Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΟΣΕΙΔΕΩΝ, Ο ΜΗΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΜΕΔΟΝΤΟΣ

Μὲ τὴν νέα μήνη (τῆς 12ης-13η Δεκεμβρίου τοῦ 2023 μὲ τὴν σύγχρονη χρονολόγησιν) ξεκινᾶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες, σύμφωνα μὲ τὸ ἀττικὸν ἡμερολόγιον, ὁ μὴν Ποσειδεῶν, ἀφιερωμένος στὸν πόσιν ( =κυρίαρχον) τοῦ ὑγροῦ στοιχείου (ῥ. δόν/ δάν, ἐκ τῆς δονήσεως καὶ δίνης τῶν ὑδάτων).

«Ἡ λέξις Δόν σημαίνει κυρίως ὕδωρ. Οἱ Ἕλληνες πρὸ χιλιάδων ἐτῶν τὸ ὕδωρ ἐκάλουν Δόν, Δών, Δάν, καὶ τὸν θεὸν τῶν ὑδάτων Ποτειδᾶν. Ποταμοί : Δώδων, Κελαδών, Κλάδων, Νέδων, Θερμώδων, Εὐρυμέδων, Κύνδων, Ἠριδανός, Ἀπηδών, Ῥοδανός, Ἰάρδανος, Ἄδανος, Δάναις ἤ Τάναις ἤ Δούναβις», ( «Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος», Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου/ «Φῶς ἀπὸ τὰ βάθη τῶν ὑδάτων», Μητρ. Ἀθηναγόρα, Ἐκδ. Μέλισσα, Ἀθῆνα, 1939).

Τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα ἐτυμολογεῖ τὸν Ποσειδῶνα παρὰ τὸ «πέδον σείειν», Πεδοσείων καὶ μὲ ὑπερβιβασμὸν Ποσειδέων ἤ διότι τοὺς «πόδας δεῖν», δηλαδὴ δένει τοὺς πόδας, «ἐν θαλάσσῃ γὰρ ἀφικόμενοι βαδίζειν οὐ δυνάμεθα». Ὁ Ἀργοναύτης Εὔφημος -ποὺ μετὰ ἔγινε Ἰησοῦς!- κατάφερε νὰ βαδίσει στὰ κύματα τῆς θαλάσσης χωρὶς νὰ βρέχει τὰ πόδια του, ὅπως μαθαίνουμε μέσα ἀπὸ τῆν γραμματεία μας (βλ. Ἀργοναυτκά, Α', 179 κ. ἑξ., Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος), διότι ἦταν υἰὸς τοῦ Ποσειδῶνος.

Ὁ Ποσειδῶν ὅμως δὲν ἦταν μόνον πόσις τοῦ ὑγροῦ στοιχείου, ἀλλὰ ἦταν καὶ «γαιήοχος», «ἐνοσίχθων» ( =κατ-έχων καὶ προκαλῶν ἔνοσιν, κλονισμόν, σεισμούς στὴν χθόνα/ γῆν), ἦτοι πόσις καὶ στὴν δᾶν/ γᾶν/ γῆν (δάν = ἡ ξηρά, < δαίω = καίω, δανός = ξηρός).
Οἱ πρόγονοί μας ἤξεραν πολὺ καλὰ τὰ θαλάσσια ῥήγματα, τὰ ὁποῖα ὁρίζει ὁ Ποσειδῶν. Ὁ Ὅμηρος (Ἰλιάς, Ν', 32 κ. ἑξ.) ἀναφέρεται ξεκάθαρα στὸ ὑποθαλάσσιον ῥῆγμα τῆς Ἀνατολίας, μεταξὺ Ἴμβρου καὶ Τενέδου :

«Ἔστι δέ τι σπέος εὐρὺ βαθείης βένθεσι λίμνης, μεσσηγὺς Τενέδοιο καὶ Ἴμβρου παιπαλοέσσης· ἔνθ’ ἵππους ἔστησε Ποσειδάων ἐνοσίχθων...»

( = Ὑπάρχει κάποιο σπήλαιον στὰ βάθη τῆς βαθειᾶς λίμνης, ἀνάμεσα στὴν Τένεδον καὶ τὴν Ἴμβρον τὴν ἀπόκρημνον· ἐκεῖ ἔστησε ἵππους ὁ γαιοσείστης Ποσειδῶν).

Τὸν Ποσειδεῶνα οἱ Ἀθηναῖοι ἑώρταζον τὰ Ἀλῶα ( < ἅλως = ἁλώνι, «ἑορτή ἐστιν Ἀττικὴ τὰ Ἁλῶα, ἥν φησι Φιλόχορος ὀνομασθῆναι ἀπὸ τοῦ τότε τοὺς ἀνθρώπους τὰς διατριβὰς ποιεῖσθαι περὶ τὰς ἅλως», Λεξικὸν τῶν δέκα Ῥητόρων, Ἁρποκρατίων), ἑορτὴ ἀφιερωμένη ὄχι μόνον στὸν Φυτάλμιον ( = ὁ ἀναφύων, ὁ καρπίζων τὴν γῆν, < φύω) Ποσειδῶνα, ὁ ὁποῖος ὡς πόσις* τοῦ ὑγροῦ στοιχείου ἔκανε τὴν γῆν νὰ καρποφορεῖ ( «πόσις, ὁ ἀνήρ, παρὰ τὴν πόσιν τοῦ ὕδατος· ἐπειδὴ τὸ ὕδωρ καὶ αὐτὸ μιγνύμενον τῇ γῇ γεννητικὸν γίνεται· ὁμοίως καὶ ὁ ἀνὴρ τῇ γυναικὶ μιγνύμενος, γενέσεως αἴτιος γίνεται», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα), ἀλλὰ καὶ στὴν Ἁλωαία Δήμητρα καὶ στὸν Κάρπιον καὶ Οἰνοδότη Διόνυσον.

Ὁ Παυσανίας ( «Ἑλλάδος Περιήγησις», Κορινθιακά, 32,8) ἀναφέρει πὼς κατὰ τὴν περιήγησίν του στὴν Κόρινθον εἶδε ἱερὸν τοῦ Φυταλμίου Ποσειδῶνος. Στὸ σύγγραμμα τοῦ γνωστοῦ περιηγητοῦ διαβάζουμε τὴν ἑξῆς ἱστορία πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομα «φυτάλμιος», < φύω + ἅλμη.
Κάποτε ὁ Ποσειδῶν ὡργίσθη καὶ χτύπησε τὴν γῆ μὲ ἅλμη, ἡ ὁποία τὴν κατέστησε ἄκαρπην διότι ἡ ἅλμη ἔφτασε μέχρι τὶς ῥίζες καὶ στοὺς σπόρους τῶν φυτῶν. Τὴν ὁργή του κατηύνασον προσευχὲς καὶ θυσίες τῶν κατοίκων καὶ τότε ἔπαυσε ἡ ἀκαρπία τῆς γῆς :

«ἔστι δὲ ἔξω τείχους καὶ Ποσειδῶνος ἱερὸν Φυταλμίου: μηνίσαντα γάρ σφισι τὸν Ποσειδῶνα ποιεῖν φασιν ἄκαρπον τὴν χώραν ἅλμης ἐς τὰ σπέρματα καὶ τῶν φυτῶν τὰς ῥίζας καθικνουμένης, ἐς ὃ θυσίαις τε εἴξας καὶ εὐχαῖς οὐκέτι ἅλμην ἀνῆκεν ἐς τὴν γῆν».

Κατὰ τὰ Ἁλῶα, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦσαν χρονικῶς τὸν τρύγον, εὐχαριστοῦσαν τοὺς θεοὺς γιὰ τὴν σοδειὰ ποὺ τοὺς ἔστειλαν καὶ τοὺς εὐγεύστους οἴνους ποὺ παρήγαγον τὰ ἀμπέλια τους, οἱ ὁποῖοι τοὺς συντρόφευαν στὰ συμπόσιά τους καὶ στὶς ἑορτές τους.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γινόταν ἡ δοκιμὴ τοῦ οἴνου, ἀλλὰ καὶ τὸ κλάδεμα τῶν ἀμπελιῶν, τὰ ὁποῖα προετοίμαζον γιὰ τὴν ἑπομένη πλουσία καρποφορία τους. Τὰ συμπόσιά τους ἦταν πλούσια πέραν ἀπὸ οἶνον καὶ ἀπὸ ἄλλους καρποὺς καὶ παράγωγά τους, ἄφθονα δημητριακά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὁρισμένους «καρπούς» τῆς θαλάσσης πρὸς τιμὴν τοῦ Κυανοχαίτου.
Ἀπηγορεύετο αὐστηρῶς ὅμως τὸ ῥόδι, διότι τὸ ἔφαγε ἡ Κόρη στὸν Κάτω Κόσμον καὶ πρὸς τιμὴν τῆς μητρός της, Δήμητρος δὲν τὸ προσέφεραν σὲ αὐτὴν τὴν ἑορτή, διότι ἡ ἀνάμνησις τῆς ἁρπαγῆς τῆς Περσεφόνης τῆς προκαλοῦσε μεγάλη θλίψιν. Κατ' ἄλλους ἀπηγορεύετο ἡ κατανάλωσις καὶ αὐγοῦ, ὡς συμβόλου τῆς ἀναγεννήσεως. Ἐπίσης ἀπηγορεύοντο οἱ θυσίες ζώων κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Ἁλώων (Νόμοι Σόλωνος, Ἄρθρον 478). Οἱ θυσίες συνίσταντο ἀποκλειστικῶς ἀπὸ καρποὺς τῆς γῆς.


Ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα ἡ ἑορτὴ κατέληγε στὴν Ἐλευσῖνα ὅπου προσεκόμιζον τοὺς πρώτους καρπούς, τὶς «Ἀπαρχές» στὴν θεὰ Δήμητρα. Ὅλες οἱ πόλεις ἦταν ὑποχρεωμένες νὰ ἐναποθέσουν τὸ ἕνα διακοσιοστὸν τῆς παραγωγῆς τους σὲ σίτον καὶ τὸ ἕνα ἑξακοσιοστὸν τῆς παραγωγῆς τους σὲ κριθάρι στοὺς σιροὺς ( = ἀποθῆκες, γαλλιστὶ κατέληξε silo) στὴν Ἐλευσῖνα.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς γίνονταν καὶ ἀθλητικὲς ἐκδηλώσεις καὶ δραστηριότητες, πομπὴ στὸν Φυτάλμιον Ποσειδῶνα καὶ παρουσίασις τῶν ταμάτων στὴν Ἐλευσῖνα ἀπὸ τὴν πρωθιέρεια, ὅπως καὶ τελετὲς μυήσεως ὑπὸ τὴν προεδρία τῶν γυναικῶν. Τὰ Ἁλῶα ἦταν καὶ αὐτὴ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἑορτὲς ποὺ τὴν πρωτοκαθεδρία εἶχαν οἱ γυναῖκες.
Ὕστερα ἀκολουθοῦσαν οἱ πάτριοι ἀγῶνες καὶ δημόσιοι λόγοι τῶν ἐφήβων τῆς Ἀττικής.

Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ποσειδεῶνος γίνονταν καὶ τὰ Μικρὰ ἤ κατὰ ἀγροὺς Διονύσια, ὅπου οἱ θεατὲς τῶν δήμων τῆς Ἀττικῆς εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσουν ξανὰ παλαιότερες τραγωδίες. Ἡ ἑορτὴ ἐγένετο πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου. Τὴν εἶχε θεσπίσει ὁ βασιλεὺς τῆς Ἀττικῆς, Ἀμφικτύων, ὁ υἰὸς τοῦ Δευκαλίωνος καὶ τῆς Πύρρας ( «Βιβλιοθήκη», 1,7,2, Ἀπολλόδωρος), ὅταν ὁ Διόνυσος πρὸς ἀντάλλαγμα τῆς φιλοξενίας του ὑπὸ τοῦ Ἀμφικτύωνος, τὸν ἐδίδαξε πὼς νὰ πίνουν τὸν οἶνον κεκραμένον.

Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει τὸ ἔθιμον τῶν Ἀσκωλίων τὸ ὁποῖον ἐλάμβανε χώρα τὴν δευτέρα ἡμέρα τῶν ἐν ἀγροῖς Διονυσίων : 

«Ἀσκώλια, ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ᾗ ( = στὴν ὁποία) τιμῶντες τὴν εὕρεσιν τοῦ οἴνου ᾂδειν ἐφεῦρον καὶ τοὺς ἑαυτῶν κωμήτας κακολογεῖν, ὅτε καὶ τὴν λυμαινομένην ταῖς ἀμπέλοις αἶγα ἆθλον τῆς ᾠδῆς προετίθεντο καὶ οἱ νικήσαντες ἐνήλλοντο τῷ ἀσκῷ. Καὶ ἦν τοῦτο ἀσκωλιάζειν», Ἀττικῶν ὀνομ. συναγ., Παυσανίας. 

Ἐγέμιζον μὲ ἀέρα ἀσκοὺς κατασκευασμένους ἀπὸ δέρμα αἰγός (ἐπειδὴ τὸ ζῷον τρέφεται μὲ ἀμπέλια), τοὺς ἄλειφαν μὲ ἔλαιον, τοὺς ἔβαζαν στὴν μέση τοῦ θεάτρου καὶ πηδοῦσαν πάνω τους μέχρι νὰ σπάσουν, πότε μὲ τὸ ἕνα πόδι, πότε μὲ τὰ δύο καὶ ὅσοι τοὺς ἔβλεπαν, μὰ καὶ οἱ ἴδιοι γελοῦσαν, διότι ἔπεφταν συνεχῶς μὲ ἀστεῖον τρόπον στὸ ἔδαφος, στὴν προσπάθειά τους νὰ σπάσουν τοὺς μικροὺς ὀλισθηροὺς ἀσκούς. 

Ἡ τελευταία νύχτα τοῦ Ποσειδεῶνος ἦταν ἡ μεγαλύτερη σὲ διάρκεια, γι’αὐτὸ καὶ τὴν ἀφιέρωναν στὴν θεὰ Νύχτα. Φέτος ἡ μεγαλυτέρα σὲ διάρκεια νύκτα εἶναι τὴν δεκάτη ἱσταμένου Ποσειδεῶνος, ἤτοι μὲ σύγχρονη χρονολόγησιν τὴν 22α Δεκεμβρίου.



* Ἐκ τοῦ πόσις ( = ἀνήρ, κύριος, κυρίαρχος) τὰ ἀλλόθροα «λατ. potis ( = δυνατός), ἀγγλ. boss ( = ἀφεντικό), power ( =δύναμις), potential ( = δυνητικός), γερμ. Potenz ( =ἐξουσία), γαλ./ ἰταλ./ ἰσπαν. pouvoir/ potere/ poder ( = δύναμαι), παντζ./ χίντι pati ( = σύζυγος), τούρκ. pasa ( = ἄρχων)» κοκ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ