Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)

Η ΕΚΒΑΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ, ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΚΥΝΑΙΓΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΕΧΕΤΛΑΙΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ 

«ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΜΑΧΟΥΝΤΕΣ ΑΘΗΝΑΙΟΙ, ΧΡΥΣΟΦΟΡΩΝ ΜΗΔΩΝ ΕΣΤΟΡΕΣΑΝ ΔΥΝΑΜΙΝ» 

«Ἠχεῖ ἡ σάλπιγξ. Οἱ Ἕλληνες τραγουδοῦν τὸν πολεμιστήριον παιᾶνα. Οἱ Πέρσες σαστισμένοι. Οἱ Ἕλληνες βηματίζουν. Οἱ Πέρσες κυττάζουν. Ἀντίδρασις καμμία! Δὲν τοξεύουν. Ἀπολιθωμένοι δὲν πιστεύουν στὰ μάτια τους. Οἱ Ἕλληνες προελαύνουν. Ἡ ἐναντιοδρομία τους ταχεῖα. Τὰ πόδια τους καλπάζουν. 

Στὰ τελευταῖα 150 μ. ἡ γῆ ταρακουνιέται, τὸ ἔδαφος τραντάζεται, οἱ ὁπλῖτες ντυμένοι μὲ τὴν βαρειὰ ἀμυντική τους φορεσιά, γεροδεμένοι καὶ βαρεῖς, ὠκύποδες, ταρακουνοῦν τὴν γῆ. Οἱ Πέρσες μαρμαρωμένοι... 

Οἱ Ἕλληνες τώρα βρίσκονται στὸ πεδίον βολῆς τῶν τόξων. Τὸ περσικὸν στράτευμα παύει νὰ παρακολουθεῖ ἐμβρόντητον τὴν ἑλληνικὴ ἐπίθεσιν, τεντώνει τὰ τόξα, τὰ βέλη σφυρίζουν καὶ πέφτουν στοὺς θωρακισμένους Ἀθηναίους· πληγώνονται ὅμως λίγοι. Τὸ χῶμα μαλακὸν τρίβεται κάτω ἀπὸ τὰ γυμνά τους πέλματα*, σηκώνεται σκόνη. Μέσα σὲ ὁμίχλη χωμάτινη ἀκόντια ῥίχνονται καὶ δόρατα σίζουν, σπαθιὰ διασταυρώνονται καὶ κλαγγάζουν, κλαγγὴ περσικῶν σπαθιῶν καὶ τσεκουριῶν ἐπάνω στὶς στρογγυλὲς βαρειὲς ἀσπίδες. 

Ἑλληνικὰ σπαθιὰ κροτοῦν ὑπόκωφα πάνω στὶς καλαθόπλεκτες ἀσπίδες. Ἀμβλὺς ἦχος, μεταλλικὸς ἦχος, πλημμυρίζει ἡ πεδιάδα ἀπὸ αὐτούς. Τὸ περσικὸ κέντρον πανίσχυρον μὲ τοὺς Πέρσες καὶ Σάκκας. Οἱ Σάκκαι φοροῦν κυρβασίες ὀρθὲς μὲ μυτερὴ ἄκρη, ἀναξυρίδες, κρατοῦν δὲ τὰ τόξα, στὴν μέση κρέμονται τὰ ἐγχειρίδια ἐπίσης καὶ σαγάρεις (τσεκούρια). 

Ὀχλοβοὴ ἀπὸ κραυγὲς ἑλληνικὲς καὶ βαρβαρικές, ἀστράφτουν οἱ χρυσοπλούμιστες στολὲς τῶν Περσῶν καὶ οἱ ἑλληνικὲς πανοπλίες... 

Τὰ ἀδύναμα ἄκρα τῶν Περσῶν ἀρχίζουν νὰ ὑποχωροῦν διαλυόμενα τρέχοντας. Θέλουν νὰ κερδίσουν ἀπόστασιν γιὰ νὰ ξαναμεταχειριστοῦν τὰ ὅπλα τους τὰ κατάλληλα γιὰ μάχη ἐξ ἀποστάσεως. Διασπασμένα τὰ περσικὰ ἄκρα ἀπὸ τὶς ἀλλεπάλληλες ἀνατροπὲς διασκορπίζονται πρὸς τὴν θάλασσα. Ἤδη τὸ ἀραιὸν ἑλληνικὸν κέντρον ἄν καὶ μάχεται γενναῖα ἀναγκάζεται νὰ ὑποχωρεῖ σιγά-σιγά γιατὶ ἀντιμετωπίζει τὸ καλλίτερον τμῆμα τῆς περσικῆς στρατιᾶς, τὸ πιὸ ἀξιόμαχον, τὸ ἰσχυρὸν κέντρον ἀπὸ Πέρσες καὶ Σάκκας. Τὸ ἑλληνικὸν κέντρον ὑποχωρεῖ ἀργᾶ, προσπαθεῖ νὰ μὴ χάσει τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν ἐχθρόν, ὥστε νὰ μεταχειρίζεται τὰ ὅπλα ποὺ εἶναι γιὰ τὴν μάχη σῶμα μὲ σῶμα. 

Οἱ ὁπλῖτες προσέχουν νὰ μὴ γυρίζουν τὴν ἀθωράκιστη πλάτη τους στὸν ἐχθρόν. Ἡ ἀραιοπαρατεταγμένοι ὁπλῖτες τοῦ κέντρου ὁπισθοχωροῦν πρὸς τὰ μεσόγεια τῆς πεδιάδος. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Ἕλληνες-νικητὲς τῶν ἄκρων ἀντὶ νὰ καταδιώξουν τοὺς ὑποχωροῦντες Πέρσες πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς θαλάσσης, συνενώνουν ταχύτατα τὸ ἀριστερὸν κέρας μὲ τὸ δεξιόν. Μὲ νεῦμα τοῦ Μιλτιάδου σχηματίστηκε μιὰ φάλαγγα 9.000 ὁπλιτῶν βάθους 8 ζυγῶν. Ἀριστερὰ τώρα βρίσκονται οἱ Ἀθηναῖοι, δεξιᾶ οἱ Πλαταιεῖς. 


Ἡ νεοσχηματισμένη φάλαγγα πέφτει σὰν μετάλλινος κεραυνὸς καὶ κτυπᾶ τὰ νῶτα τοῦ περσικοῦ κέντρου. Αἰφνιδιασμένοι οἱ Πέρσες στρέφονται βεβιασμένοι κι εὐρύνουν τὸ μέτωπόν τους, ἀλλὰ μάχονται νικηφόρα παρ' ὅλο τὸ ξαφνικὸν τῆς ἐπιθέσεως. Ῥωμαλέοι ὅμως καὶ πεισματικοὶ οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ Πλαταιεῖς νικοῦν. 

Ταυτόχρονα τὸ ἑλληνικὸν κέντρον σταματᾶ τὴν ὑποχώρησιν, ἀντιστρέφεται καὶ ἐπιτίθεται καὶ αὐτὸ στὸ περσικὸ κέντρον. Ἡ ὑπερφαλάγγισις συνετελέσθη. Οἱ Πλαταιεῖς στὰ δεξιᾶ ἀγωνίζονται ἀνδρείως καὶ ἀδεῶς. Ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ κάμψουν τὸ ἐπίλεκτον τμῆμα τοῦ περσικοῦ στρατοῦ... 

Ὁ ἀξιωματικὸς Ἀρχίας σπαθομαχεῖ μὲ ἕναν Πέρσην. Οἱ σπαθιὲς ἀπανωτές. Ὁ Ἀρχία σὲ μυτερὴ πέτρα γλυστράει, παραπατᾶ, ἀφήνει ἀκάλυπτη τὴν καρδιά, ἀποκρούει τὴν τσεκουριά, ἀλλὰ μαχαιρώνεται ἀπὸ τὸν Πέρσην στὴν καρδιά. 

Οἱ ἀθηναϊκὲς ἀσπίδες ἔχουν διακοσμήσεις ἀπὸ μέδουσες, φίδια, ἀετούς, κενταύρους, δελφίνια, τρίποδες, κεφαλὲς ταύρων, κύκλους καὶ λοιπὰ γεωμετρικὰ σχέδια. Οἱ ἀσπίδες τῶν Πλαταιέων καὶ τῶν δούλων στενόμακρες μὲ διάφορα γεωμετρικὰ μοτίβα καὶ μὲ στρογγυλεμένες τὶς ἄκρες. Οἱ περσικὲς ἀσπίδες : τὰ γέρρα ἔχουν πλάτος τὸ ἥμισυ τῆς ἑλληνικῆς στρογγυλῆς ἀσπίδος, ἡ μιά τους πλευρὰ καμπυλώνει σὰν τόξον. Τὰ περσικὰ παντελόνια ἔχουν ῥίγες κάθετες, ὁριζόντιες καὶ κυματοειδεῖς, οἱ δὲ μεσᾶτες μπλοῦζες τους ἔχουν στικτὲς γραμμὲς καὶ τετραγωνίδια ὅπως καὶ τὰ καλύμματα τῆς κεφαλῆς. 

Πέρσες καὶ Ἕλληνες ἐξακοντίζουν, δορατομαχοῦν ἐναντίον ἁλλήλων, τοξότες τοξεύουν ἐναντίον Ἑλλήνων, ἄλλοι σπαθομαχοῦν, ἄλλοι μισογονατιστοί, πετροβολοῦν, ἀκόντιον κατὰ τσεκουριοῦ, ἀκόντιον ἐναντίον πέτρας, δόσυ ἐνάντια σὲ ἀκόντιον, κάποιος ἁρπάζει τὸν φρυγικὸν σκοῦφον ἑνὸς Πέρση, πολλοὶ τραυματίες, νεκροὶ καὶ πληγωμένοι... 

Οἱ Ἕλληνες αὐτὴν τὴν στιγμὴ προσπαθοῦν νὰ ἐξοντώσουν τὸ περσικὸ κέντρον. Συντονισμένοι, ὁρμητικοί, παθιασμένοι, κατατροπώνουν τὸ δεξιὸν κεντρικὸν τμῆμα τοῦ περσικοῦ κέντρου κι οἱ Πέρσες ἀρχίζουν νὰ τρέχουν πανικόβλητοι. Ἡ φυγή τους παρασύρει τὸ ἀριστερὸν τμῆμα ποὺ ὡς ἐκείνη τὴν στιγμὴ νικοῦσε. Τρέχουν καὶ δεικνύουν τὶς πτέρνες τους. Ἡ ὑπερκέρασις ἐπέτυχε. Ὑποχωροῦν πρὸς τὴν ἀνατολικὴ μεριὰ τῆς πεδιάδος γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἡ ἄτακτη φυγή του γέννησε μιὰ καινούργια λέξιν στὰ ἑλληνικά, τὸν πανικόν, γιὰ τὸν ὁμαδικόν, παράλογον καὶ μέγα φόβον, διότι νόμισαν ὅτι ἡ φυγὴ τῶν Περσῶν ὠφείλετο στὸν φόβον ποὺ τοὺς ἐνέπνευσε ὁ θεὸς Πάν... 

Οἱ Πέρσες τρέχουν. Πίσω τους οἱ Ἕλληνες. Τοὺς κομματιάζουν. Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς χωρίζεται στὰ δύο. Τὸ ἕνα τμῆμα σφαγιάζει τοὺς Πέρσες, τὸ ἄλλο προελαύνει ταχέως καὶ καταλαμβάνει τὶς διαβάσεις ἐπικοινωνίας τοῦ στόλου μὲ τὴν παραλία τοῦ Σχοινᾶ. Οἱ Πέρσες κομματιάζονται, φοβισμένοι ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητη ἐξέλιξιν γλυστροῦν στὴν λάσπη καθῶς τρέχουν ἀλαφιασμένοι καὶ κολλοῦν στὸ νότιον τμῆμα τοῦ Μεγάλου Ἕλους. Τὰ πόδια βυθίζονται στοῦ βούρκου τὰ λασπόνερα, τὰ χέρια μπλέκονται στὰ καλάμια καὶ τὰ ἄλλα ὑδροχαρῆ φυτά, ὁ νοῦς θολώνει ἀπὸ τὸ μονοξείδιον τοῦ ἄνθρακος ἤ διοξείδιον καὶ τὸ μεθάνιον ποὺ ἀποπνέει τὸ ἕλος. 

Τὰ περσικὰ σπαθιὰ χτυποῦν ἄρρυθμα στὸν ἀέρα, τὰ σώματα γίνονται βαρειά, ὅλο καὶ πιὸ βαρειά, ἀσήκωτα κολλοῦν στὰ ἀβαθῆ λιμνάζοντα νερά. Κι ἀπὸ πάνω τους οἱ Ἕλληνες νὰ τοὺς πετσοκόβουν. Κι εἶναι ἀλύπητη ἡ σφαγή. Καὶ χάνονται Πέρσες πολλοί. Κι ὅσοι γλυτώνουν τρέχουν στὰ πλοῖα. Ἐκεῖ στὸ Μαραθώνιον ἄλσος κάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα γίνεται μάχη ἄγρια καὶ φοβερή. Βλέπω τὸν Αἰσχύλον νὰ τὰ βάζει μὲ τρεῖς καὶ νὰ τὰ βγάζει πέρα. Οἱ Ἕλληνες δὲν θέλουν νὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ ἐπιβιβασθοῦν. 

Ἕνα μέρος τοῦ ἱππικοῦ στέλνεται πρὸς βοήθειαν τοῦ περσικοῦ στρατοῦ. Μόνον μὲ τὸ ἱππικὸν καταφέρνουν οἱ Πέρσες νὰ ἐπιβιβαστοῦν. Τὰ ἄλογα δὲν διαλύουν τοὺς Ἕλληνες ποὺ μάχονται μανιασμένα, ἀλλὰ τὰ τσεκούρια. Χέρια κόβονται, κεφάλια σπᾶνε, βγάζονται μάτια. Οἱ Ἕλληνες παρ' ὅλ' αὐτὰ αἰχμαλωτίζουν ἑπτὰ πλοῖα. Στὴν τελευταία τούτη φάσιν ἔπεσαν ἡρωϊκᾶ ὁ στρατηγὸς Στησίλαος, ὁ Κυναίγειρος*2,3 ὁ ἀδελφὸς τοῦ Αἰσχύλου, ὁ πολέμαρχος Καλλίμαχος*3. 

Τελείωσε ἡ μάχη, παντοῦ πτώματα ἑλληνικὰ καὶ βαρβαρικά, πληγωμένοι καὶ τραυματισμένοι, περικεφαλαῖες ἑλληνικὲς καὶ τιάρες περσικὲς καὶ εἶναι 8μιση ἡ ὥρα τὸ πρωΐ... 

Παρ' ὅλον ὅτι οἱ διάφοροι ἱστορικοὶ δὲν συμφωνοῦν ὡς πρὸς τὸν ἀκριβῆ ἀριθμὸν τοῦ πλήθους τοῦ περσικοῦ στρατεύματος, ὁ ἀγὼν ἔχει χαρακτηρισθεῖ «πρωτοφανῶς ἄνισος». Ὁ Λυσίας (στὸν Ἐπιτάφιον) καὶ ὁ Πλάτων ἀναφέρουν ὅτι οἱ Πέρσαι ἦταν 500.000. Νεώτεροι ἱστορικοὶ κατεβάζουν τὸν ἀριθμὸν σὲ 60.000. Οἱ Ἀθηναῖοι διέθεταν 9-10.000 ἄνδρες, οἱ δὲ Πλαταιεῖς ὑπολογίζονται ἀπὸ 600 ἕως 1.000. Οἱ Ἀθηναῖοι ἐχρησιμοποίησαν καὶ δούλους ὡς «ψιλούς»*4. 

«Δᾶτις μετὰ τριάκοντα μυριάδων εἰς Μαραθῶνα. Ξέρξης μετὰ πεντακοσίων μυριάδων εἰς Ἀρτεμίσιον», Συναγωγὴ Ἱστορ., 1, Πλούταρχος», ἀπὸ τὸ βιβλίον τοῦ Β' ἔτους διδασκαλίας ἀρχαίων ἑλληνικῶν, Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου. 


Γράφει ὁ Ἡρόδοτος («Ἱστορίαι», Ἐρατώ, 114, 117) : 

«Καὶ σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα σκοτώνεται ὁ πολέμαρχος, ἀνὴρ ἀγαθὸς γενόμενος, σκοτώθηκε δὲ καὶ ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς ὁ Στησίλεως τοῦ Θρασύλεω· κι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὁ Κυναίγειρος τοῦ Εὐφορίωνος, πιασμένος ἀπὸ τὴν πρύμνη τοῦ πλοίου, ἔπεσε νεκρὸς ὅταν τοῦ ἔκοψαν τὸ χέρι μὲ πέλεκυν· κι ἄλλοι πολλοὶ καὶ ὀνομαστοὶ Ἀθηναῖοι... 

Στὴν μάχη αὐτὴν τοῦ Μαραθῶνος σκοτώθηκαν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους περὶ τὶς 6.400 ἄνδρες καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους ἑκατὸν ἐνενῆντα δύο*4...Καὶ συνέβη ἐκεῖ καὶ τὸ ἑξῆς θαῦμα (ἄξιον ἀπορίας)· ἕνας Ἀθηναῖος, ὁ Ἐπίζηλος τοῦ Κουφαγόρου ἐνῶ πολεμοῦσε ἡρωϊκῶς ἐκ τοῦ συστάδην, ἔχασε τὸ φῶς του/ τυφλώθηκε χωρὶς νὰ δεχθεῖ πλῆγμα ἤ βέλος σὲ κάποιο μέρος τοῦ σώματός του καὶ ἀπὸ τότε πέρασε ὅλη του τὴν ζωὴ τυφλός*3. Κι ἤκουσα νὰ λέγουν γιὰ τὸ πάθημά του αὐτό, πὼς τοῦ φάνηκε νὰ στέκεται ἀπέναντί του μέγας ὁπλίτης*5, ποὺ ἡ γενειάδα του σκίαζε ὁλόκληρην τὴν ἀσπίδα του· κι αὐτὸ τὸ φάντασμα προσπέρασε τὸν ἴδιον καὶ σκότωσε τὸν διπλανόν του. Αὐτὰ τὰ πληροφορήθηκα ἀπὸ ὅσα ἔλεγε ὁ Ἐπίζηλος». 


*Μπορεῖ οἱ Ἕλληνες νὰ κατέβαιναν κατάφορτοι ἀπὸ τὴν βαρειὰ σιδερένια πανοπλία τους στὶς μάχες, ὅμως σχεδὸν πάντοτε πολεμοῦσαν ξυπόλυτοι καθῶς ἤθελαν νὰ βρίσκονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν γῆ, ὥστε νὰ γειώνονται καὶ νὰ ἁλληλεπιδροῦν ἐνεργειακῶς μαζί της. 

*2 Ἡ φωτογραφία εἶναι ἀπὸ τὴν τοιχογραφία (τοῦ 1895) τῆς μάχης τοῦ Μαραθῶνος στὴν Ποικίλη Στοά. Ὁ Κυναίγειρος κρατάει μὲ τὸ χέρι του τὴν πρύμνη ἑνὸς περσικοῦ πλοίου στὴν προσπάθειά του νὰ ἐμποδίσει τοὺς ἡττημένους Πέρσες -οἱ ὁποῖοι τρέπονται σὲ ἄτακτον φυγή- νὰ ἀποπλεύσουν. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἡρόδοτον, ὁ Πέρσης τοῦ ἔκοψε τὸ χέρι μὲ ἕναν πέλεκυ καὶ ἔπειτα ξεψύχησε. Σύμφωνα μὲ τὸν πατέρα του Εὐφορίων, μετὰ τὸ κόψιμον τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ του, πιάστηκε μὲ τὸ δεξὶ ἀπ΄τὴν πρύμνη. Ἀφ'ὅτου ὁ Πέρσης τοῦ τὸ ἔκοψε κι αὐτό, πιάστηκε μὲ τὰ δόντια μέχρι ποὺ ἀποκεφαλίστηκε καὶ ξεψύχησε. Σίγουρη εἶναι ἡ πρώτη ἐκδοχὴ τοῦ Ἡροδότου, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωσιν πρόκειται γιὰ ἕναν ἀκόμη ὑποτιμημένον Ἥρωα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας.

*3 Ἀκόμα καὶ τυφλὸς ὁ Ἐπίζηλος (ἡ Πολύζηλος) κατάφερε νὰ σκοτώσει 48 Πέρσες («Περὶ Ἀνδρείας», Ζ', 62, Ἀνθολόγιον Στοβαίου). Στὸ ἴδιο σύγγραμμα («Περὶ Ἀνδρείας») ἀναφέρεται πὼς ὁ Καλλίμαχος ἄν καὶ καρφωμένος ἀπὸ πολλὰ δόρατα, συνέχισε νὰ στέκεται ὄρθιος, παρ' ὅτι ἦταν νεκρός καὶ πὼς ὁ Κυναίγειρος ἅρπαξε μὲ τὰ χέρια του καὶ ἀκινητοποίησε ὁλόκληρον πλοῖον, γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ἔκοψαν τὰ χέρια μὲ τσεκούρι. Ἀλλοῦ ἀναφέρεται πὼς τότε ἄν καὶ ἡμιθανής, προσπάθησε νὰ γατζωθεῖ ἀπὸ τὸ περσικὸν πλοῖον μὲ τὰ δόντια, μέχρι νὰ μὴν ἀφήσει κανέναν ἐχθρὸν ζωντανόν. Ὕψιστον δεῖγμα φιλοπατρίας καὶ ἀνδρείας, καὶ παρ' ὅτι ἡ μάχη εἶχε κριθεῖ ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων. 

Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παντέλειος ἔγραψε γι' αὐτούς : 

«Ὦ βασιλεῦ τί μ' ἔπεμπες ( =ἔστελνες) ἐπ' ἀθανάτους πολεμιστάς ( =ἐναντίον ἀθανάτων πολεμιστῶν) ; Βάλλομεν, οὐ πίπτουσι ( = -Τούς- χτυπᾶμε καὶ δὲν πέφτουν). Τιτρώσκομεν, οὐ φοβέονται ( =-Τούς- τραυματίζουμε καὶ δὲν φοβοῦνται). Μοῦνος ἀνὴρ σύλησε ὅλον στρατόν ( =Μοναχός του ἕνας ἄνδρας ῥήμαζε ὁλόκληρον στρατόν). Λῦε κυβερνῆτα, νεκύος προφύγωμεν ἀπειλάς ( =Λῦσε κυβερνῆτα -τοὺς κάβους- νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς τοῦ νεκροῦ). 

*4 «Ὁ ἀκριβὴς ἀριθμὸς πρέπει νὰ ἐδόθη ἀπὸ κάποιο ἐπίσημον ἔγγραφον. Κατέχομεν χαραγμένον ἐπὶ μαρμάρου τὸν πίνακα τῶν φονευθέντων Ἀθηναίων ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ πίναξ τῶν στρατιωτῶν τῶν φονευθέντων εἰς Μαραθῶνα ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν στηλῶν ποὺ ἐστόλιζον τὸν κοινὸν τῶν τάφων, εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης», Σχόλιον ἐκδόσεων «Πάπυρος». 

 Γράφει ὁ Παυσανίας («Ἑλλάδος Περιήγησις», 1,32,3) : 

«Στὴν πεδιάδα ὑπάρχει τάφος τῶν Ἀθηναίων καὶ πάνω του στῆλες μὲ τὰ ὀνόματα τῶν νεκρῶν κατὰ φυλή, κι ἄλλος γιὰ τοὺς Πλαταιεῖς ἀπὸ τὴν Βοιωτία καὶ τοὺς δούλους. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ πολέμησαν δοῦλοι». 

*5 Γράφει ὁ Παυσανίας («Ἑλλάδος Περιήγησις», 1,32,5) περὶ τοῦ φάσματος τοῦ ἥρωος ποὺ βοήθησε τοὺς Ἕλληνας στὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος : 

«Ὅπως λέγουν στὴν μάχη πῆρε μέρος καὶ ἕνας ἄνδρας ποὺ ὡμοίαζε μὲ ἀγρότη στὴν ὄψιν καὶ τὴν περιβολήν του. Ἀφοῦ σκότωσε πολλοὺς βαρβάρους μὲ τὴν ἐχέτλην του-τὸ ἄροτρόν του, μετὰ τὴν μάχη ἐξηφανίσθη. Οἱ Ἀθηναῖοι ζήτησαν χρησμόν· ὁ θεὸς δὲν ἔδινε ἄλλον χρησμὸν παρὰ τὸ νὰ τιμοῦν τὸν ἥρωα Ἐχετλαῖον. Ὑπάρχει μάλιστα καὶ τρόπαιον ἀπὸ λευκὸν μάρμαρον». 

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἐχετλαῖον οἱ μαχητὲς διαβεβαίωναν πὼς πολέμησαν μαζί τους καὶ ὁ θεὸς Πάν, ὁ ὁποῖος ἐνέσπειρε στοὺς ἐχθρούς παν-ικόν καὶ ὁ Θησεύς («τῶν ἐν Μαραθῶνι πρὸς Μήδους μαχομένων ἔδοξαν οὐκ ὀλίγοι φάσμα Θησέως ἐν ὅπλοις καθορᾶν πρὸ αὐτῶν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους φερόμενον», Θησεύς, 35,5, Πλούταρχος).
Ὁ Ἡρόδοτος («Ἱστορίαι», Οὐρανία, 38 κ.ἑξ.) ἀναφέρει πὼς ὅταν εἰσέβαλον οἱ βάρβαροι στοὺς Δελφούς, βγῆκαν μὲ ἀνεξήγητον τρόπον μέσα ἀπὸ τὸν ναὸν ὅπλα τὰ ὁποῖα ἀπηγορεύετο νὰ τὰ ἀγγίξει ἀνθρώπινον χέρι. Ὁ θεὸς ἦταν ἕτοιμος νὰ ὑπερασπιστεῖ μόνος του τὸν ναόν του. Κι ὅταν οἱ βάρβαροι ἔφτασαν στὸν ναὸν τῆς Προναίας Ἀθηνᾶς μὲ ἐπιθετικὲς διαθέσεις, κεραυνοὶ ἔπεφταν καταπάνω τους καὶ τοὺς σκότωναν καὶ ξεκόλλησαν καὶ βράχοι ἀπὸ τὸν Παρνασσὸν καὶ κατρακυλοῦσαν καταπάνω τους σκοτώνοντας πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς, καὶ τὸ μόνον ποὺ ἀκουγόταν ἀπὸ τὸν ναὸν ἦταν βοὲς καὶ ἀλαλαγμός. Καὶ οἱ κάτοικοι ἔλεγαν πὼς ἦταν οἱ δύο ἡμίθεοι φύλακες τῶν Δελφῶν αὐτοὶ ποὺ τοὺς κατεκερμάτισον, ὁ Φύλακος καὶ ὁ Αὐτόνους. Μὰ καὶ στὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος ὁ Ἡρόδοτος μᾶς ἐνημερώνει («Ἱστορίαι», 8,84,2) ἀνάμεσα στὶς πολλὲς ἐκδοχὲς γιὰ τὸ ποιός ξεκίνησε τὴν μάχη, πὼς παρουσιάσθηκε φάσμα γυναικὸς ποὺ ἐνεθάρρυνε τοὺς Ἕλληνας καὶ τοὺς παρώτρυνε νὰ ξεκινήσουν τὴν σύγκρουσιν, φωνάζοντάς τους : «Δαιμόνιοι, ὡς πότε θὰ ἀνακρούετε τὴν πρύμνην/ ὀπισθοχωρεῖτε; ». 

... 

Μετὰ τὴν νικηφόρα μάχη τοῦ Μαραθῶνος, ὁ Μιλτιάδης ἀφιέρωσε τὴν περικεφαλαία του στὸ ἱερὸν τοῦ Διός.
Στὴν ἀριστερὰ παραγναθίδα φέρε ἐγχάρακτη ἐπιγραφή : 

ΜΙΛΤΙΑΔΕΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ ΤΟΙ ΔΙΙ 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (