Ὁ Ἑκατομβαιών ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὰ Ἑκατόμβαια, μία ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἑκατομβαίου ( < ἑκατόν + βοῦς = ὁ δεχόμενος θυσίας 100 βοῶν).
Τὴν 28η τοῦ Ἑκατομβαιῶνος (γιὰ φέτος 13η Αὐγούστου), ἡ ὁποία ἡμέρα πέρασε αὐτούσια καὶ καθιερώθη στὸν γνωστὸν Δεκαπενταύγουστον, ἑωρτάζοντο τὰ Παναθήναια πρὸς τιμὴν τῆς προστάτιδος τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Παρθένου καὶ Παναγίας Ἀθηνᾶς.
Πρὶν τὸν Θησέα, ὁ ὁποῖος ἕνωσε πάντες τοὺς δήμους τῆς Ἀττικῆς ὠνομάζοντο Ἀθήναια, ὁπὸτε τελοῦσαν ἀναίμακτες θυσίες στὴν Ἀθηνᾶ καὶ στὴν Εἰρήνη.
Ὁ ναὸς τῆς παρθένου Ἀθηνᾶς, ὁ Παρθενῶν, ἔχει σχεδιαστεῖ μὲ τέτοιον τρόπον, ὥστε τὴν ἡμέρα τῆς κορυφώσεως τῶν Παναθηναίων, τὸ φῶς τοῦ ἀνατέλλοντος Σειρίου καὶ τοῦ Ἡλίου νὰ διαχέονται μὲ τρομερὴ ἀκρίβεια στὸ σημεῖον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἔστεκε ἀγέρωχη ἡ χρυσελεφάντινη Ἀθηνᾶ (ἄγαλμα τὸ ὁποῖον ταξίδευσε βιαίως στὴν Κων/πολιν αἰῶνες ἀργότερα καὶ ἀπὸ τότε ἡ τύχη του ἀγνοεῖται, μὲ πιθανότερον σενάριον νὰ «κάηκε τυχαίως» σὲ κάποια πυρκαϊὰ καὶ νὰ κατέληξε νὰ γίνει νομίσματα ὑπὸ τοῦ Θεοδοσίου -Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων κατὰ Οὐίλ. Σμίθ, Α΄ τόμος, Ἐκδ. Ἐλ. Σκέψις-).
Τὸ διαχεόμενον φῶς ἐκ τῶν Σειρίου καὶ Ἡλίου τὴν ἔκανε νὰ λαμπυρίζει ἀκόμη περισσότερον τὴν ἡμέρα τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς της (μέχρι ποὺ κατηργήθη καὶ αὐτὴ «θεοδοσιανῶς», βιαίως ὡς ἑορτὴ τῶν «κακῶν Ἐθνικῶν, εἰδωλολατρῶν, μιαρῶν Ἑλλήνων ποὺ μεγαρίζουν-μαγαρίζουν» τιμῶντες τὴν Δημιουργία, ἀντὶ νὰ προσκυνοῦν στὰ τέσσερα ἐκφαυλισμένους ἠθικῶς γιδοβοσκούς).
Στὴν Σπάρτη τὸν ἀντίστοιχον μῆνα τὸν ὠνόμαζαν Ἑκατομβέα καὶ κατὰ τὴν διάρκειά του ἑώρταζον τὰ Ὑακίνθια πρὸς τιμὴν τοῦ νεκροῦ ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὑακίνθου.
Τὴν ἡμέρα τῶν Παναθηναίων φέτος, τὴν νύχτα δηλαδὴ τῆς 12ης πρὸς 13η Αὐγούστου φαίνεται πὼς θὰ τιμήσει τὴν ἀγαπημένη του θεᾶ Ἀθηνᾶ μὲ «πυροτεχνήματα» ὁ καταστερισμένος Περσεύς*1, μὲ τὶς Περσηίδες του.
Οἱ Περσηίδες εἶναι βροχὴ διαττόντων ἀστέρων, διασημοτέρα καὶ ἀπ' αὐτὴν τῶν Λυρίδων, ἡ ὁποία διαρκεῖ ἀπὸ τὶς 23 Ἰουλίου ὡς τὶς 22 Αὐγούστου μὲ μέγιστον ῥυθμὸν διαττόντων καὶ λαμπρότητος αὐτῶν τὴν 12η-13η Αὐγούστου. Οἱ Περσηίδες ξεπροβάλλουν ἀπὸ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Περσέως, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά τους.
Ὁ Περσεὺς φαίνεται πὼς δὲν ξεχνᾶ ποτὲ τὴν ἀδερφή του-θεᾶ ποὺ τὸν βοήθησε μὲ τὴν ἀστραφτερὴ ἀσπίδα της καὶ τὴν σοφία της νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν Μέδουσα ποὺ πέτρωνε τοὺς πάντες, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κεφάλι της Γοργοῦς-Μεδούσης, ποὺ μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸν τῆς τελευταίας τὸ χάρισε στὴν Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία τὸ φέρει ἀπὸ τότε στὴν ἀσπίδα της (Γοργόνειον), τῆς χαρίζει τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς της φέτος καὶ ἕνα ἐκπληκτικὸν θέαμα ὑετοῦ λαμπερῶν πυρακτωμένων πετρωδῶν σωμάτων.
Δίπλα στὸν Περσέα καὶ τὶς Περσηίδες του θὰ βρίσκονται ὁ πατήρ του Ζεύς (Jupiter < Ζεύς πατήρ) καὶ ὁ προπάππος του, Οὐρανός.
Ὁ παπποῦς του Κρόνος θὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Ὑδροχόου τὸ θέαμα.
Ἡ σελήνη θὰ βρίσκεται στὴν χάσιν της, πορευομένη πρὸς τὴν νέα της ἐμφάνισιν (νέα μήνη), χαρίζοντας ἀκόμα πιὸ ἔντονον θέαμα.
(Νεφέλωμα στὸν ἀστερισμὸν τοῦ Περσέως)
)
*1 ΣΧΕΤΙΚΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΣΕΩΣ
«Ὅταν ὁ Ἀκρίσιος ῥωτοῦσε τὸ Μαντεῖον νὰ τοῦ πεῖ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκτήσει ἀρσενικὰ παιδιά, ὁ θεὸς τοῦ εἶπε ὅτι ἡ θυγατέρα του θὰ ἀποκτήσει ἕνα ἀγόρι, τὸ ὁποῖον ὅμως θὰ τὸν σκοτώσει. Φοβηθεὶς αὐτὸ ὁ Ἀκρίσιος, κατεσκεύασε ὑπογείως χάλκινον θάλαμον, ὅπου φύλαττε τὴν Δανάη…Ὁ Ζεὺς μεταμορφωθεὶς σὲ χρυσάφι κύλησε διὰ τῆς ὀροφῆς μέσα στοὺς κόλπους τῆς Δανάης καὶ συνουσιάστηκε μαζί της. Ὅταν ὕστερα εἶδε ὁ Ἀκρίσιος τὸν ἐξ αὐτῆς γεννημένον Περσέα, μὴ πιστεύοντας πὼς ἔμεινε ἔγκυος ἀπὸ τὸν Δία, ἔβαλε τὴν κόρη του μαζὶ μὲ τὸ παιδὶ μέσα σὲ μία λάρνακα καὶ -τοὺς- ἔρριψε στὴν θάλασσα. Φτάνοντας ἡ λάρνακα στὴν Σέριφον, τὴν ἔπιασε ὁ Δίκτυς καὶ ἀνέθρεψε αὐτόν -τὸν Περσέα-», Βιβλιοθήκη, Β’, 4,1, Ἀπολλόδωρος.
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἀπολλόδωρος στὸ ἴδιο σύγγραμμα (Β', 4,2 κ.ἑξ.) :
«Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Δίκτυος, ὁ Πολυδέκτης, ποὺ ἦταν τότε βασιλεὺς τῆς νήσου ἐρωτεύτηκε τὴν Δανάη, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ πλαγιάσει μαζί της, διότι ὁ Περσεὺς εἶχε πλέον ἀνδρειωθεῖ. Συνεκάλει λοιπὸν τοὺς φίλους του, μαζὶ καὶ τὸν Περσέα γιὰ νὰ συνεισφέρουν κάτι μὲ τὸ πρόσχημα πὼς διενεργοῦν ἔρανον ὡς γαμήλιον δῶρον γιὰ τὸν γάμον τῆς Ἱπποδαμείας μὲ τὸν Οἰνόμαον. Κάποια στιγμὴ ὁ Περσεὺς δήλωσε πὼς δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρησιν νὰ εἰσφέρει ἀκόμη καὶ τὸ κεφάλι τῆς Γοργόνας».
Ὁ Πολυδέκτης ξέροντας πὼς κάτι τέτοιον ἦταν ἀδύνατον καὶ θὰ ἔθετε τὴν ζωὴ τοῦ Περσέως σὲ κίνδυνον, πρᾶγμα δηλαδὴ συμφέρον γιὰ τὸν ἴδιον, ἀφοῦ γιὰ νὰ κάνει γυναῖκα του τὴν Δανάη, τὸ μόνον του ἐμπόδιον ἦταν ὁ Περσεύς, τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ φέρει τὸ κεφάλι τῆς Γοργόνας.
«Καὶ αὐτὸς μὲ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀθηνᾶς ἔρχεται στὶς θυγατέρες τοῦ Φόρκου, τὴν Ἐνυώ ( < ἔνω =φονεύω, ὁ πόλεμος προσωποποιημένος), τὴν Πεφρηδὼ ( < βρέμω) καὶ τὴν Δεινώ ( < δέος). Αὐτὲς ἦταν κόρες τῆς Κητοῦς καὶ τοῦ Φόρκου, ἀδερφὲς τῶν Γοργόνων, γραῖες ἐκ γενετῆς. Εἶχαν καὶ καὶ οἱ τρεῖς ἕνα μάτι κι ἕνα δόντι καὶ μὲ τὴν σειρὰ τὸ ἔδιναν ἡ μία στὴν ἄλλη. Ὁ Περσεὺς τοὺς τὸ ἥρπαξε κι ὅπως τὸν παρεκάλουν νὰ τοὺς τὰ δώσει πίσω, εἶπε ὅτι θὰ τοὺς τὰ δώσει, ἄν τοῦ δείξουν τὸν δρόμον ποὺ ὁδηγεῖ στὶς νύμφες. Αὐτὲς οἱ νύμφες εἶχαν φτερωτὰ πέδιλα καὶ τὴν κίβισιν, ποὺ ἦταν μία σακκοῦλα ὅπως λέγουν...Στὶς πλάτες του εἶχε τὸ κεφάλι ἑνὸς φοβεροῦ τέρατος, τῆς Γοργόνας καὶ γύρω του κρεμόταν ἡ κίβισις...Εἶχαν ἀκόμη καὶ τὴν περικεφαλαία τοῦ Ἅδου...
-Ὁ Περσεύς- μὲ τὴν κίβισιν τυλίχτηκε, τὰ πέδιλα τὰ ταίριαξε στοὺς ἀστραγάλους του καὶ ἔβαλε στὸ κεφάλι του τὴν περικεφαλαία. Μὲ αὐτὴν αὐτὸς ἔβλεπε ὅποιους ἤθελε, χωρὶς οἱ ἄλλοι νὰ μποροῦν νὰ τὸν βλέπουν. Παίρνοντας, τέλος, κι ἀπ' τὸν Ἑρμῆ ἕνα ἀτσάλινο σπαθί πέταξε στὸν Ὠκεανὸν κι ἔπιασε τὶς Γοργόνες στὸν ὕπνον. Αὐτὲς ἦταν ἡ Σθενώ, ἡ Εὑρυάλη καὶ ἡ Μέδουσα. Μόνον ὅμως ἡ Μέδουσα ἦταν θνητή. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Περσεὺς ἐστάλη νὰ τῆς πάρει τὸ κεφάλι. Εἶχαν οἱ Γοργόνες κεφάλια μὲ κουλουριασμένα φίδια, χαυλιόδοντες ὅπως οἱ κάπροι, χάλκινα χέρια καὶ χρυσὲς φτεροῦγες γιὰ νὰ πετοῦν· κι ἀπολίθωναν ὅποιον τοὺς ἀντίκρυζε.
Ὁ Περσεὺς λοιπὸν στάθηκε ἀπὸ πάνω τους καθῶς κοιμόνταν καὶ ἐνῶ κατηύθυνε τὸ χέρι του ἡ Ἀθηνᾶ, αὐτὸς μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο ἔβλεπε μέσω τῆς χάλκινης ἀσπίδος, σὰν σὲ καθρέφτη, τὸ εἴδωλον τῆς Γοργόνας καὶ τῆς πῆρε τὸ κεφάλι».
(Σμῆνος γαλαξιῶν τοῦ Περσέως, στὸν ἀστερισμὸν τοῦ Περσέως)
Καὶ τότε ἀπὸ τὸ κομμένο κεφάλι τῆς Μεδούσης ξεπήδησε ὁ Πήγασος καὶ ὁ Χρυσάωρ, ὁ πατὴρ τοῦ Γηρυόνου· τέκνα ποὺ ὅπως λέγει ὁ μύθος προέκυψαν ἀπὸ τὴν ἕνωσιν τοῦ αἵματος τῆς Μεδούσης καὶ τοῦ Ποσειδῶνος. Ὁ Περσεὺς ἔβαλε στὴν κίβισιν τὸ κεφάλι της Γοργόνας καὶ πῆρε τὸν δρόμον τῆς ἐπιστροφῆς. Στὸν δρόμον του πέρασε κι ἀπὸ τὴν Αἰθιοπία, ὅπου ἐκεῖ τότε ἐβασίλευε ὁ Κηφεύς. Ἐκεῖ βρῆκε δεμένη σὲ ἕναν βράχον τὴν κόρη τοῦ Κηφέως, Ἀνδρομέδα, κι αὐτὸ διότι ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἡ Κασσιόπη εἶχε καυχηθεῖ πὼς ἡ κόρη της, ἤ κατὰ ἄλλη ἐκδοχήν ἡ ἴδια, εἶναι ὀμορφοτέρα ἀπὸ τὶς Νηρηίδες.
Τότε οἱ Νηρηίδες, μαζὶ καὶ ὁ Ποσειδῶν ὡργίσθησαν καὶ ἔρριξαν στὴν χώρα μεγάλη πλημμύρα καὶ ἕνα κῆτος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ὁ χρησμὸς ἔλεγε πὼς θὰ γλυτώσουν μόνον ἄν ἡ κόρη τῆς Κασσιόπης γίνει βορὰ στὸ κῆτος.
Ὁ Κηφεὺς ἀναγκάστηκε ἀπὸ τοὺς Αἰθίοπας νὰ θυσιάσει τὴν κόρη του, ὅμως μόλις τὴν εἶδε ὁ Περσεὺς δεμένη στὰ βράχια τὴν ἐρωτεύτηκε καὶ ὑποσχέθηκε στὸν πατέρα της νὰ τὴν σώσει καὶ νὰ σκοτώσει τὸ κῆτος, ἀρκεῖ νὰ μπορέσει νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ κάνει τὴν Ἀνδρομέδα γυναῖκα του. Ἀφοῦ συνεφώνησαν ὁ Περσεὺς σκότωσε τὸ κῆτος καὶ πῆρε τὴν Ἀνδρομέδα.
Γυρίζοντας στὴν Σέριφον βρῆκε τὸν Δίκτυν καὶ τὴν Δανάη νὰ εἶναι ἱκέτες στοὺς βωμούς, κυνηγημένοι ἀπὸ τὸν Πολυδέκτη. Τότε μπῆκε στὸ ἀνάκτορον ὅπου ὁ Πολυδέκτης εἶχε προσκαλέσει τοὺς φίλους του καὶ μὲ στραμμένο τὸ πρόσωπόν του, τοὺς ἔδειξε τὸ κεφάλι τῆς Μεδούσης καὶ τότε πέτρωσαν ὅλοι. Ἀπὸ τότε ἡ Σέριφος ἔγινε πετρώδης τόπος.
Ἔπειτα ὁ Περσεὺς διώρισε βασιλέα τῆς Σερίφου τὸν Δίκτυ, ἔδωσε τὰ πέδιλα, τὴν περικεφαλαία καὶ τὴν κίβισιν στὸν Ἑρμῆν καὶ τὴν κεφαλὴ τῆς Μεδούσης τὴν παρέδωσε στὴν θεὰ τῆς Σοφίας ποὺ τὸν βοήθησε, στὴν Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία τὴν τοποθέτησε στὴν ἀσπίδα της, τὸ γνωστόν γοργόνειον.
Ὁ Περσεὺς μὲ τὴν Ἀνδρομέδα ἀπέκτησαν μεταξὺ ἄλλων τέκνων καὶ τὸν Πέρσην, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ δώσει τὸ ὄνομά του στοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι πρότερον ἐκαλοῦντο Κηφῆνες (ἐκ τοῦ Κηφέως) (βλ. «Ἱστορίαι», Ζ', Ἡρόδοτος).
Γράφει ὁ Ἐρατοσθένης στοὺς «Καταστερισμούς» του περὶ τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Περσέως :
«Περὶ τούτου ἱστορεῖται ὅτι ἐν τοῖς ἄστροις ἐτέθη διὰ τὴν δόξαν· τῇ γὰρ Δανάῃ ὡς χρυσὸς μιγεὶς ὁ Ζεὺς ἐγέννησεν αὐτόν· ὑπὸ δὲ τοῦ Πολυδέκτου πεμφθεὶς ἐπὶ τὰς Γοργόνας τήν τε κυνῆν ἔλαβε παρ’ Ἑρμοῦ καὶ τὰ πέδιλα, ἐν οἷς διὰ τοῦ ἀέρος ἐποιεῖτο τὴν πορείαν· δοκεῖ δὲ καὶ ἅρπην παρ’ Ἡφαίστου λαβεῖν ἐξ ἀδάμαντος· ὡς δὲ Αἰσχύλος φησὶν ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητὴς ἐν Φορκίσιν, Γραίας εἶχον προφύλακας αἱ Γοργόνες· αὗται δὲ ἕνα εἶχον ὀφθαλμὸν καὶ τοῦτον ἀλλήλαις παρεδίδοσαν κατὰ φυλακήν· τηρήσας δ’ ὁ Περσεὺς ἐν τῇ παραδόσει, λαβὼν ἔρριψεν αὐτὸν εἰς τὴν Τριτωνίδα λίμνην, καὶ οὕτως ἐλθὼν ἐπὶ τὰς Γοργόνας ὑπνωκυίας ἀφείλετο τῆς Μεδούσης τὴν κεφαλήν, ἣν ἡ Ἀθηνᾶ περὶ τὰ στήθη ἔθηκεν αὑτῆς, τῷ δὲ Περσεῖ τὴν εἰς τὰ ἄστρα θέσιν ἐποίησεν, ὅθεν ἔχων θεωρεῖται καὶ τὴν Γοργόνος κεφαλήν».
Τὸν Περσέα κατεστέρισε στὸν οὐρανὸν ἡ Ἀθηνᾶ πρὸς ὑπόμνησιν τοῦ κατορθώματός του· νὰ σκοτώσει τὸ Κῆτος σώζοντας τὴν Ἀνδρομέδα, ἀφοῦ ἀπεκεφάλισε τὴν Μέδουσα. Δίπλα του στὸν οὐρανὸν βρίσκονται ὁ ἀστερισμὸς τῆς ἀγαπημένης του, Ἀνδρομέδας, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ σηκώνει τὰ χέρια της ψηλὰ καλώντας τον νὰ τὴν σώσει ἀπὸ τὸ Κῆτος. Δίπλα στὴν Ἀνδρομέδα βρίσκεται καὶ ἡ μήτηρ της, Κασσιόπη, ὁ Πήγασος καὶ κοντά της στέκει καὶ ὁ πατήρ της, Κηφεύς.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου