Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 7ον, ΠΑΡΕΙΕΣ, ΑΥΤΙΑ)

Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ προσώπου βρίσκονται οἱ ΠΑΡΕΙΕΣ, αἰολιστὶ ΠΑΡΑΥΝΑΙΠΑΡΗΙΑ ( < παρὰ, διότι βρίσκονται «παραὶ τῶν ὤτων», εὐνάζουν δίπλα στὰ αὐτιά). Ὀνομάζονται καὶ ΓΕΝΥΕΣ (σχετ. τοῦ γενείου, καθῶς σὲ αὐτὲς φύονται τὰ γένεια· ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα «joue, yanak» κ.ἄ ὁμόρριζα γιὰ τὶς γενύες). Λέγονται καὶ ΜΑΓΟΥΛΑ ( < λατ. maxilla < mando = μασῶ, mansum/ massum < μάσσω > μασῶ), ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα mejilla, masaila κοκ (τὰ «jaw, guancia, Wange, cheek» κ.ἄ ὁμόρριζα, ἐκ τοῦ γνάθος). 

Τὰ δὲ ΑΥΤΙΑ προέρχονται ἐκ τοῦ ὠτός, ὅπερ ἐκ τοῦ ἄFημι. Καὶ αυτὸν τὸ ἔτυμον κρύβει τὴν τεραστία ἐπιστημονικότητα τοῦ ὀνοματοθέτου, καθῶς ἡ λέξις περιγράφει τὴν διαδικασία τῆς ἴδιας τῆς ἀκοῆς. 

Τὸ ῥῆμα ἄFημι σημαίνει πνέω. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν πρῶτοι κατανοήσει πὼς γιὰ νὰ λειτουργήσει τὸ συγκεκριμένον ὄργανον ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκούσουμε, πρέπει νὰ περάσει μέσα του ἀήρ (ὁ ὁποῖος ἐτυμολογικῶς ἔχει τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὸ αὐτί, ἐκ τοῦ ἄFημι > ἄημι δηλαδή).

Ἀπὸ τὸ θέμα λοιπὸν τοῦ ῥήματος, αF- οἱ Ἕλληνες δημιούργησαν τὸ ὄργανον καὶ τὸ εἶπαν ἄF-ς. Ὁ ἐπικὸς τύπος τοὺ οὐσιαστικοῦ αὐτοῦ, τὸν ὁποῖον μαθαίναμε στὸ σχολεῖον ἦταν οὖς, οὖας καὶ στὴν δωρικὴ διάλεκτον ἐλέγετο καὶ ὦς (ἐξ οὗ καὶ οἱ πλάγιες πτώσεις του, στὶς ὁποῖες τό -ου τρέπεται σέ -ω).

Καὶ ὅπως ἡ ναFς ἔγινε ναῦς (ὅταν ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὴν γλῶσσα μας τὸ δίγαμμα τὸ 403 π.Χ ἐπὶ Εὐκλείδου, τῇ εἰσηγήσει τοῦ ῥήτορος Ἀρχίνου), ἔτσι καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἄFς ἔγινε αὖς. Καὶ τὸ ὑποκοριστικόν του ἔγινε αὐ-τίον καὶ κατέληξε αὐτί. 

Πέραν τοῦ ἐτύμου, τῆς ἀληθείας δηλαδὴ ποὺ κρύβει ἡ λέξις, καὶ ἡ μυθολογία μας κρύβει τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξεως αΥτί, μέσῳ τῆς ἀλληγορίας. Ὅταν γιὰ παράδειγμα στὸν στ. 1339 τῶν Ὀρφικῶν Ἀργοναυτικῶν, ἡ Ἥρα εἶναι αὐτὴ ποὺ περιγράφεται μεταμορφωμένη σὲ ὑπηρέτρια νὰ μεταφέρει μακριὰ στοὺς Μινύες τὰ λόγια τοῦ βασιλέως Ἀλκινόου καὶ τῆς Ἀρήτης, γίνεται κατανοητὴ ἡ ἔκφανσις τῆς Ἤρας στὸ στοιχεῖον τῆς φύσεως, τὸν ἀέρα· αὐτὸ ποὺ ὁ Ἐμπεδοκλῆς θέτει ὡς «Ἥρη, ἀήρ», (ἀπόσπ. 181).
Καὶ γιὰ τὸ ὁποῖον γράφει ὁ Πλάτων στὸν «Κρατύλον», (404) : «ἴσως δὲ μετεωρολογῶν ὁ νομοθέτης τὸν ἀέρα Ἥραν ὠνόμασεν ἐπικρυπτόμενος, θεὶς τὴν ἀρχὴν ἐπὶ τελευτήν· γνοίης δ᾽ ἄν, εἰ πολλάκις λέγοις τὸ τῆς Ἥρας ὄνομα»· 

(«ΑΗΡ, ΑΗΡ, ΑΗΡ-Α, ΗΡΑ, ΗΡΑ»). 

Κι αὐτὸ ποὺ ὁ μέγιστος τῶν ποιητῶν Ὅμηρος γράφει «ἠέρα δὲ Ἥρη» καὶ μαζί του συμφωνεῖ καὶ ὁ Πλούταρχος ποὺ στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος», (32) :

«Ἕλληνες Κρόνον ἀλληγοροῦσι τὸν χρόνον, Ἥραν δὲ τὸν ἀέρα, γένεσιν δὲ Ἡφαίστου τὴν εἰς πῦρ ἀέρος μεταβολήν». 

«Ἥρα, κατὰ τὴν εἰς ἀέρα διάτασιν», «Ζήνων», 147, Διογένης ὁ Λαέρτιος. 

Κι ὁ Νόννος ὁ Πανοπολίτης στὸ ὄγδοον βιβλίον τῶν «Διονυσιακῶν», (110-112) περιγράφοντας τὴν Ἥρα ποὺ ψάχνει τὴν δολερὴ Ἀπάτη, τὴν περιγράφει περιφερόμενη ὡσὰν τὸν ἀέρα : 

«θυελλήεντι παραΐξασα πεδίλῳ ποικίλον...διέδραμεν». 

... 

Ἐν ὀλίγοις, ἤξεραν πὼς ὁ ἦχος μεταφέρεται μὲ ἠχητικὰ κύματα μέσῳ τοῦ ἀέρος (ὁ ἀὴρ δηλαδὴ λειτουργεῖ ὡς ὑπηρέτης τῶν ὁμιλητῶν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἔχει ἀποδειχθεῖ πλέον καὶ μὲ τὴν σύγχρονη ἐπιστήμη, ὅπου ὁ ἦχος δὲν μπορεῖ νὰ μεταφερθεῖ ἄν ἀπουσιάζει ὁ ἀήρ, σὲ κενὸν ἀέρος ποὺ λέμε, ἄνευ τῆς συμπράξεως τῆς Ἥρας, ὅπως θὰ ἔλεγε κάποιος ἀλληγορικῶς), γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄργανον τῆς ἀκοῆς, ποὺ εἰσδέχεται τὸν ἀέρα-ἠχητικὰ κύματα, τὸ ἔπλασαν ἐκ τοῦ ῥήματος «ἄFημι» ( =πνέω) καὶ τὸ εἶπαν αὐ-τίον. 

Ὁ λεξικογράφος Ἡσύχιος ἀναφέρει: «αὖς, γενικὴ αὐτός. Κρῆτες καὶ Λάκωνες». 

Καὶ ὁ Ἀδ. Κοραής ἐπεξηγεῖ: «ὅ γαρ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες οὖς – ὠτός ἐκάλουν, τοῦτο Κρῆτες καὶ Λάκωνες αὖς – αὐτός ὠνόμαζον. Ὥς οὖν παρὰ τὴν ὠτός γενικὴν ὠτίον γίνεται, οὔτω καὶ παρὰ τὴν αὖς γενικὴ αὐτός, τὸ αὐτίον ἐσχημάτισται». 

Καὶ στὸ λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης (ἐκδ. ἐν Βιέννῃ, 1835, τὄμος Β', σελ. 590) διαβάζουμε : 

«Οῦς, γεν. ὠτός...τὰς λοιπὰς πτώσεις λαμβάνει ἐκ τοῦ Ἰων. οὖας, ατος· ὁ Ἡρδτ μετχρζτ. συνήθ. τὸν πληθ. ἐκ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΛΑΚΕΔΑΙΜ. Αὖς, αὐτός καὶ τοῦ δωρ. ῶς, ὠτός παράγετ. τὸ Λατ. auris καὶ τὸ Γερμ. Ohr, καὶ τὸ Ἁπλοελληνικ. Αὐτίον- Τὸ ὄργανον τῆς ἀκοῆς, τὸ ΑΥΤΙΟΝ...» 

Γράφει τὸ «Etymological dictionnary of the latin language», F.E.J. Valpy, Cambridge : 

«Auris, an ear, from αὖς, the Cretan form of οὖς. From αὖς is auris, as from mus is muris...auris καὶ ausis». 

Δηλ. ἡ λέξις «auris» καὶ «ausis» διὰ συνήθους τροπῆς τ-σ/ ρ-σ, τὸ αὐτὶ (στὰ λατινικά) προέρχεται ἐκ τοῦ «αὖς», τὴν κρητικὴ μορφὴ τῆς λέξεως «οὖς». 

*Ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει ἑλληνικὴ λέξις ποὺ νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ ΑΦ- χωρὶς νὰ προέρχεται ἀπὸ σύνθεσιν τῆς προθέσεως «ἀπό», ὅταν αὐτὴ προηγεῖται δασυνομένης λέξεως (π.χ. ἀφ-ἱερώνω, ἀφ-ἑλληνίζω), ἤ σύνθεσιν τοῦ στερητικοῦ, ἐπιτατικοῦ, ἀθροιστικοῦ ἀ- μὲ κάποια ἄλλη λέξιν ἀπὸ -φ (π.χ. .ἄφθονος, ἀφρός), ἤ ἔστω νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ κάποια δάνεια/ἀντιδάνεια λέξιν/τροπὴ χειλικοῦ ΣΥΜΦΩΝΟΥ καὶ ὄχι ἡμιφώνου. Καὶ οὔτε ὁμιλοῦμε γιὰ διαφορὲς μεταξὺ ἑλληνικῶν διαλέκτων.

(Τόσες ἀποδείξεις, τόσες γραπτὲς καὶ ἀρχαῖες ἀναφορὲς κι ὅμως κάποιοι ἀκόμη συνεχίζουν νὰ παραποιοῦν τὴν γλῶσσα, ὑποστηρίζοντας τὶς ἀβάσιμες Χατζηδακομπαμπινιωτικὲς φαντασιοκοπίες) 

... 

Ἐξωτερικῶς τοῦ ὠτὸς συναντᾶ κανεὶς τὸ ΠΤΕΡΥΓΙΟΝ ( < ἵπταμαι), τοῦ ὁποίου τὸ κατώτερον μέρος ὀνομάζεται ΛΟΒΟΣ ( < λαμβάνω, ἡ λαβὴ τοῦ ὠτός)· «τῶν δὲ ὤτων, πόρος μὲν δι' οὗ ἀκούομεν, λοβὸς δὲ τὸ ἐκκρεμές». Τὸ σχῆμα τοῦ πτερυγίου βοηθᾶ στὴν συγκέντρωσιν τῶν ἀκουστικῶν κυμάτων πρὸς τὸν ἀκουστικὸν πόρον καὶ βοηθᾶ στὸν προσδιορισμὸν τῆς προελεύσεως τοῦ ἤχου. 

Τὸ ἐσωτερικὸν κύρτωμα τοῦ ὠτὸς ὀνομάζεται ΕΛΙΞ ( < ἑλίττω), ἐνῶ τὸ ἐξωτερικὸν ΑΝΘΕΛΙΞ ( < ἀντί + ἕλιξ· «ἀνθέλικες τὰ ἐν μέσῳ ὑπεραίροντα μετὰ τὴν ἕλικα παρὰ τὴν κοιλότητα», Ροῦφ. Ἐφέσ. Ἰατρ. σ. 26). 

ΠΟΡΟΣ ( < πείρω = περνῶ, τρυπῶ, διασχίζω) εἶναι τὸ αὐλάκι τοῦ ὠτὸς ἐκ τοῦ ὁποίου μεταφέρεται τὸ ἠχητικὸν κῦμα στὴν τυμπανικὴ μεμβράνη καὶ ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ ἐνισχύει τὶς συχνότητες μεταξὺ 3 καὶ 12 kHz. Στὸν ἔξω ἀκουστικὸν πόρον βρίσκονται μικρὲς τρίχες καὶ ἱδρωτοποιοὶ ἀδένες, ποὺ παράγουν τὴν ΚΥΨΕΛΙΔΑ ( < κυψέλη, «τὸ κοῖλον τοῦ ὠτίου, διὰ τὸ κῦφον καὶ κογχοειδές»· < κύπτω, ἐκ θέματος κυπ- τῆς καλύψεως, ὅπως κύβελα = σπήλαιον· ἀλλοιῶς ΚΕΡΙ < κηρός < καίω + ῥέω, λόγῳ τῆς ὁμοιότητος τῆς μὲ κερί) , μὲ σκοπὸν τὴν προστασία τοῦ ὠτός. 

Ὅλα αὐτὰ τὰ τμήματα ἀποτελοῦν τὸ ΕΞΩ ΟΥΣ, τὸ ὁποῖον μέρος τοῦ ἀκουστικοῦ συστήματος εἶναι ἐπιφορτισμένον κυρίως μὲ τὸ νὰ συλλέγει τὰ ἠχητικὰ κύματα καὶ νὰ ἐνισχύει τὴν ἠχητικὴν πίεσιν. 

Τοῦ ἐξωτερικοῦ ὠτὸς ἕπεται τὸ ΜΕΣΟΝ ΟΥΣ, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ ΤΥΜΠΑΝΟΝ/ ΤΥΜΠΑΝΙΚΗ ΜΕΜΒΡΑΝΗ ( < τύπτω, λόγῳ τῆς ὁμοιότητός του μὲ τὸ ὁμώνυμον μουσικὸν ὄργανον· μεμβράνη < λατ. membrum < μέλος ἤ ἐκ τοῦ μέρος), τὰ τρία ΟΣΤΑΡΙΑ ( < ὀστοῦν + ὑποκορ. κατάλ. -αριον), ἤτοι τὴν ΣΦΥΡΑ ( < λόγῳ τῆς ὁμοιότητός του μὲ τὸ ὁμώνυμον ἐξάρτημα τοῦ πυροδοτικοῦ μηχανισμοῦ στὰ πυροβόλα ὅπλα, τὸ ὁποῖον ἐνισχύει τὴν κρουστικὴ ἐνέργεια τοῦ ἐπικρουστῆρος), τὸν ΑΚΜΟΝΑ ( < στερ. ἀ + κάμνω, ὁ ἀκαταπόνητος· λόγῳ τῆς ὁμοιότητός του μὲ ἄκμονα/ ἀμόνι) καὶ τὸν ΑΝΑΒΟΛΕΑ ( < ἀναβάλλω, λόγῳ τῆς ὁμοιότητός του μὲ ἀναβολέα, τὸν μεταλλικὸν κρίκον ποὺ πατοῦν οἱ ἱππεῖς γιὰ νὰ ἀνέβουν στὸ ἄλογον), καὶ μῦς. Τὸ μέσον οὖς ἐκτείνεται ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸν τῆς τυμπανικῆς μεμβράνης ἕως τὴν ΩΟΕΙΔΗ ΘΥΡΙΔΑ (λόγῳ τοῦ ῳοειδοῦς σχήματός τῆς· βρίσκεται στὴν βάσιν τοῦ κοχλία, ὡσὰν θύρα του) τοῦ ἔσω ὠτός. Ὁ κενὸς χῶρος τοῦ μέσου ὠτὸς ὀνομάζεται ΤΥΜΠΑΝΙΚΗ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ ( < κοῖλος < κῶον = σπήλαιον) καὶ προστατεύεται ἀπὸ τὸ κροταφικὸν ὀστοῦν. 

ΕΥΣΤΑΧΙΑΝΗ ΣΑΛΠΙΓΞ ( < Εὐστάχιος έλέγετο ὁ ἀνατόμος ποὺ ἀσχολήθηκε ἐνδελεχῶς μαζί της· τὸ μουσικὸν ὄργανον σάλπιγξ, λόγῳ ὁμοιότητος, κατέληξε νὰ χαρακτηρίζει ὡς λέξις καὶ τοὺς βραχεῖς καὶ εὐρεῖς ἀγωγούς) εἶναι ἕνας μικρὸς σωλὴν ποὺ συνδέει τὴν τυμπανικὴ κοιλότητα μὲ τὸν ῥινοφάρυγγα, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ ἐξισορρόπησις τῆς πιέσεως μεταξὺ τοῦ μέσου ὠτὸς καὶ τοῦ περιβάλλοντος. Τὸ ἄνοιγμα τῆς σάλπιγγος αὐτῆς ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν κατάποσιν ἤ τὴν ἐξώθησιν ἀέρος, κρατώντας κλειστὸν τὸ στόμα καὶ τὴν μύτη, τεχνικὲς ἀπαραίτητες σὲ καταστάσεις ἀπότομης ἀλλαγῆς πιέσεως, ὅπως συμβαίνει κατὰ τὴν διάρκεια πτήσεων καὶ καταδύσεων (σημ. : ἡ καραμέλα ποὺ δίδεται συχνάκις πρὶν τὴν ἀπογείωσιν, ἔχει στόχον τὴν διέγερσιν παραγωγῆς σάλιου πρὸς κατάποσιν, ὥστε νὰ μὴ προκληθεῖ πρόβλημα στὰ αὐτιὰ τῶν ἐπιβατῶν). 

Ὁ κύριος ῥόλος τοῦ μέσου ὠτὸς εἶναι ἡ μετάδοσις καὶ μετατροπὴ τῆς ἀκουστικῆς ἐνεργείας τῶν ἠχητικῶν κυμάτων σὲ κύματα ὑγρῆς μορφῆς ἐντὸς τοῦ κοχλία. 

Τὰ ὀστάρια μεταφέρουν τὴν ἀκουστικὴ ἐνέργεια ἀπὸ τὸ τύμπανον στὴν ὠοειδῆ θυρίδα. 

Τὸ ΕΣΩ ΟΥΣ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν ΟΣΤΕΪΝΟΝ ( < ὁστοῦν + κατάλ. -ις < ἴς = δύναμις) καὶ τὸν ΥΜΕΝΩΔΗ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΝ ( < ὑμήν < ὑφαίνω· λαβύρινθος, λόγῳ τῆς ὁμοιότητός του μὲ λαβύρινθον). Στὸν ὀστέινον λαβύρινθον συναντῶμεν τὸν ΚΟΧΛΙΑ ( < κογχύλιον < κόγχος· λόγῳ τῆς ὁμοιότητός του μὲ κοχύλι), τοὺς ΗΜΙΚΥΚΛΙΟΥΣ ΣΩΛΗΝΕΣ (ὁμοιάζουν μὲ σωλῆνες ποὺ δὲν σχηματίζουν πλήρη κύκλον) καὶ τὴν ΑΙΘΟΥΣΑ (λόγῳ τῆς ὁμοιότητός τῆς μὲ αἴθουσα, < αἴθω = καίω· αἴθουσα εἶναι κυριολεκτικῶς τὸ δωμάτιον, στοά, ἡ ὁποία εἶναι κυριολεκτικῶς ἐκτεθειμένη στὸν ἥλιον). 

Ἡ κύρια λειτουργία τοῦ ἔσω ὠτὸς εἶναι νὰ παραγάγει ἠλεκτρικὰ σήματα, τὰ ὁποῖα διὰ μέσου τοῦ ἀκουστικοῦ νεύρου θὰ μεταδοθοῦν στὸν ἐγκέφαλον, ὁ ὁποῖος θὰ τὰ ἀποκωδικοποιήσει. 

Διαταραχὲς στὴν διαδικασία μεταδόσεως καὶ ἐπεξεργασίας τῶν ἠχητικῶν κυμάτων ἐκ τοῦ ὠτὸς στὸν ἐγκέφαλον συνεπάγονται κώφωσιν, δι' ὁ μὴ ἀκούοντες ὀνομάζονται ΚΩΦΟΙ ( < κόπτω, ὁ ἀποκεκομμένος· ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ κῶFον, κῶον = σπήλαιον). Κωφὸς (καὶ μὲ συνήθη τροπὴ τοῦ ω σὲ ου, κουφοί) σημαίνει καὶ ἀνίσχυρος, ἐξ οὗ καὶ ὁ κηφήν· καὶ συνεκδοχικῶς τῆς κωφώσεως, σημαίνει καὶ τὸν ἄλαλον, καθῶς «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν, Δ', 536b, Ἀριστοτέλης. Ἡ λέξις «κωφός» σημαίνει καὶ τὸν μὴ ἐννοῶντα, τὸν μὴ ὁρῶντα καὶ μτφ. τὸν νεκρόν, τὸ κωφάρι- κουφάρι. Ἐκ τῆς μεταφορικῆς ἐννοίας, ὡς «ἀνόητος», τὰ σημερινὰ «μὲ κούφανες», «τί κουφὰ λὲς»... 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ