Ὁ θεὸς τῆς ἰατρικῆς, ποὺ ἀνέσταινε μέχρι καὶ νεκρούς, υἰὸς τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀσκληπιός, ἤτοι ὁ τὰ ἀσκελῆ ποιῶν ἥπια, μὲ τὴν σύζυγόν του, Ἡπιόνη ( < ἥπιος) ἐγέννησαν τέκνα τὰ ὁποῖα ὑπηρετώντας ἐπάξια τὴν τέχνη τοῦ προπάτορός τους, τὴν ἰατρικὴ ἄφησαν τὰ ὀνόματά τους ἀνεξίτηλα στὴν παγκόσμια ἱστορία.
Τὰ ὀνόματα τῶν τέκνων του, τὰ γνωρίζουμε καὶ τὰ φθέγγουμε μέχρι καὶ σήμερα, ἁπλῶς ἡ ἀφελληνοποίησις καὶ ὁ ἀνθελληνισμὸς ποὺ ἐπιμελῶς πραγματοποιεῖται αἰῶνες τώρα, ἔχει καταστήσει τοὺς νοῦς ἀπὸ δαήμονες ( < δαίω =φωτίζω) ποὺ τοὺς ἔπλαθε ἡ ἑλληνικὴ κοσμοθέασις σὲ ἀδαεῖς ( =ἀνιδέους, σκοτεινούς)· καὶ μάλιστα τόσον ἀδαεῖς ποὺ προθύμως ἀνταλλάσσουν τὸν «φωτεινὸν λίθον» τῆς ἀνθρωπότητος, γιὰ λίγη τρυφηλότητα στὴν «χώρα τῶν Κιμμερίων».
Οἱ Ἀσκληπιάδες λοιπὸν ἦταν ἡ ΥΓΙΕΙΑ (σχετικὴ ἐτυμολογικῶς τῆς ὑγρότητος ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν ζωή),
ἡ ΑΚΕΣΩ [ < ἀκέομαι ( =θεραπεύω δι 'ὀξέως ὀργάνου). Ἥταν ἡ θεότητα ποὺ βοηθοῦσε στὴν ἐπούλωσιν τῶν πληγῶν, τὴν ἀνάρρωσιν κι ἐλατρεύετο στὴν Ἐπίδαυρο, ὅπου ἦταν τὸ κέντρο λατρείας τοῦ Ἀσκληπιοῦ ],
ἡ ΠΑΝΑΚΕΙΑ ( < πᾶν + ἀκέομαι, =ἡ τὰ πάντα θεραπεύουσα. Μέχρι σήμερα τὸ ὄνομά της χρησιμοποιεῖται γιὰ ὁτιδήποτε εἶναι ἱκανὸ νὰ δώσει λύσιν σὲ κάθε πρόβλημα),
ἡ ΑΙΓΛΗ [ < ἀΐσσω ( =ἐκπέμπω λάμψιν, αὐξάνομαι/ἀναπτύσσομαι) + λίαν ( =πολύ) ],
ὁ ΜΑΧΑΩΝ ( < μάχομαι, μάχαιρα, καθ' ὅτι χειρουργός) καὶ
ὁ ΠΟΔΑΛΕΙΡΙΟΣ [ < ποῦς +λείριον ( =λουλούδι τοῦ ἀγροῦ, καθ'ὅτι ὡς παθολόγος/ βοτανολόγος/ φαρμακοποιὸς πεζοποροῦσε πρὸς ἀναζήτησιν θεραπευτικῶν βοτάνων στοὺς ἀγρούς, καὶ ὄχι ἐπειδὴ εἶχε ἁπαλὰ πόδια, ὅπως κάποιοι ἀνερυθρίαστα ἰσχυρίζονται)].
Ὁ Ἀσκληπιὸς εἶχε λάβει μέρος στὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία (Fabulae, 14,4, Ὑγῖνος) καὶ οἱ υἰοί του συμμετεῖχαν στὸν πόλεμον τῆς Τροίας μὲ τριάντα πλοῖα :
«Οἳ δ’ εἶχον Τρίκκην καὶ Ἰθώμην κλωμακόεσσαν, οἵ τ’ ἔχον Οἰχαλίην πόλιν Εὐρύτου Οἰχαλιῆος, τῶν αὖθ’ ἡγείσθην Ἀσκληπιοῦ δύο παῖδε ἰητῆρ’ ἀγαθὼ Ποδαλείριος ἠδὲ Μαχάων· τοῖς δὲ τριήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο», Ἰλιάς, Β’, 729-733, Ὅμηρος.
Οἱ υἰοί του, Μαχάων καὶ Ποδαλείριος ἦταν ἱατροὶ στὸ στρατόπεδον τῶν Ἀχαιῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, ὅπου καὶ προσέφεραν τὴν βοήθειάν τους ἀφιλοκερδῶς καὶ ὕστερα τὸν θάνατόν τους ἐθεοποιήθησαν, ὅπως καὶ ὁ πατήρ τους :
«Τὸν Μαχάονα μὀνον χειρουργεῖν…τὸν γὰρ Ποδαλείριον διαιτᾶσθαι νόσους. Καὶ τεκμήριον τοῦτου Ἀγαμέμνων (Δ', 193), τρωθέντος Μενελάου, οὐκ ἄμφω ἐπὶ τὴν θεραπείαν καλεῖ, ἀλλὰ τὸν Μαχάονα», Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης.
Γράφει στὸ TLG (p. 055, 850) :
«Ἐν Τρίκκῃ ἐπὶ κενοταφίου Ποδαλειρίου καὶ Μαχάονος:
Οἴδ’ Ἀσκληπιάδαι Ποδαλείριος, ἡδὲ Μαχάων, πρόσθεν μὲν θνητοί, νῦν δὲ θεῶν μέτοχοι».
Τὸ ἱερὸν τοῦ πατρός τους, Ἀσκληπιοῦ στὴν Ἀθήνα κατελύθη καὶ σήμερα βρίσκεται στὴν θέσιν του ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀν-αργύρων ( = οἱ προσφέροντες τὶς ὑπηρεσίες τους ἀφιλοκερδῶς, ἄνευ ἀργυρίων), γιὰ τοὺς ὁποίους Ἀναργύρους, Κοσμὰ ( < κοσμῶ) καὶ Δαμιανόν ( < δαμάω), ὅποιοι κι ἄν ἦταν αὐτοὶ τελικῶς, καθ' ὅτι ὑπάρχουν διαφορετικὲς ἐκδοχὲς Κοσμὰ καὶ Δαμιανοῦ ἀνὰ ἐποχὴ καὶ περιοχή, -ἄλλοι ἀπὸ τὴν Συρία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ῥώμη, ἄλλοι Κοσμὰς καὶ Δαμιανὸς ἀπὸ ἀλλοῦ- λέγεται πὼς ἦταν καὶ αὐτοὶ ἰατροί, οἱ ὁποῖοι δὲν πληρώνονταν γιὰ τὶς ὑπηρεσίες τους, ὅπως ἀκριβῶς οἱ δύο προαναφερθέντες υἱοὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ!
Ἀκόμη, σήμερον ἐπὶ τῶν ὁδῶν Μαχάονος καὶ Ποδαλειρίου (μετέπειτα Χατζηκωνσταντή) βρίσκονται τὸ Τζάνειον νοσοκομεῖον, ἀλλὰ καὶ ναὸς τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων!
Τυχαῖα γεγονότα; Τίς οἶδε; Σὲ κάθε περίπτωσιν οἱ ὅποιοι «Κοσμὰς καὶ Δαμιανὸς» καὶ λοιποὶ «Ἀνάργυροι» (ὑπάρχουν κάμποσοι ἀκόμη «Ἅγιοι Ἀνάργυροι» ἀπὸ ἀλλοῦ μὲ ἄλλα ὀνόματα, ὅπως ὁ Παντελεήμων, ὁ Σαμψὼν κλπ) τιμῶνται κάθε τόσον ἐν Ἑλλάδι, ὅταν οἱ Ἀσκληπιάδες εἶναι σχεδὸν ἄγνωστοι πλέον στὰ πάτρια ἐδάφη τους, μὲ τὰ ἀρχαῖα μας κείμενα ποὺ τοὺς ἐξυμνοῦν, ὅπως ἡ Ἰλιάς, ἀπαξιωμένα. Γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἰατρικὴν τέχνη... κρεῖττον σιγᾶν.
Ὁ Παυσανίας στὰ «Λακωνικά» (26,9/ 10) μᾶς ἐνημερώνει καὶ γιὰ τὸ ποῦ βρισκόταν τὸ μνῆμα τοῦ Μαχάονος, ἀλλὰ δίδει καὶ ἄλλες πληροφορίες σχετικῶς μὲ τὰ δύο ἀδέλφια :
«ἐνταῦθα ἐν τῇ Γερηνίᾳ Μαχάονος τοῦ Ἀσκληπιοῦ μνῆμα καὶ ἱερόν ἐστιν ἅγιον, καὶ ἀνθρώποις νόσων ἰάματα παρὰ τῷ Μαχάονι ἔστιν εὑρέσθαι. καὶ Ῥόδον μὲν τὸ χωρίον τὸ ἱερὸν ὀνομάζουσιν, ἄγαλμα δὲ τοῦ Μαχάονος χαλκοῦν ἐστιν ὀρθόν: ἐπίκειται δέ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὃν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῦσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ. Μαχάονα δὲ ὑπὸ Εὐρυπύλου τοῦ Τηλέφου τελευτῆσαί φησιν ὁ τὰ ἔπη ποιήσας τὴν μικρὰν Ἰλιάδα. διὸ καὶ τάδε αὐτὸς οἶδα περὶ τὸ Ἀσκληπιεῖον τὸ ἐν Περγάμῳ γινόμενα: ἄρχονται μὲν ἀπὸ Τηλέφου τῶν ὕμνων, προσᾴδουσι δὲ οὐδὲν ἐς τὸν Εὐρύπυλον, οὐδὲ ἀρχὴν ἐν τῷ ναῷ θέλουσιν ὀνομάζειν αὐτόν, οἷα ἐπιστάμενοι φονέα ὄντα Μαχάονος. ἀνασώσασθαι δὲ Νέστορα λέγεται τοῦ Μαχάονος τὰ ὀστᾶ: Ποδαλείριον δέ, ὡς ὀπίσω πορθήσαντες Ἴλιον ἐκομίζοντο, ἁμαρτεῖν τοῦ πλοῦ καὶ ἐς Σύρνον τῆς Καρικῆς ἠπείρου φασὶν ἀποσωθέντα οἰκῆσαι».
Λέγει συνοπτικῶς πὼς τὸ μνῆμα τοῦ Μαχάονος βρίσκεται στὴν Γερηνία (σημερινὸς Κάμπος Ἀβίας, κάτω ἀπὸ τὸ Κάστρον τῆς Γαρμπελιᾶς, ἐκεῖ ὅπου εἶχε καταφύγει καὶ ὁ Νηλείδης Νέστωρ τῆς Πύλου, γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴν μανία τοῦ Ἡρακλέους, ἐξ οὗ καὶ ἀπεκλήθη καὶ «Γερήνιος») καὶ πὼς ἐκεῖ ὑπῆρχε ἱερὸν μὲ ὄρθιον χάλκινον ἄγαλμα τοῦ στεφανοφορεμένου Μαχάονος, ὅπου ἄρρωστοι ἄνθρωποι ἐπεσκέπτοντο γιὰ νὰ βροῦν ἴασιν καὶ τὸ ὁποῖον ὠνομαζόταν «Ῥόδον». Γράφει ἀκόμα πὼς τὸν Μαχάονα τὸν σκότωσε ὁ Εὐρύπυλος, ὁ υἰὸς τοῦ Ἡρακλείδου Τηλέφου καὶ γι’ αὐτὸ καὶ στὸ Ἀσκληπιεῖον στὴν Πέργαμον ἐξυμνοῦσαν τὸν Τήλεφον, ἀλλὰ ὄχι τὸν Εὐρύπυλον καὶ πὼς οὔτε κὰν ἤθελαν νὰ λέγουν τὸ ὄνομά του. Τὰ ὀστᾶ τοῦ Μαχάονος τὰ μετέφερε στὴν Γερηνία ὁ Νέστωρ.
Γιὰ τὸν Ποδαλείριον ὁ Παυσανίας ὑποστηρίζει πὼς ἐπεβίωσε ἀπὸ τὸν Τρωικὸν πόλεμον, ἀλλὰ ἐπιστρέφοντας μὲ τὸ πλοῖον, αὐτὸ ἔκελσε στὴν Σύρνον τῆς Καρίας, ὥστε ἐκεῖ κατῲκησε καὶ ἐνυμφεύθη τὴν πριγκίπησσα, Σύρνα, γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὁ ἱδρυτὴς τῆς πόλεως.
Ὁ Στέφανος Βυζάντιος στὰ «Ἐθνικά» (593) γράφει ἀναλυτικότερα τὴν ἱστορία τῆς Σύρνας, ἐπιβεβαιώνοντας τὸν Παυσανία :
«Σύρνα, πόλις Καρίας. ἔκτισται δὲ ὑπὸ Ποδαλειρίου· ἐκπεσόντα γὰρ αὐτὸν εἰς Καρίαν σωθῆναι ὑπό τινος αἰγοβοσκοῦ καὶ ἀχθῆναι πρὸς Δαμαιθὸν Καρίας βασιλέα, οὗ τὴν θυγατέρα Σύρναν πεσοῦσαν ἀπὸ τοῦ τέγους ὑπ' αὐτοῦ θεραπευθῆναι. φησὶ δὲ οὕτως ἀθυμοῦντος δὲ τοῦ Δαμαιθοῦ τὸν Ποδαλείριον ἀφ' ἑκατέρου τῶν βραχιόνων αἷμα ἀφελόντα σῶσαι τὴν παῖδα, τὸν δὲ θαυμάσαντα συνοικίσαι αὐτῷ τὴν παῖδα καὶ δοῦναι τὴν χερρόνησον· ἐν ᾗ δύο πόλεις κτίσαντα τὴν μὲν ἀπὸ [τῆς] γυναικὸς Σύρνον, τὴν δὲ ἑτέραν ἀπὸ τοῦ σώσαντος αὐτὸν νομέως Βυβασσὸν καλέσαι».
Συγκεκριμένα ὁ Στέφανος Βυζάντιος ὑποστηρίζει πὼς ἡ πόλις Σύρνα ἐκτίσθη ἀπὸ τὸν Ποδαλείριον, ὁ ὁποῖος εἶχε ναυαγήσει στὴν ἐκεῖ περιοχὴ καὶ τὸν περισυνέλεξε ἕνας βοσκός, ὁ Βυβασσὸς. Ὁ Βυβασσὸς λοιπὸν ὡδήγησε τὸν Ποδαλείριον στὸν Δαμαιθόν ( < δαμάω + αἴθω), τὸν βασιλέα τῆς Καρίας. Ὅταν ἡ κόρη τοῦ Δαμαιθοῦ, Σύρνα ἔπεσε ἀπὸ τὴν στέγη ὁ Ποδαλείριος ἀφαιρώντας αἷμα ἀπὸ τοὺς βραχίονες, ἔσωσε τὴν κοπέλα. Ὁ βασιλεὺς ποὺ ἦταν ἀπελπισμένος καὶ στεναχωρεμένος μὲ τὴν κατάστασιν στὴν ὁποία βρισκόταν ἡ κόρη του, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Ποδαλείριον ποὺ τὴν κράτησε στὴν ζωή, τοῦ ἔδωσε τὴν κόρη του γιὰ νὰ τὴν νυμφευθεῖ, ἀλλὰ καὶ τὴν χερσόννησον. Ὁ Ποδαλείριος ἔκτισε ἐκεῖ δύο πόλεις ποὺ τὶς ὠνόμασε τὴν μία πρὸς τιμὴν τῆς συζύγου του, Σὐρνα/ Σύρνον (σημερινὸν Μπαγίρ! Καρίας)· καὶ τὴν ἄλλη πρὸς τιμὴν τοῦ βοσκοῦ ποὺ τὸν ἔσωσε ὅταν εἶχε ναυαγήσει, τὴν ὠνόμασε Βυβασσόν (σημερινὸν Χισαρονοῦ! Καρίας).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου