆγε καὶ βρῆκε τὸν Καλλίμαχον ἀπὸ τὶς Ἀφίδνες ποὺ ἦταν τότε πολέμαρχος καὶ τοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς :
«Καλλίμαχε, στὰ χέρια σου εἶναι τώρα νὰ καταδουλώσεις τὴν Ἀθῆνα ἤ νὰ τὴν κάνεις ἐλευθέρα καὶ νὰ μείνει τὸ ὄνομά σου ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι στὴν μνήμη -τῶν ἀνθρώπων- περισσότερον καὶ ἀφ' ὅσον ἔχουν μείνει τὰ ὀνόματα τοῦ Ἁρμοδίου καὶ τοῦ Ἀριστογείτονος. Γιατὶ τώρα οἱ Ἀθηναῖοι, ἀπὸ τότε ποὺ ἐγένοντο, διατρέχουν τὸν μεγαλύτερον κίνδυνον καὶ ἄν ὑποκύψουν στοὺς Μήδους, ὁλοι ξέρουν τί θὰ περάσει στὰ χέρια τοῦ Ἱππίου· ἄν ὅμως ἡ πόλις αὐτὴ σωθεῖ μπορεῖ νὰ γίνει ἡ πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς ἑλληνίδες πόλεις. Πῶς μποροῦν νὰ γίνουν ὅλα αὐτὰ καὶ πῶς στὰ χέρια σου βρίσκεται ἡ τελικὴ ἀπόφασις θὰ σοῦ τὸ πῶ τώρα.
Ἑμᾶς τῶν δέκα στρατηγῶν οἱ γνῶμες εἶναι διχασμένες· ἄλλοι ὑποστηρίζουν νὰ δώσουμε μάχη καὶ ἄλλοι νὰ μὴ δώσουμε. Ἄν δὲν δώσουμε μάχη, περιμένω πὼς θὰ ξεσπάσει μεγάλη διχόνοια, ἡ ὁποία θὰ κλονίσει τὸ φρόνημα τῶν Ἀθηναίων μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μηδίσουν. Ἄν ὅμως δώσουμε μάχη πρὶν γεννηθεῖ κάτι σαθρὸν στὶς ψυχὲς κάποιων Ἀθηναίων θὰ μπορέσουμε νὰ νικήσουμε στὴν μάχη, θεῶν νεμόντων τὰ ἴσα.
Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν δική σου συμβολὴ ἐξαρτῶνται· δηλαδὴ ἄν προσθέσεις τὴν ψῆφον σου στὴν δική μου γνώμη, θὰ ἔχεις πατρίδα ἐλευθέρα καὶ ἡ πόλις σου θὰ εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις τῆς Ἑλλάδος. Ἄν προτιμήσεις τὴν γνώμη αὐτῶν ποὺ προσπαθοῦν νὰ μὴ γίνει ἡ μάχη, θὰ πετύχεις τὰ ἐνάντια ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ σοῦ ἀπηρίθμησα».
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Μιλτιάδης πῆρε μὲ τὸ μέρος του τὸν Καλλίμαχον καὶ μὲ τὴν συμβολὴ τῆς γνώμης τοῦ πολεμάρχου, ἐκυρώθη ἡ ἀπόφασις νὰ διεξαχθεῖ ἡ μάχη. Ἔπειτα οἱ στρατηγοὶ ποὺ εἶχαν τὴν γνώμη νὰ δοθεῖ ἡ μάχη, ὅταν μὲ τὴν σειρὰ του ὁ καθένας πρυτάνευε, παραχωροῦσε τὴν πρυτανεία στὸν Μιλτιάδη*3. Καὶ αὐτὸς τὴν ἐδέχετο ἀλλὰ δὲν ξεκινοῦσε τὴν μάχη παρὰ μόνον ὅταν ἦλθε ἡ ἡμέρα ποὺ μὲ τὴν σειρά του καὶ αὐτὸς θὰ πρυτάνευε.
Κι ὅταν ἦλθε ἡ σειρά του, ἔτσι παρετάχθησαν οἱ Ἀθηναῖοι γιὰ νὰ δώσουν μάχη :
Ἐπι κεφαλῆς στὴν δεξιὰ πτέρυγα ἦταν ὁ πολέμαρχος Καλλίμαχος, διότι τότε ἔτσι ἦταν ὁ νόμος στοὺς Ἀθηναίους· τὸν πολέμαρχον νὰ ἔχει τὴν δεξιὰ πτέρυγα. Καὶ ἀρχίζοντας ἀπὸ αὐτὸν διεδέχοντο ἡ μία τὴν ἄλλη οἱ φυλὲς τῶν πολιτῶν μὲ τὴν σειρὰ ποὺ ἀπηριθμοῦντο. Τελευταῖοι δὲ ἐτάσσοντο οἱ Πλαταιεῖς, ἔχοντες τὸ ἀριστερὸν κέρας. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν μάχη, ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι κάνουν θυσίες στὶς ἑορτές ποὺ γίνονται κάθε πέντε χρόνια, ὁ Ἀθηναῖος κῆρυξ στὶς εὐχὲς ποὺ ἀπαγγέλλει γιὰ νὰ δώσουν οἱ θεοὶ ἀγαθὰ στοὺς Ἀθηναίους προσθέτει «καὶ στοὺς Πλαταιεῖς».
Τότε λοιπὸν ἡ παράταξίς τους στὸν Μαραθῶνα πῆρε ἕνα τέτοιο σχῆμα : τὸ στρατόπεδόν τους σχημάτιζε μέτωπον ἴσον μὲ τὸ μέτωπον τῶν Περσῶν, ἀλλὰ στὸ κέντρο τους εἶχε μικρὸ βάθος καὶ ἦταν τὸ πιὸ ἀδύναμον σημεῖον τῆς παρατάξεώς τους, ἐνῶ οἱ δύο πτέρυγες μὲ τὸ πλῆθος τους ἦταν ἐνισχυμένες».
Ἡ στρατηγικὴ τοῦ Μιλτιάδου διδάσκεται σὲ ὅλες τὶς στρατιωτικὲς ἀκαδημίες τοῦ κόσμου. Ἡ ἰδιοφυὴς στρατηγικὴ παράταξιν τοῦ στρατεύματός του καὶ ἡ ἑλληνικὴ ψυχὴ καὶ φρόνημα δὲν ἐπέτρεπε τὴν ἧττα καὶ συνάμα δὲν ἄφηνε κανένα περιθώριον στὸν ἐχθρὸν νὰ ἀνταπαντήσει. Οἱ Ἕλληνες εἶναι πάνοπλοι καὶ πανέτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν ἔχθρον ὅπως πάντα, σὲ μάχη σῶμα μὲ σῶμα. Οἱ ἐχθροί τους ἀνίδεοι πολεμικῆς στρατηγικῆς καὶ ἀρετῆς εἶναι ἐξοπλισμένοι γιὰ μάχη ἐξ ἀποστάσεως καὶ ἐνδεδυμένοι ἐλαφρῶς.
«Ὁ στρατηγὸς Μιλτιάδης παρατάσσει τοὺς 10.000 Ἀθηναίους καὶ 1.000 Πλαταιεῖς*4. Κατάλληλος ὁ ἑλληνικὸς ὁπλισμὸς γιὰ μάχη ἐκ τοῦ συστάδην : θώρακες, περικεφαλαῖες, περικνημίδες, δόρατα, σπαθιά. Ὁ στρατηγὸς ἐξισώνει τὸ μέτωπον τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ μὲ τὸ μῆκος τοῦ περσικοῦ μετώπου. Ἐνισχύει τὰ δύο κέρατα (ἄκρα) μὲ 8 ζυγοὺς (βάθος) κι ἀποψιλώνει τὸ κέντρον ποὺ ἀπομένει μὲ 4 ζυγούς.
Στὸ δεξιὸν κέρας, σύμφωνα μὲ τὸ παλαιὸν ἀθηναϊκὸν ἔθιμον παίρνει θέσιν ὁ πολέμαρχος Καλλίμαχος. Στὸ ἀραιὸν κι ἀσθενὲς κέντρον ἐκτὸς ἀπὸ τὶς φυλὲς Ἀντιοχὶς ὑπὸ τὸν Ἀριστείδη καὶ Λεοντὶς τοῦ Θεμιστοκλέους, παρατάσσονται λίγοι δοῦλοι. Στὸ ἀριστερὸν ἄκρον οἱ Πλαταιεῖς ὑπὸ τὸν Ἀρίμνηστον μὲ περικεφαλαῖες κωνικές. 90 ἐκ. ἡ διάμετρος τῆς ἑλληνικῆς ἀσπίδος.
Τὸ ἀριστερὸν χέρι κάθε ὁπλίτου περνᾶ στὰ χερούλια τῆς βαρειᾶς ἀσπίδος καὶ μὲ αὐτὴν καλύπτει τὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ σώματός του καθῶς καὶ τὸ δεξὶ πλευρὸν τοῦ ἀριστεροῦ παραστάτου. Ὅλοι μαζὶ μὲ τὸν ἀμυντικόν τους ὁπλισμὸν συνθέτουν ἕνα συμπαγὲς φρούριον. Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ οἱ Ἕλληνες μὲ περικεφαλαῖες ἀττικὲς καὶ κορινθιακές. Οἱ μποῦκλες τους μακριές, τὰ γένεια περιποιημένα. Πόση ἀποφασιστικότητα καὶ ἀρρενωπότητα στὸ ὕφος. Πόσα βλέμματα ἀστραφτερὰ μὰ σοβαρὰ συνάμα. Τὰ δόρατα μήκους 1.80 μ. Ἀπέχει ἕνα μέτρον ὁ ἕνας ὁπλίτης ἀπὸ τὸν ἄλλον.
Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Πέρσες. Ἐξοπλισμένοι γιὰ μάχη ἐξ ἀποστάσεως : χωρὶς πανοπλίες, ἔχουν τόξα μὲ βεληνεκὲς 150 μ. Καταιγισμὸς βελῶν περίπου 4 τὸ δευτερόλεπτον κατ' ἄνδρα. Πέτρες, τὸ βεληνεκές τους 400 μ. κι ἀκόντια μὲ 60 μ. βεληνεκές. Τὸ ἱππικὸν βρίσκεται στὰ 70 ἱππαγωγικὰ πλοῖα ἀραγμένα στὸν ὅρμον τοῦ Μαραθῶνος πολὺ κοντὰ στὴν Κυνόσουρα.
Στολὲς χειριδωτές, χρυσοστόλιστες στὸν θώρακα σὰν λέπια ψαριῶν. Τιάρες περσικὲς καὶ φρυγικὰ καλύμματα πάνω σὲ κατσαρὰ νέγρικα μαλλιά. Δέρματα μελαμψά. Φοροῦν τὴν μηδικὴ στολὴ ἀντὶ τῆς περισικῆς γιατὶ εἶναι ὡραιοτέρα. Οἱ ἀναξυρίδες τους σὰν σύγχρονα ἐφαρμοστὰ παντελόνια. Γιὰ ἀσπίδες ἔχουν τὰ γέρρα. Τὸ γέρρον, ἀσπὶς πλεκτὴ ἀπὸ κλαδιὰ ἰτιᾶς (ὀρθογώνια, στενή, ἡμισεληνοειδής). Ἀκόντια μικρὰ ἐν συγκρίσει μὲ τὰ ἑλληνικὰ δόρατα. Τόξα μεγάλα μὲ βέλη καλαμένια.
Στὴν στεριὰ ἔχει ἀπομείνει τὸ Σῶμα Προκαλύψεως. Κάθε Πέρσης ἀπέχει ἀπὸ τὸν ἄλλον 1.40 μ. περίπου. Αἰφνιδιασμένοι ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν τῶν παρατεταγμένων Ἀθηναίων στέκονται νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουν. Στὰ μεταγωγικὰ καὶ πολεμικὰ τοῦ περσικοῦ στόλου ἔχει ἤδη ἐπιβιβασθεῖ σχεδὸν ὅλος ὁ περσικὸς στρατὸς καὶ τὸ ἱππικόν. Τὰ 500 πολύχρωμα πλοῖα στέκονται στὶς ἄγκυρες καὶ ἴσως ἑτοιμάζονται νὰ σαλπάρουν.
Ὁ Μιλτιάδης ἔχει δώσει ὁδηγίες στὸ ἑλληνικὸν μέτωπον νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸ μῆκος τοῦ περσικοῦ μετώπου, ἤτοι 1.600 μ. Οἱ στρατηγοὶ ξέρουν τὸ Μιλτιάδειο σχέδιον μὲ πᾶσα λεπτομέρεια. Ἀλλὰ τὸ γενικὸν πρόσταγμα γιὰ τὴν συνάντησιν μὲ τοὺς Πέρσες στὸ πεδίον τῆς μάχης καὶ γιὰ ὅλες τὶς φάσεις της, τὸ ἔχει ὁ Μιλτιάδης», ἀπὸ τὸ βιβλίον τοῦ Β' κύκλου σπουδῶν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου.
(συνεχίζεται...)
* Ἡ ἀπόστασις Ἀθῆνα-Σπάρτη τὴν ὁποία διήνυσε ὁ Φειδιππίδης μὲ τὰ πόδια σὲ μόλις δυο ἡμέρες εἶναι περὶ τὰ 220 χιλιόμετρα.
*2 Ἑώρταζον τὰ Κάρνεια.
*3 Αὐτὴν τὴν τακτικὴν τὴν εἶχε ξεκινήσει ὁ Ἀριστείδης. Γι' αὐτὰ μᾶς ἐνημερώνει ὁ Πλούταρχος («Ἀριστείδης», ΣΤ') :
«...Μεγίστην ὑπόληψιν εἶχε ὁ Μιλτιάδης, κατὰ δόξαν καὶ δύναμιν δεύτερος ἦταν ὁ Ἀριστείδης· καὶ τότε περὶ τῆς μάχης εἰς τοῦ Μιλτιάδου τὴν γνώμην προστεθείς, ἰσχυρὰ ἔδωσε στροφὴ στὰ πράγματα· καὶ ἐνῶ καθένας τῶν στρατηγῶν εἶχε ἀνὰ μία μέρα τὴν ἐξουσία, ὅταν περιῆλθε ἡ ἀρχὴ σὲ αὐτὸν -τὸν Ἀριστείδη-, τὴν παρέδωσε στὸν Μιλτιάδη, διδάσκων τοὺς συνάρχοντας ὅτι τὸ νὰ πείθεται κανεὶς στοὺς εὖ φρονοῦντας καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθεἶ δὲν εἶναι αἰσχρόν, ἀλλὰ ἔντιμον καὶ μάλιστα σωτήριον. Ἔτσι καταπραΰνοντας τὴν φιλονεικία καὶ προτρέποντάς τους νὰ εὐχαριστοῦνται πειθόμενοι σὲ μία γνώμην, τὴν ἀρίστη, ἐνεδυνάμωσε τὸν Μιλτιάδη...διότι ἕκαστος παραιτούμενος τῆς ἀνὰ μία ἡμέραν ἀρχῆς, σὲ αὐτόν -στὸν Μιλτιάδη- ὑπήκουε».
*4 Ὁ στρατὸς τῶν Περσῶν σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Λυσία («Ἐπιτάφιος«, 21) ἦταν 500.000, ἤτοι γιὰ κάθε ἕναν Ἕλληνα στρατιώτη ἀντιστοιχοῦσαν περίπου 50 Πέρσες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου