Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΡΤΕΜΙΣ, Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΑΓΕΙΣ ΤΗΣ ΩΣ ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΡΙΑΜ! ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΩΝ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥΣ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΗΝ ΜΥΡΙΑΜ


Τὴν 28η Ἑκατομβαιῶνος, ἤτοι σημερινὴ 14η πρὸς 15η Αὐγούστου ἑώρτάζοντο τὰ Παναθήναια, πρὸς τιμὴν τῆς Παρθένου Δέσποινος Ἀθηνᾶς. Ὅταν ἐπεβλήθη διὰ ποινῆς θανάτου στοὺς Ἕλληνες ὁ χριστιανισμὸς, ἡ μεγάλη ἑλληνικὴ ἑορτὴ κατέληξε σὲ «Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου» καὶ ἴσως διόλου τυχαίως ἀφοῦ οἱ Ἑβραῖοι προπάτορες καὶ τὰ παραμύθια τους ποὺ φορτώθηκε στὸ κεφάλι του ὁ Ἕλλην εἶχαν σκοπὸν νὰ ὁδηγἠσουν στὸν θάνατον τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, τῆς σοφίας ποὺ ἡ Ἀθηνᾶ συνεβόλιζε καὶ προστάτευε ὡς στρατηγός. 

Τὰ προσωνύμια τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος -κατὰ κύριον λόγον- πέρασαν σχεδὸν αὐτούσια στὴν ἐπιβεβλημένη «Παρθένον» Μυριάμ (βλ. εἰκόνες), ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἱστορίες-συμβολισμοὶ αὐτῶν καὶ ἄλλων ἑλληνίδων θεῶν ποὺ κατέληξαν νὰ συνοδεύουν τὴν Μαρία [βλ. «Χαιρετισμοὺς» τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὴν Παναγία (ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ὕμνοι) ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τοὺς Χαιρετισμοὺς πρὸς τὴν Ἀθηνᾶ/ γονιμοποίησιν Μυριὰμ ἀπὸ ἕνα λουλούδι, ὅπως ἀκριβῶς ἔμεινε ἔγκυος ἡ Ἥρα στὸν Ἄρη/ τὰ Νικητήρια τῆς Προμάχου καὶ Ὑπερμάχου Ἀθηνᾶς ποὺ ἔγιναν «Ἀκάθιστος ὕμνος»/ ἡ Παρθενία τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἀρτέμιδος ποὺ ἔγινε παρθενία τῆς Μυριάμ, παρ’ ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶχε κι ἄλλα παιδιὰ γονιμοποιημένη μὲ τὸν φυσικὸν τρόπον ἀπὸ τὸν σύζυγόν της/ ἡ ἡμισέληνος τῆς Ἀρτέμιδος ποὺ κατέληξε φωτοστέφανον τῆς Θεοτόκου κ.ἄ πολλά]. 



Ὡς πρὸς τὸ «Παναγία», τὸ λεξικὸν Σουΐδα γράφει πὼς οἱ ἱέρειες τῆς Ἀθηνᾶς ἐλεγοντο παναγεῖς < πᾶν + ἅγος ( =σέβας). Ἀλλὰ καὶ τὸ Μύριαμ ἀκόμη ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «μύρα» ( =θάλασσα). Καὶ Μαίρη ἐλέγετο ἡ ἀδελφὴ τῆς Νηρηίδος Θέτιδος, μητρὸς τοῦ Ἀχιλλέως. Ἀκόμα καὶ οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ τὸ παρουσιάζουν ὅτι προέρχεται ἀπὸ δικό τους ἔτυμον, λέγουν πὼς τὸ ὄνομα αὐτὸ σχετίζεται μὲ τὴν θάλασσα!

Ὅμως ἡ παραχάραξις καὶ ἡ λεηλασία δὲν ἔμεινε μόνον στὰ προσωνύμια καὶ τὶς παραδόσεις γύρω ἀπὸ τὶς ἑλληνίδες θεές, ἀλλὰ προχώρησε καὶ στοὺς ἀρχαίους ναούς, οἱ ὁποῖοι ναοὶ εἴτε κατεστράφησαν ὁλοκληρωτικῶς, εἴτε τοὺς ἤλλαξαν κυριολεκτικῶς τὴν πίστιν, μετατρέποντάς τους σὲ ναοὺς ἀφιερωμένους στὴν Παναγία Μυριὰμ -καὶ σὲ ἄλλους «ἁγίους»- !

Ἐνδεικτικῶς, καθῶς εἶναι ἀμέτρητες οἱ λεηλασίες ποὺ ἔγιναν στοὺς ναούς μας, νὰ ἀναφερθεῖ πρῶτος ἀπὸ ὅλους ὁ ἱερὸς ναὸς τῆς Ἀθηνᾶς, τὸ ἔμβλημα τῶν Ἀθηνῶν, ὁ Παρθενῶν· ὁ ὁποῖος Παρθενῶν δὲν γλύτωσε τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ὑπέστη ἀνεπανόρθωτες καταστροφὲς (μεταξὺ ἄλλων σφυροκοπήθηκαν οἱ μετόπες τῆς βορείου πλευρᾶς, ὅπου ἀναπαρίστατο ὁ Τρωικὸς πόλεμος καὶ τὰ γλυπτὰ τοῦ ἀνατολικοῦ ἀετώματος ἀφαιρέθηκαν·
ὁ ὀπισθόδομος ἐχρησιμοποιήθη ὡς ἐξωνάρθηξ, τὸ δυτικὸν διαμέρισμα διεμορφώθη ὡς νάρθηξ,
ἀπὸ τὸ βορειοδυτικὸν τμῆμα ἀφαιρέθησαν ἐπιδαπέδιες πλάκες γιὰ νὰ διαμορφωθεῖ ὡς βαπτιστήριον, διηνοίχθησαν θύρες στὸν ναόν, ὥστε να διευκολύνεται ἡ πρόσβασις ἐπὶ τοῦ χριστιανικοῦ νάρθηκος!,
στὰ ἀνατολικὰ ἡ θύρα τοῦ ναοῦ ἀντικατεστάθη ἀπὸ ἀψίδα, ἀφοῦ πρῶτα ἐντοιχίστηκε ἀπὸ ἀποσπασθὲν ὑλικὸν ἀπὸ τὸ μνημεῖον τοῦ Κηφισσοδότου στὰ Προπύλαια·
διηνοίχθησαν καὶ παράθυρα σὲ κάθε πλευρικὸν τοῖχον τοῦ ναοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καθαιρεθεῖ ὁλόκληρος λίθος ἀπὸ τὴν ζωφόρον).

Μὲ λίγα λόγια ὁ Παρθενῶν μετετράπη κάποτε -καὶ- σὲ ἐκκλησία ὑπὸ τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Σοφίας ἀρχικῶς καὶ ἐν συνεχείᾳ τῆς Παναγίας Ἀθηνιώτισσας (βλ. καὶ Ἀθηνᾶ Πολιὰς-Ἁγία Τριάδα/Θησεῖον- Ἅγιος Γεώργιος κοκ).
Μάρμαρα δὲ τοῦ Παρθενῶνος λέγεται πὼς ἀπεσπάσθησαν γιὰ νὰ δομήσει ὁ ἄλλος ἀνθέλλην Ἰουστινιανός, τὴν Ἁγιὰ Σοφιᾶ. Ἕναν ναὸν ποὺ ἐδομήθη στὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος, τῆς Ἀφροδίτης καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, καὶ γιὰ τὴν δόμησιν τοῦ ὁποίου ἀφαιρέθησαν πολύτιμα ὑλικὰ, ὅπως χρυσὸς, μάρμαρα καὶ ἐλεφαντοστοῦν ἀπὸ πολλοὺς ἀρχαίους ναούς μας, ὅπως τῆς Περγάμου, τῆς Μιλήτου, τῶν Δελφῶν, τῆς Ἐφέσου, τοῦ Ἀπόλλωνος στὸν Λίβανον…

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχαῖος ναὸς τῆς Ἀγροτέρας Ἀρτέμιδος, στὴν ὁποία εἶχε κάνει τὸ τάμα του ὁ Μιλτιάδης πρὶν τὴν μάχη στὸν Μαραθῶνα, καὶ ὁ ὁποῖος ναὸς ηὑρίσκετο στὶς ὄχθες τοῦ Ἰλισσοῦ, μετετράπη σὲ μονόχωρη βασιλικὴ μὲ νάρθηκα ὑπὸ τὸ ὄνομα «Παναγιὰ τῆς Πέτρας», θυμίζοντας συνάμα τὴν Μεγάλη μητέρα τῶν Καβειρίων, τὴν μητέρα τῶν Βράχων τῆς Σαμοθράκης ποὺ κατέληξε σὲ «Παναγιὰ τῶν Βράχων» στὴν Νεμέα καὶ στὴν Μάνη.

Τὸ ἴδιο καὶ στὸν Ἀγρὸν Καρμίρη στὴν Σάμο, ὅπου στὴν «βασιλικὴ τῆς Παναγίτσας» βρέθηκαν θαμμένα εὑρήματα ἀπὸ τὸ ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος. 

Ὁμοίως καὶ ὁ ναὸς τῆς Ἀθηνᾶς ἤ Δήμητρος στὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ κατέληξε σὲ ἐκκλησία τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου ἤ ἀλλοιῶς Καπνικαρέα. Καὶ ἡ ὁποία ἐκκλησία φέρει ἐντοιχισμένα γλυπτὰ καὶ ἐπιγραφές, ἐνῶ στηρίζεται σὲ κίονες μὲ ἀρχαῖα κιονόκρανα.


Τὰ ἴδια συνέβησαν καὶ στὸν ναὸν τῆς Θεοτόκου Παντανάσσης, τὸ γνωστὸ Μοναστηράκι, ὅπου μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνει πὼς στὰ οἰκοδομικά του ὑλικὰ συγκαταλέγονται καὶ ὁλόκληρα κομμάτια ἀρχαιοελληνικοῦ ναοῦ, ὅπως τὸ κιονόκρανον στὸ πίσω μέρος τῆς ἐκκλησίας. 

Ἀλλὰ καὶ τὸ ἱερὸν τῆς Δήμητρας καὶ Εἰλειθυίας στὸν Ὑμηττὸν κατέληξε στὴν σημερινὴ Μονὴ Καισαριανῆς! Ὁ τροῦλος τῆς Μονῆς ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀρχαῖες καλοδουλεμένες λίθους, ἐνῶ στηρίζεται σὲ ἀρχαίους κίονες. Ἄλλοι κίονες καὶ μάρμαρα βρίσκονται παρατημένα καὶ σπασμένα, διάσπαρτα στὸν προαύλιον χῶρον τῆς Μονῆς. 


Ἀλλὰ καὶ ἡ Παναγιὰ ἡ Νερατζιώτισσα ἐχτίσθη ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ἀμαρυσίας Ἀρτέμιδος ( > Μαρούσι). Τὴν ἴδια καταστροφὴ τῶν ναῶν μας βλέπει καὶ ὁ ἐπισκέπτης τῆς Παναγιᾶς Ἐλευθερώτριας στὴν Πολιτεία (βλ. εἰκόνες). 



Ἴδια κατάστασις καὶ στὴν Μονὴ Πεντέλης, ὅπου τὸ ἱερὸν τῆς Ἀθηνᾶς μετετράπη στὴν προαναφερθεῖσα μονή. Οἱ μοναχοὶ κατέστρεψαν τοὺς παραπλησίους ναοὺς καὶ ἱερὰ τῶν Ἑλλήνων, κατασκευασμένους ἀπὸ πεντελικὸν μάρμαρον, γιὰ νὰ κατασκευάσουν χριστιανικοὺς ναοὺς καὶ μοναστήρια. 



Ἀλλὰ καὶ ἡ «Παναγιὰ ἡ Μεσοσπορίτισσα», ἀλλοιῶς «Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου» στὴν Ἐλευσῖνα, ἔχει κτισθεῖ πάνω στὸ τελεστήριον τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων, ἐπὶ τοῦ Πλουτωνείου, τῆς εἰσόδου τῆς σπηλιᾶς ἀπὸ τὴν ὁποία ὡδηγήθηκε ἡ Περσεφόνη στὸν Κάτω Κόσμον. 




Τὰ ἴδια καὶ στὸ «Ἅγιον ὄρος» μὲ τὸ γνωστὸν «Ἄβατόν» του, τοῦ ὁποίου ὅμως :

«προηγεῖται τὸ Ἄβατον τῆς νήσου Λευκῆς ὅπου ἡ Θέτις εἶχε μεταφέρει (ἐκ τῆς Τροίας) καὶ θάψει ἐκεῖ τὰ ὀστᾶ τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Ἀχιλλέως. «Ἡ ἐγκατάστασις πρὸς διαμονὴν εἰς τὴν νῆσον ἀπηγορεύετο, εἰς δὲ τὰς γυναῖκας δὲν ἐπετρέπετο οὔτε ἡ ἀποβίβασις εἰς αὐτὴν» ὅπως τονίζει καὶ ὁ Ζὰν Ρισπέν ( Ἑλλην. Μυθολογία, Β’, σελ. 518-9)», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου.

Σχετικῶς μὲ τὸ ὄρος Ἄθως κατέληξε ἀπὸ ἱερὸν ἄλσος τῆς Ἀρτέμιδος σὲ «περιβόλι τῆς Παναγιᾶς». Ἡ ἱστορία τοῦ ὄρους ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Γιγαντομαχία, ὅπου ὁ γίγας Ἄθως λέγεται πὼς πέταξε ἕναν τεράστιον βράχον ἀπὸ τὴν Θράκη στὸν Ποσειδῶνα χωρὶς νὰ τὸν πετύχει. Ἔτσι ὁ βράχος ἔπεσε στὴν θάλασσα καὶ ἀπὸ τότε σχηματίστηκε τὸ ὁμώνυμον τοῦ γίγαντος ὄρος.
Στὴν κορυφή του ὑπῆρχε ναὸς μὲ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀθώου Διὸς γιὰ τὸ ὁποῖον ὑπάρχει ἡ παράδοσις πὼς ἦταν τεραστίων διαστάσεων καὶ εἶχε ἀδαμάντινα μάτια. Ἐξηφανίσθη καὶ αὐτὸ ἀκολουθώντας τὴν ἴδια μοῖρα μὲ ἄλλα «εἰδωλολατρικά» μνημεῖα κατὰ τὴν χριστιανικὴ ἐποχή. Ὑπήρχαν καὶ βωμοὶ ἄλλων θεῶν σὲ τόσο ὑψηλὰ σημεῖα ποὺ λέγεται πὼς δὲν βρέχονταν ποτέ, καθῶς τὰ σύννεφα ἦταν χαμηλότερα αὐτῶν. Ὅπως ἐπίσης ἦταν κτισμένες καὶ ὁλόκληρες πόλεις γύρω καὶ πάνω στὸ ὄρος, οἱ ὁποῖες λέγεται πὼς κατεστράφησαν μαζὶ μὲ τὰ ἱερὰ καὶ τοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴν μανία τῶν μαυροφορεμένων «ἐκπροσώπων τοῦ θεοῦ». Οἱ δὲ κάτοικοι τῶν πόλεων αὐτῶν εἴτε σφαγιάσθηκαν, εἴτε κυνηγήθηκαν, εἴτε κατέληξαν δοῦλοι.

Στὸ ὄρος Ἄθως ὑπῆρχαν ἱερὰ τῆς Ἀρτέμιδος. Ἡ ἄγρια ὀμορφιὰ καὶ ἡ παρθένος φύσις τῆς περιοχῆς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ἔχει ὡς προστάτιν τὴν παρθένον, ἀγροτέρα Ἄρτεμιν. Ἔτσι τὰ μυστήρια ἐτελοῦντο ἀπὸ τὶς ἱέρειες τῶν Μουσῶν, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένες στὴν προστάτιν τῆς γονιμότητος καὶ τῶν παρθένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπηγορεύετο ἡ προσέγγισις τῶν ἀνδρῶν γύρω ἀπὸ τὰ ἱερά τῆς θεᾶς. Τὸ ἄβατον γιὰ τοὺς ἄνδρες δὲν ἀφοροῦσε ὁλόκληρη τὴν χερσόνησον, παρὰ μόνον τὰ συγκεκριμένα μέρη, ὅπου τελετουργοῦσαν καὶ κατοικοῦσαν οἱ νεαρὲς παρθένες.

Τὸ 321 ὁ «μέγας» -ἀνθέλλην- Κωνσταντῖνος ἐνέτειλε νὰ ἐξαφανιστεῖ ὁτιδήποτε θυμίζει τοὺς «κακοὺς ἐθνικοὺς» κι ἔτσι τὰ ἱερὰ καὶ οἱ ναοὶ τῶν Ἑλλήνων γκρεμίστηκαν καὶ οἱ «εἰδωλολάτρες» σφαγιάστηκαν ἤ στὴν καλλιτέρα ἐξεδιώχθησαν. Οἱ ἱέρειες προσπάθησαν νὰ διασώσουν ὁτιδήποτε μποροῦσαν, κρύβοντάς τα στὰ σπήλαια καὶ στὴν μάνα γῆ, ὅμως ἡ ἀντίστροφος μέτρησις τοῦ ἀφανισμοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ ἰδεώδους εἶχε ξεκινήσει.

Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸν ἀνοικοδομήθηκαν μοναστήρια στὴν θέσιν τῶν ἑλληνικῶν ἱερῶν, πολλὲς φορὲς καὶ μὲ ὑλικὰ ἀπὸ τὰ ἐρείπια.
Μισὸν περίπου αἰῶνα ἀργότερα οἱ καλόγεροι θυμήθηκαν μία ἱστορία τῆς Μυριὰμ ποὺ λέει πὼς ταξιδεύοντας μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Εὐαγγελιστὴ γιὰ τὴν Κύπρον, ἔχασαν τὸν δρόμον τους καὶ βρέθηκαν στὴν …ἄλλη ἄκρη τῆς Ἑλλάδος, στὸν λιμένα τοῦ Κλημέντα, στὸ Ἅγιον ὄρος! Ἐκεῖ ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ μαγεύτηκε ἀπὸ τὸ τοπίον καὶ ζήτησε τὸ μέρος αὐτὸ νὰ γίνει δικό της. Λέγουν ἀκόμα πὼς τότε ἀκούστηκε φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ποὺ τῆς ἔλεγε πὼς τὸ κτῆμα αὐτὸ εἶναι δικό της περιβόλι καὶ παράδεισος.
Μὲ αὐτὰ καὶ μὲ ἐκεῖνα τὸ ἄλσος τῆς Ἀρτέμιδος ὠνομάσθη περιβόλι τῆς Παναγιᾶς καὶ κατὰ τὸ 970 ἀνεγνωρίσθη ὡς… αὐτόνομον (ἀλλοιῶς κράτος ἐν κράτει. Τὸ αὐτόνομον τοῦ πολιτεύματός του εἶχε ξεκινήσει ἤδη ἀπὸ τὸ 882. Ἡ αὐτονομία του ἀνεγνωρίσθη διεθνῶς τὸ 1878, ἤτοι 35 χρόνια πρὶν κὰν ἀπελευθερωθεῖ ἡ Μακεδονία. Μὲ τὴν συνθήκη τοῦ Βερολίνου κανονιζόταν πὼς οἱ ἐκεῖ μοναχοὶ θὰ διατηροῦσαν τὶς κτήσεις τους καὶ τὰ πλεονεκτήματά τους καὶ θὰ ἀπολαύουν ἰσότητος δικαιωμάτων). Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πατριάρχου τῆς Κων/πόλεως ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Μονομάχος τὸ 1046 ὥρισε ὁλόκληρη τὴν χερσόνησον ὡς ἄβατον γιὰ τὶς γυναῖκες.

Τὰ ἴδια συνέβησαν καὶ στὸν κτισθέντα ὑπὸ τῶν Ἀργοναυτῶν, ναὸν τοῦ Αἰγλήτου Ἀπόλλωνος στὴν Ἀνάφη. Ὁ Ἀπολλώνιος στὰ «Ἀργοναυτικά», (Δ’, 1695) περιγράφει τὴν σκηνὴ ποὺ οἱ Ἀργοναῦτες εὑρισκόμενοι σὲ μεγάλη τρικυμία στὸ Κρητικὸν πέλαγος μέσα σὲ ἀπέραντον σκοτάδι, περιφερόμενοι μεταξὺ θαλάσσης καὶ Ἅδου, παλεύουν γιὰ τὴν ζωή τους. Ὁ Ἰάσων σηκώνει τὰ χέρια ψηλὰ καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ προσεύχεται στὸν Φοῖβον (Ἀπόλλωνα) νὰ τοὺς σώσει.
Ὁ Ἀπόλλων ἀκούγοντας τὴν προσευχή, γράφει, πὼς κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν στοὺς Μελαντίους βράχους καὶ σήκωσε μὲ τὸ δεξί του χέρι τὸ χρυσόν του τόξον καὶ τὸ βέλος του ἐξέπεμψε ὁλόγυρα μία λάμψιν καὶ ἀνεφάνη μία νῆσος, ἡ Ἀνάφη, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱππουρίδα νῆσον, ὅπου κατάφεραν ἐκεῖ καὶ ἔρριξαν ἄγκυρα.
Κι ἀμέσως ξημέρωσε καὶ ἐκεῖνοι γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν ἔχτισαν ἐκεῖ βωμὸν στὸν Αἰγλήτη ( < αἴγλη= λάμψις) Ἀπόλλωνα. 


Ἐκεῖ ποὺ οἱ Ἀργοναῦτες ἔχτισαν τὸν βωμὸν τοῦ Ἀπόλλωνος Αἰγλήτου, σήμερα ἀπὸ τὰ καὶ στὰ ἐρείπιά του εἶναι χτισμένη ἡ «Παναγιὰ ἡ Καλαμιώτισσα»! Πέριξ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Αἰγλήτου Ἀπόλλωνος ὑπῆρχαν καὶ βωμοὶ τῆς Ἀρτέμιδος, τῆς Ἀφροδίτης, τοῦ Ἀσκληπιοῦ, τοῦ Κτησίου Διὸς…
Ὅσα ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα τῆς περιοχῆς δὲν κατεστράφησαν, πέραν τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν, βρίσκονται καὶ στὸ… Αὐτοκρατορικὸν Μουσεῖον τῆς Ἁγίας Πετρούπολης ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐκλάπησαν. Τὸ ἄγαλμα τοῦ Αἰγλήτου Ἀπόλλωνος ἐκτίθεται σήμερα στὸ… Βρεττανικὸν Μουσεῖον, ὡς Ἀπόλλων τοῦ… Στράνγκφορντ (καθῶς λέγεται πὼς τὸ εἶχε στὴν κατοχή του ὁ ὑποκόμης τοῦ Στράνγκφορντ καὶ πρέσβης τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, Π. Σμίθ).

Οἱ ἡγούμενοι κατέστρεφαν ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, γιὰ νὰ χτίσουν μάντρες καὶ παρεκκλήσια (ἄγνωστον ἄν τὰ δομικὰ ὑλικὰ ἦταν τὰ ἴδια μὲ τὶς προηγούμενες κατασκευές…δηλαδὴ ἀρχαῖα συντρίμμια, κίονες καὶ ἀρχαιότατες μαρμάρινες πλάκες, ὅπως αὐτὲς ποὺ χρησιμοποιήθηκαν καὶ γιὰ τὴν «Τράπεζα τῆς Παναγιᾶς», ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιον τὸν ναόν), μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν ἁρμοδίων ὑπηρεσιῶν.
Ἀκόμα κατέσκαψαν 40 στρέμματα ἐντὸς τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου μὲ τρακτέρ καὶ ἔκαναν γεωτρήσεις, ὥστε νὰ ἀναπτύξουν τὸν θρησκευτικόν -κερδοφόρον- τουρισμόν! 


Τὰ ἴδια καὶ στὴν «Παναγία τῆς Τήνου», ὅπου ὁ ναὸς ἔχει ἀνεγερθεῖ στὰ συντρίμμια τοῦ θεάτρου τοῦ Διονύσου, μὲ μάρμαρα ποὺ ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὸν ἀρχαιολογικὸν χῶρον τῆς ἱερᾶς νήσου τοῦ Ἀπόλλωνος, ἀπὸ τὴν Δῆλον.
Μάλιστα στὴν θέσιν Κιόνια, ὑπῆρχε ναὸς τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Ἀμφιτρίτης, ὅπου παρὰ δίπλα δέσποζε καὶ ἡ «Ἱερὰ κρήνη τῆς Ἀμφιτρίτης», ἀπὸ τὴν ὁποία ὅποιος ἔπινε νερὸ λέγεται πὼς θεραπευόταν ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του. Ἡ κρήνη αὐτὴ σήμερα κατέληξε ὡς «Ἱερὰ πηγή τῆς Παναγιᾶς» καὶ θεωρεῖται θαυματουργή.
Στὸν ναὸν τοῦ Ποσειδῶνος ὑπῆρχε μάλιστα καὶ Ἀσκληπιεῖον ἐγκοιμήσεως. Ἡ ἐγκοίμησις ἐπραγματοποιεῖτο μέσα στὸ Ἄβατον τοῦ ἱεροῦ, ὅπου ὁ ἀσθενὴς κοιμόταν στὰ πόδια τοῦ ἀγάλματος τοῦ Ἀσκληπιοῦ, προκειμένου νὰ ὀνειρευτεῖ τὴν ἴασίν του.
Στὶς μέρες μας παραμονὲς δεκαπενταυγούστου προσκυνητές, πολλάκις ὑφέρποντες ἑβραϊκῶς στὰ τέσσερα, πηγαίνουν καὶ «ἐγκοιμῶνται» στὸν προαύλιον χῶρον τοῦ ναοῦ τῆς «Παρθένου Παναγιᾶς», ὁ ὁποῖος βρίσκεται κοντὰ στὸ ἀρχαῖον Ἀσκληπιεῖον, γιὰ νὰ εὐλογηθοῦν!

Τὴν μεγαλυτέρα καταστροφὴν ὑπέστη τὸ ἱερον τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Ἀμφιτρίτης τὸν 4ον αἰ., ὅταν οἱ Χριστιανοὶ συνέτριψαν ὁ,τιδήποτε θύμιζε τοὺς εἰδωλολάτρες-Ἐθνικούς, ὅπως βωμοὺς καὶ ἀγάλματα. Μετέτρεψαν δὲ τὴν ἐξέδρα σὲ μικρὸν χριστανικὸν ναὸν στὴν ἀρχὴ μὲ τὴν βόρειον πλευρὰ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ποσειδῶνος νὰ ἔχει μετατραπεῖ σὲ ἐντευκτήριον. Τὰ μάρμαρα καὶ οἱ κίονες τοῦ ἱεροῦ τῶν Κιονίων ἡρπάχθησαν καὶ χρησίμευσαν ὡς οἰκοδομικὸν ὑλικὸν γιὰ ἄλλους χριστιανικοὺς ναούς, ἕνας ἐκ τῶν ὁποίων κι ὁ ναὸς τῆς «Μεγαλόχαρης τῆς Τήνου». 

Ὁ ναὸς τῆς Παλαιᾶς Ἐπισκοπῆς στὴν Τεγέα ἔχει κτισθεῖ πάνω στὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ἀρχαίου θεάτρου ποὺ εἶχε χτίσει ἐκεῖ μὲ χορηγία τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Ἐπιφανοῦς. 


Ἡ μονὴ τῆς «Παναγιᾶς Σκριποῦς» στὴν Βοιωτία ἔχει χτισθεῖ πάνω στὰ ἱερὰ τῶν Χαρίτων καὶ τοῦ Διονύσου. 

Ὁ ναὸς τῆς «Μεγάλης Παναγιᾶς-Ἁγίου Δημητρίου» στὴν Θῆβα ἔχει χτισθεῖ ἐπὶ ἀρχαιοελληνικοῦ ναοῦ ἀπὸ τὰ οἰκοδομικὰ ὑλικὰ αὐτοῦ, τὰ ὁποῖα ἀφοῦ κατεσπαράχθησαν καὶ κατεσπάσθησαν, χρησιμοποιήθηκαν γιὰ νὰ κοσμήσουν τὸ ἐσωτερικὸν καὶ ἐξωτερικὸν χῶρον τοῦ ναοῦ. 


Ἡ «Κοίμησις τῆς Θεοτόκου-Παλαιὰ Μητρόπολις» στὴν Ἔδεσσα ἔχει χτιστεῖ μὲ κίονες καὶ ὑλικὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ ἱερὸν τοῦ Ὑψίστου Διὸς ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ. 


Τὰ ἴδια συνέβησαν καὶ μὲ τὸ ἱερὸν τῆς Εἰλείθυιας Ἀρτέμιδος, προστάτιδος τῶν ἐπιτόκων- στὴν Ῥόδον, ποὺ μετετράπη σὲ «Παναγιᾶ Τσαμπίκα». Μάλιστα μέχρι σήμερα οἱ πιστοὶ πηγαίνουν στὴν ἐν λόγῳ ἐκκλησία, ὅταν θέλουν νὰ ἀποκτήσουν παιδί! 


Ἀκόμα, ὁ γνωστὸς ναὸς τῆς Παναγιᾶς τοῦ Φιλερήμου, στὴν Ἀκρόπολιν τῆς Ἰαλυσοῦ στὴν Ῥόδον, ἔχει κτισθεῖ ἐπὶ ἀρχαίου ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς Πολιάδος καὶ τοῦ Διὸς Πολιέως. Πλεῖστα παρατημένα ἀρχαῖα κομμάτια κιόνων βρίσκονται στὸ προαύλιον τῆς ἐκκλησίας καὶ λέγεται («Ἡ θαμμένη Ἑλλάδα», Ἰωάννης Λαζάρης) πὼς ἕνα ἀπὸ αὐτὰ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν παππά, ὡς ὑποπόδιον. 


Ὁ ναὸς τῆς Λινδίας Ἀθηνᾶς, στὴν Ἀκρόπολιν τῆς Λίνδου, ἐπὶ τοῦ ἀκρωτηρίου... Κράνα, πρωτοϊδρύθηκε ἀπὸ τὸν Δαναὸν (υἰὸς τοῦ Βήλου καὶ τρισέγγονος τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἀργείας Ἰοῦς). Τὰ γράφει καὶ ὁ Διόδωρος στὴν Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη (Ε', 58), ὅπως ἐπίσης στὴν ἴδια παράγραφον γράφει πὼς λίγο ἀργότερα ὁ Κάδμος, ψάχνοντας τὴν ἀδελφή του, Εὐρώπη, πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἵδρυσε ναὸν τοῦ Ποσειδῶνος, ἀλλὰ καὶ ἀφιέρωσε ἀναθήματα στὸν ναὸν τῆς Λινδίας Ἀθηνᾶς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἕναν χάλκινον λέβητα μὲ γράμματα φοινικικά (ἐκ τῆς ἑλληνικῆς Φοινίκης < Φοίνιξ, ἀδελφὸς Κάδμου). Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ φύτρωσαν στὴν νῆσον ὑπερμεγέθη φίδια, τὰ ὁποῖα ἀργότερα ἐξόντωσε ὁ υἰὸς τοῦ Λαπίθου, ὁ Φόρβας (ἕνα ἀπὸ τὰ προσωνύμια τῆς νήσου εἶναι καὶ Ὀφιοῦσα).

Ἀργότερα ἐπὶ Κλεοβούλου τοῦ Ῥοδίου, ἑνὸς ἐκ τῶν ἑπτὰ σοφῶν, ἀνεστηλώθη ὁ ναὸς ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Κλεόβουλον, ἀλλὰ ἐκάη ἀπὸ πυρκαγιά. Ἀνοικοδομήθη τὸν 4ον αἰ. π.κ.ἐ, καὶ ἀποτελοῦσε τεραστίας σημασίας ἱερόν, μέχρι τὰ χριστιανικὰ χρόνια ὅπου ἀφ'ἑνὸς εἶχε τὴν ἴδια μοῖρα μὲ ὅλους τοὺς «Ἐθνικούς» ναοὺς καὶ σταμάτησε τὴν λειτουργία του, ἀφ' ἑτέρου ἐσυλήθη καὶ πολὺ ἀργότερα χτίστηκε καὶ «ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου» στὰ ἐρείπια ἑλληνικοῦ ναοῦ. 


Ἄλλος γνωστὸς (καὶ κατεστραμμένος) ναὸς τῆς Ἀθηνᾶς στὴν νῆσον εἶναι αὐτὸς τῆς Πολιάδος Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Πολιέως Διός, τὰ ἐρείπια τοῦ ὁποίου βρίσκονται παρατημένα καὶ ἀτάκτως ἐρριμμένα, ἐκεῖ ποὺ δέσποζε ὁ ναός, στὰ βόρεια τῆς Ἀκροπόλεως τῆς Ῥόδου, δίπλα στὸ ἐπίσης παρατημένον καὶ κακοσυντηρημένον ναὸν τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνος, τὴν Στοὰ καὶ τὰ Νυμφαῖα καὶ λίγα μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ ἐπίσης ξεχασμένον ἀρχαῖον στάδιον τοῦ μεγάλου πρωταθλητοῦ καὶ Ῥοδίου Διαγόρος, τοῦ Ὠδείου, τοῦ Γυμνασίου καὶ τῆς ἀρχαίας Βιβλιοθήκης. Στὸν ναὸν ἐφυλάσσοντο πολὺ σημαντικὰ κείμενα καὶ συνθῆκες μεταξὺ τῶν Ῥοδίων καὶ ἄλλων πόλεων-κρατῶν. Κατὰ τὰ χριστιανικὰ χρόνια λέγεται πὼς χτίστηκε ἐκεῖ ἐκκλησία καὶ κατὰ τὰ μεσαιωνικὰ προσετέθη καὶ μοναστήρι. 

Τὶς ἴδιες μετατροπὲς ὑπέστησαν καὶ ὁ ἀρχαῖος ναὸς ποὺ κατέληξε ναὸς τῆς «Παναγιᾶς Καθολικῆς» στ' Ἀφάντου στὴν Ρόδον, ὁ ἀρχαῖος ναὸς ποὺ μαρτυροῦν τὰ κιονόκρανα καὶ τὰ ἀρχαῖα οἰκοδομικὰ ὑλικὰ στὴν Σκόπελον, ὁ ὁποῖος κατέληξε σὲ «ναὸν τῆς Παναγιᾶς Ἐπισκοπῆς», ὁ ναὸς τῆς Ῥέας στὴν Κύζικον, καὶ τῆς Ἁλέας στὴν Τεγέα, ὅπου ἀφιερώθησαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὶς κατάλληλες τροποποιήσεις στὴν Μύριαμ. 


Ἡ ἐκκλησία τῆς Παναγιᾶς καὶ τοῦ Ἁγίου Κηρύκου στὴν Λισσόν ἔχουν κτισθεῖ δίπλα στὰ ἐρείπια Ἀσκληπιείου.

Ὁ ναὸς τῆς Παναγιᾶς τῆς Καταπολιανῆς-Ἑκατονταπυλιανῆς στὴν Ἀμοργόν, ποὺ ἔκτισε ὁ δολοφόνος μέγας Ἅγιος Κωνσταντῖνος, ἔχει καὶ αὐτὸς κτισθεῖ πάνω στὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος ποὺ κάποτε δέσποζε ἐκεῖ. 

Τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὸ ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Βραυρῶνα ἔχουν χρησιμεύσει στὴν κατασκευὴ χριστιανικῆς βασιλικῆς ἕνα χιλιόμετρον ἀπὸ τὸ ἱερὸν τῆς Παρθένου θεᾶς.

Κι ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ταμασσὸν τῆς Κύπρου εἶχε τὴν ἴδια μοῖρα μὲ τὸν ναὸν τῆς Ἀφροδίτης στὴν Ἀμαθοῦντα τῆς νήσου, τὴν καταστροφὴ του καὶ ἀνέγερσιν στὴν θέσιν του χριστιανικῆς ἐκκλησίας.

Καὶ ἡ λίστα δὲν ἔχει τελειωμόν...

Καὶ σιγά-σιγά, λίγο-λίγο, τὸ «οὐκ εἴθισται τοῖς Ἕλλησιν προσκυνέειν» μετετράπη σὲ καμπεσιγυιία καὶ μὲ τὰ χρόνια γεννήθηκε ἕνα ἑλληνοεβραϊκὸν ὑβρίδιον-μόρφωμα... 




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (