Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ, Ο ΜΗΝ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΜΑΧΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ

Μὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου τὴν 16η Αὐγούστου τοῦ τρέχοντος ἔτους ξεκίνησε γιὰ τοὺς Ἕλληνας ὁ δεύτερος μὴν τοῦ χρόνου σύμφωνα μὲ τὸ ἀττικὸν ἡμερολόγιον, ὁ λεγόμενος Μεταγειτνιών ( < μετὰ + γείτων). Ὁ Μεταγειτνιὼν πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα τὸν Μεταγείτνιον, προστάτην τῶν μετοικήσεων, τῶν μεταναστεύσεων καὶ τῶν καλῶν σχέσεων μεταξὺ γειτόνων. 

Αὐτὸν τὸν μῆνα ἑωρτάζοντο τὰ Ἡράκλεια στὸ Κυνόσαργες πρὸς τιμὴν τοῦ Ἡρακλέους. Γιὰ τὴν ἱστορία, ὅταν ὁ Δίομος ἐτοίμαζε θυσία πρὸς τιμὴν τοῦ φίλου του, Ἡρακλέους, ἕνας σκύλος λιγουρεύτηκε τὴν θυσία καὶ τὴν ἥρπαξε τρέχοντας γρήγορα. Ὁ Δίομος φυσικᾶ τὸν κυνήγησε καὶ τὸν πρόλαβε, ἀλλὰ θεώρησε τὸ συμβᾶν κακὸν οἰωνόν, ὁπότε συμβουλεύτηκε τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν, τὸ ὁποῖον τὸν συνεβούλευσε νὰ χτίσει βωμὸν στὸ σημεῖον ποὺ ἄφησε ὁ κύων τὸ κρέας. Τὸ σημεῖον ἀπὸ τότε ὀνομάζεται Κυνόσαργες [ < κύων + ἀργός ( = λευκός, γρήγορος σὰν «ἀστραπή», κάποιοι λένε πὼς ὁ σκύλος ἦτο λευκός)]. Ἐκεῖ ἐγυμνάζετο, σύμφωνα μὲ τὸν Πλούταρχον («Θεμιστοκλῆς», 1,3) ὁ Θεμιστοκλῆς· ἐκεῖ διελέγετο καὶ ὁ κυνικὸς φιλόσοφος Ἀντισθένης («Βίοι Φιλοσόφων», ΣΤ', α', 13, Διογένης Λαέρτιος). 

Ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Πλουτάρχου περὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Μεταγειτνιῶνος («Περὶ φυγῆς») συνδέει τὸν μῆνα αὐτὸν μὲ τὰ Μεταγείτνια, ἑορτὴ ποὺ γινόταν πρὸς τιμὴ τοῦ Θησέως, ὁ ὁποῖος μετοίκησε ἀπὸ τὴν Μελίτη (περιοχή Ἀκροπόλεως) στὴν Διόμεια (σημερινὸς Νέος Κόσμος) : 

«ἆρ᾽ οὖν ξένοι καὶ ἀπόλιδὲς εἰσιν Ἀθηναίων οἱ μεταστάντες ἐκ Μελίτης εἰς Διωμίδα, ὅπου καὶ μῆνα Μεταγειτνιῶνα καὶ θυσίαν ἐπώνυμον ἄγουσι τοῦ μετοικισμοῦ τὰ Μεταγείτνια». 

Ἄλλη ἑορτὴ αὐτοῦ τοῦ μηνός ἦταν τὰ Πανελλήνια, εἰς μνήμην τῶν ἀγώνων κατὰ τῶν Μήδων. Εἶχαν εἰσαχθεῖ στὸ «ἑορτολόγιον» μὲ προτροπὴ τοῦ Ἀριστείδου το 479 π.Χ κι ἔτσι κάθε χρόνον  -μέχρι καταργήσεώς των- συνηθροίζοντο οἱ Ἕλληνες ἀπὸ ὅλην τὴν Ἑλλάδα στὶς Πλαταιὲς καὶ τιμοῦσαν τοὺς ἥρωες νεκροὺς τους (μάχη τῶν Πλαταιῶν). Ἀνὰ τέσσερα ἔτη, ἑώρταζον τὰ Πανελλήνια στὴν Ἀθῆνα, στὸν βωμὸν τοῦ Ἐλευθερίου Διός. Αὐτὸν τὸν μῆνα ὥρισαν οἱ θεοὶ νὰ γράψουν μὲ χρυσᾶ γράμματα τὸ ὄνομά τους στὸν κατάλογον τῆς ἀριστείας, οἱ μαχόμενοι Ἕλληνες στὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος (490 π.κ.ἐ), στὴν μάχη τῶν Θερμοπυλῶν καὶ στὴν ναυμαχία στὸ Ἀρτεμίσιον (480 π.κ.ἐ). 

Ὁ ἀντίστοιχος  τῶν Δωριέων ἦταν ὁ Κάρνειος : 

«τοῦ Καρνείου μηνὸς οἱ Ἀθηναῖοι Μεταγειτνιῶνα προσαγορεύουσι», Πλουτ. Νικίας, 28,2. 

Τὸ ὄνομά του τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Διὸς καὶ τῆς Εὐρώπης, τὸν Κάρνον, τὸν μάντη τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν Ἡρακλείδη Ἰππότη. Ὁ προστάτης Ἀπόλλων θεώρησε ὑπευθύνους τοῦς Λάκωνες καὶ ἔριξε λοιμὸ στὴν πόλιν τους. Τότε γιὰ νὰ ἐξιλεωθοῦν δημιούργησαν τὰ Κάρνεια πρὸς τιμὴν τοῦ Καρνείου [ < κάρνος =κοπάδι, βόσκημα βλ. carne, chair ( =κρέας, σάρκα) στοὺς ἀλλογλώσσους], ἑορτὴ ποὺ ἑωρτάζετο ἀπὸ συσσώμους τοὺς Δωριεῖς. 

Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Καρνείων, τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Σπαρτιατῶν καὶ γενικῶς τῶν Δωριέων, ὅπως καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων, ποὺ μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτον πὼς συνέπιπτον χρονικῶς τὸ 480 π.κ.ἐ, ἀπηγορεύετο κάθε ἐχθροπραξία. Ἐθεωρεῖτο ὕβρις, ὁπότε καὶ κακὸς οἰωνὸς νὰ ξεκινήσει κανεὶς ὁτιδήποτε πολεμικὸν προτοῦ περάσει ἡ πανσέληνος τοῦ Καρνείου, ὁπότε καὶ σχεδίαζαν νὰ στείλουν στρατὸν ἀφοῦ περάσουν οἱ ἀπαραίτητες ἡμέρες. Ὁ Λεωνίδας μπρὸς στὸν κίνδυνον τῆς ὑποδουλώσεως καὶ μὲ γνῶσιν τοῦ χρησμοῦ πὼς ἡ Σπάρτη εἴτε θὰ χαθεῖ, εἴτε θὰ θρηνήσει τὸν βασιλέα της*1, ἀλλὰ συνάμα καὶ γιὰ λόγους στρατηγικούς-ἐμψυχωτικοὺς θαρραλέως ἐβάδισε ὁ ἴδιος μὲ τοὺς 300 του καὶ τοὺς Θηβαίους, στράτευμα τὸ ὁποῖον ηὐξήθη στὴν πορεία φτάνοντας τὸν ἀριθμὸν τῶν στρατιωτῶν γύρω στὶς 5.000, πρὸς τὶς Θερμοπύλες : 

«ὃς τότε ἤιε ἐς Θερμοπύλας ἐπιλεξάμενος ἄνδρας τε τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους καὶ τοῖσι ἐτύγχανον παῖδες ἐόντες. παραλαβὼν δὲ ἀπίκετο καὶ Θηβαίων τοὺς ἐς τὸν ἀριθμὸν λογισάμενος εἶπον, τῶν ἐστρατήγεε Λεοντιάδης ὁ Εὐρυμάχου...μετὰ δέ, Κάρνεια γάρ σφι ἦν ἐμποδών, ἔμελλον ἑορτάσαντες καὶ φυλακὰς λιπόντες ἐν τῇ Σπάρτῃ κατὰ τάχος βοηθήσειν πανδημεί. ὣς δὲ καὶ οἱ λοιποὶ τῶν συμμάχων ἐνένωντο καὶ αὐτοὶ ἕτερα τοιαῦτα ποιήσειν· ἦν γὰρ κατὰ τὠυτὸ Ὀλυμπιὰς τούτοισι τοῖσι πρήγμασι συμπεσοῦσα...», «Ἱστορίαι», Πολύμνια, 205-206, Ἡρόδοτος. 

Ὁμοίως καὶ πρὸ τῆς μάχης τοῦ Μαραθῶνος, ἐστάλη κῆρυξ ὁ Ἀθηναῖος ἡμεροδρόμος Φειδιππίδης στὴν Σπάρτη γιὰ νὰ ζητήσει τὴν βοήθεια τῶν Λακεδαιμονίων στὸν ἐρχόμενον πόλεμον κατὰ τῶν Περσῶν. Οἱ Σπαρτιᾶτες δὲν ἀρνήθηκαν, ἀλλὰ εἶπαν πὼς θὰ τὸ πράξουν ἀφοῦ περάσει ἡ ἱερὰ ἑορτή τους. 

«Λακεδαιμόνιοι, οἱ Ἀθηναῖοι σᾶς ζητοῦν νὰ τοὺς βοηθήσετε καὶ νὰ μὴν ἀφήσετε νὰ πέσει στὴν δουλοσύνη ἡ ἀρχαιοτάτη πόλις τῶν Ἑλλήνων, στὰ χέρια βαρβάρων ἀνθρώπων· γιατὶ τώρα ἡ Ἐρέτρια ἔχει ὑποδουλωθεῖ ἡ Ἑλλὰς ἔχει γίνει ἀσθενεστέρα χάνοντας μία ὑπολογίσιμον πόλιν». 

Αὐτὸς λοιπὸν τὰ ἐντεταλμένα τὰ ἀπήγγειλε σὲ αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ ἐδέχθησαν νὰ βοηθήσουν τοὺς Ἀθηναίους, τοὺς ἦταν ὅμως ἀδύνατον νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ ἀμέσως διότι δὲν ἤθελαν νὰ λύσουν τὸν νόμον τους. Ἦταν ἡ ἐνάτη ἡμέρα τοῦ μηνὸς καὶ εἶπαν πὼς τὴν ἐνάτη ἡμέρα τοῦ μηνὸς δὲν πρόκειται νὰ ἐκστρατεύσουν, ἐφ' ὅσον δὲν ἔχει ἀκόμα γεμίσει ὁ κύκλος-τὸ φεγγάρι (ἤτοι δὲν ἔχει ἀκόμα πανσέληνον). 

Αὐτοὶ λοιπὸν περίμεναν τὴν πανσέληνον, ἐνῶ ὁ Ἱππίας τοῦ Πεισιστράτου ὡδηγοῦσε τοὺς βαρβάρους στὸν Μαραθῶνα», Ἱστορίαι, Ἐρατώ, 106-107, Ἡρόδοτος. 

Ἡ πανσέληνος τοῦ Καρνείου φέτος συμβαίνει στὶς 31 Αὐγούστου. 


*1 Ὁ χρησμὸς ποὺ ἔλεγε πὼς εἴτε ἡ Σπάρτη θὰ θρηνήσει τὸν βασιλέα της, εἴτε θὰ ἐξαφανιστεῖ ἦταν ὁ ἑξῆς, σύμφωνα μὲ τὸν Ἡρόδοτον :


«ὑμῖν δ᾽, ὦ Σπάρτης οἰκήτορες εὐρυχόροιο,
ἢ μέγα ἄστυ ἐρικυδὲς ὑπ᾽ ἀνδράσι Περσεΐδῃσι
πέρθεται, ἢ τὸ μὲν οὐχί, ἀφ᾽ Ἡρακλέους δὲ γενέθλης
πενθήσει βασιλῆ φθίμενον Λακεδαίμονος οὖρος.
οὐ γὰρ τὸν ταύρων σχήσει μένος οὐδὲ λεόντων
ἀντιβίην· Ζηνὸς γὰρ ἔχει μένος· οὐδέ ἕ φημι
σχήσεσθαι, πρὶν τῶνδ᾽ ἕτερον διὰ πάντα δάσηται»
, Ἱστορίαι, Πολύμνια, 220,4.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (