Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΘΗΣΕΙΑ, ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ ΚΑΙ Η ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ

Ὁ τρίτος μὴν τοῦ ἔτους, κατὰ τὸ ἀττικὸν ἡμερολόγιον ἦταν ὁ ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ ( < βοή +δράμω, βοηδρόμος = ὁ τρέχων/θέων στὴν βοὴ ἵνα παράσχη βοή-θεια). Φέτος ξεκινᾶ μὲ τὴν νέα σελήνη (μεσάνυχτα 14ης-ξημερώματα 15ης Σεπτεμβρίου). 

Ὁ μὴν ὠνομάσθη ἔτσι πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος Βοηδρομίου, προστάτου τῶν πολεμιστῶν, τὸν ὁποῖον καὶ τιμοῦσαν, ὅπως καὶ τὴν ἀδελφή του Ἀρτεμιν τὴν Ἀγροτέρα ( < ἄγρα =κυνήγι), κάνοντας θυσίες 500 αἰγῶν (Γενέσια Ἀρτέμιδος Ἀγροτέρας), στὸν ναὸν τῆς Ἀγροτέρας Ἀρτέμιδος (στὸ σημερινὸν Μέτς), ἐκπληρώνοντας τὸ τάμα τοῦ Μιλτιάδου μετὰ τὴν νίκη στὸν Μαραθῶνα. 

Αὐτὸς ἦταν ὁ μὴν, ὅτε ἑωρτάζοντο τὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια, πρὸς τιμὴν τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Περσεφόνης, τὰ ὁποῖα καὶ διαρκοῦσαν 9 ἡμέρες. 

Ἀκόμη τὴν 15η Βοηδρομιῶνος, ἐτελοῦντο τὰ Θησεῖα πρὸς τιμὴν τοῦ οἰκιστοῦ τῶν Ἀθηνῶν, Θησέως καὶ τῆς ἐκστρατείας κατὰ τῶν Ἀμαζόνων. 

Ἀργότερα μετὰ τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος (κατὰ τὸν Πλούταρχον οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν δεῖ στὴν μάχη νὰ συνδράμει τοὺς Ἕλληνας τὸ φάσμα τοῦ Θησέως «χρόνοις δ᾽ ὕστερον Ἀθηναίους ἄλλα τε παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα, καὶ τῶν ἐν Μαραθῶνι πρὸς Μήδους μαχομένων ἔδοξαν οὐκ ὀλίγοι φάσμα Θησέως ἐν ὅπλοις καθορᾶν πρὸ αὐτῶν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους φερόμενον»), οἱ Ἕλληνες ἔκαναν διπλὴ ἑορτὴ -μἐχρι ποὺ καταργήθηκε καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Μέγα Θεοδόσιον- καὶ στὴν θέσιν τῆς ἐκλιποῦσης ἑορτῆς ἐτέθη ἀκριβῶς στὴν ἀντίστοιχη ἡμερομηνία τοῦ νεωτέρου ἡμερολογίου (14 Σεπτέμβρη) ἡ Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. 

Μετὰ τὴν Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος ἡ ἀντίστοιχη ἐθνικὴ ἑορτὴ ἐτελεῖτο στὸν Πειραιᾶ μὲ ἀναλόγη παρέλασιν καὶ θαλάσσιους ἀγῶνες. Οἱ δὲ εὐχαριστίες πρὸς τὸν Δία Σωτῆρα καὶ τὴν Ἀθηνᾶ Σώτειρα, ποὺ συνέτρεξαν κατὰ τὴν Ναυμαχία (καὶ γι’ αὐτὸ πρὸς τιμὴν τους ἀνηγέρθη ἐν Πειραιεῖ τὸ Δισωτήριον· Ἐκεῖ ὅπου ὑψώνετο τὸ Δισωτήριον, σήμερα ἔχουν ἀνεγερθῆ οἱ Ναοὶ Ἁγ. Τριάδος καὶ Ἁγ. Σπυρίδωνος, καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς καταλήγει ἡ «Ὁδὸς Διὸς Σωτῆρος») ἀνεπέμποντο τέλος Μαΐου μὲ ἀρχὲς Ἰουνίου («Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν», Ἄννα Τζιροπούλου). 

Ὅταν κατηργήθησαν, στὴν θέσιν τους περίπου ἐτοποθετήθη ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Οἱ Λαμψακηνοὶ καὶ οἱ Χιῶτες τὸν μῆνα τὸν ἔλεγαν ΒΑΔΡΟΜΙΩΝΑ, οἱ Δωδεκανήσιοι ΒΑΔΡΟΜΙΟΝ καὶ στοὺς Δελφοὺς χρησιμοποιοῦσαν ὡς β’ συνθετικὸν τὸ συνώνυμον τοῦ «δράμω»,  «θέω» καὶ τὸν ὀνόμαζαν ΒΟΑΘΟΟΝ. 

Μετὰ τὰ Μηδικά, ἐπὶ ἄρχοντος Ἀθηνῶν Φαίδωνος, ἡ Πυθία ἐχρησμοδότησε εἰς τοὺς Ἀθηναίους νὰ ἀναζητήσουν τὰ ὀστᾶ τοῦ Θησέως, ὁ ὁποῖος εἶχε δολοφονηθεῖ στὴν Σκύρον ἀπὸ τὸν βασιλέα Λυκομήδη*, καὶ νὰ τὰ θάψουν μετὰ τῶν ὀφειλομένων τιμῶν εἰς τὴν πόλιν των.

«...ἀναλαβεῖν τὰ ὀστᾶ καὶ θεμένους ἐντίμως παρ’ αὑτοῖς φυλάττειν». 

Τὴν ἀποστολὴ ἔφερε εἰς πέρας ὁ Κίμων, ὁ υἰὸς τοῦ Μιλτιάδου.

«Κομισθέντων δὲ τούτων ὑπὸ τοῦ Κίμωνος ἐπὶ τῆς τριήρους, οἱ Ἀθηναῖοι πομπαῖς λαμπραῖς ὑπεδέξαντο καὶ κεῖται ἐν μέσῃ τῇ πόλει παρὰ τὸ γυμνάσιον...»

...πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Ἡφαίστου ποὺ ἔκτοτε ἀποκαλεῖται Θησεῖον, δίδοντας τὸ ὄνομά του καὶ εἰς τὴν γύρω περιοχήν, τὸ σημερινὸν Θησεῖον. 

* Ὁ Θησεὺς μαζὶ μὲ τὸν φίλον του, τὸν Πειρίθοον, ἀπεφάσισαν νὰ κλέψουν δύο ἀπὸ τὶς κόρες τοῦ Διὸς καὶ νὰ τὶς κάνουν δικές τους. Ἔτσι ὁ Θησεὺς ἔκλεψε τὴν ὡραία Ἑλένη, ὅταν αὐτὴ ἦταν δωδεκαετὴς καὶ τὴν πῆγε στὴν Ἀθῆνα, ὅπου ἡ Ἑλένη ζοῦσε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Θησέως, Αἴθρα -δι' ὁ καὶ στὴν Ἰλιάδα ἡ Αἴθρα παρουσιάζεται ὡς ἀκόλουθος τῆς Ἑλένης, γιατὶ ὅταν πῆγαν οἱ Διόσκουροι νὰ ψάξουν τὴν ἀδελφή τους, Ἑλένη, στὴν Ἀθῆνα, τὴν βρῆκαν ὕστερα ἀπὸ τὴν ὑπόδειξιν τοῦ Ἀκαδήμου ποὺ τοὺς εἴπε πὼς τὴν εἶχε ἁρπάξει ὁ Θησεύς· κι ἔτσι οἱ Διόσκουροι πῆραν πίσω στὴν Σπάρτη τὴν ἀδελφή τους, μὰ μαζί μ' αὐτὴν καὶ τὴν Αἴθρα ὡς αἰχμάλωτη καὶ τότε ὥρισαν βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν τὸν Μενεσθέα, ἐξ οὗ καὶ ὁ Μενεσθεὺς εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀθηναίων στὸν τρωικὸν πόλεμον καὶ ὄχι ὁ Θησεύς-. 

Ὁ Θησεὺς ἔκρυψε τὴν Ἑλένη στὸν οἶκον τοῦ φίλου του, Ἀφίδνου, ἐκ τοῦ ὁποίου ὠνομάσθησαν οἱ Ἀφίδνες. Ὅταν πῆγαν ἐκεῖ οἱ Διόσκουροι νὰ τὴν πάρουν διὰ τῆς βίας, συνοδείᾳ τοῦ Ἐχεδήμου καὶ τοῦ Μαράθου, ἐξ οὗ καὶ οἱ περιοχὲς Ἐχεδημία -ἀργότερα ἀπὸ Ἀκαδήμου, Ἀκαδημία- καὶ Μαραθών, ὁ Ἄφιδνος ἐλέγετο ὅτι τραυμάτισε τὸν Κάστορα στὸν ὦμον.

Ὁ Πειρίθοος εἶχε βάλει στὸ μάτι τὴν ἄλλη κόρη τοῦ Διός, τὴν Περσεφόνη κι ἔτσι μὲ τὴν βοήθεια τοῦ φίλου του, Θησέως καὶ μὲ τὴν Ἑλένη ἤδη ἡρπασμένη καὶ μετενηνεγμένη στὴν Ἀθῆνα, κατέβηκαν ὁ Θησεὺς καὶ ὁ Πειρίθοος στὸν Κάτω Κόσμον γιὰ νὰ ἁρπάξουν καὶ τὴν Περσεφόνη. Ὅμως ἐκεῖ τοὺς ἀντελήφθη ὁ Πλούτων καὶ τοὺς τιμώρησε ἐμποδίζοντάς τους νὰ φύγουν. Ὁ Πειρίθοος ἔμεινε γιὰ πάντα δεμένος στὸν Κάτω Κόσμον, ὁ Θησεὺς ὅμως ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ καὶ κατάφερε νὰ γυρίσει στὴν Ἀθῆνα, ὅπου βρῆκε βασιλέα τὸν Μενεσθέα καὶ τοὺς Ἀθηναίους ἐναντίον του. Τότε ὁ Θησεὺς τοὺς καταράστηκε στὸν τόπον ποὺ ἀπὸ τότε ἐλέχθη «Ἀρατήριον» (σημερινὸς Γέρακας) καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Σκύρον, ὅπου εἶχε ἐκεῖ φιλικοὺς δεσμοὺς καὶ κτήματα ἀπὸ τὸν πατέρα του. 

Ὁ βασιλεὺς τῆς Σκύρου, ὁ Λυκομήδης*2 ὅταν εἶδε τὸν Θησέα νὰ τοῦ ζητᾶ τὰ κτήματά του καὶ βοήθεια κατὰ τῶν Ἀθηναίων, φοβηθεὶς τὴν δόξα τοῦ ἀνδρός, τὸν ὡδήγησε σὲ ὑψηλότατον σημεῖον γιὰ νὰ τοῦ δείξει δῆθεν τὰ κτήματα τοῦ πατρός του καὶ τὸν ἔσπρωξε, ῥίχνοντάς τον ἀπὸ τὸν κρημνὸν καὶ σκοτώνοντάς τον. Γι' αὐτὸ τὰ κόκκαλα τοῦ Θησέως βρίσκονταν στὴν Σκύρο, ἀφ' ὅπου τὰ μετέφερε πίσω στὴν Ἀθῆνα χιλιάδες χρόνια μετὰ ὁ Κίμων. 

Μάλιστα ὁ Κίμων δὲν ἤξερε ποῦ ἦταν αὐτὰ θαμμένα καὶ τὸ μέρος τοῦ τὸ ἔδειξε ἕνας ἀετός, ὁ ὁποῖος ὅπως μᾶς ἐνημερώνει ὁ Πλούταρχος -«Θησεύς», 36-, ἐχτύπα μὲ τὸ ῥάμφος του ἕναν λόφον καὶ ἔξυνε μὲ τὰ νύχια του τὸ σημεῖον, κι ἔτσι ὁ Κίμων κατὰ θεῖα ἔμπνευσιν ἔσκαψε τὸ σημεῖον καὶ βρῆκε τὸ σῶμα ἑνὸς μεγάλου ἄνδρὸς καὶ δίπλα του νὰ κεῖνται χάλκινη λόγχη καὶ ξίφος. 

*2 Στὴν αὐλὴ τοῦ Λυκομήδους εἶχε κρύψει ἡ Θέτις τὸν υἰόν της Ἀχιλλέα, ὅταν ἦταν μικρὸς, διότι ἤξερε πὼς ἄν ὁ υἰός της ἔβγαινε στὸν τρωικὸν πόλεμον, θὰ πέθαινε. Ἀπὸ ἐκεῖ ὅμως τὸν ξετρύπωσε ὁ πολυμήχανος Ὀδυσσεύς -ὁ ἐξάδελφος τῆς Ἑλένης, Κλυταιμνῆστας καὶ Διοσκούρων δηλαδή, καθῶς ὁ Ὀδυσσεὺς εἶχε νυμφευθεῖ τὴν κόρη τοῦ θείου τους, Τυνδάρεω, τὴν Πηνελόπη- καὶ τελικῶς ὁ Ἀχιλλεὺς συμμετεῖχε στὰ τρωικά. Ὁ Ἀχιλλεὺς ὅμως εἶχε προλάβει νὰ ἀφήσει ἔγκυον τὴν κόρη τοῦ Λυκομήδους, τὴν Διηδάμεια, ἡ ὁποία καὶ χάρισε στὸν Ἀχιλλέα, τὸν υἰόν τους, τὸν Νεοπτόλεμον-Πύρρον, ὁ ὁποῖος ἦταν πυρρότριχος ἀφ' ἑνὸς καὶ ἀφ' ἑτέρου βγῆκε νέος στὸν πόλεμον (μακεδ. διάλεκτ. πόλεμος = πτόλεμος). 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (