Στὸ «Ὄργανον», σύγγραμμα τὸ ὁποῖον ἀποδίδεται στὸν Ἀριστοτέλη, ὁ ἀναγνώστης ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ἐπιχειρηματολογίας, τῆς ὀρθῆς συλλογιστικῆς πορείας, διὰ τὴν ἐπίτευξιν τῆς διαλεκτικῆς καὶ τὴν ἀναζήτησιν τῆς ἀληθείας. Συνάμα στὸ ἴδιο σύγγραμμα (βλ. κεφ. Σοφιστικοὶ Ἔλεγχοι) ἐπεξηγοῦνται οἱ σοφιστικὲς μέθοδοι/ τακτικὲς πειθοῦς τὶς ὁποῖες ὀφείλει ὁ ἀναζητῶν τὴν ἀ-λήθεια νὰ ἀναγνωρίζει, νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ ἀποφεύγει, ὥστε νὰ μὴ καθίσταται χειραγωγούμενος καὶ ἕρμαιον τῶν λογικῶν πλανῶν τοῦ ἑκάστοτε συνομιλητοῦ.
Οἱ μέθοδοι αὐτὲς ἐρείζονται σὲ διαφόρων εἰδῶν παραλογισμούς, ἄλλοτε σὲ παραλογισμοὺς ποὺ προκύπτουν παρὰ τὴν λέξιν (ὅπως π.χ. ἡ προσῳδία, βλ. «Ἧξεις ἀφήξεις οὐ θνήξεις ἐν πολέμῳ») καὶ ἄλλοτε σὲ πλάνες ποὺ προκύπτουν «ἔξω της λέξεως» («Τρόποι δ´ εἰσὶ τοῦ μὲν ἐλέγχειν δύο· οἱ μὲν γάρ εἰσι παρὰ τὴν λέξιν, οἱ δ´ ἔξω τῆς λέξεως», Σοφιστικοὶ ἔλεγχοι, Α', 4,1), ὅπως εἶναι τὸ νὰ θέτει κανεὶς ἕνα μὴ αἴτιον ὡς αἴτιον τοῦ ἐπιθυμητοῦ ὑπὸ τινὸς ἀποτελέσματος (ὥστε νὰ ἀσχολεῖται ὁ συνομιλητὴς μὲ τὸ μὴ αἴτιον-αἴτιον καὶ ὄχι μὲ τὸ ἀποτέλεσμα τὸ ὁποῖον ἔχει ὑποσυνειδήτως ἀποδεχθεῖ),
ἤ ὅπως εἶναι τὸ γνωστὸν «ἐν ἀρχῇ αἰτεῖσθαι», ὅπου ἡ λῆψις τοῦ ζητουμένου γίνεται προκείμενη πρὸς ἀπόδειξιν τοῦ ζητουμένου, δημιουργώντας τὸν γνωστὸν καὶ ὡς «φαῦλον κύκλον» (φαινόμενον σύνηθες στὶς συζητήσεις περὶ ὁποιασδήποτε θρησκείας, καθῶς οἱ θρησκεῖες ἀποδεικνύουν τὸ ἀληθές τους βασιζόμενες στὸ ἐν ἀρχῇ αἰτεῖσθαι, π.χ. «ἡ Βίβλος εἶναι θεόπνευστον βιβλίον διότι τὸ γράφει στὴν Βίβλον», βλ. πρὸς Τιμόθεον, Γ', 16/ Ἐπιστ. Πέτρου Β', 1,20),
ἤ ὅπως τὸ «παρὰ τὸ ἑπόμενον ἔλεγχος διὰ τὸ οἴεσθαι ἀντιστρέφειν τὴν ἀκολούθησιν», ὅπου ὁ ὁμιλητὴς ἐπιτυγχάνει τὸν ἐκβιασμὸν συγκεκριμένου συμπεράσματος ἀπὸ τὸν συνομιλητήν του, ὑποβάλλοντας τὸν τελευταῖον στὴν λογικὴ πλάνη τοῦ «ἔστω Α = Β», ὁπότε διὰ τῆς ὑποδείξεως τοῦ Β, τότε ἔχει συμβεῖ καὶ τὸ Α [«ἐπεὶ συμβαίνει τὴν γῆν ὕσαντος γίνεσθαι διάβροχον, κἂν ᾖ διάβροχος, ὑπολαμβάνομεν ὗσαι», Σοφ. ἔλεγχοι, Α', 5,6, δηλ. ἐπειδὴ ὅταν βρέχει ἡ γῆ ὑγραίνεται (Β), ὅταν δεῖ κανεὶς βρεγμένην τὴν γῆν, σημαίνει ὅτι ἔχει βρέξει (Α)] κ.ἄ τέτοια πολλὰ παράδοξα καὶ παράλογα τὰ ὁποῖα ὅμως μὲ τὴν κατάλληλην καθοδήγησιν-χειραγώγησιν φαίνονται «οὐσιαστικὰ καὶ λογικά».
Τὸ ἀποδιδόμενον στὸν Ἀριστοτέλην, «Ὄργανον» ἔκρουσε τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου γιὰ τὶς τακτικὲς ἐπιχειρηματολογίας τῶν ἀπατεώνων· τὸ ἴδιο καὶ ἄλλα συγγράμματα διαλεκτικῆς τῶν προγόνων μας. Παρ' ὅλ' αὐτὰ τέτοιου εἴδους τακτικὲς χειραγωγήσεως τῆς σκέψεως ἔχουν καταλήξει γιὰ συγκεκριμένους ἡ γραφὶς μὲ τὴν ὁποία γράφουν τὴν «ἱστορία τους» καὶ καπηλεύονται τὴν ἱστορία ἄλλων. Εἰσάγουν τὴν ἐπιθυμητή των ἰδέα, τὴν παρουσιάζουν μὲ μία κάποια ἀληθοφάνεια, δημιουργώντας πτυχὲς στὸ παραμύθι τους, πάνω στὶς ὁποῖες μποροῦν νὰ τεθοῦν ἀμφισβητήσεις, ὡς ἐκεῖ πάντοτε ποὺ δὲν ἀμφισβητεῖται ἡ κεντρικὴ ἰδέα (γι' αὐτὸ συνήθως οἱ ὅποιες ἀμφισβητήσεις τίθενται ἐξ ἰδίων πρὸς πρόληψιν τῆς καταρρεύσεως τοῦ γενικοῦ ἰσχυρισμοῦ).
Οἱ δὲ διαφωνίες ἐπὶ τῶν πτυχῶν τοῦ παραμυθίου ἐπικυρώνουν τὴν ὑποτιθέμενη ἀλήθεια τῆς γενικοτέρας ἰδέας καὶ πλέον οἱ μάζες συμφωνώντας ἤ διαφωνώντας ἔχουν παγιώσει ἀτομικῶς ἀλλὰ καὶ συλλογικῶς τὴν ἱστορικότητα τοῦ ἑκάστοτε ψεύδους, ἀποκυήματος φαντασίας.
Δὲν χρειάζονται νὰ γραφτοῦν καὶ πολλὰ παραδείγματα, ἀρκεῖ κανεὶς νὰ στρέψει τὴν προσοχή του στὴν σύγχρονον ἱστορία, στὴν ἴδια τὴν καθημερινότητα, ὅπου πλέον καθίσταται ἀληθὲς καὶ ἔγκυρον μόνον τὸ ὑποβεβλημένον διὰ τῶν μέσων καὶ ὄχι διὰ τῶν αἰσθήσεων, πολλῷ δὲ μάλα τὸ προσληφθὲν διὰ τῆς νοήσεως.
...
«Οἱ Ἑβραῖοι ἐκαλλιέργησαν τὴν γῆ τῆς πίστης. Οἱ Ἕλληνες ἐκαλλιέργησαν τὴν γῆ τῆς γνώσης. Οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν δήμιοι, οἱ Ἕλληνες δικαστές. Οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν ἀδίστακτοι, οἱ Ἕλληνες ἦταν εὐγενικοί…(Οἱ Ἑβραῖοι) Χρησιμοποίησαν ὡς ὅπλον τους τὸν χριστιανισμό, ἕνα νόθο καὶ μυσαρὸ παρασάρκωμα τοῦ σώματός τους, ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἀπόβλητο καὶ ἀφάνισαν τὴν ὡραία Ἑλλάδα. Ὅ,τι δὲν κατάφερε ἡ ἀνδρεία, τὸ κατάφερε ὁ δόλος», Δ. Λιαντίνης
Ἔτσι κάπως θὰ μποροῦσε νὰ ἐξηγηθεῖ καὶ τὸ πῶς κατέληξε τὸ παραμύθι περὶ ὁμιλίας τοῦ Ἑβραίου πατριώτου Σαοῦλ (μετέπειτα Παύλου) στὸν ...Ἄρειον Πάγον, νὰ γίνει ἱστορία, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἄν καὶ πρωτόγνωρον, ἐκπληκτικὸν καὶ ἀληθῶς πρωτοφανὲς δὲν ἀνεφέρθη ποτὲ ἀπὸ κανέναν ἀξιόπιστον ἱστορικὸν ποὺ ἔζησε μετὰ τὴν χρονολογία στὴν ὁποία τοποθετεῖται ἡ δρᾶσις τοῦ ὅποιου Σαοῦλ (ὅπως ὁ Πλούταρχος, ὁ ὁποῖος ὡς ἱερεὺς ἐπὶ 20 συναπτὰ ἔτη στοὺς Δελφούς, μὲ τὴν τεραστία καὶ πολυτίμη βιβλιοθήκη τῶν Δελφῶν κυριολεκτικῶς «στὰ πόδια του», περιέργως δὲν ἀνέφερε τίποτα γιὰ ἕνα τόσο σημαντικὸν ζήτημα, ὅπως ἡ ἀγόρευσις ἑνὸς Ἑβραίου περιτετμημένου -ὁποία ὕβρις γιὰ τὸν Ἕλληνα- σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἱερωτέρους χώρους τῶν Ἀθηνῶν, τὸν Ἄρειον Πάγον· καὶ δὴ γιὰ ἕνα τόσον σπουδαῖον θέμα. Μὰ ὄχι μόνον αὐτὸ ἀφ' ὅ,τι φαίνεται ὁ Πλούταρχος ἀγνοεῖ καὶ ἄλλον πιὸ σπουδαῖον ζήτημα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Σαοῦλ, αὐτὸ τῆς γεννήσεως καὶ δράσεως τοῦ «υἰοῦ τοῦ Θεοῦ, Ἰησοῦ» κατὰ τοὺς Χριστιανούς). Οὔτε ὁ περιηγητὴς Παυσανίας ἤ ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος, μεταγενέστεροι καὶ αὐτοὶ -καὶ μάλιστα κατὰ πολύ- τοῦ Σαοῦλ ἀναφέρουν τίποτε περὶ τῆς ἀξιοσημειώτου αὐτῆς ὁμιλίας ποὺ προμήνυε ἕνα τόσο σημαντικὸν γεγονός· καὶ ἐπίσης ἀμφότεροι φαίνεται νὰ μὴ γνωρίζουν τὸν «ὐιὸν τοῦ Θεοῦ» ποὺ κήρυττε ὁ Σαοῦλ τάχα στὴν Ἀθῆνα.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει...
Ἡ ὑποτιθέμενη ὁμιλία τοῦ Σαοῦλ ἀναφέρεται σὲ κάποιο σύγγραμμα ποὺ φέρει τὸν τίτλον «Πράξεις Ἀποστόλων», τὸ ὁποῖον πιθανολογεῖται πὼς ἐγράφθη ἀπὸ τὸν φερόμενον ὡς Εὐαγγελιστὴν Λουκά, καὶ ἀποτελεῖ κομμάτι τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία πῆρε τὴν τελική της μορφὴ -σχετικῶς μὲ τὸ τί εἶναι ἀποδεκτὸν καὶ τί ὄχι νὰ ἀσπάζεται τὸ ὀρθόδοξον ποίμνιον-, τὸν 4ον αἰ. μ.κ.ἐ. Ἡ χρονολόγησις τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων» δὲν εἶναι ἀκριβής, ἄλλοτε τοποθετεῖται ἀρχὲς τοῦ 1ου αἰ. μ.κ.ἐ, ἄλλοτε στὰ μέσα τοῦ 1ου αἰ. κι ἄλλοτε ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰ. μ.κ.ἐ...
Ὡς πρὸς τὸ ἐπίμαχον σημεῖον ὅπου πολλοὶ στηρίζουν πὼς ὁ Σαοῦλ ἠγόρευσε στὴν Ἀθῆνα γιὰ τὸν «Ἄγνωστον Θεὸν» ποὺ μέχρι τότε οἱ Ἀθηναῖοι δὲν ἐγνώριζον μέν, ἀνεγνώριζον δέ...αὐτὸ εἶναι ἐκ τοῦ ἑξῆς χωρίου :
«Εν δὲ ταῖς ᾿Αθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν. διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς ᾿Ιουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. τινὲς δὲ τῶν ᾿Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ῎Αρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. ᾿Αθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.
Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Αρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν κατὰ πάντα· ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς», Πράξεις Ἀποστόλων, 17,16-34.
Στὸ ἴδιο κεφάλαιον προηγουμένως δίδεται τὸ ἱστορικὸν τοῦ πῶς κατέληξε στὴν Ἀθῆνα ὁ Ἑβραῖος. Ἀφοῦ εἶχε περάσει ἀπὸ τὴν Ἀμφίπολιν καὶ τὴν Ἀπολλωνία πῆγε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου «κατὰ δὲ τὸ εἰωθός», δηλ. ὅπως συνήθιζε, ἐπεσκέφθη ἐπὶ τρία Σάββατα (ἱερὰ μέρα τῶν Ἑβραίων μέχρι σήμερα) τὴν Συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ διελέγετο ...ἀπὸ τὶς γραφές! γιὰ τὸ τί ἔπρεπε νὰ πάθει ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ τὴν ἀνάστασίν του
(σημ. : προφανῶς θὰ ἐννοεῖ τὴν φερομένη ὑπὸ τῶν Ἑβραίων ὡς τότε γεγραμμένη! Παλαιὰ Διαθήκη, μὲ ὅ,τι αὐτὴ μπορεῖ νὰ περιέχει... γιὰ τὸν Χριστόν, καθῶς ἡ Καινὴ συνεγράφθη, ὅπως λέγεται, μετὰ τὴν ὑποτιθέμενη ὁμιλία τοῦ Σαοῦλ κατὰ τὸ πρῶτον μισὸν τοῦ 1ου μ.κ.ἐ αἰ.).
Ἐνῷ λοιπὸν τοὺς δίδασκε ...ἀπὸ τὶς γραφὲς γιὰ τὴν ...ἀνάστασιν τοῦ Μεσσία, πείθοντας μάλιστα μερικοὺς Ἕλληνας...
(σημ. : προφανῶς ἐκτὸς τῆς Ἑβραϊκῆς Συναγωγῆς θὰ ὑπῆρχαν μεγάφωνα ὥστε νὰ ἀκοῦν τὸν Παῦλον, ἐκτὸς ἄν οἱ Ἕλληνες ἐσύχναζον τὰ ...Σάββατα στὶς ...Συναγωγές).
...ἠκολούθησε ἀναστάτωσις ὑπὸ τῶν «ἀπειθούντων Ἰουδαίων», οἱ ὁποῖοι πῆγαν στὴν οἰκία τοῦ Ἰάσονος καὶ ἀνεζήτουν τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλα (ἄρα εἶχαν φύγει ἀπὸ τὴν Συναγωγή; ) ὥστε νὰ τοὺς τοὺς παραδώσει.
Τελικῶς ἐφυγαδεύθησαν τὴν νύχτα καὶ ὡδηγήθηκαν στὴν Βέροια, ὅπου καὶ ἐκεῖ οἱ Παῦλος καὶ Σίλας πῆγαν καὶ πάλι στὴν Συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ἐκεῖ πάλι κατάφεραν νὰ πείσουν πολλοὺς ...Ἕλληνες καὶ Ἑλληνίδες, μέχρι ποὺ πῆγαν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ποὺ τοὺς κυνηγοῦσαν νωρίτερα καὶ ξεσήκωσαν καὶ πάλι τὸν λαὸν τῆς Βέροιας! Αὐτὴν τὴν φορὰ ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος παρέμειναν στὴν Βέροια, ἀλλὰ ὁ Σαοῦλ πῆγε στὴν Ἀθῆνα, ὅπου τριγυρνοῦσε περιμένοντας τοὺς προαναφερθέντες ἀδελφούς του, νὰ φθάσουν κι αὐτοὶ στὴν πόλιν τῆς Ἀθηνᾶς.
Καὶ ἐκεῖ διαβάζουμε, σὲ σύγχρονη ἀπόδοσιν, στὸ σχετικὸν χωρίον τῶν «Πράξεων» πὼς :
«Ἐνῷ ὁ Παῦλος περίμενε αὐτοὺς στὴν Ἀθῆνα, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα του, βλέποντας τὴν πόλιν νὰ εἶναι γεμάτη εἴδωλα. Διελέγετο στὴν Συναγωγὴ γιὰ τὸ θέμα αὐτό μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ μὲ τοὺς σεβομένους
(σημ. : ἄρα ὑπῆρχε καὶ στὴν πόλιν τῶν γραμμάτων ...Συναγωγή, ὅπου μαθαίνουμε πὼς ἐσύχναζον Ἰουδαῖοι καὶ θεοσεβούμενοι... -μᾶλλον ἐννοεῖ τοὺς προσηλύτους- Ἕλληνες· μάλιστα ἦταν τόσον θεοσεβούμενοι αὐτοὶ οἱ σεβόμενοι ποὺ δὲν πήγαιναν στὰ δικά τους ἱερά, ἀλλὰ στὶς Συναγωγὲς νὰ θεοσέβονται τὸν υἰὸν τοῦ Θεοῦ τῶν ἑβραϊκῶν γραφῶν!)
καὶ μὲ ὅσους συναντοῦσε -παρατυγχάνοντας- κάθε μέρα στὴν ἀγορά
(σημ. : οἱ Ἕλληνες δηλαδὴ ποὺ δὲν ἦταν «σεβόμενοι», ἀλλὰ «εἰδωλολάτρες» ἐκάθοντο νὰ συζητοῦν μὲ τὸν «Ἑβραῖον ἐξ Ἑβραίων», ὅπως ἀναφέρεται τουλάχιστον στὴν «Πρὸς Φιλιππησίους, Γ, 5, γιὰ τὸν παροξυσμὸν τοῦ τελευταίου ποὺ ἔβλεπε τὰ εἴδωλα τῆς πόλεώς τους καὶ ἐταράσσετο! ).
Μερικοὶ δὲ ἐκ τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Στωικῶν φιλοσόφων «συνέβαλλον» ( =συνδιελέγοντο) μὲ αὐτόν καὶ κάποιοι ἔλεγον : «τί θὰ ἤθελε αὐτὸς ὁ σπερμολόγος ( =φλύαρος, κακόβουλος, κουτσομπόλης) νὰ πεῖ»; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι φαίνεται νὰ διαδίδει -καταγγελεύς- ξένα δαιμόνια· ἐπειδὴ εὐηγγελίζετο σὲ αὐτοὺς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασίν του.
(σημ. : ἐκάθοντο δηλαδὴ πρᾶοι οἱ Ἕλληνες μπροστὰ στὸν παροξυμένον Σαοῦλ καὶ οἱ φιλόσοφοι, εἰδικῶς οἱ Ἐπικούρειοι ποὺ ἐθεώρουν ἀνοήτους τοὺς φοβουμένους τὸν θάνατον, πόσῳ μᾶλλον τοὺς ὑποσχομένους καὶ ἀνάστασιν!, καθῶς ὅπως γράφει καὶ ὁ Ἐπίκουρος* στὴν «Ἐπιστολὴ πρὸς Μενοικέα», ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα γιὰ ἐκεῖνον καὶ πὼς εἶναι ἀνόητος ὁ λέγων πὼς φοβᾶται τὸν θάνατον, ὄχι γιατὶ θὰ τὸν βλάψει ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα του, ἀλλὰ γιατὶ τὸν βλάπτει ἡ προοπτική.
Ἔλεγε μάλιστα ὁ μεγάλος Ἕλλην φιλόσοφος στὴν ἴδια Ἐπιστολὴ πὼς ὅταν ἑμεῖς ζοῦμε ὁ θάνατος δὲν ὑπάρχει, καὶ ὅταν ὁ θάνατος ὑπάρχει, ἑμεῖς δὲν εἴμαστε. Ὁ δὲ σοφὸς δὲν φοβάται τὸν θάνατον, οὔτε παραιτεῖται τὸ ζῆν, οὔτε πιστεύει πὼς εἶναι κακὸν τὸ μὴ ζῆν.
Σὲ τέτοιας λοιπὸν νοοτροπίας ἀνθρώπους -ἄς ὑποθέσουμε πώς- πῆγε ὁ Σαοῦλ νὰ μιλήσει γιὰ «αἰώνιον ζωή» καὶ αὐτοὶ τὸν ἀνέβασαν καὶ στὸν ...Ἄρειον Πάγον! Τὸ δὲ «ξένα δαιμόνια» θυμίζει ἀρκετὰ τὴν κατηγορία τοῦ Σωκράτους μὲ τὴν ὁποία κατεδικάσθη ὁ φιλόσοφος σὲ θάνατον ἀρκετὰ χρόνια νωρίτερα).
Τὸν ἐπῇραν λοιπὸν -ἐπιλαβόμενοι < ἐπιλαμβάνομαι = συλλαμβάνω, ἀκολουθῶ- οἱ Ἕλληνες καὶ δὴ οἱ φιλόσοφοι καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸν Ἄρειον Πάγον.
(σημ. : πῆραν τὸν Ἑβραῖον καὶ δὴ τὸν Σημίτη-περιτετμημένον -βλ. τὸ πῶς συστήνεται ὁ ἴδιος ὡς «περιτομῇ ὀκταήμερος, ἐκ γένους ᾿Ισραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, ῾Εβραῖος ἐξ ῾Εβραίων, κατὰ νόμον Φαρισαῖος», Ἐπιστολὴ Παύλου πρὸς Φιλιππησίους, Γ', 5- καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸν ἱερώτατον χῶρον καὶ ὁσιώτατον τῶν Ἑλλήνων, στὸν Ἄρειον Πάγον, ὅπου ἀνέβαιναν μόνον ἐπιφανεῖς Ἀθηναῖοι ἐκ τριτογονίας καὶ ὅπου ἐδίκαζον ἐκεῖ τοὺς εἰδεχθεῖς φονιάδες καὶ δὴ νύχτα ἀσέληνη καὶ στὸ ὕπαιθρον, γιὰ νὰ μὴ μιανθεῖ ὁ χῶρος καὶ τὸ κοινὸν ἀπὸ τὴν ὄψιν τοῦ ἐγκληματία· τοὺς ὑβριστὲς καὶ ἐγκληματίες τοὺς ὁποίους ἄλλοτε ἐδίκαζον γιὰ τὸν ἴδιον λόγον, ἐντὸς τῶν πλοίων, ὅταν τὰ ἐγκλήματα ἐτελοῦντο ἐν τῇ θαλάσσῃ, μὴ τυχὸν καὶ τὸ μίασμα ἐξαπλωθεῖ στὴν πόλιν· κι ὅμως τὸν Ἑβραῖον σημίτην -ποὺ ὁ ἴδιος ὁ συμπατριώτης τοῦ Σαοῦλ, ὁ Ἰωσὴφ Μπὲν Ματθιὰ γράφει πὼς ὁ Ἀπίων, ὅπως καὶ ἅπαντες οἱ Ἕλληνες, «τὴν τῶν αἰδοίων χλευάζει περιτομήν», Κατὰ Ἀπίωνος- τὸν ἀνέβασαν στὸ ἀνώτατον καὶ πανοσιώτατον δικαστήριόν τους, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε κάνει τὴν βόλτα του στὴν ...Ἰοὐδαϊκὴ συναγωγὴ ...τῶν Ἀθηνῶν).
Τὸν ὡδήγησαν λοιπὸν στὸν Ἄρειον Πάγον καὶ τοῦ εἶπαν : «Μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ καινούργια διδαχὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖς; Κάτι ξενίζοντα πρὸς τὴν ἀκοήν μας εἰσφέρεις· θέλουμε νὰ μάθουμε τὶ νὰ εἶναι αὐτά». Οἱ Ἀθηναῖοι καὶ πᾶντες οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι, δὲν εἶχαν καιρὸν γιὰ τίποτε ἄλλον παρὰ νὰ λέγουν καὶ νὰ ἀκοῦν κάτι καινούργιον.
Τότε ὁ Παῦλος ἐστάθη στὸ μέσον τοῦ Ἀρείου Πάγου...
(σημ. : κάποιος ποὺ δὲν ἔχει ἐπισκεφθεῖ τὸν ΑΠΟΚΡΗΜΝΟΝ αὐτὸν βράχον θὰ νομίζει ὅτι πρόκειται γιὰ κανένα στάδιον, θέατρον, πεδιάδα μεγάλης ἐκτάσεως, ὅπου θὰ χωροῦσε πλῆθος κόσμου· μάλιστα αὐτὴ ἡ χωροταξικὴ ἀστοχία ἔχει ὡδηγήσει πολλοὺς μελετητὲς νὰ ἰσχυριστοῦν πὼς ὁ Σαοῦλ ἐκήρυξε ὄχι στὸν Ἄρειον Πάγον, ἀλλὰ παρὰ δίπλα στὴν Πνύκα ἤ σὲ κάποιο ἄλλο μέρος/ λόφον τῶν Ἀθηνῶν ἤ ...ὅτι δὲν ὑπῆρξε κὰν τέτοιο γεγονός) καὶ εἶπε :
«Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀπὸ κάθε ἄποψιν σᾶς θεωρῶ ἑσᾶς δεισιδαιμονεστέρους ( = πιὸ θεοσεβουμένους), διότι καθῶς διέσχιζα τὴν πόλιν σας καὶ ἔβλεπα μὲ προσοχὴ τὰ ἱερά σας, βρῆκα καὶ βωμὸν πάνω στὸν ὁποῖον ἐγέγραπτο «στὸν ἄγνωστον θεόν» (σημ. : ἀναλύεται στὸ τέλος).
Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ὁποῖον σέβεσθε χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζετε, αὐτὸν ἐγὼ κηρύττω σὲ ἑσᾶς. Ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ τὰ πάντα ὅσα ὑπάρχουν σὲ αὐτόν, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὑπάρχει καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος καὶ δὲν κατοικεῖ σὲ ναοὺς ποὺ τοὺς κατασκευάζουν χέρια, οὔτε θεραπεύεται-ὑπηρετεῖται ἀπὸ τὰ χέρια ἀνθρώπων, σὰν νὰ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάτι, αὐτὸς δίνει σὲ ὅλους ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· αὐτὸς ἐποίησε κάθε ἔθνος ἀνθρώπων ἐξ ἑνὸς αἵματος καὶ κατοικεῖ -κάθε ἔθνος- σὲ ὁλόκληρον τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ἀφοῦ -ὁ Κύριος- ὥρισε συγκεκριμένον καιρὸν -ζωῆς- καὶ ὁριοθέτησε τὶς κατοικίες του -κάθε ἔθνους-.
(σημ. : ἀκόμη καὶ ὁ Σαοῦλ θὰ κατέκρινε ὅσους ἐναντιώνονται διὰ τῶν πράξεῶν τους στὸν «Κύριον», εἴτε διότι εἶναι εὑρισκόμενοι σὲ ναούς, εἴτε διότι προσφέρουν πράγματα τὰ ὁποῖα ὁ θεὸς δὲν χρειάζεται, εἴτε γιατὶ παραβιάζουν τὰ ὅρια ποὺ ἔθεσε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κατοικεῖ κάθε ἔθνος, τὸ ὁποῖον εἶναι παρ' ὅλ' αὐτὰ ἀπὸ ἕνα αἷμα, ἑβραϊκῆς καταγωγῆς «κατὰ τὰς Γραφάς». Μόνον τοὺς κακόμοιρους τοὺς Ἑβραίους, τὸν «περιούσιον λαόν», φαίνεται νὰ μὴν λυπήθηκε καὶ τοὺς διέσπειρε ἀνὰ τὸν κόσμον, νὰ τοὺς διώχνει ἡ μία χώρα μετὰ τὴν ἄλλην, καθῶς κανεὶς δὲν τοὺς ἤθελε ἐντὸς τῶν ἐδαφῶν ποὺ τοὺς «ὥρισε ὁ Κύριος»· καὶ δυστυχῶς διὰ ἄλλου παραλογισμοῦ, γνωστοῦ καὶ ὡς «ἐνοχικὸν σύνδρομον», ἔχουν καταφέρει νὰ πείσουν μεγάλη μερίδα τοῦ παγκοσμίου πληθυσμοῦ, πὼς οἱ θύτες εἶναι θύματα).
(ἀφοῦ -ὁ Κύριος- ὥρισε συγκεκριμένον καιρὸν -ζωῆς- καὶ ὁριοθέτησε τὶς κατοικίες του κάθε ἔθνους) ...διὰ νὰ ζητοῦν τὸν Κύριον μήπως τὸν ψηλαφήσουν καὶ τὸν βροῦν, ἀν καὶ δὲν εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν καθέναν μας, διότι μέσα σὲ αὐτὸν ζοῦμε καὶ κινούμεθα καὶ εἴμαστε, ὅπως καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ποιητές σας ἔχουν πεῖ· διότι εἴμεθα γένος του. Ἐφ' ὅσον λοιπὸν εἴμαστε γένος τοῦ θεοῦ δὲν ὀφείλομεν νὰ νομίζουμε πὼς τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον μὲ χρυσόν, ἄργυρον, λίθον, μὲ χαράγματα τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου. Τοὺς χρόνους λοιπὸν τῆς ἀγνοίας περιφρονώντας ὁ Θεὸς τώρα παραγγέλλει σὲ ὅλους ἁπανταχοῦ τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς νὰ μετανοήσουν.
(σημ. : σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖον ὁ Σαοῦλ καταρρίπτει ἐντὸς μίας περιόδου τὸ πάνσοφον, πανάγαθον, τὸ μεγαλεῖον γενικῶς τοῦ Θεοῦ, διατεινόμενος καὶ παραδεχόμενος πὼς ἐνῷ «ὁ Θεὸς» στὸν ὁποῖον ἀναφέρεται, ἤξερε πὼς ζοῦν οἱ ἄνθρωποι «εἰδωλολατρικῶς», ἐν ἀγνοίᾳ, ἐν ἀσωτίᾳ, ἀκολάστως καὶ μακριὰ ἀπὸ «τὴν άληθινὴ φύσιν τοῦ Ἑβραίου Θεοῦ», τοὺς ἄφησε 5 καὶ κάτι χιλιάδες χρόνια -διότι τόσον ὑπάρχει ὁ Κόσμος γιὰ τοὺς Ἑβραίους- νὰ μιαίνουν τὸ στολίδι του (Κόσμος < κοσμῶ) καὶ νὰ πηγαίνουν τυφλοὶ στὸν Ἅδη... Διότι ἄν δὲν ἤξερε, τότε τί θεὸς εἶναι;
Μετὰ ἀπὸ κάμποσες χιλιάδες χρόνια λοιπὸν ὁ θεὸς ποὺ κηρύττει ὁ Σαοῦλ ἀπεφάσισεν νὰ στείλει ἐπὶ τῆς γῆς τὸν υἰόν του, νὰ τὸν βασανίσει, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, διότι δὲν θὰ μποροῦσε διαφορετικῶς -προφανῶς ὁ Σαουλικὸς θεὸς δὲν εἶναι οὔτε παντοδύναμος-. Θὰ μποροῦσε βεβαίως νὰ ἰσχυριστεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὑποτιθεμένους ἀκούοντες τὸν Σαοῦλ στὸν Ἄρειον Πάγον! πὼς τόσα χρόνια γιὰ νὰ τοὺς «ὑπερορᾶ» καὶ γιὰ νὰ μὴ τοὺς ἐμφανίζει κάποιον νὰ σηκώσει τὶς ἁμαρτίες τους, μᾶλλον θὰ διεβίουν καθ' ὅλα ἐναρέτως· μὰ τόσοι φιλόσοφοι οὔτε ἕνας δὲν ἀξιώθηκε μέχρι τότε νὰ ἀντεπιχειρηματολογήσει, κατὰ πὼς φαίνεται στὶς «Πράξεις»!).
... Διότι ὥρισεν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ κρίνει ὅλην τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, διὰ μέσου ἑνὸς ἀνδρὸς τὸν ὁποῖον ὥρισε, καὶ ἔδωσε περὶ αὐτοῦ βεβαίωσιν εἰς ὅλους ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Ὅταν ἄκουσαν ἀνάστασιν νεκρῶν, μερικοὶ τὸν ἐχλεύαζον, ἄλλοι εἶπαν : «Θὰ σὲ ἀκούσουμε μιὰν ἄλλη φορὰ γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό».
(σημ. : Τὸ ἑβραϊκὸν σενάριον παρουσιάζει τοὺς Ἕλληνας ἐν τέλει εἰρωνικοὺς καὶ περιπαικτικοὺς στὰ ὑποτιθέμενα λόγια τοῦ Ἑβραίου, δίνοντας σὲ κάποιους τὴν ἐντύπωσιν πὼς θὰ μποροῦσε ὁλόκληρον τὸ παραμύθι περὶ Σαοῦλ ἐν Ἀρείῳ Πάγῳ νὰ ἔχει μιὰ κάποια ἀληθοφάνεια :
«τὰ ἐλεύθερα πνεύματα, Ἕλληνες, τὸν ἀνέβασαν πράγματι στὸν Ἄρειον Πάγον νὰ τὸν ἀκούσουν περὶ τῆς ἀναστάσεως νεκρῶν, καὶ τελικῶς ὁ Σαοῦλ ἀπέτυχε νὰ πείσει τὴν πλειονότητα».
Μετάφρασις : Ὁ ἰσχυρισμὸς στὶς «Πράξεις» περὶ σαουλικῆς ὁμιλίας ἐν Ἀθήναις ἰσχύει· ἀμφιβάλλετε γιὰ τὰ ἐπὶ μέρους.
Εὐτυχῶς ποὺ οἱ Ἕλληνες -τουλάχιστον μέχρι τότε ποὺ τάχα συνέβη ἡ ὁμιλία αὐτή- παρέμεναν ἀμεταχώρητοι στὸ «τεθνᾶναι καλῶς ἤ ζὴν αἰσχρῶς» καὶ περιφρονοῦσαν τὸν θάνατον, διότι ἄν μή τί ἀλλον τὸν ἐξελάμβανον καὶ ὡς φυσικὸν ἑπόμενον, καὶ δὲν ὑπεδενρύαζον, διατηρώντας τὴν Ἑλλάδα καθαρὴ ἀπὸ τὸ ἑβραϊκὸν μόλυσμα, ποὺ ἐγκαθιδρύθη διὰ τῆς βίας αἰῶνες ἀργότερα).
... Καὶ ἔτσι ὁ Παῦλος ἐξῆλθε ἐκ μέσου αὐτῶν. Κάποιοι ἄνδρες προσκολληθέντες σὲ αὐτὸν πίστευσαν, μεταξὺ αὐτῶν ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ κάποια γυναῖκα ὀνομαζομένη Δάμαρις καὶ ἄλλοι ἐπίσης».
(σημ. : Ὁ φερόμενος ὡς Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ἀκόμα καὶ ἄν κάποιος δεχθεῖ τὴν μία ἐκ τῶν πολλῶν ἐκδοχῶν τῆς ταυτότητος τοῦ ὑποτιθεμένου ὡς ὑπαρκτοῦ αὐτοῦ προσώπου -καθῶς ἀναφέρεται ὡς ζῶν σὲ διαφορετικὲς ἐποχές καὶ ἀναλόγως τὸν γεωγραφικὸν παράγοντα ἀποκτᾶ καὶ ἄλλα ὀνόματα, ἱστορικόν-, δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται στὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων», θὰ πρέπει νὰ ἐξέπεσε τοῦ ἀξιώματός του -τουλάχιστον-. Διότι ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, στὴν ὑποθετικὴ ἱστορία πὼς κάποιος παροξυμένος Σημῖτης, μὴ Ἀθηναῖος πολίτης, μηδὲ μέτοικος, μὲ κανένα ἐπὶ τῆς οὐσίας πολιτικὸν δικαίωμα, μιαίνει τὸν ἱερὸν χῶρον τοῦ Ἀρείου Πάγου,
τὸν ἀφήνουν οἱ ντόπιοι ὄμορφα καὶ ὡραῖα νὰ περιφέρεται στὰ Ἱερὰ τῶν Ἀθηνῶν χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται κανεὶς τί καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος,
τὸν ὁδηγοῦν μὲ θαυμασμὸν οἱ φιλόσοφοι καὶ δὴ οἱ Ἐπικούρειοι νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ ἀνάστασιν καὶ φόβον θανάτου,
τοὺς λέει κιόλας γιὰ ὑποτιθέμενον «ἄγνωστον θεόν» χωρὶς νὰ τὸν ῥωτήσουν οἱ ὑποτιθέμενοι ἀκούοντες αὐτόν, ποῦ συνάντησε τέτοιες ἐπιγραφὲς καὶ ψάλλει τέτοιες ἀήδίες, εἶναι ἀπὸ μόνα τους ὅλα αὐτὰ ...ὕποπτα!
Τὸ νὰ ἐμφανίζεται στὸ τέλος καὶ ἕνας Ἀρεοπαγίτης -ποὺ γιὰ νὰ πάρει κανεὶς τέτοιο ἀξίωμα, ἀκόμα καὶ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ τάχα ἀνέβηκε ὁ Σαοῦλ στὸν βράχον τοῦ Ἄρεως, ἔπρεπε νὰ εἶναι καθ'ὅλα εὐυπόληπτος καὶ καθαρός- καὶ νὰ παραμένει Ἀρεοπαγίτης εἶναι πιὸ ἀπίστευτον καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Σαοῦλ πάτησε ποτέ του τὸ πόδι του στὴν Ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν!
Μάλιστα λέγουν οἱ τῆς ἐκκλησίας στηριζόμενοι στὸν Εὐσέβιον Καισαρείας -«Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», Γ', 14,10 πὼς μετὰ τὴν ὁμιλία τοῦ Σαοῦλ στὸν Ἄρειον Πάγον, ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος ἔγινε ...πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἀθήναις ἐκκλησίας!
«ἐπὶ τούτοις καὶ τὸν Ἀρεοπαγίτην ἐκεῖνον, Διονύσιος ὄνομα αὐτῷ, ὃν ἐν ταῖς Πράξεσι μετὰ τὴν ἐν Ἀρείῳ πάγῳ πρὸς Ἀθηναίους Παύλου δημηγορίαν πρῶτον πιστεῦσαι ἀνέγραψεν ὁ Λουκᾶς, τῆς ἐν Ἀθήναις ἐκκλησίας πρῶτον ἐπίσκοπον ἀρχαίων τις ἕτερος Διονύσιος, τῆς Κορινθίων παροικίας ποιμήν, γεγονέναι ἱστορεῖ».
Δηλαδὴ δὲν εἶχε κὰν ἀκόμα γίνει κίνημα ὁ χριστιανισμός, ἀλλὰ εἶχαν δημιουργηθεῖ Ἐκκλησίες -μὲ τὸν σύγχρονον ὅρον- στὴν Ἀθῆνα, ὅπου πρῶτος ἐπίσκοπος διετέλεσε ὁ Διονύσιος ὁ... Ἀρεοπαγίτης! Περιττὸν νὰ γραφτεῖ πὼς ἄλλοι παρουσιάζουν τὸν Ἰερόθεον ὡς πρῶτον ἐπίσκοπον τῆς ἐν Ἀθήναις ἐκκλησίας).
...
Ἔχοντας λοιπὸν διασπείρει μιὰ τέτοια ἱστορία, μὲ τόσα πολλὰ κενά, μὲ τὸσα πολλὰ ἀληθοφανῆ ψεύδη, μὲ τόσους πολλοὺς παραλογισμούς, μὲ τέτοια γελοῖα καὶ ἀπαράδεκτα «τεκμήρια» ἱστορικότητος, κάποιοι σφάζονται γιὰ τὸ ἄν ἡ ἐπιγραφὴ ἔγραφε «ἀγνώστῳ θεῷ» ἤ ἄν οἱ θεοὶ αὐτοὶ ἦταν πολλοί· ἄλλοι πιάνουν τὸν Παυσανία, τὸν Δ. Λαέρτιον, τὸν Θουκυδίδη καὶ γενικῶς ἅπασες τὶς ἱστορικὲς πηγὲς ποὺ ἀναφέρονται σὲ βωμοὺς «ἀνωνύμων θεῶν» γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὸ αὐταπόδεικτον· ἄλλοι ὑπερασπιζόμενοι τὴν τιμὴν τῶν προγόνων τους ἔναντι τῆς ὅλης γελοιότητος τῆς ἱστορίας περὶ Σαοῦλ ἐν Ἀρείῳ θέτουν τὸ ἐπιχείρημα τοῦ χλευασμοῦ ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τῶν φιλοσόφων· ἄλλοι στηρίζουν ἐπιχειρήματα περὶ ἀνεξιθρησκίας τῶν Ἀθηναίων (λὲς καὶ οἱ Ἕλληνες καὶ δὴ οἱ φιλόσοφοι δογμάτιζαν περὶ τοῦ θείου ἤ ἦταν ὅπως τοὺς παρουσιάζουν πολλάκις πολυθεϊστές, ὑπὸ τὴν ἔννοια πὼς δὲν ἔφτιαξε τὸν κόσμον ἕνας Δημιουργὸς ἀλλὰ 12!)· ἄλλοι θρησκόληπτοι ὑπερασπιζόμενοι τὸ σαουλικὸν δόγμα σκίζουν τὰ ἰμάτιά τους· ἄλλοι ποὺ ἔχουν πεισθεῖ πὼς αὐτὸ τὸ ἑβραϊκὸν παρασάρκωμα τῶν ῥυπαρῶν (κατὰ Κυριακόπουλον) Ἑβραίων συνάδει μὲ τὴν ἑλληνικὴ κοσμοαντίληψιν πράττουν παρομοίως· ἄλλοι ὑπερασπίζονται ἄλλα κοκ.
ΚΑΝΕΙΣ ὅμως σχεδὸν δὲν ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ ἀνόητον, παράδοξον, γελοῖον τῆς ἰουδαΐκῆς αὐτῆς ψευδοϊστοριοῦλας. Καὶ ἐπειδὴ ἀκόμη ἕνας τρόπος πειθοῦς προκύπτει ἀπὸ τὴν πίστιν ἤ τὴν θεωρούμενην ὡς πίστιν τῆς κοινότητος (ἡ προσφυγὴ στὴν πλειοψηφία/ argumentum ad populum), τουτ' ἔστιν ἄν ἕνα συλλογισμὸς εἶναι ψευδής, ἀρκεῖ ἡ πλειονότης τῆς μάζης νὰ τὸν θεωρεῖ ἤ νὰ ἐμφανίζεται πὼς τὸν θεωρεῖ ἀληθῆ γιὰ νὰ κατασταθεῖ «ἀληθής» (τὰ παραδείγματα πλεῖστα γύρω μας), σπανίως κάποιος θὰ λογοκρίνει τὴν ἐγκυρότητα ἤ ἀκόμη καὶ τὴν γνησιότητα τῆς ὅποιας ἱστορίας (πλὴν τῶν λεγομένων καὶ ὡς «συνωμοσιολόγων», τῶν ὁποίων κατακρίνεται καὶ ἀπορρίπτεται ad hominem, ἐν τῇ γενέσει ὅ,τι κι ἀν ἰσχυριστοῦν, διότι ἐκεῖ ἐκτελεῖται ἄλλο μοτίβο λογικῆς πλάνης, τὸ ἀντίθετον τῆς «ἐπικλήσεως στὴν αὐθεντία», ἤτοι ἄν Α = ἀμφιβητήσιμος, τότε καὶ τὸ ἐπιχείρημά του εἶναι άμφισβητήσιμον· πάγια τακτικὴ τῶν χειραγωγούντων τὶς μάζες ποὺ ἔχουν σπείρει στὸ σύγχρονον λεξιλόγιον ποικίλες ἀνούσιες λέξεις ἐπιφορτισμένες προκαταβολικῶς μὲ ἀρνητικὸν πρόσημον, ὥστε νὰ ἀπορρίπτεται κάθε λογικὴ ἀμφιβολία/ ἔλεγχος ἐπιχειρήματος, ὡς ἄκυρος/ ὕποπτος, λόγῳ τῆς τάχα ἀμφισβητήσιμης ποιότητος τοῦ ἀτόμου ποὺ τὴν αἴρει).
Ἔτσι λοιπὸν καὶ μὲ τὸ παραμύθι τοῦ Σαοῦλ· δὲν ἔχει σημασία ἄν κάποιος διαφωνήσει στὶς λεπτομέρειες, ἀρκεῖ ποὺ δὲν ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν γνησιότητα τῆς ὅλης «ἱστορίας». Ἡ πλειοψηφία κρίνει πὼς ὁ Παῦλος δὲν ἔπεισε τοὺς Ἀθηναίους περὰν ἐλαχίστων, ἄρα ὁ Παῦλος ὑπῆρξε, κήρυξε ἀνενόχλητος τοὺς φιλοσόφους ἐν Ἀρείῳ Πάγῳ γιὰ τὸν θεὸν ποὺ δὲν ἤξεραν κοκ. Τὸ ἄν ἔγραφε ἡ ἐπιγραφὴ «ἄγνωστος θεός» ἤ «ἄγνωστοι θεοί», προϋποθέτει βεβαίως πὼς ὁ Σαοῦλ εἶδε τέτοια ἐπιγραφὴ ἐκεῖ ποὺ κήρυξε, ἄρα κήρυξε.
Ἐξετάζοντας λοιπὸν καὶ τὸ ἐπιχείρημα τῆς ὑποτιθεμένης ἐπιγραφῆς ποὺ τάχα ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ στὸν Σαοῦλ νὰ βγάλει τὸν ὑποτιθέμενον λόγον του στὸν Ἱερὸν χῶρον τοῦ βραχώδους παναρχαιοτάτου δικαστηρίου μας, οὐδέποτε συναντᾶται ΙΣΤΟΡΙΚΩΣ τέτοια ἐπιγραφὴ σὲ κάποιον τάχα «Ἄγνωστον Θεόν» ποὺ οἱ Ἕλληνες ἐσέβοντο, ἀλλὰ δὲν ἐγνώριζον ἀκόμη, μέχρι νὰ τοὺς τὸν κηρύξει ὁ Σαοῦλ.
Ὑπάρχουν πλεῖστα συγγράμματά μας ποὺ ἀναφέρονται σὲ βωμοὺς ἀνωνύμους, ἀγνώστων θεῶν, ὅμως καὶ πάλι ὄχι γιὰ λόγους ποὺ ἅπτονται τῆς ἀγνοίας περὶ θείου, μὴ τυχὸν δηλαδὴ καὶ ξέχασαν κανέναν ποὺ θὰ γεννηθεῖ στὸ μέλλον [μὰ τί θεὸς θὰ ἦταν αὐτὸς ἄν δὲν ἐνέχει τὸ «ἀγέννητον» ποὺ γράφει καὶ ὁ Θαλῆς; Ἄν δὲν εἶναι ἡ «ἀρχὴ αἰτίων πᾶσι» καὶ «ζῷον ἀΐδιον ( =αἰώνιον) ἄριστον…πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον εἶναι καθ᾽ αὑτό» ποὺ γράφει ὁ Ἀριστοτέλης; Ἄν δὲν εἶναι «αὐτογενής» καὶ «αὐτοτελής, αὐτοῦ δὲ ὑπὸ πάντα τελεῖται» (ὀρφικοὶ ὕμνοι); ]. Οἱ βωμοὶ εἰς Ἀγνώστους θεοὺς ὑπῆρχαν στὴν Ἀθῆνα καὶ σχετίζονται μὲ τὴν Ἐπιμενίδειον λύσιν στὸ μίασμα ποὺ ἐπέφερε τὸ Κυλώνειον ἄγος (ὕστερα ἀναφέρει στὰ Ἡλιακά, Α', 14,8 ὁ Παυσανίας ἀκόμα ἕναν βωμὸν ποὺ εἶναι Ἀγνώστων Θεῶν δίπλα σὲ βωμοὺς θεῶν ποὺ εἶναι γνωστὸν σὲ ποιά ἔκφανσιν τοῦ θείου εἶναι ἀφιερωμένοι -ἄλλοι εἶναι στὸν Δία, ἄλλοι στὴν Νίκη κοκ-.
Γράφει περὶ τῶν γεγονότων τοῦ Κυλωνείου ἄγους καὶ τοῦ ἀποτελέσματος ἀυτῶν στὰ τῶν βωμών ἐν Ἀθήναις, ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης («Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία», Μέρ. Β', βιβλ. ΣΤ', κεφ. Α', Περὶ τῶν Ἀγνώστων Θεῶν) :
«Τούτων τῶν Ἀγνώστων Θεῶν τὴν λατρείαν εἰσήγαγεν ὁ Ἐπιμενίδης εἰς τοὺς Ἀθηναίους πρῶτον, ὡς καὶ ἐν ἄλλοις εἴρηται, ὀλίγον πρὸ τοῦ Μηδικοῦ πολέμου, διὰ τὴν ἑξῆς αἰτίαν. Κύλων ὁ Ὀλυμπιονίκης, ὁ Ἀθηναῖος, γαμβρὸς ὤν τοῦ Θεαγένους τυράννου τῶν Μεγάρων καὶ ἄνθρωπος ἐπιφανής, ἠθέλησε νὰ ἁρπάσῃ τὴν τυραννίαν τῶν Ἀθηνῶν, καὶ διὰ τοῦτο κατέλαβε τὴν Ἀκρόπολιν, ἔχων καὶ ἄλλους πολλοὺς συνωμότας, βοηθούμενος καὶ ὑπὸ τοῦ πενθεροῦ. Πολιορκηθέντες δὲ ἠναγκάσθησαν καὶ κατέφυγον ἱκέται εἰς τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς. Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι πρῶτον μὲν ὑπεσχέθησαν νὰ μὴ τοῦς φονεύσωσιν, ἔπειτα τοὺς ἐφόνευσαν ὅλους· τινές δε κατέφυγον καὶ εἰς τὸν βωμὸν τῶν Σεμνῶν θεῶν, ὡς καὶ αὐτὸς ὁ Κύλων καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ· πλὴν ἐφόνευσαν καὶ αὐτούς. Καὶ τοῦτο ἦτον τὸ θρυλούμενον κυλώνειον ἄγος, τὸ ὁποῖον κατετάραττε τὰς Ἀθήνας ὕστερον μὲ διαφόρους δυστυχίας, ἐπειδὴ ὡργίσθη ἡ Ἀθηνᾶ, διὰ τὸν φόνον τῶν Ἱκετῶν ἀυτῆς. Οἱ δὲ φονεῖς τῶν φονευθέντων τούτων καὶ οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν ὠνομάσθησαν ἐναγεῖς, τοὺς ὁποίους ἔδιωξαν ὕστερον ἐκ τῆς πόλεως. Τέλος δέ, θλιβόμενοι οἱ Ἀθηναῖοι ὑπὸ νόσου σφοδρᾶς, ἔλαβον χρησμὸν νὰ καθαρίσωσιν τὴν πόλιν. Ὄθεν ἀκούοντες τὸν Ἐπιμενίδην ἄνθρωπον θεοφιλῆ, ἔπεμψαν εἰς τὴν Κρήτην πλοῖον καὶ τὸν Νικία τοῦ Νικηράτου, νὰ καλέσῃ αὐτόν.
Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἐπιμενίδης κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴν ὀλυμπιάδα, ἐκαθῇρε τὴν πόλιν καὶ ἔπαυσεν τὸν λοιμὸν οὔτω·
λαβὼν πρόβατα λευκὰ καὶ μέλανα, τὰ ἔφερε εἰς τὸν Ἄρειον Πάγον· ἔπειτα ἀπολύσας αὐτὰ παρήγγειλε, νὰ τὰ ἀκολουθήσωσι ἄνθρωποι διωρισμένοι καὶ ὅπου σταθῇ ἕκαστον, ἐκεῖ νὰ τὸ θυσιάσωσιν εἰς τὸν θεὸν ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει τὸ πλησιέστερον ἱερόν. Ἐπειδὴ δὲ ἐστάθησαν καὶ ἐθυσιάσθησαν εἰς τὰς πεδιάδας, ὅπου δὲν ἦτον ἱερά, ἔκτισαν ἐκεῖ βωμοὺς ἀνωνύμους, καὶ ἔλεγον αὐτοὺς τῶν Ἀγνώστων θεῶν. Ὅθεν καὶ μόνον εἰς τὴν Ἀττικὴν εἶχον βωμοὺς οἱ Ἄγνωστοι Θεοί, καὶ μάλιστα πρὸς τὸν Φαληρέα λιμένα. Ὕστερον δὲ ἔκτισαν καὶ εἰς τὴν Ὀλυμπίαν».
Τὸ αὐτὸ περὶ βωμῶν εἰς Ἀνωνύμους θεούς, ἀποτέλεσμα τῆς συμβουλῆς τοῦ σοφοῦ Ἐπιμενίδου πρὸς ἐξιλασμὸν τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὸ Κυλώνειον ἄγος ἐπιβεβαιοῖ καὶ ὁ Διογένης Λαέρτιος στοὺς «Βίους Φιλοσόφων», Ἐπιμενίδης, 110 :
«Ὅθεν καὶ Ἀθηναίοις τότε λοιμῷ κατεχομένοις ἔχρησεν ἡ Πυθία καθῆραι τὴν πόλιν· οἱ δὲ πέμπουσι ναῦν τε καὶ Νικίαν τὸν Νικηράτου εἰς Κρήτην, καλοῦντες τὸν Ἐπιμενίδην. Καὶ ὃς ἐλθὼν Ὀλυμπιάδι τεσσαρακοστῇ ἕκτῃ ἐκάθηρεν αὐτῶν τὴν πόλιν καὶ ἔπαυσε τὸν λοιμὸν τοῦτον τὸν τρόπον. Λαβὼν πρόβατα μελανά τε καὶ λευκὰ ἤγαγε πρὸς τὸν Ἄρειον πάγον. Κἀκεῖθεν εἴασεν ἰέναι οἷ βούλοιντο, προστάξας τοῖς ἀκολούθοις ἔνθα ἂν κατακλίνοι αὐτῶν ἕκαστον, θύειν τῷ προσήκοντι θεῷ· καὶ οὕτω λῆξαι τὸ κακόν. Ὅθεν ἔτι καὶ νῦν ἔστιν εὑρεῖν κατὰ τοὺς δήμους τῶν Ἀθηναίων βωμοὺς ἀνωνύμους, ὑπόμνημα τῆς τότε γενομένης ἐξιλάσεως».
«Προσήκοντι θεῷ» σημαίνει στὸν οἰκεῖον θεὸν, στὸν κατάλληλον, σὲ αὐτὸν ποὺ βρίσκεται -τὸ ἱερόν του- κοντά -στὰ κατακλίνοντα πρόβατα-. Ἄν δὲν ὑπῆρχε προσήκων θεὸς, ὁ βωμὸς ἀφιεροῦτο στοὺς Ἀγνώστους θεούς, διότι δὲν ἥρμοζε νὰ ἀφιερώσουν οὔτε στὴν ἔκφανσιν τοῦ θείου, ποὺ ὀνομάζεται Ζεύς, οὔτε στὴν Ἥρα, οὔτε στὴν Ἀθηνᾶ κοκ.
Γι' αὐτὸ ὁ περιηγητὴς Παυσανίας («Ἑλλάδος περιήγησις», Ἀττικά, 1,4) γράφει πὼς :
«ἔστι δὲ καὶ ἄλλος Ἀθηναίοις ὁ μὲν ἐπὶ Μουνυχίᾳ λιμὴν καὶ Μουνυχίας ναὸς Ἀρτέμιδος, ὁ δὲ ἐπὶ Φαληρῷ, καθὰ καὶ πρότερον εἴρηταί μοι, καὶ πρὸς αὐτῷ Δήμητρος ἱερόν. ἐνταῦθα καὶ Σκιράδος Ἀθηνᾶς ναός ἐστι καὶ Διὸς ἀπωτέρω, βωμοὶ δὲ θεῶν τε ὀνομαζομένων Ἀγνώστων καὶ ἡρώων καὶ παίδων τῶν Θησέως καὶ Φαληροῦ».
Δὲν ἦταν πὼς οἱ Ἀθηναῖοι δηλαδὴ, πρωτοπόροι ἔναντι τῶν ὑπολοίπων Ἑλλήνων, ἔφτιαξαν καὶ κάμποσους βωμοὺς σὲ ἀγνώστους/ ἀνωνύμους θεοὺς γιὰ νὰ τοὺς «βρίσκονται» σὲ περίπτωσιν ποὺ ἐμφανισθεῖ κανένας καινούργιος θεός, καθῶς δὲν ἀντελαμβάνοντο τὸ θεῖον μὲ δογματικόν/ θρησκευτικὸν τρόπον, ἔχοντας τὸν Δημιουργὸν ὡς πολυάριθμον, ἐξαρτώμενον ἀπὸ γεωγραφικές, κοινωνικὲς καὶ ἄλλες συνθῆκες, ὁ ὁποῖος θὰ ἐμφανιστεῖ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ σὲ συγκεκριμένον λαὸν νὰ ἀποκαλύψει τὴν ὕπαρξιν καὶ φιλευσπλαχνία του σὲ ἀνθρωπάκια ποὺ μέχρι τότε «ὑπεροροῦσε» ἀφήνοντάς τα στὴν πλάνη τους.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΑΦΗΚΕ ΠΑΝΤΑΣ Ο ΘΕΟΣ, ΟΥΔΕΝΑ ΔΟΥΛΟΝ Η ΦΥΣΙΣ ΠΕΠΟΙΗΚΕ», Ἁλκιδάμας, Μεσσηνιακός.
Ἀναφορὲς περὶ τοῦ Κυλωνείου ἄγους συναντᾶ κανεὶς καὶ σὲ ἄλλα πολλὰ χωρία τῆς γραμματείας μας (βλ. Ἱστορίαι, Τερψιχόρη, 71, Ἡρόδοτος/ Ἱστορίαι, 1, 126 κ. ἑξ., Θουκυδίδης/ Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 12, Πλούταρχος κ.ἄ).
Ἀναφορὲς περὶ ἀγνώστων θεῶν ἐπίσης, μὲ τὰ πιὸ σύγχρονα συγγράμματα νὰ κάνουν μὲν λόγον γιὰ τὸ Κυλώνειον ἆγος, μὰ νὰ μεταφράζουν τὸ γεγονὸς τῶν «ἀγνώστων βωμῶν» ὡς σημεῖον ἀνεξιθρησκίας. Σὲ κάθε περίπτωσιν πάντως, κανεὶς ἱστορικὸς, ὅσον μεροληπτικὸς καὶ ἄν εἶναι δὲν δίδει ἔστω καὶ ἕνα ψῆγμα ἀληθείας στὸ ὅτι κάποιος/ὁ Παῦλος, κάπου, κάποτε στὴν Ἀθῆνα εἶδε βωμὸν σὲ «Ἄγνωστον θεόν» καὶ αὐτὸν τὸν θεὸν εἶναι ποὺ συνέστησε στοὺς Ἀθηναίους.
Ἀκόμη καὶ ἡ ἀναφορὰ μερικῶν στὸν πολὺ πρόσφατον καὶ πολλάκις σφάλλοντα Ἔρασμον καὶ στὸ ἔργον του «Μωρίας Ἐγκώμιον», παρ' ὅτι χρειάζεται ἔλεγχον τῶν προκειμένων, δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει τὸ ζήτημα ἐγκυρότητος τῶν λόγων τοῦ ὅποιου Παύλου, καθῶς διαβάζουμε στὸν ἐν λόγῳ σύγγραμμα τὸ ἑξῆς :
«ἄν πρέπει νὰ πιστεύσουμε τὸν Ἅγιον Ἰερώνυμον... -ὁ Παῦλος- διαβάζοντας τυχαία τὴν ἐπιγραφὴν ἑνὸς μνημείου στὴν Ἀθῆνα, τὴν ἤλλαξε ὥστε νὰ ἔρχεται πιὸ καλὰ μὲ ὅσα ἐκεῖνος ἔλεγε γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη...Παρέλειψε τὶς λέξεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἔβλαπτον τὴν ὑπόθεσίν του καὶ κράτησε μόνο τὶς δύο τελευταῖες καὶ πάλι τὶς ἄλλαξε... γιατὶ ὁλόκληρη ἡ ἐπιγραφὴ ἔλεγε : ΤΟΙΣ ΘΕΟΙΣ ΑΣΙΑΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΑΦΡΙΚΗΣ ΘΕΟΙΣ ΑΓΝΩΣΤΟΙΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙΣ».
...
Τὸ θέμα ὅμως, ὡς ἤδη ἀνελύθη, εἶναι βαθύτερον τῆς ὅποιας καταρρίψεως τοῦ ἑκάστοτε σημείου μιᾶς προβληματικῆς ἐξ ὁρισμοῦ ἀφηγήσεως, ὅταν ὁλόκληρη ἡ ἀφήγησις ἐν τῇ γενέσει της βασίζεται σὲ ἐξ ἀρχῆς ἀποδοχὴ τοῦ ζητουμένου, ὡς προκειμένη τῆς συλλογιστικῆς πορείας. Φαῦλος κύκλος καὶ ματαία προσπάθεια ἀναζητήσεως ὀρθοῦ συμπεράσματος εἶναι ἐν ὀλίγοις.
* «ΑΦΟΒΟΝ Ο ΘΕΟΣ, ΑΝΥΠΟΠΤΟΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤἈΓΑΘΟΝ ΜΕΝ ΕΥΚΤΗΤΟΝ, ΤΟ ΔΕ ΔΕΙΝΟΝ ΕΥΕΚΚΑΡΤΕΡΗΤΟΝ», Φιλόδημος, Ἐπικούρειος Φιλόσοφος
«μηδὲν πρὸς ἡμᾶς εἶναι τὸν θάνατον...ὥστε μάταιος ὁ λέγων δεδιέναι τὸν θάνατον οὐχ ὅτι λυπήσει παρών, ἀλλ’ ὅτι λυπεῖ μέλλων. ὃ γὰρ παρὸν οὐκ ἐνοχλεῖ, προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖ. τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ’ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. οὔτε οὖν πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρὸς τοὺς τετελευτηκότας, ἐπειδήπερ περὶ οὓς μὲν οὐκ ἔστιν, οἳ δ’ οὐκέτι εἰσίν. Ἀλλ’ οἱ πολλοὶ τὸν θάνατον ὁτὲ μὲν ὡς μέγιστον τῶν κακῶν φεύγουσιν, ὁτὲ δὲ ὡς ἀνάπαυσιν τῶν ἐν τῷ ζῆν (κακῶν αἱροῦνται. ὁ δὲ σοφὸς οὔτε παραιτεῖται τὸ ζῆν) οὔτε φοβεῖται τὸ μὴ ζῆν· οὔτε γὰρ αὐτῷ προσίσταται τὸ ζῆν οὔτε δοξάζει κακὸν εἶναί τι τὸ μὴ ζῆν», Ἐπιστολὴ πρὸς Μενοικέα, 125-6, Ἐπίκουρος.
...
Ὡς πρὸς τὸν Ἐπιμενίδη ποὺ ἔσωσε μὲ τὴν συμβουλή του τοὺς Ἀθηναίους γράφει ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος στοὺς «Βίους Φιλοσόφων», (Ἐπιμενίδης, 109-111) :
«Οὗτός ποτε πεμφθεὶς παρὰ τοῦ πατρὸς εἰς ἀγρὸν ἐπὶ πρόβατον, τῆς ὁδοῦ κατὰ μεσημβρίαν ἐκκλίνας ὑπ' ἄντρῳ τινὶ κατεκοιμήθη ἑπτὰ καὶ πεντήκοντα ἔτη. Διαναστὰς δὲ μετὰ ταῦτα ἐζήτει τὸ πρόβατον, νομίζων ἐπ' ὀλίγον κεκοιμῆσθαι. Ὡς δὲ οὐχ εὕρισκε, παρεγένετο εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ μετεσκευασμένα πάντα καταλαβὼν καὶ παρ' ἑτέρῳ τὴν κτῆσιν, πάλιν ἧκεν εἰς ἄστυ διαπορούμενος. Κἀκεῖ δὲ εἰς τὴν ἑαυτοῦ εἰσιὼν οἰκίαν περιέτυχε τοῖς πυνθανομένοις τίς εἴη, ἕως τὸν νεώτερον ἀδελφὸν εὑρὼν τότε ἤδη γέροντα ὄντα, πᾶσαν ἔμαθε παρ' ἐκείνου τὴν ἀλήθειαν. Καὶ ἐπανελθὼν ἐπ' οἴκου μετ' οὐ πολὺ μετήλλαξεν, ὥς φησι Φλέγων ἐν τῷ Περὶ μακροβίων βιοὺς ἔτη ἑπτὰ καὶ πεντήκοντα καὶ ἑκατόν· ὡς δὲ Κρῆτες λέγουσιν, ἑνὸς δέοντα τριακόσια· ὡς δὲ Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἀκηκοέναι φησί, τέτταρα πρὸς τοῖς πεντήκοντα καὶ ἑκατόν».
Παρατηρεῖ δὲ ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὴν «Καταστροφὴ τῶν Ἑλληνικῶν Βιβλιοθηκῶν» (σελ. 208) :
«Ὁ «Ἐπιμενίδειος ὕπνος» ἐνέπνευσε τὸν «Βαρούχειον ὕπνον», δηλαδὴ τὸν ὕπνο τοῦ Βαρούχ.
Σύμφωνα μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Μυθολογία, ὁ Ἐπιμενίδης ὑπῆρξεν «Ἀρχαῖος Κρὴς σοφὸς καὶ προφήτης ‐μάντις‐ διαπρέψας ὡς νομοθέτης. Παιδὶ ἀκόμη, ἀναζητώντας ἕνα πρόβατον, εἰσῆλθεν εἰς σπήλαιον ὅπου ἀπεκοιμήθη ἐπὶ 57 ἔτη. Ἤκουε καὶ φωνὲς ἐκ τοῦ ουρανοῦ». (ΗΛΙΟΣ, λῆμμα Ἐπιμενίδης).
Ὁ δὲ Βαρούχ, ἀναφέρεται ὡς μαθητὴς τοῦ προφήτου Ἱερεμία. «Ἐκοιμήθην ἐν στεναγμοῖς, ἀνάπαυσιν οὐκ εὗρον» (Ἱερεμίου τὸ ἀνάγνωσμα)».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου