Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὸ «Περὶ ζώων μορίων» (Γ', 1) πὼς τὸ μέρος μεταξὺ κεφαλῆς καὶ αὐχένος ὀνομάζεται ΠΡΟΣΩΠΟΝ ( < πρός + ὤψ = ὀφθαλμός) καὶ ἀπὸ τῆς πράξεως αὐτῆς ἔχει πάρει τὸ ὄνομά του :
«τῶν ἀνθρώπων δὲ καλεῖται τὸ μεταξὺ τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ αὐχένος πρόσωπον, ἀπὸ τῆς πράξεως αὐτῆς ὀνομασθέν, ὡς ἔοικεν· διὰ γὰρ τὸ μόνον ὀρθὸν εἶναι τῶν ζῴων μόνον πρόσωθεν ὄπωπε καὶ τὴν φωνὴν εἰς τὸ πρόσω διαπέμπει».
«Πρόσω καὶ ἔμπροσθεν τοὺς ὦπας ἔχει, τὸ πρὸς τὴν ὦπα ὄν».
Καὶ εἰς τὸ πρόσωπον συναντῶμεν καὶ τὴν ΡΙΝΑ ( < ῥίς < ῥέω + ἴς = δύναμις), διότι «ἀπὸ ἐκεῖ ῥέει, κυλάει ἡ δύναμις, τὸ «μένος», ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ὁ Ὅμηρος περιγράφει λίαν χαρακτηριστικῶς : «Ἀνὰ δὲ ῥῖνας δριμὺ μένος προὔτυψε», ω', 318.
«Τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀφθαλμοὺς ῥῖνάς τε», Π', 502».
Καὶ σχολιάζει ὁ ἀρχαῖος σχολιογράφος : «ἐπεὶ οἱ τελευτῶντες οὐ βλέπουσιν, οὐδὲ ἀναπνέουσι». Εἰδικώτερον :
«ῥινὸς τὸ ἔνθεν καὶ ἔνθεν πτερύγια καλεῖται, διότι ταῦτα κινεῖται ἐν ταῖς σφοδραῖς δυσπνοίαις».
«Ῥώθων δέ, ὅτι ῥόθον ὠθεῖ»», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
ΠΤΕΡΥΓΙΟΝ < πτέρυξ < ἵπταμαι·
ΡΩΘΩΝ < ῥόθος + καταλ. -ων < εἰμί, δεικνύουσα τόπον, ὅπου ὑπάρχεί τι, < ῥέω + ὠθῶ.
Λέγεται καὶ ΜΥΤΗ < μύζω =πνευστιῶ, βγάζω ἦχον ἀπὸ τὴν μύτη, κρατώντας τὸ στόμα κλειστόν < μύω· σχετικὰ καὶ καὶ τὰ ΜΥΚΤΗΡ/ ΜΥΞΩΤΗΡ, ΜΥΚΩΜΑΙ, ΜΥΣΟΣ ( =ἀκαθαρσία), ΜΥΓΜΟΣ ( = ὁ τοῦ μῦ ἦχος), ΜΥΣΣΟΜΑΙ, ΜΥΞΑ κοκ.
«ἡ δὲ ῥὶς μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν τέτακται, ταύτης δὲ τὰ μὲν ἑκατέρωθεν μυκτῆρες ἢ μυξωτῆρες καλοῦνται, δι᾿ ὧν ἀναπνεῖ τε καὶ ὀσφραίνεται τὰ ζῶα. μυκτήρων δὲ τὰ μὲν ἔξωθεν πτερύγια, τὸ δὲ διορίζον αὐτὰ κίων», Introductio seu medicus, Γαληνός.
Τὸ διαχωρίζον τὰ πτερύγια διόλου τυχαίως ὀνομάζεται ΚΙΩΝ ( < κίω =πορεύομαι, ὁ εἰς ὕψος πορευόμενος) ἤ ΣΤΥΛΙΔΑ, καθῶς λειτουργεῖ ὡς στύλος. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς ῥινὸς βρίσκονται οἱ ΠΑΡΑΡΡΙΝΙΟΙ ΚΟΛΠΟΙ ( < παρά + ῥίς), ὅπως τὰ ΓΝΑΘΙΑΙΑ ΑΝΤΡΑ ( < γνάθος < γνάμπτω + ἄντρον = κοίλωμα, < ἀνά + τρύω) ἤ ΙΓΜΟΡΕΙΑ (ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ χειρουργοῦ Highmore), οἱ ΗΘΜΟΕΙΔΕΙΣ ΚΥΨΕΛΕΣ ( < ἠθμός = σουρωτήρι, < ἤθω = διυλίζω), οἱ ΣΦΗΝΟΕΙΔΕΙΣ ( < σφῆνα, λόγῳ τοῦ σφηνοειδοῦς σχήματός τους) καὶ οἱ ΜΕΤΩΠΙΑΙΟΙ ΚΟΛΠΟΙ.
Ἐντὸς της ῥινὸς συναντᾶ κανεὶς καὶ τὶς ΜΗΡΙΓΓΕΣ (τὰ μικρὰ καὶ σκληρὰ τριχίδια ποὺ προστατεύουν τὸν ὀργανισμὸν λειτουργώντας ὡς ἠθμὸς στὴν συγκράτησιν τῶν μορίων σκόνης καὶ ἄλλων ξένων σωμάτων ποὺ περιέχονται στὸν εἰσπνεόμενον ἀέρα).
...
«Ἤδη ἀπὸ τὴν ἀλεξανδρινὴ ἐποχή, ὁ Ἀδαμάντιος ὁ Ἰουδαῖος εἰς τὰ «Φυσιογνωμικά» του τονίζει ἐντυπωσιασμένος τὸ χαρακτηριστικὸν αὐτὸ κάλλος τῆς ἑλληνικῆς κατατομῆς. Περιγράφοντας τὴν ἑλληνικὴ φυσιογνωμία, γράφει ὅτι οἱ Ἕλληνες διαθέτουν :
«Ῥῖνα ὀρθήν ( *=εὐθεῖα, ὄχι κυρτὴ ὅπως αὐτὴν ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς γαμψομύτηδες Ἑβραίους), ὀφθαλμοὺς ὑγρούς, χαροπούς, φῶς πολὺ ἔχοντας ἐν ἑαυτοῖς. Εὐοφθαλμότατον πάντων τῶν ἐθνῶν, τὸ ἑλληνικόν».
Ἀνέκαθεν ἐντυπωσίαζε (ἐκτὸς τῆς ὡραιότητος τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τοῦ ἀστραποβόλου βλέμματος) ἡ καλλίστη εὐθύτης τῆς ἑλληνικῆς ῥινός, ἡ ὁποία σαφῶς διέφερε ἀπὸ τὸ κυρτὸν τῆς ῥινὸς τῶν Ἀσιατῶν, ἀπὸ τὸ πεπλατυσμένον τῆς ῥινὸς τῶν Ἀφρικανῶν*, καὶ ἀπὸ τὴν κλίσιν πρὸς τὰ ἐπάνω τῆς ῥινὸς τῶν Φράγκων, τὴν γνωστὴ ὡς «nez retroussé».
Ὅσοι «ζηλοῦσι τὰ τῶν Ἑλλήνων» (Γαληνός), συντρίβουν τὶς τέλειες ῥῖνες τῶν ἑλληνικῶν προτομῶν καὶ ἀνδριάντων (ῥινοτομία κατόπιν ῥινοκοπίας -κόπτω =κτυπῶ)», Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν, Ἄννα Τζιροπούλου.
*Ὁ ἔχων πεπλατυσμένη μύτη, ὅπως αὐτὴ τῶν Ἀφρικανῶν, ὀνομάζεται σιμός. Ἐκ τοῦ σιμὸς οἱ Λατῖνοι δημιούργησαν τὴν λέξιν γιὰ τὸν πίθηκον, καθῶς τὸ ζῶον ἔχει πεπλατυσμένη μύτη σὰν τοὺς Ἀφρικάνους, καὶ τὸν εἶπαν simius, ἐξ οὗ τὰ singe, simien, scimmia, scimmiotare, simiesco, simian σὲ διάφορες γλῶσσες, ὅλα σχετικὰ τῶν πιθήκων.
Μάλιστα ὁ Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ εὐστόχως πὼς οἱ οὐλότριχες ( =μαλλιαροί, δασύτριχοι) καὶ οἱ σγουρομάλληδες ἄνθρωποι εἶναι συνήθως σιμότεροι :
«Διὰ τί οἱ οὐλότριχες, καὶ οἷς ἐπέστραπται τὸ τρίχιον, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ σιμότεροι;», Προβλήματα, 33, 18, Ἀριστοτέλης.
Πράγματι στοὺς Ἀφρικανοὺς ποὺ εἶναι τὸ χαρακτηριστικώτερον παράδειγμα ἐλλείψεως χόνδρου στὴν μύτη, παρατηρεῖται καὶ ἔντονη οὐλοτριχία· ἀμφότερα χαρακτηριστικὰ ἔχουν ὡς σκοπὸν τὴν ἐπιβίωσίν τους στὶς συνθῆκες γιὰ τὶς ὁποῖες καὶ εἰς τὶς ὁποῖες ἐγεννήθησαν, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι οὔτε τὸ εὔκρατον κλίμα τῆς πατρίδος μας, οὔτε τὰ κρύα κλίματα τοῦ βορρᾶ, στὰ ὁποῖα προσεπιφύονται.
Κάτωθεν τῆς ῥινὸς βρίσκεται τὸ ΣΤΟΜΑ ( < τέμνω, τέτομα, «στόμα, ἐκ τοῦ τέμνειν τὰ σιτία, πλεονασμῷ τοῦ σ. Τμητικόν ἐστι ὧν λαμβάνομεν». Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ στέμβω = σείω). Λέγεται καὶ ΜΑΣΤΑΞ ἀπὸ τοῦ μασσᾶσθαι· δωρικῶς τρέπεται σὲ ΜΥΣΤΑΞ καὶ συνεκδοχικῶς μύσταξ εἶναι τὸ ἄνω χεῖλος. Ἐκ τῆς ἐκφράσεως «κείρεσθαι μύστακα» ἡ λέξις «μύσταξ = μουστάκι». Τὸ ἄνω χεῖλος λέγεται καὶ ΥΠΗΝΗ (ἐκ τοῦ ὑπεῖναι τοῦ γενείου).
Τὸ στόμα καλύπτεται ἀπὸ τὰ ΧΕΙΛΗ ( «παρὰ τὸ χέειν τοὺς λόγους χέλος...διὰ τὸ χέλος κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ἰώτα χεῖλος», Μέγα Ἐτυμολογικόν). Ἡ Τζιροπούλου στὸν «Ἐν τῇ λέξει λόγον» ἀναφέρει ὡς ἐτυμολογικὴ ἐκδοχὴ τὸ νὰ προέρχονται ἀπὸ χ-εἰλίσθαι, «παρὰ τὸν χιλὸν λαμβάνειν, χιλὸς δὲ ἡ τροφή». Αἰολικῶς λέγονται χέλλη. Ὀνομάζονται καὶ ΧΕΛΥΝΗ («Ὅμηρος μὲν ἕρκος ὀδόντων τὰ χείλη καλεῖ, οἱ δὲ παλαιοὶ χελύνας», Πολυδεύκης, Β', 89).
Χελύνη εἶναι ἀλλοιῶς ἡ χελῶνα καὶ πιθανὸν ὑπάρχει σύνδεσις στὰ ἔτυμα, καθῶς τὰ χείλη κεύθουν ( = καλύπτουν) τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ στόματος καὶ ἡ χελῶνα ὅμως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κεύθω, λόγῳ τοῦ κελύφους της ποὺ τὴν καλύπτει.
Ἡ ΓΝΑΘΟΣ ( < γνάμπτω, κάμπτω, «ἐκ τοῦ γνάμψιν καὶ κάμψιν· ἡ καμπτομένη σιαγὼν», Μέγα Ἐτυμολογικόν) λέγεται ἀλλοιῶς καὶ ΜΑΘΥΙΑ ( < μασῶ). Ἡ ΣΙΑΓΩΝ, κοινῶς σαγόνι, ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ σείω + ἄγω· «σιαγόνες σείονται ἀγόμεναι, συνάγονται περιαγόμεναι». Τὸ προεξέχον μέρος τῆς σιαγόνος ὀνομάζεται ΠΩΓΩΝ, κοινῶς πηγοῦνι καὶ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «πήγνυμι» ( =στερεώνω), καθ' ὅτι «πεπηγὼς καὶ ἑδραῖος τόπος». Λέγεται καὶ ΓΕΝΥΣ ( < σχετ. τοῦ γενεῖον, γι' αὐτὸ καὶ γένυς ὀνομάζεται καὶ τὸ μάγουλον, καθῶς καὶ ἐκεῖ φύονται τρίχες).
Ἐσωτερικῶς τοῦ στόματος βρίσκονται μεταξὺ ἄλλων ὁ ΣΙΕΛΟΣ/ ΣΙΑΛΟΣ/ ΣΙΕΛΟΝ ( < σίαλος = παχύς, παχύρρευστον ὑγρόν· σίελος «ὑγρὸν ἀποσειόμενον ἅλις =ἀθρόως»), ἡ ΓΛΩΣΣΑ ( < γνῶ + ὠθῶ + ἀΐττω, ἡ γνῶσα, «ἡ εἰς γνῶσιν ἄγουσα τὰ ἐν διανοίᾳ», ἤτοι γν-ώττα, γνῶσσα, γλῶσσα· «ἡ εἰς γνῶσιν ὠθοῦσα τὰ ἐν τῷ νῷ»· «παρὰ τὸ νοήσω, νώσω, νῶσσα καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ, γνῶσσα, καὶ τροπὴ τοῦ ν εἰς λ». «Τῇ γλώττῃ χρῆται ἡ φύσις, πρός τε τοὺς χυμοὺς καὶ πρὸς τὴν ἑρμηνείαν», Ἀριστοτέλης, Ἀναλυτ., 11,476· «γλῶσσα, παρὰ τὸ κλώθω· κλωθωμένης γὰρ αὐτῆς ἡ ἔναρθρος φωνὴ ἤ γνῶσσα, διαγνωστική», Μελέτιος), οἱ ΟΔΟΝΤΕΣ ( < ἔδω =ἐσθίω· «ὀδόντες, οἱ ἐπὶ ἐδωδῇ ὄντες»).
Ἡ δὲ συνέχουσα αὐτοὺς σάρξ, ΟΥΛΟΝ εἴρηται «διὰ τὸ τρυφερὸν καὶ ἁπαλὸν αὐτῆς» (οὖλος = μαλακός, ἐκ τοῦ εἰλεῖσθαι, ἄρα οὖλον σημαίνει τὴν συνέχουσα τοὺς ὀδόντας μαλακὴ καὶ ὡσεὶ συνεστραμμένη σάρκα). «Αἰ κοιλότητες τῶν ὀστῶν ἐν αἷς οἱ ὀδόντες ἐρρίζονται», ἀποκαλοῦνται ΦΑΤΝΙΑ ( < φάτνη, πάτνη, ὅπερ ἐκ τοῦ πατέομαι =ἐσθίω).
«Τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ στόματος, ἐκ τῆς πρὸς τὸν οὐρανὸν ὁμοιότητος τὸ ὄνομα λαμβάνων» καὶ γι' αὐτὸ ὀνομάζεται ΟΥΡΑΝΙΣΚΟΣ· «Ὡς ἐν τοῖς ὅλοις τοῦ κόσμου ὁ οὐρανός, οἷον μικρὸς οὐρανός», Ὡρίων. Ἀλλοιῶς ὀνομάζεται καὶ ΥΠΕΡῼΑ ( < ὑπέρ + ᾤα = ἄκρη).
Οἱ δὲ ὀδόντες, χωρίζονται σὲ δύο φάσεις· στὰ ΝΕΟΓΙΛΑ ( < νεογιλός = νεογέννητος καὶ πρωτοφυής) δόντια, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ πρῶτα δόντια ποὺ φύονται στὰ τόξα, ὥστε νὰ ἐξυπηρετήσουν τὶς ἀνάγκες ἑνὸς βρέφους-μικροῦ παιδιοῦ, ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει πλήρως διαμορφωθεῖ/ ἀναπτυχθεῖ· ἀνάγκες ὄχι μόνον διατροφικές, ἀλλὰ καὶ σχετικὲς τῆς ὁμιλίας (βλ. ὀδοντικὰ τ,δ,θ κλπ), τῆς ἀναπτύξεως τοῦ στοματογναθικοῦ συστήματος, καθῶς τὰ νεογιλὰ «ἀνοίγουν τὸν δρόμον» γιὰ τὴν ἀνατολὴ τῶν μονίμων.
Τὰ νεογιλὰ εἶναι εἴκοσι τῷ ἀριθμῷ καὶ ἔχουν μικρὲς καὶ πιὸ ἀδύναμες ῥίζες, ὥστε νὰ εἶναι εὐκολωτέρα ἡ πτῶσις τους καὶ ἡ ἀντικατάστασίς τους ἀπὸ τὰ ΜΟΝΙΜΑ ( < μένω) δόντια, μὲ τὰ ὁποῖα προορίζεται νὰ περάσει ὁ ἄνθρωπος τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι 32 στὸ σύνολον (σὲ ἕναν πλήρως ὀδοντικῶς ἀνεπτυγμένον ἄνθρωπον), 16 σὲ κάθε γνάθον.
Ἀναλόγως τοῦ ἐργου, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπιφορτισμένοι οἱ ὀδόντες -νεογιλοὶ ἤ μόνιμοι- φέρουν συγκεκριμένον ὄνομα ἕκαστος. Ξεκινώντας ἀπὸ τὴν μέση τῶν δύο ὀδοντικῶν ΤΟΞΩΝ (διότι ὁμοιάζει τὸ σχῆμα τους μὲ τόξον)*, συναντᾶ κανεὶς τοὺς ΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ( < τέμνω· βρίσκονται στὸ κέντρον τοῦ τόξου, ἐξ οὗ καὶ κεντρικοί), οἱ ὁποῖοι εἶναι τέσσερεις στὸ σύνολον (δύο στὴν ἄνω καὶ δύο στὴν κάτω γνάθον) καὶ τοὺς ΠΛΑΓΙΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ (< τέμνω, βρίσκονται πλαγίως τῶν κεντρικῶν τομέων καὶ εἶναι ἐπίσης τέσσερεις στὸ ἀριθμόν, δύο πάνω καὶ δύο κάτω). Οἱ τομεῖς λέγονται καὶ ΚΟΠΤΗΡΕΣ, καθῶς χρησιμεύουν στὸ να κόβουν τὶς τροφές. Οἱ νεογιλοὶ τομεῖς ἀνατέλλουν συνήθως λίγο πρὶν τὸ πρῶτο ἔτος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποπίπτουν περὶ τὰ 6-8 ἔτη, ὥστε νὰ τοὺς διαδεχθοῦν οἱ ἀντίστοιχοι μόνιμοι.
Δίπλα στοὺς πλαγίους τομεῖς φύονται οἱ ΚΥΝΟΔΟΝΤΕΣ ( < κύων + ὀδούς, διότι ὁμοιάζουν μὲ δόντια κυνός/ σκύλου), κατὰ τὴν ἡλικία μεταξὺ 16-22 μηνῶν. Ἀποπίπτουν μεταξὺ 10-12 ἐτῶν καὶ ὁ ῥόλος τους εἶναι νὰ σχίζουν τὶς τροφές. Εἶναι τέσσερεις τῷ ἀριθμῷ, δύο στὴν ἄνω καὶ δύο στὴν κάτω γνάθον.
Ἀμέσως μετὰ τοὺς κυνόδοντες βρίσκονται οἱ ὀκτὼ ΠΡΟΓΟΜΦΙΟΙ ( < πρό + γόμφος < γνάμπτω· τέσσερεις στὴν ἄνω καὶ τέσσερεις στὴν κάτω γνάθον· δίπλα στοὺς κυνόδοντες εἶναι ὁ ΠΡΩΤΟΣ ΠΡΟΓΟΜΦΙΟΣ καὶ δίπλα στὸν 1ον προγόμφιον, ὁ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΡΟΓΟΜΦΙΟΣ). Πρόκειται γιὰ μόνιμα δόντια, τὰ ὁποῖα δὲν βρίσκονται στὸ στόμα τῶν μικρῶν παιδιῶν, διότι ἀνατέλλουν μεταξὺ 10ου καὶ 12ου ἔτους. Χρησιμεύουν στὴν μάσησιν καὶ στὸ ἄλεσμα τῆς τροφῆς (ἐξ οὗ καὶ ἀγγλιστὶ καὶ γενικῶς βαρβαρικῶς ὀνομάζονται premolars < pro + molo = ἀλέθω, < πρό + μύλλω = συντρίβω, πιέζω) καὶ συνεπικουροῦν τοὺς μεγαλυτέρους γομφίους.
Δίπλα στὸν 2ον προγόμφιον ἀναπτύσσονται διαδοχικῶς οἱ ΓΟΜΦΙΟΙ ( < γνάμπτω)/ ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ ( < τετράπεζα < τέσσερα + πέζα = πόδι, διότι ὁμοιάζουν μὲ τραπέζι· τὸ τραπέζι ἔχει συνήθως τέσσερα πόδια καὶ ἄνωθεν αὐτῶν μία πλατειὰ καὶ ἐπίπεδον ἐπιφάνεια), οἱ ὁποῖοι εἶναι δώδεκα στὸν ἀριθμόν (ἕξι στὴν ἄνω καὶ ἕξι στὴν κάτω γνάθον) καὶ οἱ ὁποῖοι ἀναλόγως τῆς θέσεώς τους στὸ φατνίον διαχωρίζονται σὲ πρῶτον, δεύτερον καὶ τρίτον γομφίον. Χρησιμεύουν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν μάσησιν καὶ τὴν ἄλεσιν τῆς τροφῆς. Οἱ πρῶτοι γομφίοι ἀνατέλλουν λίγο μετὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποπίπτουν κατὰ τὸ 9ον-11ον ἔτος, ἐνῶ οἱ δεύτεροι φύονται λίγο ἀργότερα, περίπου κατὰ τὸ δεύτερον ἔτος τῆς ἡλικίας, ὅταν οἱ ἀνάγκες μασήσεως εἶναι μεγαλύτερες. Ἡ ἀνατολὴ εἰδικῶς αὐτῶν τῶν ὀδόντων δίνει τὸ φυσικὸν ἔναυσμα γιὰ ἀνάγκη τοῦ παιδὸς σὲ λιγότερον ἀλεσμένες τροφές. Ἀποπίπτουν περὶ τὰ 10 μὲ 12 ἔτη. Ὁ τρίτος γομφίος ὀνομάζεται καὶ ΦΡΟΝΙΜΙΤΗΣ ( < φρόνιμος + κατάλ. -ιτης < εἴμι) ἤ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΗΡ ( < σώφρων + καταλ. -ιστήρ < οἶδα), διότι ἀνατέλλει κατὰ τὰ 16-20 ἔτη (ἄλλοτε λόγῳ μὴ ἐπαρκοῦς χώρου, δὲν ἀνατέλλει καὶ ποτέ, παραμένοντας ἔγκλειστος ἤ ἀνατέλλει μὲ ὅποιον τρόπον μπορεῖ ὥστε νὰ χωρέσει στὸ στόμα), ἡλικία ποὺ θεωρεῖται πὼς ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ φρονιμεύει σταδιακῶς.
Ὡς πρὸς τὸν καθ' ἑαυτὸν ὀδόντα, αὐτὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν ΜΥΛΗ ( < μύλλω = πιέζω, ἀλέθω· εἶναι τὸ μέρος τοῦ δοντιοῦ ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὴν γραμμὴ τῶν οὔλων· δὲν ἐπεξεργαζόμαστε τὶς τροφὲς μὲ τὶς ῥίζες, ἀλλὰ μὲ τὴν μύλη τοῦ δοντιοῦ· ἀλλοιῶς λέγεται καὶ ΣΤΕΦΑΝΗ ( < στέφω = στεφανώνω, περιβάλλω) καὶ ἀπὸ τὶς ΡΙΖΕΣ ( < ῥέω + ζῶ, «δι' ᾗς ῥέει τὸ ζῆν καὶ ἐπὶ γῆς ἱζάνει»· κάθε δόντι ἔχει διαφορετικὸν ἀριθμὸν ῥιζῶν· οἱ κοπτῆρες, κυνόδοντες καὶ προγόμφιοι ἔχουν μία ῥίζα συνήθως, ἐκτὸς τοῦ ἄνω πρώτου προγομφίου, ὁ ὁποῖος ἔχει συνήθως δύο καὶ οἱ γομφίοι τῆς ἄνω γνάθου ἔχουν συνήθως 3 ῥίζες μὲ 4-5 ῥιζικοὺς σωλῆνες, ἐνῶ τῆς κάτω 2 ῥίζες μὲ 3 ῥιζικοὺς σωλῆνες).
Τὸ ἐξωτερικὸν μέρος τῆς μύλης ἀποτελεῖται ἀπὸ ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΗ ( < ἀδάμας < στερ. ἀ + δαμάζω· κοινῶς διαμάντι. Εἶναι τρομερὰ σκληρὸν καὶ δύσθραυστον ὑλικόν, «ἀδάμαστον»). Ἡ ἀδαμαντίνη λέγεται ἀλλοιῶς καὶ ΣΜΑΛΤΟ ( < μέσῳ φραγκ. smalt = τεχνικὴ τήξεως μετάλλου < μάλθα = μεῖγμα κηροῦ καὶ πίσσης, < μέλδω = τήκω, λειώνω). Τὸ ἐσωτερικὸν μέρος, τὸ δεύτερον στρῶμα τοῦ δοντιοῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ ΟΔΟΝΤΙΝΗ ( < ὀδούς + ἴς = δύναμις). Στὸ ἐσωτερικὸν τῆς μύλης, προστατευμένος ἀπὸ τὰ στρώματα ἀδαμαντίνης-ὀδοντίνης, βρίσκεται ὁ ΠΟΛΦΟΣ (πιθανὸν ἐκ τοῦ πολτός, «πολφὸς, πολτώδης οὐσία ποὺ καταλαμβάνει τὴν κεντρικὴ κοιλότητα τοῦ δοντιοῦ, συνδέοντας μέσῳ τῆς πολφικῆς κοιλότητος τῆς ῥίζας του, τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ δοντιοῦ μὲ τὴν ἐπιφάνειά του», λεξικὸν Lidell- Scott).
Ὁ πολφὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ ΑΓΓΕΙΑ ( < ἄγγος, «τὸ ἔχον, τὸ συνέχον τοὺς ὄγκους», Ἀριστοτ., Κατ., 15) καὶ ΝΕΥΡΑ ( < νέFω > νέω, νήθω = γνέθω, διότι τὰ νεῦρα ὁμοιάζουν μὲ νήματα ποὺ διασχίζουν ὁλόκληρον τὸ σῶμα. Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ νέω = πορεύομαι + ῥέω· «Παρὰ τὸ νέεσθαι, νεῖσθαι, ἅπαν τὸ κινούμενον καὶ ἐπὶ πάντα προϊὸν ἐν ἡμῖν»). Ὁ πολφὸς συνεχίζει πρὸς τὶς ῥίζες μέσα ἀπὸ τοὺς ῥιζικοὺς σωλῆνες.
Ἡ ῥίζα εἶναι τὸ τμῆμα τοῦ δοντιοῦ κάτω ἀπὸ τὰ οὖλα καὶ εἰσέρχεται σὲ μία κοιλότητα τοῦ ὀστοῦ τῆς γνάθου, χωρὶς νὰ ἐφάπτεται μὲ τὸ φατνίον, καθῶς περιβάλλεται ἀπὸ τὸ ΠΕΡΙΡΡΙΖΙΟΝ ( < περί + ῥίζα).
Ἡ ῥίζα ἀποτελεῖται ἀπὸ ΟΣΤΕΪΝΗ ( < ὀστοῦν· εἶναι τὸ ἐξωτερικὸν στρῶμα, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ἀδαμαντίνης ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀντίστοιχον ἐξωτερικὸν στρῶμα τῆς μύλης, ἀλλὰ διαφορετικῆς συστάσεως ἀπὸ τὴν ἀδαμαντίνη). Ἡ ἄκρη κάθε ῥίζας ὀνομάζεται ΑΚΡΟΡΡΙΖΙΟΝ ( < ἄκρον + ῥίζα) καὶ ἔχει ἔνα τρῆμα, τὸ ΑΚΡΟΡΡΙΖΙΚΟΝ ΤΡΗΜΑ ( < τρῶ =τρυπῶ), ἐκ τοῦ ὁποίου περνοῦν τὰ νεῦρα τοῦ δοντιοῦ.
«ὀδόντες οἱ ὑποκάτω, καὶ τῶν ἄνω οἱ ἐμπρόσθιοι ἀνέπλεον…Ἀριθμούμενος ὁ πεμπταῖος ἀπὸ τῶν ἔμπροσθεν», Περὶ ἐπιδημιῶν, 19.
Διόλου περίεργον, καθῶς ὁ πατὴρ τῆς ἰατρικῆς ἔθεσε τὰ θεμέλια καὶ στὸ κομμάτι τῆς ὀδοντιατρικῆς/ ὀρθοδοντικῆς. Στὸν «Μοχλικόν», στὸ «Περὶ Παθῶν», στὸ «Περὶ ἄρθρων», στὸ «Περὶ ὀδοντοφυΐης», στὸ «Περὶ σαρκῶν», ἀλλὰ καὶ διάσπαρτα σὲ ἄλλα ἔργα του παρουσιάζει προχωρημένες γνώσεις καὶ ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς ὀδοντιατρικῆς. Μάλιστα ἀναφέρεται ξεκάθαρα σὲ προσθετικὲς ἀποκαταστάσεις μὲ χρυσόν, καὶ πιὸ συγκεκριμένα σὲ αὐτὸ ποὺ σήμερα ἀποκαλεῖται «ὀδοντικὴ γέφυρα» :
«Καὶ ἢν διεστραμμένοι ἔωσιν οἱ ὀδόντες οἱ κατὰ τὸ τρῶμα καὶ κεκινημένοι, ὁκόταν τὸ ὀστέον κατορθωθῇ, ζεῦξαι τοὺς ὀδόντας χρὴ πρὸς ἀλλήλους, μὴ μόνον τοὺς δύο, ἀλλὰ καὶ πλέονας, μάλιστα μὲν χρυσίῳ», Περὶ ἄρθρων, 32.
Ἀναφέρεται ἀκόμη καὶ σὲ παθήσεις τῶν οὔλων, ὅπως ἡ οὐλίτιδα, τὰ ἀποστήματα, οἱ ὑπερσαρκώσεις κ.ἄ σχετικά.
Στὸ «Περὶ Ἐπιδημιῶν», (4,25) παραθέτει καὶ θεραπεία ὄγκων στὸ στόμα :
«Τῷ Ἡγησιστρατίῳ οἱ δύο ὀδόντες οἱ ἔσχατοι τὰ πρὸς ἀλλήλους ἐβέβρωντο· ὁ ἔσχατος εἶχεν ἄνωθεν τοῦ οὔλου δύο κονδύλους, ἕνα μὲν κατὰ βρῶμα, ἕνα δὲ ἐπὶ θάτερον».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου