Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΔΕΥΤΕΡΑ ΥΠΕΡΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2023. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΥΔΡΟΧΟΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΘΑ ΑΝΑΤΕΙΛΕΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΑΤΗ-ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΔΗ.


Ξημερώματα τῆς 31ης Αύγούστου -μὲ τὸ παρὸν ἡμερολόγιον- στὴν 1:15 π.μ, ἡ σελήνη θὰ βρίσκεται στὸ πλησιέστερον σημεῖον της ἀπὸ τὴν γῆ (περίγειον, 353.317,10 χλμ) χαρίζοντας ἀπὸ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Ὑδροχόου, στὸν ὁποῖον θὰ βρίσκεται, ἕνα μοναδικὸν θέαμα.
Δίπλα της σὰν ἕνα φωτεινὸν ἄστρον στὸν οὐρανὸν θὰ βρίσκεται ὁ Κρόνος, ὁ πατὴρ τοῦ ἀγαπημένου της, Διός, ποὺ μαζί του ἐγέννησε τὴν Ἔρση ( =δροσιά) καὶ τὴν Πανδία/ Πανδεία ( < πᾶν + δία, ὅπου δία στὴν κρητικὴ διάλεκτον σημαίνει ἡμέρα -ἐξ οὗ καὶ dies, day, dia κοκ-, ἤτοι πανδία εἶναι ἡ πάμφωτη, ἡ ὑπέρλαμπρη, ὅ,τι καὶ ἡ πανσέληνος).

Μὲ τὴν ἑλκτική της δύναμιν καὶ τὴν ἐπιρροή της ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ στοιχείου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν λάμψιν της, ἡ μήνη ἀπόψε θὰ συνοδευτεῖ κυριολεκτικῶς καὶ ἀπὸ τὶς δυό της κόρες, τὴν Ἔρση καὶ τὴν Πανδία.

Σχετικῶς τώρα μὲ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Ὑδροχόου, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ὁ κατηστερισμένος ἐγγονὸς τοῦ Ἐριχθονίου καὶ υἰὸς τοῦ Τρωὸς καὶ τῆς Καλλιρρόης, ὁ ἰσόθεος Γανυμήδης, τὸν ὁποῖον γιὰ τὸ κάλλος του οἱ θεοὶ τὸν ἀνήρπασαν καὶ τὸν ἔκαναν οἰνοχόον τοῦ Διός.

«Τρωὸς δ᾽ αὖ τρεῖς παῖδες ἀμύμονες ἐξεγένοντο,
Ἶλός τ᾽ Ἀσσάρακός τε καὶ ἀντίθεος Γανυμήδης,
ὃς δὴ κάλλιστος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων·
τὸν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν
κάλλεος εἵνεκα οἷο, ἵν᾽ ἀθανάτοισι μετείη.»
, Ἰλιάς, Υ, 231-235.

«Ἡ προέλευσις τοῦ μύθου εἶναι ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐποχή (δηλαδὴ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἡρωικοῦ γένους κατὰ Ἡσίοδον) καὶ οἱ μύθοι τοῦ ἡρωικοῦ κύκλου συχνὰ πραγματεύονται τὴν ἀνοδικὴ πορεία τῆς ἡρωικὴς ψυχῆς πρὸς τὰ Ἡλύσια Πεδία, τὸ τέλος τοῦ γηίνου κύκλου της καὶ τὴν ἀθανασία. Αὐτὸ διατρέχει ἀπὸ ἄκρη εἰς ἄκρη καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Ὀρφέως, ἡ ὁποία προέρχεται ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐποχή.

Ὁ μύθος τοῦ Γανυμήδους συνεδέθη μὲ τὸν Ἡρακλῆ κατόπιν τῆς ἀθανασίας του καὶ εἰσόδου εἰς τὸν Ὀλυμπον. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς ἐνυμφεύθη τὴν Ἥβη, κόρη τοῦ θεοῦ Διὸς καὶ τῆς θεᾶς Ἥρας, καὶ οἰνοχόου τῶν θεῶν, οἱ θεοὶ ἔκριναν τὸν Γανυμήδη ἄξιον γιὰ νὰ οἰνοχοῇ ἀνάμεσά τους. Ὁ Ζεὺς τότε ἔστειλε τὸν ἀετόν του πρὸς ἀναβίβασιν τοῦ νεαροῦ Φρυγὸς εἰς τὸν Ὄλυμπον. Ὁ ἀετὸς ἥρπαξε τὸν Γανυμήδη ἀπὸ τὸ ὅρος Ἴδη ἐγγὺς τῆς Τροίας, ὅπου ὁ νέος ἐποίμενε τὶς ἀγέλες τοῦ πατρός του.

Ὁ Γανυμήδης ἔτυχε ἀθανασίας ἀγνώστης ἕως τότε στοὺς θνητοὺς καὶ λέγεται ὑπὸ τινῶν ὅτι ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ἔγινε ἀθάνατος.
Ὁ Τρὼς ἐτιμήθη ἐπίσης ὑπὸ τοῦ Διὸς μὲ λαμπρὰ δῶρα, δύο θεϊκοὺς ἵππους ταχεῖς ὡς ἡ θύελλα...Οἱ δύο ταχεῖς καὶ πανέμορφοι ἵπποι ἀπὸ θεϊκὴ γενιά, ποὺ συναντοῦμε εἰς τὸν μύθον τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ποὺ γίνεται ἀθάνατος, δὲν γίνεται παρὰ νὰ μᾶς θυμίσουν τὰ ὅσα ἔγραψε ὁ Πλάτων γιὰ τοὺς ἵππους τῶν θεῶν.

Λοιπὸν γιὰ τὴν ἀθανασία μὲν αὐτῆς [τῆς ψυχῆς] ἀρκετὰ ἔχουν λεχθῆ· τώρα δὲ πρέπει νὰ εἰποῦμε γιὰ τὴν οὐσία της· καὶ γιὰ τὸ τί εἶναι ὁπωσδήποτε χρειαζόμασθε θεία δύναμιν καὶ μακρὰ διήγησιν. Γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε ὅμως μὲ τί ὁμοιάζει χρειαζόμασθε ἀνθρώπινη ἱκανότητα καὶ μικροτέρα διήγησιν· κατ’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τρόπον ἂς λέγουμε. Ἂς παραβληθῇ ἀκριβῶς ἡ ψυχὴ πρὸς μιὰ δύναμιν σύμφυτον ἀπὸ ζεῦγος πτερωτῶν ἵππων καὶ ἀπὸ ἡνίοχον.
Οἱ ἵπποι λοιπὸν τῶν θεῶν καὶ οἱ ἡνίοχοι ὅλοι καὶ αὐτοὶ εἶναι εὐγενεῖς καὶ ἔχουν εὐγενῆ καταγωγή, τῶν ἄλλων ὅμως ἐμψύχων εἶναι μικτοί. Πρῶτον, ὁ ἡνίοχός μας τῶν ἄλλων ἵππων ζεῦγος διευθύνει, ἐνῶ ἔπειτα βλέπει ὅτι ἀπὸ τοὺς ἵππους ὁ ἕνας εἶναι ἄριστος καὶ ἀπὸ ἄριστον γένος, ἑνῶ ὁ ἄλλος ἀπὸ γένος ἀντίθετον καὶ ἀντίθετος ἀπὸ τὸν καλόν· λοιπὸν ἀναγκαστικῶς ἡ καθοδήγησις τοῦ ὀχήματός μας εἶναι κουραστικὴ καὶ δύσκολη, (Πλάτων, Φαῖδρος, 246 α3 – β4).

Ἔτσι ὁ Γανυμήδης, ἀθάνατος καὶ αἰωνίως νέος, φέρει τὸ νέκταρ τῶν Θεῶν κατὰ τὰ συμπόσιά τους. Ἡ πρᾶξις ἀπεικονίσθη ἐν τοῖς οὐρανοῖς, διὰ τοῦ Ὑδροχόου ποὺ φέρει οἰνοχόη ἀπὸ τὴν ὀποία χύνεται ἄφθονον ὑγρόν. Ἡ ἔκχυσις μαρτυρεῖ τὸ νέκταρ, τὸ ὁποῖον καὶ ὑπὸ τῶν θεῶν πίνεται...

-Ὁ Ἑρμείας εἰς τὰ Σχόλιά του γιὰ τὸν Φαῖδρον τοῦ Πλάτωνος- λέγει ὅτι ἡ ἀμβροσία εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν ξηρὰ τροφὴ καὶ σημαίνει τὴν ἐγκαθίδρυσιν (ἑδραίωσιν) στὶς ἀνώτερες αἰτίες, ἐνῶ τὸ νέκταρ ἀνάλογον μὲ τὴν ὑγρὰ τροφὴ καὶ δηλώνει τὴν θεῖα πρόνοια τῶν θεῶν πρὸς τὶς δευτερεύουσες φύσεις. Καὶ τὸ πρῶτον ὀνομάζεται ἀμβροσία σύμφωνα μὲ τὴν στέρησιν τοῦ θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ ἐνῶ τὸ δεύτερον νέκταρ σύμφωνα μὲ τὴν στέρησιν τοῦ νεκρικοῦ καὶ ταφικοῦ...

Καὶ ὁ Πρόκλος γράφει ὅτι τὸ νέκταρ καὶ ἡ ἀμβροσία εἶναι τελειότητες τῶν θεῶν, στὸν βαθμὸν ποὺ εἶναι θεοί· ἐνῶ τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, τῆς φύσεως καὶ τῶν σωμάτων εἶναι ἄλλα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πλάτων, ἀποδεχόμενος αὐτὰ καὶ στὶς ψυχές, ἀποκαλεῖ τὶς ψυχὲς θεούς. Ἐπειδὴ εἰς τὸν βαθμὸν ποὺ αὐτὲς μετέχουν στοὺς θεούς, εἰς αὐτὸν τὸν βαθμὸν γεμίζουν ἀπὸ τὸ νέκταρ καὶ τὴν ἀμβροσία.

Ὁ ἡνίοχος λοιπὸν τρεφόμενος ἀπὸ τὰ νοητά, μετέχει κατὰ ἐνιαῖον τρόπον στὴν τελειότητα ποὺ ἐκλάμπεται ἀπὸ τοὺς θεούς, ἐνῶ οἱ ἵπποι κατὰ διαμοιρασμένον, πρῶτα στὴν ἀμβροσία καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν στὸ νέκταρ. Γι' αὐτὸ λέγεται λοιπὸν πὼς πίνουν καὶ οἱ ἵπποι νέκταρ ὅταν προΐστανται καὶ προνοοῦν γιὰ τὰ δευτερεύοντα, τρώγουν δὲ ἀμβροσία ὡς ἑδραιωμένοι στοὺς θεούς, δηλαδὴ ὅτι παραμένουν σταθερῶς καὶ ἀκλονήτως ριζωμένοι ἐντὸς τῶν ἀνωτέρων ἀρχῶν τους.

Ἕτερος μύθος ἱστορεῖ ὅτι ὁ Ὑδροχόος σημαῖνει τὸν Κέκροπα, τὸν ἀρχαῖον βασιλέα τῆς Ἀττικῆς καὶ ὅτι εἰς τὴν ἐποχήν του, ὦν ἄγνωστος ὁ οἶνος, ἔχυναν ὕδωρ ὡς σπονδὴ πρὸς τοὺς Θεούς. Λέγεται ὅτι τὴν ἐποχὴ τοῦ Κέκροπος συνέβη ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος, καὶ ὅτι ὁ Κέκροψ ἐγκαθίδρυσε ἔθιμα θυσιαστικὰ καὶ λατρείας τῶν θεῶν καὶ γάμου καὶ ταφικά, καὶ ποιές πόλεις θὰ εἶναι ὑπὸ τὴν αἰγίδα ποιῶν θεῶν. Ὁ ἴδιος ἀπεικονίζεται μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ ἄνω τῆς μέσης καὶ σῶμα δράκοντος ὑπὸ αὐτῆς, δηλωτικὸν τοῦ θείου νόμου καὶ αὐτῶν ποὺ θεσμοθετοῦν τὰ θεῖα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων...

Τὰ σύμβολα τὰ ὁποῖα συνοδεύουν τὴν ἀπεικόνισιν τοῦ Γανυμήδους εἶναι ὁ ἀλέκτωρ*1, τῆς θεραπείας, καὶ ὁ κύκλος / τροχός, ποὺ μαζὶ σημαίνουν τὴν λήξη τοῦ κύκλου καὶ τὴν μετάβαση στὰ Ἡλύσια Πεδία*2»
, ἀπὸ τὴν σελίδα «Ἀστρολογικόν».


*1 Ἴσως γι' αὐτὸ ὁ Σωκράτης, ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων, ἄν ὄχι ὁ μεγαλύτερος Ἕλλην φιλόσοφος, τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ ἔφθεγξε πρὶν πεθάνει ἦταν πὼς ὀφείλουν ἕναν ἀλεκτρύονα νὰ θυσιάσουν στὸν Ἀσκληπιόν· ἴσως προμήνυε στοὺς μαθητές του τὴν ἀνάβασίν του πρὸς τὰ Ἡλυσία Πεδία :

«τῷ Ἀσκληπιῷ ὀφείλομεν ἀλεκτρυόνα· ἀλλὰ ἀπόδοτε καὶ μὴ ἀμελήσητε», Φαίδων, 118, Πλάτων.

*2Τὰ Ἡλύσια πεδία σύμφωνα μὲ πλείστες ἀρχαῖες ἀναφορὲς βρίσκονται στὴν Σελήνη, ἐξ οὗ καὶ ἡ Ἑκάτη ( < ἑκάς = μακριά, ἡ ἀκτινοβολοῦσα ἀπὸ μακριά) ταυτίζεται μὲ τὴν μήνην :

««ἀλλὰ ἐς Ἠλύσιον πεδίον καὶ πείρατα γαίης»

( = «Ἀλλὰ καὶ στὸ Ἠλύσιον πεδίον, τὰ πέρατα τῆς γῆς», Ὀδύσσεια, δ’, 563)

Στ’ ἀλήθεια ἔθεσε τὸ τέρμα τῆς γῆς καὶ τὸ πέρας ἐκεῖ ὅπου ἡ περιοχὴ τῆς σκιᾶς τῆς γῆς σταματᾶ.

Σὲ τοῦτον τὸ σημεῖον κανένας κακός, οὔτε ἀκάθαρτος ἄνθρωπος δὲν ἀνεβαίνει, ἐνῶ οἱ καλοὶ ἀφοῦ μεταφερθοῦν ἐδῶ μετὰ τὸν θάνατόν τους, συνεχίζουν νὰ ζοῦν ζωὴ ποὺ εἶναι σίγουρα ἡ πιὸ εὔκολη, ὄχι ὅμως μακάρια, οὔτε θεϊκή, μέχρι τὸν δεύτερον θάνατόν τους
Ὅσον γιὰ τὸν θάνατον ποὺ πεθαίνουμε, ὅ ἕνας κάνει τὸν ἄνθρωπον ἀντὶ γιὰ τρία νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο στοιχεῖα, ὁ ἄλλος -θάνατος- ἀντὶ γιὰ δύο νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕνα. Ὁ πρῶτος θάνατος γίνεται στὴν γῆ τῆς Δήμητρας…μέσα σὲ αὐτὴν γίνεται τὸ μυστήριον καὶ τοὺς νεκροὺς Δημητρείους τοὺς ὠνόμαζον παλαιὰ οἱ Ἀθηναῖοι.

Ὁ ἄλλος -θάνατος- γίνεται στὴν σελήνη τῆς Φερσεφόνης. Σύνοικος τῆς μιᾶς εἶναι ὁ χθόνιος Ἑρμῆς, τῆς ἄλλης ὁ οὐράνιος. Λύνει ὅμως αὐτὴ γρήγορα καὶ μὲ βία τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐνῶ ἡ Φερσεφόνη μαλακὰ καὶ ἐπὶ μεγάλο χρονικὸν διάστημα λύνει τὸν νοῦν ἀπὸ τὴν ψυχή, γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει ἀποκληθεῖ καὶ μονογενής, διότι μένει μόνον του τὸ καλλίτερον μέρος τοῦ ἀνθρώπου, καθῶς διαχωρίζεται ἀπὸ αὐτήν.

Καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς διαχωρισμοὺς ἐπιτυγχάνεται κατὰ φύσιν μὲ τὸν τρόπον αὐτό :

Κάθε ψυχὴ τόσον χωρὶς, ὅσον καὶ μὲ τὸν νοῦν ὅταν θὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι ὁρισμένον ἀπὸ τὴν Εἰμαρμένη νὰ πλανηθεῖ στὴν περιοχὴ μεταξὺ γῆς καὶ σελήνης γιὰ ὁρισμένον χρονικὸν διάστημα -ὄχι ἴσο, ἴσως οἱ ἄδικες καὶ ἀκόλαστες ψυχὲς πληρώνουν γιὰ τὰ ἀδικήματά τους, ἐνῶ οἱ καλὲς ὅσον γιὰ νὰ ἐξαγνιστοῦν καὶ σὰν νὰ ἦταν χαλασμένος ἀτμός, νὰ ἐκπνεύσουν τὰ μιάσματα ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸ σῶμα, στὸ πιὸ γαλήνιον μέρος τοῦ ἀέρος, τὸ ὁποῖον καλοῦν «λιβάδια τοῦ Ἅδου», πρέπει νὰ μείνουν γιὰ ὁρισμένον χρονικὸν διάστημα.

Ἐκεῖ σὰν νὰ ἐπαναφέρονται στὴν πατρίδα ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τῆς ἐξορίας, γεύονται χαρὰ παρόμοια μὲ ἐκείνη ποὺ νιώθουν ὅσοι μυοῦνται στὰ Μυστήρια, συνδυασμένη μὲ ἐλπίδα γλυκειὰ ἀλλὰ ἀνακατεμένη σὲ μεγάλο βαθμὸν μὲ ταραχὴ καὶ ἔξαψιν.

Πράγματι πολλὲς εἶναι ἐκεῖνες ποὺ σπρώχνει ἐκείνη καὶ ἀπομακρύνει μὲ τὸ κῦμα μολονότι ἔχουν πιαστεῖ ἤδη ἀπὸ τὴν σελήνη, ὁρισμένες πάλι ἀπὸ τὶς ἐκεῖ βλέπουν νὰ ἀναποδογυρίζουν καὶ νὰ καταποντίζονται λὲς καὶ πάλι σὲ βυθόν.

Ὅσες ὅμως ἔφτασαν ἐπάνω καὶ πάτησαν τὸ πόδι τους γερά, πρῶτα ἀπὸ ὅλα, ὅπως ἀκριβῶς οἱ νικηφόροι κάνουν γύρους, φορώντας στὸ κεφάλι τους στεφάνια ἀπὸ φτερά, στεφάνια τῆς εὐσταθείας, ὅπως λέγονται ἐπειδὴ στὴν ζωὴ ἀπέδειξαν τὸ ἄλογον καὶ παθιασμένον στοιχεῖον τῆς ψυχῆς ἀρκετὰ εὐάγωγον στὸν λόγον καὶ κόσμιον»,
Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης, Πλούταρχος.

Στὰ σχόλια τοῦ «Κάκτου» σχετικῶς μὲ τὸ σύγγραμμα τοῦ Πλουτάρχου ἀναφέρεται :

«Τὸ «Ἠλύσιον Πεδίον» πρέπει νὰ σημαίνει τὴν ἐπιφάνεια τῆς σελήνης ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἐνῶ τὰ «πείρατα γαίης» τὸ τέλος τῆς σκιᾶς τῆς γῆς ποὺ ἀγγίζει κάποιες φορὲς τὴν σελήνη».

Ὅμως ἡ ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις τῆς λέξεως «Ἠλύσιος» ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἀντιστοίχισιν-ἐπιβεβαίωσιν τῶν ὅσων γράφει ὁ Πλούταρχος περὶ τῆς ταυτίσεως σελήνης-Περσεφόνης, ὅπου γίνεται ὁ διαχωρισμὸς τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν ψυχὴ κατὰ τὸν δεύτερον θάνατον, ἀλλὰ καὶ τῶν ὅσων δυνάμεθα νὰ γνωρίζουμε σήμερα περὶ τῆς σχέσεως τῆς Δήμητρος-Κόρης μὲ τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, τῆς ἱερότητος καὶ τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χαρακτῆρος τους, ἀλλὰ καὶ τῆς πομπῆς τῶν ἐναρέτων ψυχῶν μετὰ θάνατον στὰ Ἠλύσια Πεδία, στὴν Σελήνη.

Κι αὐτὸ καθῶς ἡ λέξις «Ἠλύσιος», ὅπως καὶ τὰ «Ἐλευσίνια» μυστήρια προέρχονται ἐτυμολογικῶς ἀπὸ τὸ «ἐλεύθω» ( =ἔρχομαι), ἐξ οὗ καὶ «ἠλυσία/ἤλυσις» εἶναι ἡ ὁδός, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἱερὰ πόλις τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Περσεφόνης ἐλέχθη «Ἐλευσίς» κ.ἄ.

Ἀναλυτικοτέρως γράφει ὁ μέγιστος Ὅμηρος περὶ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων μετὰ τὸν θάνατόν τους στὸ Ἠλύσιον πεδίον τῆς σελήνης (Ὀδύσσεια, δ’, 561-5) :

«Γιὰ σένα δὲν εἶναι ὁρισμένον ἀπὸ τοὺς θεούς, διοτρεφὲς-θεϊκὲ Μενέλαε νὰ πεθάνεις στὸ ἱπποτρόφον Ἄργος καὶ ἐκεῖ νὰ βρεῖς τὴν μοίρα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ οἱ ἀθάνατοι θὰ σὲ στείλουν στὸ Ἠλύσιον πεδίον καὶ στὰ πέρατα τῆς γῆς, ὅπου -εἶναι- ὁ ξανθὸς Ῥαδάμανθυς, ὅπου ζωὴ ξέγνοιαστη περνοῦν οἱ ἄνθρωποι».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (