Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΛΛΟΜΕΝΩΝ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ, ΚΑΣΤΩΡ ΚΑΙ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ ΩΣ... ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ! Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΟΣΕΙΔΑΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΟΥ... ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ!


Οἱ κοῦροι τοῦ Διός, Διόσκουροι Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης εἶναι διαχρονικῶς οἱ ἀρωγοὶ τῶν ναυτιλλομένων, οἱ ὁποῖοι περιγράφονται πὼς κατέφθανον ταχύτατα ὡς ἄγγελοι μὲ ξανθὰ φτερά, πρὸς σωτηρίαν τῶν κινδυνευόντων πλοίων… Ὁ Δάρης ὁ Φρύξ (12) τοὺς περιγράφει ὡς ἀνοιχτοχρώμους, ξανθοὺς μὲ γαλανὰ μάτια. Ὁ Κάστωρ ἦταν δεινὸς ἱππεὺς καὶ ὁ Πολυδεύκης σπουδαῖος πυγμάχος.

Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης (Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη, Δ', 43) ἀναφέρει τὴν ἱστορία πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν πεποίθησιν, ἡ ὁποία ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία, στὴν ὁποία οἱ Διόσκουροι εἶχαν λάβει μέρος, ὅταν κάποια στιγμὴ λόγῳ κακοκαιρίας κινδύνευσε ἡ ζωὴ τῶν ἐπιβαινόντων στὴν Ἀργώ :

«...Ἐπιγιγνομένης μεγάλης κακοκαιρίας-τρικυμίας καὶ ὅταν οἱ Ἀργοναῦτες εἶχαν χάσει κάθε ἐλπίδα νὰ σωθοῦν, ὁ Ὀρφεὺς, λέγουν, ποὺ ἦταν ὁ μόνος τῶν συμπλεόντων μεμυημένος στὰ μυστήρια τῆς Σαμοθράκης, προσευχήθηκε ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τους στοὺς Μεγάλους θεοὺς τῆς Σαμοθράκης.
Καὶ ἀμέσως κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ ἔπεσαν δύο ἀστέρες στὰ κεφάλια τῶν Διοσκούρων καὶ τότε ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι μὲ τὸ παράδοξον καὶ ὑπεστήριζαν ὅτι ἐσώθησαν ἀπὸ τοὺς κινδύνους μὲ τὴν πρόνοια τῶν θεῶν.
Γι' αὐτὸ, καθῶς ἡ ἱστορία τῆς περιπέτειας -αὐτῆς τῶν Ἀργοναυτῶν- παρεδόθη καὶ στοὺς μεταγενεστέρους, οἱ πλέοντες/ ναυτικοὶ ποὺ βρίσκονται σὲ τρικυμία/ θαλασσοπνίγονται ἀπευθύνουν προσευχὴ στοὺς θεοὺς τῆς Σαμοθράκης καὶ ἀποδίδουν τὴν ἐμφάνισιν τῶν δύο ἀστέρων στὴν παρουσία τῶν Διοσκούρων».


Μάλιστα παρακάτω στὸ ἴδιο σύγγραμμα (56, 4) ἐπισημαίνει πὼς καὶ οἱ Κελτοί (ὠνομάσθησαν ἔτσι ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ἡρακλέους, Κελτόν, βλ. Ῥωμ. ἀρχαιολ., ΙΔ', Α΄,4/ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα· ὁ Ἀππιανὸς -Ἰλλυρ., 1,2- ἀναφέρει πὼς ὁ Κελτὸς ἦταν υἰὸς τοῦ Πολυφήμου), οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν στὶς ἀκτὲς τοῦ ὠκεανοῦ σέβονται τοὺς Διοσκούρους περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους θεούς, ἐπειδὴ ἔχουν μία παράδοσιν ποὺ ὑπάρχει ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια σὲ αὐτούς, πὼς αὐτοὶ οἱ θεοὶ παρουσιάσθηκαν σὲ αὐτοὺς ἀπὸ τὸν ὠκεανόν (κατὰ ἄλλην ἐκδοχὴ στὴν Κελτικὴ ἔκελσαν τὰ πλοῖα τῶν Ἑλλήνων, ποὺ πρωτοπῆγαν ἐκεῖ, γι' αὐτὸ καὶ ὠνόμασον τὴν περιοχὴ ἔτσι).
Ἐπιπλέον λέγουν πὼς ἐκεῖνες οἱ περιοχὲς φέρουν ὀνόματα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς Ἀργοναῦτες καὶ πολλὰ ἐδόθησαν ἐκ τῶν ἰδίων τῶν Διοσκούρων (καθῶς εἶχαν ἐπισκεφθεῖ τὴν Κελτικὴ κατὰ τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία).

Καὶ οἱ Ῥωμαῖοι ὅμως τοὺς ἐλάτρευον καὶ μάλιστα ὁ ναὸς τῶν Διοσκούρων ἦταν ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα κτήρια τῆς ῥωμαϊκῆς ἀγορᾶς. Ἀνεγέρθη ὅταν ὁ Ποστούμιος νίκησε τὸν Ταρκίνιον, κατὰ τὴν μάχη τῆς Ῥηγίλλης, ἐπειδὴ λέγουν πὼς στὴν μάχη αὐτὴν ἐνεφανίσθησαν ἔφιπποι οἱ Διόσκουροι καὶ βοήθησαν τὸν στρατὸν τοῦ Ποστουμίου. Ὕστερα τὴν νίκην οἱ Διόσκουροι καὶ πάλι ἀνήγγειλαν τὰ χαρμόσυνα νέα στὴν ῥωμαϊκὴ ἀγορά, ἀκριβῶς στὸ σημεῖον ποὺ ἀνεγέρθη ὁ ναός τους.

Καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι τοὺς τιμοῦσαν ἰδιαιτέρως, καθ' ὅτι οἱ Διόσκουροι, εἶχαν καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Σπάρτη καὶ γι' αὐτὸ οἱ Σπαρτιᾶτες εἶχαν ἀκόμη ἕναν λόγον νὰ τοὺς ἐπικαλοῦνται στοὺς πολέμους τους, ψάλλοντας παιᾶνες σὲ ἀυτοὺς γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν. Μάλιστα οἱ δύο βασιλεῖς τῆς Σπάρτης ἔπαιρναν μαζί τους στὸν πόλεμον τὰ ὁμοιώματα τῶν Διοσκούρων κι ἀργότερα ὅταν μετεῖχε μόνον ὁ ἕνας βασιλεύς, ἔπαιρναν μαζί τους μόνον τὸ ἕνα ὁμοίωμα καὶ τὸ ἄλλον ἔμενε πίσω στὴν Σπάρτη, μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον βασιλέα.

Οἱ ναυτικοὶ ἀνέφερον πὼς ἔβλεπον συχνὰ τοὺς Διοσκούρους νὰ τοὺς συνδράμουν καὶ νὰ ἐπεμβαίνουν σώζοντάς τους ἀπὸ τοὺς θαλασσίους κινδύνους.

Ἡ λατρεία τῶν Διοσκούρων μετεφέρθη, κατὰ τὰ χρόνια τοῦ ἀνελεήτου κυνηγητοῦ τῶν Ἑλλήνων-Ἐθνικῶν, εἰς τὴν λατρείαν τῶν ἑβραιοπρεπῶν Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, οἱ ὁποῖοι σήμερα προστατεύουν τὴν Ἀεροπορία (προφανῶς διότι φέρουν φτερά, βλ. Ἑρμῆς)…

Οἱ Διόσκουροι προστάτευαν ἐπίσης τοὺς θνητοὺς ἀπὸ κακὰ πνεύματα, ἐθεράπευαν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἦσαν προστάται καὶ τῶν νεκρῶν.
Παρόμοιες πεποιθήσεις μετεφέρθησαν καὶ παγιώθηκαν μέσῳ τοῦ ἑβραϊκοῦ παραμυθιοῦ, τῆς Βίβλου, καὶ γιὰ τοὺς προαναφερθέντες ἀρχαγγέλους.

Ὁ μὲν Μιχαὴλ ἀναφέρεται ὡς πρωτοστατήσας καὶ καταπολεμήσας τὸν «κακόν» Ἑωσφόρον (ὅπου Ἑωσφόρος ἦταν καὶ εἶναι μέχρι σήμερα στὸν οὐρανὸν τὸ ἄστρον τῆς Ἀφροδίτης, διότι ὅπως λέγει καὶ ὁ μεγάλος ποιητής μας, Ὅμηρος :

«Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐπὶ γαῖαν», Ἰλιάς, Ψ', 226.

Ἡ δὲ κατακρήμνισις τοῦ ἐπαναστατήσαντος ἀγγέλου ἐπαναλαμβάνει τὴν κατακρήμνισιν τῶν Γιγάντων παρὰ τοῦ Διός.

«οὕτως γὰρ δὴ καὶ ἀγανακτεῖ ὁ Ζεὺς ὥσπερ ἐλαττουμένων τῶν θεῶν ἐκ τῆς τῶν ἀνθρώπων γενέσεως μὴ καὶ οὗτοι ἀπόστασιν ἐπ’ αὐτὸν βουλεύσωσι καὶ πόλεμον πρὸς τοὺς θεοὺς ὥσπερ οἱ Γίγαντες» (Λουκιανός Προμ. 196). (Πρβλ τὸ τῆς Π.Δ., «ἐν ἀποστασίᾳ ἐναντίον τοῦ Κυρίου» ‐Ἰησ. 22.22‐).

Γράφει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸ βιβλίον «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλλην. βιβλιοθηκῶν» :

«Ἡ πίστις σ’ αὐτοὺς συνεχίσθηκε καὶ στοὺς Χριστιανικοὺς χρόνους», (Ἐγκυκλοπ. ΔΟΜΗ). Καὶ μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἐκ τῶν Ταξιαρχῶν Μιχαήλ, συνοδεύει τοὺς νεκρούς. Τὴν λατρεία τῶν Διοσκούρων τὴν πῆραν καὶ οἱ Ρωμαῖοι. Καὶ εἶναι διάσημο τὸ μαρμάρινο σύμπλεγμά τους, στὸ Καπιτώλιον τῆς Ρώμης. Ὡς δίδυμοι ἀχώριστοι ἀδελφοί, κατεστερίσθησαν. Εἶναι ὁ ἀστερισμὸς τῶν Διδύμων. Δὲν εἶναι τυχαῖον δὲ ὅτι στὸ ἡμιθόλιον τοῦ Ἁγίου Βήματος τῆς Ἁγιᾶς‐Σοφιᾶς, ὁ Ἀρχάγγελος Ταξιάρχης ἔχει ἱστορηθῆ μὲ ἑλληνικὴ φυσιογνωμία καὶ κρατεῖ στὴν δεξιά του χεῖρα κηρύκειον».

Δυστυχῶς ἡ ἑβραϊκὴ σαπίλα ἔχει διεισδύσει μὲ τὰ χρόνια στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, τὴν ὁποία ἔχει μεταλλάξει σὲ ἕνα ὑβρίδιον. Πλέον μεγάλον ποσοστὸν τῶν Ἑλλήνων δὲν γνωρίζει κὰν τοὺς Διοσκούρους, καταδέχεται δὲ νὰ δίνει στὰ τέκνα του ἑβραϊκὰ ὀνόματα, ὅπως «Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ραφαήλ», ἀντὶ αὐτὰ τῶν Διογενῶν, Κάστορος καὶ Πολυδεύκους· ἀντὶ τῶν ἡρώων προγόνων του, ὅπως τοῦ Ὀδυσσέως, τοῦ Αἴαντος, τοῦ Ἡρακλέους, τῶν Μίνωος, Ἀχιλλέως, Ἰάσονος κοκ.

Πλεῖστοι τῶν Ἑλλήνων γνωρίζουν τὶς ἑβραϊκὲς/ ἑβραιοπρεπεῖς φαντασιοκοπίες, ἀγνοώντας τοὺς μύθους-ἀπωτάτην ἱστορίαν τῶν προγόνων τους· οἱ ὁποῖες φαντασιοκοπίες πολλάκις δὲν εἶναι τίποτε ἄλλον ἀπὸ πλήρη παραχάραξιν τῆς προϊστορίας-ἱστορίας τῶν Ἑλλήνων.

Ἐν προκειμένῳ λέγουν πὼς ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυὴ γκρεμίζει τὰ τείχη τῆς Ἰεριχοῦς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Μιχαήλ, ὥστε οἱ Ἑβραῖοι, ὁ «Ἰσραήλ» -ποὺ πολλοὶ «Ἕλληνες» τολμοῦν νὰ καταδέχονται νὰ χαρακτηρίζονται ἔτσι - νὰ κατακτήσουν τὴν γῆν τῶν Χαναανιτῶν-Φοινίκων ( < Φοίνιξ, ἀδελφὸς Κάδμου).

Κι ἡ Ἱεριχὼ ἐκ τῆς «ἱερᾶς ἠχοῦς» τῶν σαλπίγγων τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ (τοῦ ὁποίου ἀκόμη καὶ τὸ ὄνομα εἶναι ἑλληνικῆς ἐτυμολογίας: «Ναυῆ» ἐκ τοῦ ναῦς, καθ’ ὅτι ἔλαβε τὴν ἐντολὴν «διάβηθι τὸν Ἰορδάνην ἕως τοῦ μεγάλου ποταμοῦ Εὐφράτου καὶ ἕως τῆς θαλάσσης τῆς ἐσχάτης», Ι. Ναυῆ Α. 24) πέφτει. Ἡ σάλπιγξ του ἔχει ὑπερφυσικὲς δυνάμεις, ὅπως :

«Ἡ λύρα τοῦ Ὀρφέως ἐκήλει ( =ἐμάγευε διὰ τῆς μουσικῆς) καὶ θηρία καὶ φυτὰ καὶ λίθους» (Παυσανίας).
Ὁ Ἀμφίων καὶ ὁ Ζῆθος κτίζουν ὑπὸ τοὺς ἤχους τῆς λύρας τὰ τείχη τῶν Θηβῶν, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ γκρεμίζει μὲ τὶς σάλπιγγες τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς.

Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνονται καὶ στὴν Γαβαὼν ποὺ καὶ ἐκεῖ ἐξυμνοῦνται οἱ Ἰσραηλίτες καὶ μάλιστα «ὁ θεὸς τοῦ Ἰσραήλ» εὐνόησε τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυὴ καὶ «στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαών» (Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, Ι, 12-13), ὅπως προηγουμένως εἶχε σταθεῖ κατόπιν διαταγῆς τοῦ Διός, προκειμένου ν’ ἀργήση νὰ ξημερώση ὥστε νὰ ἀπολαύση ὁ Ζεὺς περισσότερο τὸν ἔρωτα τῆς Ἀλκμήνης ἡ ὁποία τοῦ ἐχάρισε τὸν Ἡρακλῆ.

Ὁ Μιχαὴλ ἀναφέρεται καὶ ὡς ψυχοπομπός, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ φτερά του ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς γιὰ νὰ κριθοῦν στὸν ...Ἅδη (τὸν θεὸν τοῦ Κάτω Κόσμου, κατὰ τοὺς... «εἰδωλολάτρας», «Ἐθνικούς»). Πρὸ γεννήσεως τοῦ ἑβραϊκοῦ καρκινώματος, ὅταν προφανῶς οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ἐν ἀρετῇ, ὥστε νὰ μὴν ἔχουν ἀνάγκη κάποιον νὰ σηκώσει τὶς ἀμαρτίες τους στὴν πλάτη του, τὸ ἔργον τοῦ ἐκλεκτοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, Μιχαήλ, τὸ εἶχε ἀναλάβει ὁ φτερωτὸς θεὸς τῶν ἀμαρτανόντων εἰδωλολατρῶν -κατὰ τὸν Ἑβραῖον πατριώτη Σαοῦλ-Παῦλον-, ὁ Ἑρμῆς.

Ὁ Μιχαὴλ λέγουν οἱ χριστιανοὶ πὼς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ προστάτευσε καὶ ἔσωσε τὸν Λῶτ, ὅταν ἐκεῖνος γιὰ νὰ προστατεύσει αὐτὸν καὶ τὸν ἄλλον ἄγγελον, ποὺ πῆγαν σπίτι του, προήγαγε τὶς ἴδιες του τὶς κόρες στοὺς Σοδομῖτες, οἱ ὁποῖες κόρες ἦταν παρθένες, ὥστε νὰ τὶς κάνουν ὅ,τι θέλουν (Γένεσις, 19,8)·
καὶ ἦταν πάλι ὁ ἴδιος ἄγγελος ποὺ ἀνήγγειλε στὸν προπάτορά τους, Ἁβραάμ (τὸν γνωστὸν δειλὸν προαγωγὸν τῆς ἴδιας τῆς γυναικός του, Σάρρας), τὴν θυσία τοῦ υἰοῦ του, Ἰσαάκ. Καὶ ἐνῷ ὁ Ἀβραὰμ εἶχε ἑτοιμάσει τὰ ξύλα στὸ θυσιαστήριον καὶ εἶχε πιάσει τὴν μάχαιρα, ξαφνικὰ τὸ παιδὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ ἕνα κριὸν καὶ θυσιάζεται αὐτὸς ἀντὶ τοῦ Ἰσαάκ ( «Γένεσις», 22).

Ὅμως συμπτωματικῶς καὶ πάλι προηγεῖται ἡ θυσία τοῦ Φρίξου στὸ Λαφύστιον ὄρος, ὁ ὁποῖος ξέφυγε τῆς θυσίας χάριν στὸ χρυσόμαλλον δέρας, ποὺ τοῦ ἔστειλε ἡ μήτηρ του, Νεφέλη. Ἀλλὰ πρὸ τοῦ Ἰσαὰκ ἔχουμε καὶ τὴν θυσία τῆς Ἰφιγενείας ποὺ ἐπίσης σώθηκε τελευταία στιγμὴ ἀπὸ τὴν Ἄρτεμιν, ἡ ὁποία θεὰ ἔστειλε στὴν θέσιν της Ἰφιγενείας, ἕνα ἐλάφι.
Ὁ Μιχαὴλ λοιπὸν ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἄλλη Ἰνὼ καὶ μάντης Κάλχας ἀντιστοίχως.

Τὸν δὲ Γαβριὴλ τὸν γνωρίζουν λίγο-πολὺ πλεῖστοι Ἕλληνες, ὡς δόσαντα τὸν κρίνον στὴν Μυριάμ, ἀγγέλλοντας ἔτσι τὴν σύλληψιν τοῦ Ἰησοῦ. Πόσοι ὅμως ἔμαθαν τὴν σύλληψιν τοῦ Ἄρεως ἀπὸ τὴν Ἥρα, ὅταν ἐκείνη μαθαίνοντας πὼς ὁ Ζεὺς γέννησε ἀπὸ τὸ κεφάλι του τὴν Ἀθηνᾶ Σοφία, ἀπεφάσισε νὰ γεννήσει καὶ αὐτὴν τέκνον ἄνευ τῆς συμπράξεως τοῦ συζύγου της καὶ ἔτσι ἔλαβε ἕνα ἄνθος ἀπὸ μία Ἀνθοῦσα (Ἀνθοῦσες ἐλέγοντο οἱ νύμφες τῶν λουλουδιῶν) καὶ μυρίζοντάς το συνέλαβε τὸν Ἄρη; Ἐξ οὗ καὶ ἡ Ἀθηνᾶ καλεῖται «ἀμήτωρ» καὶ ὁ Ἄρης «ἀπάτωρ».

Ὁ Γαβριὴλ λέγεται πὼς εἶναι αυτὸς ποὺ ἀνεκοίνωσε στὴν στεῖρα μητέρα του Σαμψὼν τὴν γέννησιν τοῦ υἰοῦ της (Κριταί, 13,2-5), τοῦ ἐλευθερώσαντος τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τοὺς κακοὺς Φιλισταίους (κρητικῆς καταγωγῆς). Καὶ πράγματι οἱ Ἑβραῖοι διηγοῦνται πὼς κατετρόπωσε τοὺς ἐχθρούς τους, Φιλισταίους, μέχρι ποὺ ἔπεσε στὴν θανάσιμη παγίδα τῆς Φιλισταίας, Δαλιδᾶς, ἡ ὁποία τὸν πρόδωσε καὶ ἐνῶ αὐτὸς κοιμόταν τοῦ ἔκοψε τὴν μακριὰ κόμη του, ὥστε αὐτὸς ἀπεδυναμώθη καὶ κατόπιν συνελήφθη καὶ ἐτυφλώθη ἀπὸ τοὺς προαιωνίους ἐχθροὺς τῶν Ἑβραίων.

Ὅμως προηγεῖται κατὰ πολὺ αὐτῆς τῆς ἱστορίας ἡ δική μας τοῦ Νίσου καὶ τῆς κόρης του, τῆς Σκύλλας. Ὁ Νῖσος, ὁ υἰὸς τοῦ Πανδίονος καὶ ἀδελφὸς τοῦ Αἰγέως (πατὴρ τοῦ Θησέως καὶ βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν), ἦταν βασιλεὺς τῶν Μεγάρων.
Ὁ Ἀπολλόδωρος γράφει πὼς ὁ Νῖσος εἶχε στὴν κεφαλή του μία πορφυρᾶ τρίχα, ποὺ χρησμὸς ἔλεγε πὼς ὅταν αὐτὴ κοπεῖ, ἐκεῖνος θὰ πεθάνει. Ἡ κόρη του Σκύλλα ἐρωτεύθηκε τὸν Μίνωα, ὅταν αὐτὸς πολιορκοῦσε τὰ Μέγαρα καὶ πρόδωσε τὸν πατέρα της, κόπτοντάς του τὴν τρίχα ἐνῶ αὐτὸς κοιμόταν, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τὸν χρησμόν.

Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλος μύθος, αὐτὸς τοῦ Πτερελάου καὶ τῆς κόρης του, Κομαιθοῦς. Καὶ αὐτὸν τὸν πρόδωσε ἡ κόρη του μὲ τὸν ἴδιον τρόπον ἐν ὕπνῳ, γιὰ τὰ μάτια τοῦ Ἀμφιτρύωνος.
(Ἀπομεινάρια ἀπὸ τὸν ναὸν τοῦ Κάστορος καὶ Πολυδεύκους στὴν Ῥωμαϊκὴ Ἀγορά) 

Καὶ ἄλλα πολλά...

Σήμερα προστάτης τῶν ναυτικῶν θεωρεῖται κυρίως ὁ Ἅγιος Νικόλαος, τὸν ὁποῖον ἑορτάζουν οἱ χριστιανοὶ τὴν 6η Δεκεμβρίου, κατὰ τὸ ἀττικὸν ἡμερολόγιον στὰ μέσα Μαιμακτηριῶνος, ἐποχὴ ποὺ ἀρχίζουν οἱ τρικυμίες στὶς θάλασσές μας (μαιμάσσω=κινῶ ὁρμητικά), ὅταν οἱ Ἕλληνες ἑώρταζον τὰ Ποσείδαια ἤ Ποσειδώνια.
Κατὰ τὰ Ποσειδώνια, οἱ πρόγονοί μας ἔκαναν παρακλήσεις στὸν θεὸν τῆς θαλάσσης, τὸν Ποσειδῶνα τὸν Πελάγιον, ὥστε νὰ τοὺς προσφέρει ἀσφαλῆ ταξείδια. Ὅταν κατηργήθη ἡ ἑορτὴ αὐτή, στὴν θέσιν της ἐπακριβῶς ἐτοποθετήθη ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὡς προστάτου τῶν Θαλασσῶν καὶ τῶν Ναυτιλλομένων.

Ὁ δὲ Ἅγιος Γεώργιος ποὺ θεωρεῖται προστάτης τοῦ στρατοῦ ξηρᾶς, δὲν εἶναι παρὰ μία κακὴ ἀπομίμησις τοῦ Περσέως, ὁ ὁποῖος ἐπίσης εἶναι καταστερισμένος στὸν οὐρανὸν μετὰ τῆς οἰκογενείας του.

Ὁ Περσεὺς μετὰ τὸν φόνον τῆς Μεδούσης πῆρε τὸν δρόμον τῆς ἐπιστροφῆς. Περνώντας ἀπὸ τὴν Αἰθιοπία, συνάντησε σὲ ἕναν βράχον δεμένη τὴν Ἀνδρομέδα, τὴν ὁποία καὶ ἐρωτεύτηκε πολύ. Ἡ Ἀνδρομέδα ἦταν τιμωρημένη, γιατὶ εἶχε ἐξοργίσει τὸν Ποσειδῶνα, λέγοντάς του πὼς εἶναι πιὸ ὄμορφη ἀπὸ τὶς Νηρηίδες. Ὁ Ποσειδῶν εἶχε ἀναθέσει σὲ ἕναν θαλάσσιον δράκοντα, τὸ Κῆτος, νὰ σκοτώσει τὴν κοπέλα. Ὁ Περσεὺς ὅμως δὲν θὰ ἐπέτρεπε νὰ πεθάνει ἡ ἀγαπημένη του καὶ νίκησε τὸν δράκοντα, σκοτώνοντάς τον.

Γι’ αὐτὸ καὶ φέρει τὸ προσωνύμιον «Δρακοντοκτόνος», ἀλλὰ καὶ «Τροπαιοφόρος» ( =ὁ φέρων τὴν νίκην ), προσωνύμια ποὺ «πέρασαν» αὐτούσια στὸν… Ἅγιον Γεώργιο τὸν Τροπαιοφόρον, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ἔσωσε μία κοπέλα ἀπὸ τὰ δόντια ἑνὸς φοβεροῦ δράκοντος, παραδίδοντάς την ἀσφαλῆ στὸν πατέρα της.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (