Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΘΙΜΩΝ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΜΑΙΜΑΚΤΗΡΙΩΝΟΣ

Μὲ τὴν νέα μήνη τῆς 13ης Νοεμβρίου τοῦ παρόντος ἔτους ξεκινᾶ ὁ πέμπτος κατὰ σειρὰ μὴν τοῦ ἀττικοῦ ἡμερολογίου, ὁ Μαιμακτηριών (Β' δεκαπενθήμερον σημερινοῦ Νοεμβρίου- Α' δεκαπενθήμερον Δεκεμβρίου).

Ὁ Μαιμακτηριὼν ἐτυμολογικῶς προέρχεται ἀπό τὸ ῥῆμα «μαιμάσσω», ποὺ σημαίνει κινῶ ὁρμητικῶς, κλονίζω, ταράσσω, μαίνομαι καὶ ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὸν Δία τὸν Μαιμάκτη (ὁ κινῶν τοὺς ὁρμητικοὺς ἀνέμους, ὁ θυελλώδης καὶ λάβρος), τὸν ὁποῖον ἐτίμων οἱ πρόγονοί μας αὐτὸν τὸν μῆνα, τελώντας τὰ Μαιμακτήρια.

«ὁ πέμπτος μὴν παῤ Ἀθηναίοις· Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Τιμόθεον. ὠνόμασται δὲ ἀπὸ Διὸς μαιμάκτου. μαιμάκτης δ̓ ἐστὶν ὁ ἐνθουσιώδης καὶ ταρακτικὸς, ὥς φησι Λυσιμαχίδης ἐν τῷ περὶ τῶν Ἀθήνησι μηνῶν· ἀρχὴν δὲ λαμβάνοντος τοῦ χειμῶνος ἐν τούτῳ τῷ μηνὶ ὁ ἀὴρ ταράττεται καὶ μεταβολὴν ἴσχει», Λεξικὸν τῶν δέκα ῥητόρων, Ἁρποκρατίων.

Ἡ ἑορτὴ γινόταν στὸ τέλος τοῦ μηνὸς ὡς ἰκεσία στὸν Μειλίχιον Δία, ὥστε νὰ τοὺς χαρίσει ἕναν μειλίχιον χειμῶνα καὶ κατάλληλες συνθῆκες γιὰ τὴν σπορὰ καὶ τὸν τρύγον τους. Τὸν μῆνα αὐτὸν οἱ πρόγονοί μας ἐλάμβανον ὡς ἀρχὴν τοῦ χειμῶνος, καθῶς ὅπως παρατίθεται ἐκ τοῦ Ἁρποκρατίωνος «ἐν τούτῳ τῷ μηνὶ ὁ ἀὴρ ταράττεται καὶ μεταβολὴν ἴσχει».

Γράφει δὲ ἡ Τζιροπούλου στὴν «Καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν» :

«Περὶ τὰ μέσα τοῦ μηνὸς Μαιμακτηριῶνος (ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὶς ἀρχὲς τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου), ἐποχὴ ποὺ ἀρχίζουν οἱ τρικυμίες στὶς θάλασσές μας (μαιμάσσω=κινῶ ὁρμητικῶς), οἱ πρόγονοί μας ἑώρταζον τὰ Ποσείδαια (Ποσειδώνια) ἐν εἴδει τιμητικῶν παρακλήσεων πρὸς τὸν Ποσειδῶνα, τὸν θεὸν τῆς θαλάσσης, τὸν Ποσειδῶνα τὸν Πελάγιον. Ὅταν κατηργήθη ἡ ἑορτὴ αὐτή, στὴν θέσιν της ἐπακριβῶς ἐτοποθετήθη ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου) ὡς προστάτου τῶν Θαλασσῶν καὶ τῶν Ναυτιλλομένων».

Κατὰ τὸν ἑορτασμὸν τῶν Μαιμακτηρίων ἐμαζεύοντο οἱ Ἀθηναῖοι στὰ θέατρα, μεταμφιεσμένοι σὲ Βάκχες, Νύμφες καὶ στὶς Ὥρες, ἀναπαριστώντας καὶ τιμώντας ἔτσι τὸν ῥόλον τῶν προαναφερθέντων στὸν κύκλον τῆς φύσεως, τοῦ τρύγου καὶ τῆς σπορᾶς.
Δὲν εἶναι τυχαῖον ποὺ ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει τὶς Ὧρες ὡς φύλακες τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ ἀνοιγοκλείνουν τὶς θύρες του μὲ σύννεφα :

«αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ ἃς ἔχον Ὧραι, τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανὸς Οὔλυμπός τε ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ’ ἐπιθεῖναι», Ἰλιάς, Ε', 749 κ.ἑξ.

Μὰ οὔτε καὶ ὁ Ὀρφικὸς Ὕμνος ποὺ ἀναφέρει τὶς Ὧρες ὡς συμπαίκτορες τῆς Περσεφόνης, ἡ ὁποία συντροφεύει τὸν Πλούτωνα τὸ ἕνα τρίτον τοῦ ἔτους καὶ τὸν ὑπόλοιπον καιρὸν ἀνεβαίνει στὸ φῶς, ὡς οἱ καρποὶ ὅταν σπείρονται καὶ ἀνθίζουν.

«ἁγνῆς Φερσεφόνης συμπαίκτορες, εὖτέ ἑ Μοῖραι καὶ Χάριτες κυκλίοισι χοροῖς πρὸς φῶς ἀνάγωσι Ζηνὶ χαριζόμεναι καὶ μητέρι καρποδοτείρῃ», Ὀρφικ. ὕμν. Ὡρών, 7.

Οἱ κόρες τοῦ Διός, Ὧρες (βλ. Θεογονία) εἶναι καὶ ἐπίκουροί του, καθῶς τὸν βοηθοῦν στὴν ῥύθμισιν τῶν ἐποχῶν καὶ τοῦ κύκλου τῆς φύσεως. Σύμφωνα μὲ τὸν Παυσανία («Ἑλλάδος περιήγησις», 9,32,5) ἐλέγοντο Θαλλὼ ( < θάλλω = βλαστάνω, εὐδοκιμῶ) καὶ Καρπώ ( < καρπός, ἡ καρποφορία προσωποποιημένη)· οἱ Ἀθηναῖοι ἐτίμων καὶ τὴν Χάριν Αὐξώ (ἡ προσωποποίησις τῆς αὐξήσεως, τῆς ἀφθονίας).
Ὁ Ἡσίοδος («Θεογονία, 902) παρουσιάζει τὶς Ὧρες ὡς κόρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος (ἡ δικαιοσύνη προσωποποιημένη) καὶ τὶς ὀνομάζει Δίκη, Εἰρήνη, Εὐνομία. Διότι μόνον γιὰ τοὺς θνητοὺς ποὺ διαβιοῦν συνοδείᾳ δικαιοσύνης, εἰρήνης καὶ εὐνομίας δὲν ὁρίζει πόλεμον ὁ εὐρύοψ Ζεύς καὶ ὁ Λιμὸς καὶ ἡ Πενία ἀπερύκονται :

«οὐδέ ποτ᾽ ἰθυδίκῃσι μετ᾽ ἀνδράσι λιμὸς ὀπηδεῖ οὐδ᾽ ἄτη, θαλίῃς δὲ μεμηλότα ἔργα νέμονται», Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 230, Ἡσίοδος.

Ὁμοίως ἐτιμῶντο καὶ οἱ καρποτρόφοι, λειμωνιάδες, πολυθρέμμονες καὶ αὐξίτροφοι Νύμφες, καθῶς ἔφερον χαρὰ μαζὶ μὲ τὸν Διόνυσον καὶ τὴν Δήμητρα στοὺς ἀνθρώπους, χέουσες τρεχούμενον ὕδωρ καὶ ἀρδεύοντας τὴν ὁμηρικὴ «ζείδωρον ἄρουρα» (ἡ γαῖα ἡ στοὺς θνητοὺς δωρίζουσα ζέα καὶ ζωή), ὡς θεότητες τῶν ποταμῶν, τῶν πηγῶν καὶ γενικῶς τοῦ γλυκοῦ νεροῦ.

«σὺν Βάκχῳ Δηοῖ τε χάριν θνητοῖσι φέρουσαι· ἔλθετ’ ἐπ’ εὐφήμοις ἱεροῖς κεχαρηότι θυμῷ νᾶμα χέουσ’ ὑγεινὸν ἀεξιτρόφοισιν ἐν ὥραις», Ὀρφ. Ὕμνος Νυμφῶν, 16 κ.ἑξ.

Ὁ Ἡσίοδος δίνοντας χρήσιμες συμβουλὲς περὶ τοῦ βίου στὸν ἀδελφόν του, Πέρσην, τὸν συμβουλεύει γιὰ τὶς ἀγροτικές του ἐργασίες νὰ παρακολουθεῖ τὴν κίνησιν τῶν θυγατέρων τοῦ Τιτᾶνος Ἄτλαντος καὶ τῆς Ὠκεανίδος Πληιόνης καὶ ἔτσι ὅταν δύουν οἱ Πλειάδες νὰ ξεκινᾶ τὸ ὄργωμα -καὶ μὲ τὴν ἀνατολὴ τῶν Πλειάδων νὰ θερίζει- :

«Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ᾽ ἀμήτου, ἀρότοιο δὲ δυσομενάων», Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 383-4, Ἡσίοδος.

Ἀκόμα, τοῦ γράφει πὼς σὲ περίπτωσιν ποὺ θέλει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ναυτιλία, νὰ παρατηρεῖ καὶ νὰ προσέχει πότε οἱ ἑπτὰ Τιτανίδες ἀδελφὲς συναντήσουν τὸν παπποῦ τους, Ὠκεανόν, «πέφτοντας» ἐντός του γιὰ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὸν Ὡρίωνα ποὺ τὶς κυνηγᾶ.
Τότε εἶναι ποὺ πρέπει νὰ ἀποσύρει τὸ πλοῖον του ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ νὰ τὸ στερεώσει καλὰ στὴν γῆ μὲ λίθους, ὥστε νὰ μὴ τοῦ τὸ παρασύρουν οἱ θυελλώδεις ἄνεμοι ἤ σαπίσει ἀπὸ τὶς καταιγίδες ποὺ στέλνει ὁ Μαιμάκτης Ζεύς. Εἶναι καλλίτερα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τοῦ χρόνου νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν γῆ, ἕως ὅτου οἱ Πελειάδες ἀδελφὲς ξαναφανοῦν στὸν οὐρανόν.

«Εἰ δέ σε ναυτιλίης δυσπεμφέλου ἵμερος αἱρεῖ· εὖτ᾽ ἂν Πληιάδες σθένος ὄβριμον Ὠρίωνος φεύγουσαι πίπτωσιν ἐς ἠεροειδέα πόντον, δὴ τότε παντοίων ἀνέμων θυίουσιν ἀῆται· καὶ τότε μηκέτι νῆα ἔχειν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ, γῆν δ᾽ ἐργάζεσθαι μεμνημένος, ὥς σε κελεύω νῆα δ᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου ἐρύσαι πυκάσαι τε λίθοισι πάντοθεν, ὄφρ᾽ ἴσχωσ᾽ ἀνέμων μένος ὑγρὸν ἀέντων, χείμαρον ἐξερύσας, ἵνα μὴ πύθῃ Διὸς ὄμβρος...αὐτὸς δ᾽ ὡραῖον μίμνειν πλόον εἰς ὅ κεν ἔλθῃ· καὶ τότε νῆα θοὴν ἅλαδ᾽ ἑλκέμεν», Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 618-31, Ἡσίοδος.

Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἡσίοδος ἔγραφε στὸν ἀδελφόν του μέχρι σήμερα, οἱ Πλειάδες σημαίνουν τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν λῆξιν τοῦ χειμῶνος, καθῶς μὲ τὴν ἐπιτολήν τους ξεκινᾶ ἡ πλόιμος (ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά τους «Πλειάδες») περίοδος καὶ ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ, καὶ μὲ τὴν δύσιν τους σηματοδοτεῖται ἡ ἔλευσις τοῦ χειμῶνος καὶ ἡ ἐποχὴ τοῦ ὀργώματος.
Φέτος οἱ Ἀτλαντίδες δύουν συνάμα μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ Ἡλίου τὴν 4η μεσοῦντος Μαιμακτηριῶνος, ἤτοι τὴν 26η Νοεμβρίου.

Ὁ μέγας Βοιωτὸς ποιητής μας γράφει ἀκόμη στὸν Πέρσην πὼς ὅταν ἀκούσει τοὺς γερανοὺς ποὺ πετοῦν ψηλὰ στὸν οὐρανὸν νὰ κρώζουν, νὰ ἔχει τὸν νοῦν του στὸ ὄργωμα, διότι τὴν ὥρα τοῦ βροχεροῦ χειμῶνος σημαίνουν (οἱ γερανοὶ ὡς ἀποδημητικὰ πουλιὰ φεύγουν στὴν ἀρχὴ τοῦ χειμῶνος ἀπὸ τὸν βορρὰ καὶ κατεβαίνουν σὲ θερμότερα κλίματα, προετοιμάζοντας ἔτσι καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν κλαγγή τους γιὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ χειμῶνος, ποὺ ἀπαιτεῖ συγκεκριμένες ἐργασίες στοὺς ἀγροὺς γιὰ τὴν κακοκαιρία ποὺ ἕπεται).
Οἱ γερανοὶ ξεκινοῦν τὴν κάθοδόν τους πρὸς νότον ἤδη ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριον, ὥστε Νοέμβριον ποὺ ξεκινᾶ ἡ περίοδος σπορᾶς σίτου κρώζουν στὰ θερμότερα κλίματα στὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποδημήσει.

(Ὄρνεα τοῦ Παλαμήδου, ἤτοι γερανοί. Μεταξὺ τῶν γραμμάτων ποὺ ἐφηῦρε ὁ Παλαμήδης ἦταν καὶ τὸ γράμμα Υ. Ὁ Ὀδυσσεὺς, ἠθικὸς συναυτουργὸς μαζὶ μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τῆς δολοφονίας του, τὸν εἰρωνευόταν πὼς δὲν ἔπρεπε νὰ καυχᾶται καὶ νὰ ἐπαίρεται γιὰ τὴν εὕρεσιν τοῦ Υ, γιατὶ τὸ σχηματίζουν μέχρι καὶ οἱ γερανοὶ ἱπτάμενοι. Πράγματι οἱ γερανοὶ πετοῦν σὲ σχῆμα Υ, καθῶς αὐτὸ βοηθᾶ τοὺς κουρασμένους ἀπὸ τὰ χιλιόμετρα πτήσεως ποὺ ἵπτανται στὸ πίσω μέρος, νὰ ἀνταπεξέλθουν στὴν πτῆσιν. Μπροστὰ στὸ σμῆνος ἵπτανται οἱ πιὸ ἰσχυροί, οἱ ὁποῖοι χτυπώντας τὶς φτεροῦγες τους δημιουργουν ῥεῦμα, ὥστε δίνουν ἔτσι ὤθησιν στοὺς γερανοὺς ποὺ ἀκολουθοῦν). 

Τοῦ γράφει ἀκόμα νὰ προσεύχεται ὅταν ὀργώνει στὸν Χθόνιον Δία καὶ στὴν Δήμητρα, ὥστε νὰ τοῦ στείλουν ὥριμον καὶ βαρὺ σίτον :

«Φράζεσθαι δ᾽, εὖτ᾽ ἂν γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς ὑψόθεν ἐκ νεφέων ἐνιαύσια κεκληγυίης, ἥ τ᾽ ἀρότοιό τε σῆμα φέρει καὶ χείματος ὥρην δεικνύει ὀμβρηροῦ...Εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ᾽ ἁγνῇ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν, ἀρχόμενος τὰ πρῶτ᾽ ἀρότου», Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 448-467, Ἡσίοδος.

Οἱ Βοιωτοὶ τὸν μῆνα Μαιμακτηριῶνα τὸν ἔλεγαν Ἀλαλκομένη ( < ἄλκη +μένος)· οἱ Μακεδόνες, οἱ Σπαρτιᾶτες, ὅπως καὶ ἄλλοι Δωριεῖς τὸν ὠνόμαζον Ἀπελλαῖον.

Ὅταν ἐπεκράτησε διὰ τῆς ἀκράτου βίας καὶ κυνηγητοῦ ὁ σκοταδισμὸς οἱ ἐπιστημονικὲς αὐτὲς γνῶσεις τῶν ἀρχαίων κειμένων μας, καθῶς καὶ οἱ μῦθοι τῶν Ἑλλήνων ἐξέπεσαν στὶς εὐφάνταστες παραφθορὲς τοῦ ἑκάστοτε δόγματος.

Ἔτσι ἡ ἀνατολὴ καὶ δύσις τῶν Πλειάδων-Πούλιας (ὁ συνοδὸς τῆς Πούλιας, Αὐγερινὸς-Ἑωσφόρος εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀφοριστεῖ!) συνεδέθησαν μὲ χριστιανικὲς ἑορτές, ὅπως τοῦ «Ἅι Μηνά» ποὺ τιμοῦν οἱ χριστιανοὶ στὶς 11 Νοεμβρίου καὶ θεωρεῖται ἡμερομηνία σημαίνουσα τὴν ἔλευσιν τοῦ χειμῶνος, ἐξ οὗ καὶ οἱ λαϊκότροπες ἐκφράσεις :

«Ὁ ἅι Μηνὰς ἐμήνυσε Πούλια μὴ ξημερώσει καὶ ἡ Πούλια βασιλεύοντας πάει καὶ παραγγέλλει : μήτε καράβι στὸν γυαλό, μήτε τσοπάνης στὸ βουνό, μήτε ζευγὰς στὸν κάμπον»·

«Ὁ ἅι Μηνὰς τὸ μήνυσε (στὶς 11 Νεμβρίου) καὶ ὁ Φίλιππος (ποὺ ἑορτάζεται ὑπὸ τῶν χριστιανῶν στὶς 14 τοῦ ἰδίου μηνός) τὸ καρτερεῖ (τὸ κρύο, τὴν κακοκαιρία).

Ἀκόμα συνεδέθησαν μὲ τὴν «Παναγιὰ τὴν Πολυσπορίτισσα» καὶ τὰ «Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου» (21 Νοεμβρίου), ὅπου βράζουν διαφόρους σπόρους, κάτι παρόμοιον μὲ τὰ ἀρχαῖα Πυανέψια.

Ἄλλοι συνδέουν τὴν προστάτιν τῶν δημητριακῶν, Δήμητρα μὲ τὸν «ἅγιον Δημήτριον», ἤ συνδέουν τὴν καλὴ σοδειὰ μὲ τὸν «Ἅγιον Ἀνδρέα» (ἑορτάζεται 30 Νοεμβρίου).
Ὁ Ἰούλιος Σίλλερ (1627) στὸν κατάλογόν του μὲ τίτλον «Χριστιανικὸς ἀστερόεις οὐρανός», ὅπου εἰσάγει τὴν ἰδέα νὰ καταργηθοῦν τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα τῶν ἀστερισμῶν καὶ νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ Ἑβραϊκά-Χριστιανικά, προτείνει ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ταύρου (τοῦ καταστερισμένου Διός-ταύρου ποὺ γέννησε μὲ τὴν Εὐρώπη, τὸν Μίνωα, τὸν Ῥαδάμανθυ καὶ τὸν Σαρπηδόνα) νὰ μετονομαστεῖ σὲ «Ἅγιον Ἀνδρέα»!
(Παρεμπιπτόντως οἱ Πλειάδες ἀνήκουν στὸν ἀστερισμὸν τοῦ Ταύρου).

Ἄλλοι ἐπικαλοῦνται τὴν «ἁγία Αἰκατερίνη» (ἑορτάζεται 25 Νοεμβρίου καὶ θυμίζει περιέργως ἀρκετὰ τὴν ἀστρονόμον, μαθηματικόν, φιλόσοφον Ὑπατία, ποὺ βασανίστηκε καὶ δολοφονήθηκε λόγῳ τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματός της ἀπὸ χριστιανικὸν ὄχλον μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, Κύριλλον) νὰ βρέξει, ὥστε νὰ εὐνοήσει τὴν καρποφορία τῆς γῆς.

Ἄλλοι συνδέουν τὴν σπορὰ μὲ τὸν «ἅι Γιώργη» τὸν σποριάρη! Ἄλλοι κάνουν δεήσεις στὸν ἀδελφὸν τοῦ Μωϋσέως, Ἀαρὼν ποὺ λέγεται πὼς εἶναι προφήτης-προστάτης τῆς βλαστήσεως! Καὶ τὸν ὁποῖον ἐπίσης ὁ προαναφερθεὶς Σίλλερ ἐτίμησε, προτείνοντας τὸ ὄνομα τοῦ Λευίτου ἀρχιερέως τοῦ Ἰσραήλ, ἀντὶ τοῦ καταστερισμένου υἰοῦ τοῦ Διός, Περσέως.

Καὶ πόσα ἀκόμα...
Σὲ κάθε περίπτωσιν ἀπὸ τότε ποὺ ἀπέκοψαν τὸν Ἕλληνα ἀπὸ τὴν Ἱδέα καὶ τοὺς λαμπροὺς ἐπιστήμονες προγόνους του καὶ τὸν γαλούχισαν μὲ ταπεινὰ φρονήματα καὶ ψευδοπρογόνους ἀθίγγανους διεστραμμένους, ἔπεσε στὴν λήθην καὶ ἀπεκόπη σταδιακῶς ἀπὸ τὴν ἀ-λήθεια, παρ' ὅτι τὸ σύμπαν ἐπιμένει νὰ φωνάζει «Ἑλλάδα», εἴτε κυττάξει κανεὶς ψηλὰ στὸν οὐρανόν, εἴτε ψάξει βαθιὰ στὴν γῆν, εἴτε παπτάνει κυριολεκτικῶς καὶ μεταφορικῶς ἀναζητὼν τὴν ἀλήθεια...

...

Καλὸν Μαιμακτηριῶνα καὶ καλὴ σπορά-σοδειά, κυριολεκτικῶς καὶ μεταφορικῶς, σὲ μία Ἑλλάδα ποὺ ἀποψιλώνεται καὶ γενοκτονεῖται τεχνηέντως καὶ μεθοδικῶς χρόνια τώρα...
Εἴθε νὰ ξαναθυμηθεῖ ὁ Ἕλλην τοὺς λέοντες προγόνους του, τὸν Μαιμάκτη Δία καὶ νὰ παύσει νὰ φέρεται σὰν κάστωρ* καὶ ἀπόγονος ῥυπαρῶν παραδόπιστων καμηλιέρηδων.

*Σύμφωνα μὲ τὸν Αἴσωπον (βλ. μύθους τοῦ Αἰσώπου) τὸν κάστορα κυνηγοῦσαν πολλοὶ γιὰ τὰ γεννητικά του ὄργανα, καθῶς αὐτὰ περιέχουν μία οὐσία ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦσαν ὡς φάρμακον. Ὅταν λοιπὸν ὁ κάστωρ νιώθει ὅτι τὸν κυνηγοῦν, τρέχει ὅσον πιὸ γρήγορα μπορεῖ γιὰ νὰ σωθεῖ. Μὰ ἄν τύχει καὶ τὸν περικυκλώσουν καὶ καταλάβει πὼς δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώσει, κόβει ὁ ἴδιος τὰ γεννητικά του ὄργανα καὶ τὰ πετᾶ στοὺς κυνηγούς, ὥστε τουλάχιστον νὰ παραμείνει ζωντανός, ἔστω κι εὐνουχισμένος.
Ἀντιθέτως, τὰ λιοντάρια πολεμοῦν ἔστω καὶ μόνα τους ἀκόμη καὶ ὁλόκληρη ἀγέλη ἐχθρῶν καὶ μέχρι τελικῆς πτώσεως.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ