Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΡΥΑΤΙΔΩΝ, ΤΟΥ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΧΑΡΙΤΩΝ -ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΜΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ- ΠΟΥ ΕΣΤΕΚΕ ΕΜΠΡΟΣΘΕΝ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΠΤΕΡΟΥ ΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ «ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΩΝ» ΕΡΓΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ


«Τρίτη δὲ ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς εὐθείας ἐκβολὴ κατὰ τὰ δεξιὰ ἐς Καρύας ἄγει καὶ ἐς τὸ ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος. τὸ γὰρ χωρίον Ἀρτέμιδος καὶ Νυμφῶν ἐστιν αἱ Κάρυαι καὶ ἄγαλμα ἕστηκεν Ἀρτέμιδος ἐν ὑπαίθρῳ Καρυάτιδος: χοροὺς δὲ ἐνταῦθα αἱ Λακεδαιμονίων παρθένοι κατὰ ἔτος ἱστᾶσι καὶ ἐπιχώριος αὐταῖς καθέστηκεν ὄρχησις», Λακωνικά, 10,7, Παυσανίας.

( = Ἡ τρίτη ἐκβολὴ τῆς εὐθείας ὁδοῦ πρὸς τὰ δεξιά, ἄγει στὶς Καρυές = Καρυδιές καὶ στὸ ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος. Γιατὶ οἱ Καρυὲς εἶναι -ἱερόν- χωρίον τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τῶν Νυμφῶν καὶ ἔχει σταθεῖ ἐδῶ ἄγαλμα στὴν ὕπαιθρον τῆς Ἀρτέμιδος τῆς Καρυάτιδος : σὲ αὐτὸ τὸ μέρος κάθε χρόνον οἱ παρθένοι τῶν Λακεδαιμονίων στήνουν χοροὺς καὶ ἔχουν θεσπίσει ἕναν ἐπιχώριον χορόν).

«Κατὰ δὲ τὴν ἔσοδον αὐτὴν ἤδη τὴν ἐς ἀκρόπολιν Ἑρμῆν ὃν Προπύλαιον ὀνομάζουσι καὶ Χάριτας Σωκράτην ποιῆσαι τὸν Σωφρονίσκου λέγουσιν, ᾧ σοφῷ γενέσθαι μάλιστα ἀνθρώπων ἐστὶν ἡ Πυθία μάρτυς, ὃ μηδὲ Ἀνάχαρσιν ἐθέλοντα ὅμως καὶ δι᾽ αὐτὸ ἐς Δελφοὺς ἀφικόμενον προσεῖπεν», Ἀττικά, 22,8, Παυσανίας.

( = Στὴν ἴδια εἴσοδον πρὸς τὴν ἀκρόπολιν ὑπάρχει ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ τὸν ὁποῖον ὀνομάζουν Προπύλαιον καὶ ἀγάλματα τῶν Χαρίτων, τὰ ὁποῖα λέγουν πὼς τὰ ἔποίησε ὁ Σωκράτης τοῦ Σωφρονίσκου, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι μάρτυς ἡ Πυθία πὼς εἶναι ὁ σοφώτερος τῶν ἀνθρώπων, πρᾶγμα ποὺ οὔτε στὸν Ἀνάχαρσιν δὲν εἶπε, ἄν καὶ ἐκεῖνος τὸ ἤθελε καὶ γι' αὐτὸ εἶχε πάει στοὺς Δελφούς).

Σύμφωνα μὲ τὸν Παυσανία (Ἑλλάδος Περιήγησις, Ἀττικά) στὸ σημεῖον ποὺ βρίσκεται ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης, ὁ Αἰγεὺς ἔδωσε τέλος στὴν ζωήν του, πηδώντας ἀπὸ ἐκεῖ στὴν θάλασσα, ὅταν εἶδε τὸ πλοῖον τοῦ υἰοῦ του, Θησέως νὰ ἐπιστρέφει ἐκ τῆς Κρήτης μὲ μαῦρα πανιά*.

Ἀριστερὰ τῶν Προπυλαίων ὑπῆρχε οἴκημα μὲ πίνακες ζωγραφικῆς, ποὺ ἀνάμεσά τους ἦταν πίναξ τοῦ Διομήδου καὶ τοῦ Ὀδυσσέως. Ὁ Ὀδυσσεὺς ἀπεικονίζετο στὴν Λῆμνον νὰ παίρνει τὸ τόξον τοῦ Φιλοκτήτου, ἐνῷ ὁ Διομήδης ἀπεικονίζετο στὸ Ἴλιον νὰ παίρνει τὸ ξόανον τῆς Ἀθηνᾶς.

Ἀνάμεσα στὶς ζωγραφιὲς παριστάνετο καὶ ὁ Ὀρέστης νὰ σκοτώνει τὸν Αἴγισθον καὶ ὁ Πυλάδης τοὺς υἰοὺς τοῦ Ναυπλίου.
Ἀκόμα ὑπῆρχε ζωγραφισμένη ἡ Πολυξένη νὰ στέκεται κοντὰ στὸν τάφον τοῦ Ἀχιλλέως, ζωγραφιὰ τοῦ Πολυγνώτου (διάσημος ζωγράφος) ποὺ ἀπεικόνιζε τὸν Ἀχιλλέα στὴν Σκύρον, ὅπου τὸν εἶχε κρύψει ἡ Θέτις μικρό.
Ἐπίσης μποροῦσε τις νὰ δεῖ ζωγραφισμένον τὸν Ὀδυσσέα νὰ στέκεται δίπλα στὴν Ναυσικᾷ καὶ στὶς κοπέλες, ὅταν ἔφτασε στὸ νησὶ τῶν Φαιάκων· τὸν Ἀλκιβιάδη μὲ σημεῖα τῆς νίκης τῶν ἵππων του στὴν Νεμέα· τὸν Περσέα νὰ ἐπιστρέφει στὴν Σέριφον μὲ τὸ κεφάλι τῆς Μεδούσης...

Ὑπῆρχαν ἀκόμα κι ἄλλα θαυμάσια γλυπτὰ στὴν Ἀκρόπολιν ποὺ «ἐξηφανίσθησαν» μετὰ τὰ χρόνια τοῦ Παυσανίου, ὅπως ἕνα χάλκινον παιδί, κρατῶν περιρραντήριον, ἔργον τοῦ υἰοῦ τοῦ Μύρωνος, Λυκίου, ἀλλὰ καὶ γλυπτὸν τοῦ Περσέως μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἄθλου του, μὲ τὴν Μέδουσα, ἔργον τοῦ ἰδίου τοῦ Μύρωνος·
ἀνδριάντες τοῦ Περικλέους καὶ τοῦ Ξανθίππου ποὺ ναυμάχησε μὲ τοὺς Μήδους στὴν Μυκάλη·
ἀνδριὰς τοῦ ποιητοῦ Ἀνακρέοντος, τῆς Ἰνοῦς, κόρης τοῦ Ἰνάχου, καὶ τῆς Καλλιστοῦς, ἔργα τοῦ Δεινομένους·
τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς ποὺ κατὰ τὸν Παυσανία καὶ ἄλλους ἐξέπεσε ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πολὺ πρὶν ἑνωθοῦν οἱ κάτοικοι τῶν δήμων σὲ μία πόλιν!·
ξόανον τοῦ Ἑρμοῦ στὸν ναὸν τῆς Πολιάδος, ἀφιέρωμα τοῦ Κέκροπος!· ἕνα πτυσσόμενον σκαμνί, ἀφιέρωμα τοῦ Δαιδάλου!· λάφυρα ἀπὸ τοὺς Μήδους, τὸ ξίφος τοῦ Μαρδονίου, καμμένα ἀγάλματα τῆς Ἀθηνᾶς ἀπὸ ὅταν κατέλαβε τὴν Ἀθῆνα ὁ Πέρσης βασιλεύς·
παράστασις κάπρου -ἴσως τοῦ Καλυδωνίου- καὶ τοῦ Κύκνου νὰ μάχεται τὸν Ἡρακλῆ·
τεράστιον ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς, ἔργον τοῦ Φειδίου, κατασκευασθὲν ἀπὸ τὰ λάφυρα τῶν πολεμικῶν νικῶν τους (ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος καὶ τὸ λοφίον τῆς περικεφαλαίας τῆς θεᾶς ἦταν ὁρατὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸ Σούνιον!)·
χάλκινον ἅρμα ἀπὸ τὸ ἕνα δέκατον τῶν λαφύρων τῆς νίκης κατὰ τῶν Βοιωτῶν κ.ἄ.

...


*Διότι εἶχε συνεννοηθεῖ μὲ τὸν υἰόν του πρὶν νὰ φύγει ὁ τελευταῖος στὴν Κρήτη, πὼς ἄν ἐπέστρεφε ζωντανός, θὰ ὕψωνε λευκὰ πανιὰ καὶ σὲ περίπτωσιν ποὺ τὸ πλοῖον ἐπιστρέψει μὲ μαῦρα, θὰ σήμαινε πὼς ἦταν νεκρός. Ὁ Θησεὺς ἄν καὶ ζωντανὸς ξέχασε νὰ ὑψώσει λευκὰ πανιά, διότι εἶχε θλῖψιν ποὺ ἔχασε τὴν Ἀριάδνη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (