Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

Τὴν 5η ἡμέρα μεσοῦντος Βοηδρομιῶνος (ἤτοι μὲ τὴν πανσέληνον τῆς 29ης Σεπτεμβρίου 2023) καὶ σχεδὸν μία ἑβδομάδα μετὰ τὴν φθινοπωρινὴ ἰσημερία (ὅπου κάποτε συνέπιπτε μὲ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς τριημέρου ἑορτῆς τῶν Θεσμοφορίων τὸν Πυανεψιῶνα καὶ τὰ ὁποῖα ἐτελοῦντο πρὸς τιμὴν τῆς Δήμητρος καὶ τῆς ἀφίξεως αὐτῆς στὴν Ἐλευσῖνα -ἀπὸ τὴν ἔλευσιν τῆς θεᾶς στὸ σημεῖον ὠνομάσθη ἀπὸ τότε ἡ πόλις Ἐλευσίς- ) ξημερώνει ἡ ἡμέρα ἐνάρξεως τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων γιὰ φέτος.
Τὰ Μυστήρια διαρκοῦσαν ἐννέα ἡμέρες (ἱερὸς ἀριθμὸς καὶ συμβολικὸς γιὰ τοὺς Πυθαγορείους, ἀριθμὸς τῆς αἰωνιότητος· ἐννέα οἱ Μοῦσες, ἐννέα οἱ μῆνες κυήσεως, κάθε ἐννέα ἔτη ὁ Μίνως ἐπεσκέπτετο τὸν Δία στὸ Ἰδαῖον Ἄντρον καὶ ἔπαιρνε ἐντολές, ἐννέα ἡμέρες ὁ Δευκαλίων περιέπλεε ἐπὶ τὰ ὕδατα, ἐννέα ὁ τελευταῖος ἀριθμὸς ποὺ κλείνει τὸν πρῶτον καὶ κάθε κύκλον, ἐννέα ὁ ἀριθμὸς ποὺ διαιωνίζεται ἀπὸ τὰ πολλαπλάσιά του, ἐννέα τὰ ἄφωνα, 3 ἐπὶ 3, κοκ). 
Ἑγίνοντο πρὸς τιμὴν τῆς Δήμητρας καὶ τῆς Κόρης της... 

Σύμφωνα μὲ τὸν μῦθον ἡ Κόρη-Περσεφόνη ( < Φερσεφόνη < φέρω = καρποφορῶ + φένω =σκοτώνω) κατεβαίνει στὸν κόσμον τοῦ Ἅδου, ὅπου ἐπικρατεῖ τὸ ἀπόλυτον σκοτάδι, ὅπως μᾶς ἐνημερώνει καὶ τὸ ὄνομα τοῦ βασιλέως του ( < στερ. ἀ + ἰδεῖν =ὁρᾶν, ὁ εὑρισκόμενος στὸν Ἅδη οὔτε βλέπει λόγῳ τοῦ σκότους, οὔτε καὶ τὸν ξαναβλέπει κανείς· ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ ἅδην =ἀρκετά, καθῶς ὁ Ἅδης εἶναι καὶ Πλούτων, ἤτοι κόσμος γεμάτος πλοῦτον -τὸ ὑπέδαφος-).
Ἀποχωρισθεῖσα ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Ἡλίου καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα της, Δήμητρα ( < δᾶ =γῆ + μήτηρ) καὶ κρυμμένη στὸ σκότος τῆς γῆς (σκότος > σκοτώνω =φένω), τῆς μέλλεται νὰ ζήσει ἐντὸς τῆς ἀρούρης ( < ἄρουρα =γῆ καὶ μῆτρα), μέχρι νὰ ξαναβλαστήσει καὶ νὰ ξαναβγεῖ στὴν ἐπιφάνεια, ὥστε νὰ ἀνθίσει καὶ νὰ καρποφορήσει ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς σπόρους τῆς γῆς ποὺ κρύβονται τὸ φθινόπωρον στὸ Κάτω Κόσμον καὶ τὸν ὑπόλοιπον καιρὸν «ἀνεβαίνουν» στὸν Ἄνω Κόσμον. 

Ἡ Περσεφόνη συμβολίζουσα τὸν κύκλον τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, τῆς αἰωνιότητος ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν κύκλον γεννήσεως-θανάτου-γεννήσεως, -καθῶς δὲν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως ἀπώλεια σὲ ὅσα ἀπαρτίζουν τὸ σύμπαν, παρὰ μόνον μετουσίωσις τῆς ὕλης, βλ. Πλάτωνος «Τίμαιον»- εἶναι γέννημα τοῦ Διός, ποὺ ὡς Ζεὺς «ζευγνύει τὰ πάντα καὶ Δι' οὗ τὰ πάντα τέτυκται» καὶ ζοῦν, καὶ τῆς μητέρας γαίας, Δήμητρας, ποὺ χάρισε στὸν ἄνθρωπον μέσῳ τοῦ Τριπτολέμου τὰ ἐξ αὐτῆς ὀνομασθέντα δημητριακά ποὺ ἔβγαλαν τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν θηριώδη κατάστασιν, ἀλλὰ καὶ τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια ποὺ τὸν «τάισαν» καὶ τὸν ἔμαθαν νὰ ζεῖ καὶ πνευματικῶς (βλ. «Πανηγυρικός», 28, Ἰσοκράτης). 

Ὁ Ἀπολλόδωρος ἀναφέρει πὼς : 

«Ὁ Πλούτων ἐρωτεύτηκε τὴν Περσεφόνη καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Διὸς τὴν ἀπήγαγε. Καὶ ἡ μήτηρ της, Δημήτηρ μὲ λαμπάδες νύχτα καὶ μέρα τὴν ἀναζητοῦσε σ' ὁλόκληρη τὴν γῆ. Ὅταν ἔμαθε ἀπὸ τοὺς Ἑρμιονεῖς ὅτι τὴν ἥρπαξε ὁ Πλούτων, ὁργισμένη μὲ τοὺς θεούς ἄφησε τὸν οὐρανὸν καὶ μὲ τὴν μορφὴ ἁπλῆς γυναικὸς ἔφτασε στὴν Ἐλευσῖνα. Καὶ πρῶτα κάθησε πάνω στὴν Ἀγέλαστον Πέτρα, ὅπως τὴν εἶπαν ἀπὸ τότε, δίπλα στὸ Καλλίχορον πηγάδι*1. 

Ἔπειτα πῆγε στὸν Κελεὸν ποὺ ἦταν βασιλεὺς τῶν Ἐλευσινίων. Μέσα στὸ σπίτι ἦταν μαζεμένες γυναῖκες καὶ καθῶς τὴν καλοῦσαν νὰ καθίσει δίπλα τους, μιὰ γραῖα, ἡ Ἰάμβη*2, τὴν πείραξε καὶ τὴν ἔκανε νὰ χαμογελάσει. Γι' αὐτὸ λέγουν πὼς οἱ γυναῖκες κάνουν σκωπτικὰ ἀστεῖα στὰ Θεσμοφόρια. 

Ἡ Μετάνειρα, ἡ σύζυγος τοῦ Κελεοῦ*3, εἶχε ἕνα μωρόν, τὸ ὁποῖον παρέλαβε καὶ ἀνέθρεψε ἡ Δημήτηρ. Θέλοντας λοιπὸν νὰ τὸ κάνει ἀθάνατον, ἔβαζε τὸ παιδὶ στὴν φωτιὰ τὴν νύχτα καὶ τοῦ ἔκαιγε τὶς θνητὲς σάρκες. Ἐπειδὴ μεγάλωνε παράξενα μέρα μὲ τὴν μέρα ὁ Δημοφῶν -αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ- παραφύλαξε ἡ Μετάνειρα*4 κι ὅπως βλέπει τὸ παιδὶ μέσα στὶς φλόγες ἔβαλε τὶς φωνές. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ βρέφος τὸ κατάπιε ἡ φωτιά καὶ ἡ θεὰ φανερώθηκε ποιά ἦταν. 

Ἀλλὰ γιὰ τὸν Τριπτόλεμον, τὸν μεγάλο υἰὸν τῆς Μετάνειρας, κατεσκεύασε ἅρμα μὲ φτερωτοὺς δράκοντες καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ σιτάρι ποὺ τὸ ἔσπειρε σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη διασχίζοντας τὸν οὐρανόν. 

Ὁ Πανύασις λέγει ὅτι ὁ Τριπτόλεμος ἦταν υἰὸς τῆς Ἐλευσῖνος. Καὶ ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Δημήτηρ ἦλθε σὲ αὐτόν. Ὁ Φερεκύδης πάλι ἐπιμένει ὅτι ἦταν υἰὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Γῆς. 

Ὅταν ὁ Ζεὺς προσέταξε τὸν Πλούτωνα νὰ στείλει ἐπάνω τὴν Κόρη, ὁ Πλούτων τῆς ἔδωσε νὰ φάει ἕνα σπυρὶ ἀπὸ ῥόδι*5, γιὰ νὰ μὴ μείνει πολὺ καιρὸ κοντὰ στὴν μητέρα της. Κι ἐκείνη χωρὶς νὰ καλοσκεφτεῖ τί κάνει, τὸ κατάπιε. Κι ἐπειδὴ ὁ Ἀσκάλαφος, ὁ υἰὸς τοῦ Ἀχέροντος καὶ τῆς Γοργύρας, τὴν μαρτύρησε, ἡ Δημήτηρ τοῦ φόρτωσε μιὰ βαρειὰ πέτρα στὸν Ἅδη. 

Ὅσο γιὰ τὴν Περσεφόνη, αὐτὴ ὑποχρεώθηκε κάθε χρόνον τὸ ἕνα τρίτο νὰ μένει μὲ τὸν Πλούτωνα καὶ τὸ ὑπόλοιπον κοντὰ στοὺς θεούς», Βιβλιοθήκη, 5,1-3, Ἀπολλόδωρος. 

*1 Ὁ ὁμηρικὸς ὕμνος «Εἰς Δήμητρα» (στ. 270 κ. ἑξ.) ἀναφέρει πὼς ἡ Δημήτηρ κάθησε στὸ πηγάδι τῶν Παρθένων, στὸν ἴσκιον μιᾶς ἐλιᾶς. Παρακάτω ἀναφέρεται πὼς ἡ Δημήτηρ ὡδήγησε τοὺς Ἐλευσινίους νὰ τῆς χτίσουν ἕναν βωμὸν πάνω στὸ πηγάδι Καλλίχορον ( =ὅπου ἔστησαν πρῶτον χορὸν οἱ γυναῖκες τῶν Ἐλευσινίων, βλ. Ἀττικά, 38, Παυσανίας). 

Ἀπὸ τὸν Παυσανία μαθαίνουμε ὅτι πρόκειται γιὰ δύο πηγάδια σὲ ἀπόστασιν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Τὸ Καλλίχορον βρέθηκε στὶς ἀνασκαφὲς μέσα στὸν ναὸν τῆς Δήμητρας, ἐνῶ τὸ ἄλλο πηγάδι τῶν Παρθένων ἤ Ἀνθέων ἦταν στὴν ἄκρη τῆς Ἐλευσῖνος στὸν δρόμον πρὸς τὰ Μέγαρα. 

*2 Ἀπὸ τὸ σκωπτικὸν λόγον τῆς ὑπηρέτρια τοῦ Κελεοῦ, Ἰάμβης ἐγεννήθη ὁ ἴαμβος. «Ὁ βαθύτερος ἀναπαλμὸς τῆς ἑλληνίδος φωνῆς εἶναι ἰαμβικός, γι' αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς μέχρι σήμερα στὴν καθημερινὴ ὁμιλία του, στὶς παροιμίες του, στὶς εὐχές του, στὸ Δημοτικὸν τραγοῦδι, ἀνυποψίαστα καὶ αὐθόρμητα ἔχει τὴν τάσιν νὰ χρησιμοποιεῖ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἰάμβους, οἱ ὁποῖοι πλησιάζουν περισσότερον τὸν βαθύτερον κυματισμὸν τῆς λαλιᾶς του : «γειὰ καὶ χαρά, ὥρα καλή». 

«καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηῦδα», Ἰλιάς. 

«Ὦ βαθυζώνων ἄνασσα Περσίδων ὑπερτάτη, μῆτερ ἡ Ξέρξου γεραιά, χαῖρε Δαρείου γύναι», Πέρσαι, 155, Αἰσχύλος. 

«Τρεῖς Τοῦρκοι, τρεῖς γενίτσαροι κι οἱ τρεῖς τὸν Γιάννο θέλουν, καὶ δὲν μποροῦν νὰ τόν εὑροῦν μόν' βρίσκουν τὴν καλή του», δημοτικὸ τραγοῦδι. 

«Κοιμήσου γιέ μου, καλογιέ, ὄμορφε, δωματάρη, γιὰ νὰ γληγοροκοιμηθεῖς καὶ γιὰ ν' ἀργοξυπνήσεις· νὰ μεγαλώσεις νὰ γενεῖς μεγάλο παλληκάρι, νὰ κτενιστεῖς, νὰ διαρμιστεῖς, νὰ στολιστεῖ, ν' ἀλλάξεις», νανούρισμα. 

«Καβάλα πάει ὁ Χάροντας τὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη», Κωστὴς Παλαμᾶς», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

*3 Ὁ Κελεὸς ἦταν βασιλεὺς τῆς Ἐλευσῖνος, ὅταν κατέφθασε ἐκεῖ ἡ Δημήτηρ. Ὁ Ἐλευσίνιος λοιπὸν βασιλεὺς ὑποδέχτηκε τὴν στεναχωρεμένη καὶ περιπλανωμένη πρὸς εὕρεσιν τῆς Κόρης, θεὰ καὶ τὴν φιλοξένησε στὸν οἶκον του. Ἡ θεὰ γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὴν φιλοξενία, θέλησε νὰ κάνει τὸν υἰόν του, Δημοφῶντα ἀθάνατον, ἀλλὰ κατόπιν δίδαξε καὶ τὸν ἄλλον του υἰόν, τὸν Τριπτόλεμον, τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς μὲ Δημητριακά. Συνάμα δίδαξε στὸν Κελεόν τὰ ἱερὰ μυστήρια, τὰ Ἐλευσίνια καὶ τὸν κατέστησε τὸν πρῶτον ἱερέα τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων. 

Τὸ μέρος ὅπου πρωτοκαλλιεργήθηκε τὸ σιτάρι στὴν Ἐλευσῖνα ἦταν τὸ Ῥάριον πεδίον, τὸ ὁποῖον πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν παπποῦ τοῦ Τριπτολέμου, Ῥάρον. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ ἅλως ( =ἁλώνι) τοῦ Τριπτολέμου, ἀλλὰ καὶ βωμός. 

«φρέαρ τε καλούμενον Καλλίχορον, ἔνθα πρῶτον Ἐλευσινίων αἱ γυναῖκες χορὸν ἔστησαν καὶ ᾖσαν ἐς τὴν θεόν. τὸ δὲ πεδίον τὸ Ῥάριον σπαρῆναι πρῶτον λέγουσι καὶ πρῶτον αὐξῆσαι καρπούς, καὶ διὰ τοῦτο οὐλαῖς ἐξ αὐτοῦ χρῆσθαί σφισι καὶ ποιεῖσθαι πέμματα ἐς τὰς θυσίας καθέστηκεν. ἐνταῦθα ἅλως καλουμένη Τριπτολέμου καὶ βωμὸς δείκνυται», Ἀττικά, 38,5, Παυσανίας. 

Στὸ ἴδιο χωρίον ὁ Παυσανίας ἀναφέρεται στὸν υἰὸν τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Χιόνης, τὸν Εὔμολπον ( < εὖ + μολπή = μελωδία), ὁ ὁποῖος βασίλευε στὴν Θράκη. Ὅταν ξέσπασε πόλεμος μεταξὺ Ἐλευσινίων καὶ Ἀθηναίων, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν, Ἐρεχθεὺς σκοτώθηκε, ἀλλὰ καὶ ὁ υἰὸς τοῦ Εὐμόλπου, ὁ Ἰμμάραδος, καθῶς εἶχαν πάει νὰ συνδράμουν τοὺς Ἐλευσινίους. Ὑπῆρχαν μάλιστα καὶ δύο μεγάλα χάλκινα ἀγάλματα κοντὰ στὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς, ὅπως μᾶς ἐνημερώνει ὁ Παυσανίας ( «Ἑλλάδος Περιήγησις, Α', 27,4), ποὺ ἀναπαριστοῦσαν τὴν μάχη μεταξὺ τοῦ Ἐρεχθέως καὶ Εὐμόλπου. 

Ὁ πόλεμος ἔληξε καὶ ἀπὸ τότε συνεφώνησαν οἱ Ἐλευσίνιοι νὰ εἶναι ὑπήκοοι τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ πὼς θὰ τελοῦν αὐτοὶ τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια. Ὁ ἴδιος ὁ Εὔμολπος καὶ οἱ κόρες τοῦ Κελεοῦ ἦταν ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν τελετὴ πρὸς τὶς δύο θεές.
Πεθαίνοντας ὁ Εὔμολπος ἄφησε τὸν ἄλλον του υἰόν, τὸν Κήρυκα, γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ Κήρυκες ὅμως ἰσχυρίζονται πὼς ἦταν υἰὸς τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀγλαύρου, θυγατρὸς τοῦ Κέκροπος. 

Γι' αὐτὸ πάντοτε ὁ Ἱεροφάντης τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων κρατοῦσε τὴν γενιά του 'πὸ τὸν Εὔμολπον, ἦταν δηλαδὴ Εὐμολπίδης, καὶ ὁ Δαδοῦχος προήρχετο ἐκ τῶν Κηρύκων. 

*4 Στὸν Ὁμηρικὸν Ὕμνον «Εἰς Δήμητρα» (στ. 232 κ.ἑξ.) ἡ Δημήτηρ ἀναφέρεται πὼς ἔχριε μὲ ἀμβροσία τὸν Δημοφῶντα καὶ κάθε βράδυ τὸν ἔκρυβε μέσα στὶς φλόγες, γιὰ νὰ τὸν κάνει ἀθάνατον. Κι ὁ Δημοφῶν ὅσο μεγάλωνε ἔμοιαζε μὲ θεόν· καὶ θὰ τὸν ἔκανε ἀγέραστον καὶ ἀθάνατον, ἄν ἡ Μετάνειρα δὲν ἔβαζε τὶς φωνὲς ἕνα βράδυ ποὺ παρακολούθησε τὴν Δήμητρα. Ὕστερα ἀπὸ τὶς φωνὲς τῆς μητρὸς τοῦ Δημοφῶντος, ἠκολούθησαν προσβολὲς πρὸς τὴν μεταμορφωμένη θεὰ κι ἔτσι ἡ Δημήτηρ, ἀφοῦ φανερώθηκε στὴν Μετάνειρα, σταμάτησε τὴν διαδικασία κι ὁ Δημοφῶν παρέμεινε θνητός. Συνάμα ἐνημέρωσε τὴν Μετάνειρα πὼς ἕπονται μεγάλοι πόλεμοι καὶ δεινὰ γιὰ τοὺς Ἐλευσινίους. 

*5 Ὑπῆρχε ἡ δοξασία ὅτι ὅποιος ζωντανὸς κατέβαινε στὸν Κάτω Κόσμον καὶ ἔτρωγε κάτι ἀπὸ ἐκεῖ, δὲν μποροῦσε νᾶ ξανανέβει στὸν Πάνω Κόσμον. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἅδης ἔδωσε στὴν Κόρη νὰ φάει σπόρους ῥοδιοῦ, ὅταν τὴν ἀπήγαγε, ἐνόσῳ αὐτὴ τριγύριζε καὶ μάζευε ἄνθη μαζὶ μὲ τὶς Ὠκεανίδες σὲ ἕνα λιβάδι. 

Ἡ ῥοιὰ = ῥοδιά συμβολίζει καὶ συνδέεται μὲ τὴν ῥοή- Ῥέα, τὴν θεὰ τῆς ῥοῆς τοῦ χρόνου καὶ γιαγιὰ τῆς Περσεφόνης. Ἡ Ῥέα-ῥοὴ ὑπανδρεύθη τὸν Κρόνον-Χρόνον, ὁ ὁποῖος τρώει τὰ παιδιά του, ἀλλὰ δὲν τὰ ἀφανίζει, καθ' ὅτι παρ' ὅλο ποὺ τὰ κρύβει μέσα της ἡ γῆ-Δήμητρα, μὲ τὸν ὑλικὸν θάνατόν τους, μέσῳ τοῦ μύθου τῆς «Περσεφόνης», αὐτὰ καταφέρνουν νὰ ἀγγίξουν τὴν αἰωνιότητα. 

Ἄν ἀναλογιστεῖ κανεὶς καὶ τὰ γραφόμενα τοῦ Πλουτάρχου στὸ «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης» πὼς ὁ πρῶτος (σωματικὸς) θάνατος συμβαίνει στὴν γῆ-Δήμητρα, ὅπου διαχωρίζεται τὸ σῶμα ἀπὸ τὸν νοῦν καὶ τὴν ψυχή, κι ἔπειτα ἀκολουθεῖ ὁ δεύτερος θάνατος στὴν γῆ τῆς Φερσεφόνης-Ἑκάτης, ἤτοι στὴν Σελήνη, ὅπου διαχωρίζεται πλέον ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸν νοῦν, φαίνεται πὼς ὑπάρχει κάποια σύνδεσις ἀνάμεσα σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ σύμβολα τοῦ μύθου. Μάλιστα ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει πὼς οἱ καλὲς ψυχὲς πρὶν ἀποσπαστοῦν ἀπὸ τὸν νοῦν περιφέρονται στὰ «λιβάδεια τοῦ Ἅδου». 

«Κάθε ψυχὴ τόσον χωρὶς, ὅσον καὶ μὲ τὸν νοῦν ὅταν θὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι ὁρισμένον ἀπὸ τὴν Εἰμαρμένη νὰ πλανηθεῖ στὴν περιοχὴ μεταξὺ γῆς καὶ σελήνης γιὰ ὁρισμένον χρονικὸν διάστημα -ὄχι ἴσο, ἴσως οἱ ἄδικες καὶ ἀκόλαστες ψυχὲς πληρώνουν γιὰ τὰ ἀδικήματά τους, ἐνῶ οἱ καλὲς ὅσον γιὰ νὰ ἐξαγνιστοῦν καὶ σὰν νὰ ἦταν χαλασμένος ἀτμός, νὰ ἐκπνεύσουν τὰ μιάσματα ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸ σῶμα, στὸ πιὸ γαλήνιον μέρος τοῦ ἀέρος, τὸ ὁποῖον καλοῦν «λιβάδια τοῦ Ἅδου», πρέπει νὰ μείνουν γιὰ ὁρισμένον χρονικὸν διάστημα.

Ἐκεῖ σὰν νὰ ἐπαναφέρονται στὴν πατρίδα ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τῆς ἐξορίας, γεύονται χαρὰ παρόμοια μὲ ἐκείνη ποὺ νιώθουν ὅσοι μυοῦνται στὰ Μυστήρια, συνδυασμένη μὲ ἐλπίδα γλυκειὰ ἀλλὰ ἀνακατεμένη σὲ μεγάλο βαθμὸν μὲ ταραχὴ καὶ ἔξαψιν», Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης, Πλούταρχος. 

Διόλου τυχαίως οἱ ἀρχαῖοι κόλλυβοι καὶ χύτροι, τὰ σημερινὰ δηλαδὴ κόλλυβα, ἀποτελοῦνται ἀπὸ σιτάρι, καρπούς, σταφίδες -σύμβολον τοῦ Διονύσου-Ἰάκχου- καὶ ἀρκετὸ ῥὀδι· ὅλα συμβολικὰ καὶ πανάρχαια ἔθιμα ποὺ ἀνάγονται σὲ ἀρχαιότατες ἐποχές, ἔθιμα καὶ συνήθειες τοῦ ἑλληνισμοῦ. 

«Τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια στὴν οὐσία ἦσαν μυστικὲς τελετές, μὲ ἀπώτερο στόχον τὴν επικοινωνία μὲ τὸ θεῖον... Τὰ δρώμενα ἦσαν μία ἀναπαράστασις τῆς ἀναζητήσεως τῆς (ἁρπαχθείσης ὑπὸ τοῦ θεοῦ τοῦ Κάτω Κόσμου Πλούτωνος) κόρης Περσεφόνης, ἀπὸ τὴν μητέρα της Δήμητρα. Ἡ Δημήτηρ ( =Γῆ μήτηρ) συμβολίζει τὴν ζωὴν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐνῷ ἡ ἁρπαχθεῖσα κόρη Περσεφόνη συμβολίζει τὸν θάνατον (ὑπὸ τὴν γαῖαν)... Ἀπηγορεύετο αὐστηρότατα ἀπὸ τὴν Ἀθηναϊκὴ Πολιτεία νὰ κοινοποιηθοῦν οἱ λεπτομέρειες τοῦ τρόπου τῆς λατρείας ἐπειδή, ἀρχαιόθεν, «θεῶν σέβας ἰσχάνει αὐδήν» =ὁ σεβασμὸς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐμποδίζει τὸ νὰ ὁμιλήσῃ τίς, κοινοποιώντας τὰ τῶν σεβασμίων τελετῶν. 

Κατὰ τὰ Προεόρτια τῶν Ἐλευσινίων, πρὶν ἀναχωρήση ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα ἡ ἐπίσημος πρὸς Ἐλευσῖνα πομπή, ἠμποδίζοντο νὰ μετάσχουν «οἱ χεῖρας μὴ καθαροί». Ἀπεμακρύνοντο δέ, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ὁ Θέων ὁ Σμυρναῖος, ὅσοι δὲν ἐγνώριζον ἑλληνικά («οἱ ἀσύνετοι φωνῆς Ἑλλάδος»), ἀργότερον δὲ καὶ ὁ τυχὸν ἄθεος ἤ κατάσκοπος Χριστιανός : 

«Εἴ τις ἄθεος ἤ χριστιανὸς ἥκει, κατάσκοπος τῶν ὁργίων, φευγέτω...», Λουκιανοῦ «Ψευδόμαντις», 38. 

( =Ἐὰν κάποιος ἄθεος ἤ χριστιανὸς ἔχει φτάσει γιὰ νὰ κατασκοπεύσει τὰ μεγάλα καὶ ἱερὰ ἔργα, νὰ ἐξορίζεται/ νὰ φεύγει). 

Στὴν Ἐλευσῖνα ἐφυλάσσοντο ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θησαυρὸν τῶν βιβλίων μας, καὶ ὅ,τι θὰ χαρακτηρίζαμε σήμερα ὡς «τὰ Ἀρχεῖα τῆς Οἰκουμένης». Ἡ ἀρχαιοτάτη Πανιστορία. Οἱ φανατικοὶ ἐκ τῶν χριστιανῶν θὰ βαλθοῦν νὰ καταστρέψουν καὶ αὐτὸν τὸν πλήρη Σοφίας καὶ Γνώσεως τόπον, μὲ πρόσχημα «τὴν μωρίαν καὶ τὴν πολύθεον πλάνην τῶν Ἑλλήνων». Ἡ Ἐλευσῖνα, μαζὶ μὲ τὰ Βιβλία καὶ τὰ Ἀρχεῖα της, κατεστράφη καὶ αὐτὴ ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Β' ( «ἐς ἔδαφος φέρειν...»). 

Ὁ τελευταῖος ἀρχιερεὺς τῆς Ἐλευσῖνος, πιστὸς φύλαξ τῶν Ἱερῶν, παρέμεινε μέσα, ἔκλεισε τὰς θύρας καὶ τὰς πύλας, καὶ ἐπυρπολήθη ζῶν μετὰ τῶν Ἀρχείων. Οὐδὲν γραπτὸν περιῆλθε εἰς τὰς χεῖρας τῶν βεβήλων. Δὲν θὰ μάθουμε ποτὲ τὸ τί ἀπωλέσθη. Ὅμως, εὐτυχῶς, εἰς τὰς χεῖρας τῶν βαρβάρων δὲν περιέπεσε οὔτε τὸ ἐλάχιστον Σπάραγμα (Fragmentum). Ὁ τελευταῖος ἱερεὺς (ἀναφέρεται ὡς Ἱλαρίων) ἐξετέλεσε εἰς τὸ ἀκέραιον τὸ καθῆκον του. Ἐφύλαξε τὰ τῶν θεῶν. Δὲν ἔρριψε τὰ ἅγια τοῖς κυσίν», Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν, Ἄννα Τζιροπούλου. 

«ΕΚΑΣ, ΕΚΑΣ ΟΙ ΒΕΒΗΛΟΙ», κῆρυξ τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων 

Ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους», τόμος Δ', κεφ. Γ', σελ. 65, ἐκδ. Χ. Πάτση) γράφει : 

«Ἐν ἔτει 341 μ.Χ. ἐξεδόθη νόμος... διατάττων τὴν κατάργησιν τῶν ναῶν, ἐπιβάλλει εἰς τε τοὺς παραβάτας καὶ τοὺς ὀκνήσαντας περὶ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτοῦ ἐπαρχιακοὺς ὑπαλλήλους, ποινὴν θανάτου καὶ δημεύσεως...

Ὁ Θεοδόσιος ἦτο υἱὸς ὁμωνύμου στρατηγοῦ. Μετὰ τὴν τοῦ πατρὸς τελευτήν, ἀπῆλθεν εἰς Ἰβηρίαν τὴν πατρίδα αὐτοῦ καὶ διέτριβεν ἐκεῖ ἰδιωτεύων, ὅτε ὁ Γρατιανὸς ἐκάλεσεν αὐτόν... καὶ ἤρχισαν νοθεύοντες τὰ ἐν αὐτῷ τῷ κράτει σωζόμενα στοιχεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ...

Ὁ Θεοδόσιος ὁ μέγας ἐξέδωσε νόμους αὐστηρούς, δι’ ὧν ἀφῃρεῖτο νῦν μὲν τοῦτο, νῦν δ’ ἐκεῖνο, τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ βίου, καὶ ἰδίως τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ θρησκεύματος. Κατήργησεν ἐν ἔτει 394, διὰ νόμου, τὸν μέγαν ὀλυμπιακὸν ἀγῶνα, κατὰ τὴν 293η Ὀλυμπιάδα... καὶ ἐξέλιπεν οὕτω τότε διὰ παντὸς ἡ ἐπιφανεστάτη ἐκείνη τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν πανηγύρεων. Ὡσαύτως ἐπὶ βαρυτάταις χρηματικαῖς ζημίαις, καὶ ὕστερον ἐπὶ ποινῇ θανάτου, ἀπηγορεύθησαν ἀλληλοδιαδόχως αἱ ἐν ἡμέρᾳ καὶ ἐν νυκτὶ θυσίαι, αἱ ἱεροσκοπίαι, ἡ τῶν εἰδώλων λατρεία, ἡ εἰς τοὺς ναοὺς εἴσοδος καὶ ἐν γένει πᾶσα δημοσία τελετὴ τοῦ ἀρχαίου θρησκεύματος... 

Οἱ κατὰ τὰς ἐπαρχίας ἐξαγριωμένοι ὄχλοι, μὴ ἀρκούμενοι εἰς τὴν κατάργησιν τῆς λατρείας, ἤθελον νὰ καταστρέψωσι καὶ αὐτὰ τὰ οἰκοδομήματα ἐντὸς τῶν ὁποίων αὕτη ἐτελεῖτο... Τινὲς δὲ τῶν ἐπισκόπων καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν μοναχῶν συνετέλουν προθυμότατα εἰς τὸν ὄλεθρον τοῦτον. Εἰς μάτην διεμαρτύροντο οἱ ἐθνικοί*. 

Τότε ἀνετράπη ἐκ βάθρων ὁ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ περίφημος ναὸς τοῦ Σεράπιδος, πάλαι ποτὲ οἰκητήριον τῶν ἐπιστημῶν... Ὁ βασιλεὺς ἐδείχθη ἀδυσώπητος, διατάξας νὰ θανατωθῶσιν μὲν πολλοὶ τῶν βουλευτῶν, νὰ δημευθῶσι δὲ αἱ περιουσίαι, νὰ παύσωσι αἱ διανομαὶ τοῦ σίτου εἰς τὸν δῆμον...

Έν Θεσσαλονίκῃ... ὀργισθείς, ἀπεφάσισε νὰ τιμωρήση ἀπηνῶς τὴν πόλιν... προσεκλήθη ὁ λαὸς εἰς τὸν ἱππόδρομον πρὸς θέαν δῆθεν ἱπποδρομικοῦ ἀγῶνος, ἐκεῖ δὲ αἴφνης οἱ στρατιῶται, ἐπιπεσόντες ξιφήρεις κατὰ τοῦ πλήθους, ἔσφαξαν ἐν διαστήματι τριῶν ὡρῶν, ἄνευ διακρίσεως ἀθώων καὶ ἐνόχων, πολιτῶν καὶ ξένων, κατά τινας μὲν ἑπτὰ χιλιάδας, κατά τινας δὲ πεντεκαίδεκα χιλιάδας ἀνθρώπων...

Ὁ Ἀρκάδιος ( =υἰὸς τοῦ Θεοδοσίου), ὁ διαδεξάμενος τὴν ἀνατολικὴν Βασιλείαν, ἦτο 18ετής... πᾶσα ἡ ἐξουσία περιῆλθεν εἰς τὸν Βανδῆλον (ἄφησε τὸ ὄνομά του στὴν ἱστορία λόγῳ τῶν τεραστίων ἐγκλημάτων-βανδαλισμῶν ποὺ διεπραξε· Βανδῆλος-Βάνδαλος > βανδαλισμός) καὶ τὸν Ρουφῖνον.... Ὁ Ρουφῖνος κατέπεισε τὸν Ἀλάριχον ‐ἡγεμόνα τῶν Γότθων‐ νὰ ἐπέλθη κατὰ τῆς Ἑλλάδος, ὑποσχόμενος ὅτι θέλει εὐκολύνει ἐκ παντὸς τρόπου τὴν ἐπιδρομὴν αὐτῶν... οἱ μοναχοὶ διηυκόλυναν πολὺ τὴν ἐπιδρομὴν τοῦ Ἀλαρίχου... ἐνόμιζον ὅτι ὑπηρετοῦσι τὸ τῆς θρησκείας αὐτῶν συμφέρον συμπράττοντες μετὰ τοῦ Ἀλαρίχου... Μετὰ δέ τινας ἐνιαυτούς, ὡς ἂν μὴ ἤρκουν αἱ ὑπὸ τοῦ Ἀλαρίχου γενόμεναι καταστροφαὶ τῶν ποικίλων ἱδρυμάτων τοῦ ἀρχαίου θρησκεύματος, ὁ Ἀρκάδιος διέταξε ρητῶς δι’ ἑτέρου νόμου νὰ καταβληθῶσιν εἰς ἔδαφος οἱ ναοὶ τῆς εἰδωλολατρείας, τὸ δὲ ὑλικὸν αὐτῶν νὰ χρησιμεύση εἰς δημόσια οἰκοδομήματα, ὁδούς, κρήνας, τείχη καὶ ὑδραγωγεῖα... 

Οἱ βάρβαροι καθοδηγούμενοι ὑπὸ μοναχῶν κατεπλημμύρησαν τὰ πάντα τὰ μεταξὺ Θερμοπυλῶν καὶ Ἀττικῆς, Λοκρίδα, Φωκίδα, Βοιωτίαν, λεηλατοῦντες καὶ καταστρέφοντας χώρας καὶ πόλεις καὶ τοὺς μὲν ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάττοντες, παῖδας καὶ γυναῖκας ἀγεληδὸν συνεπαγόμενοι». 

«Ἐν ὀλίγοις: Ο Αλάριχος ἔφερεν ἐπιτυχῶς εἰς πέρας τὴν ἀποστολὴν ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθῆ. 

«Πάντα τὰ εἰδωλεῖα ἕως ἔδαφος καταστρέψαι καὶ πυρὶ παραδοθῆναι».

Κατέστρεψε τοὺς Δελφούς, ἐκθεμελίωσε τὸν Πειραιᾶ, ἐρήμωσε τὴν Βοιωτία, τὴν Μεγαρίδα, τὴν Ἀττική. Ἐπέδραμε κατὰ τῆς Ἐλευσῖνος πολιορκῶν τὰ ἱερά, τὰ ὁποῖα ὑπεράσπισε ὁ τελευταῖος ἀρχιερεὺς τῶν Ἐλευσινίων, ὁ Ἱλαρίων, ὁ ὁποῖος ἐπέτυχε νὰ μὴ περιέλθουν εἰς τὰ βέβηλα χέρια τῶν βαρβάρων τὰ ἱερὰ ἀρχεῖα. Στὴν προσπάθειά του αὐτὴ βρῆκε τραγικὸ καὶ ἔνδοξο θάνατο μέσα στὶς φλόγες.

Στὴν Πελοπόννησο ὁ Ἀλάριχος δὲν ἄφησε τίποτε ὄρθιο. Κατεδάφισε ὅλους τοὺς ναούς, κατέχωσε τὰ θέατρα καὶ ἐθρυμμάτισε ὅ,τι ἐθύμιζε τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἀπὸ τὴν Κόρινθο, μέχρι τὴν Σπάρτη καὶ τὸ Ἄργος, καί, φυσικά, ἀφάνισε τὴν Ὀλυμπία.

Ξερρίζωσε ἀκόμη καὶ τὴν ἱερὰν δρῦν τοῦ Διὸς στὴν Δωδώνη. Συγχρόνως ἠφανίσθη τὸ ἄγαλμα τοῦ Δωδωναίου Διός, καθὼς καὶ ὁ τρίπους τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν.  

* Εἶχε ἀπαγορευθῆ ἐπὶ ποινῇ θανάτου ἡ ὀνομασία «Ἕλληνες». Ἀντὶ «Ἕλληνες», οἱ πρόγονοί μας ἀπεκαλοῦντο «ἐθνικοί», ὡς ἐπιμένοντες εἰς τὰ τοῦ Ἔθνους των», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (