Οἱ πρόγονοί μας τὴν τελευταία νύκτα τοῦ μηνὸς Ποσειδεῶνος τὴν ἀφιέρωναν στὴν θεὰ Νύκτα, τῆς ὁποίας εἶχαν στήσει πολλὰ ἀγάλματα καὶ βωμούς :
«Διονύσου ναὸς Νυκτελίου, πεποίηται δὲ Ἀφροδίτης Ἐπιστροφίας ἱερὸν καὶ Νυκτὸς καλούμενόν ἐστι μαντεῖον καὶ Διὸς Κονίου ναὸς», Ἀττικά, 40,6, Παυσανίας.
Φέτος ἡ μεγαλυτέρα σὲ διάρκεια νύκτα τοῦ ἔτους (χειμερινὸν ἡλιοστάσιον) εἶναι τὴν 10η ἱσταμένου Ποσειδεῶνος (22α Δεκεμβρίου μὲ τὸ σύγχρονον ἡμερολόγιον).
Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἥλιος φτάνει στὸ χαμηλότερον σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος καὶ γιὰ τρεῖς ἡμέρες δείχνει νὰ παραμένει «καρφωμένος» κοντὰ στὸν ἀστερισμὸν τοῦ σταυροῦ (ὁ γνωστὸς «σταυρὸς τοῦ Νότου» ). Ἐξ οὗ καὶ ὁ ἀνὰ τὶς θρησκεῖες «υἰὸς τοῦ Θεοῦ» ἀνασταίνεται μετὰ ἀπὸ 3 ἡμέρες (Κάποιοι σχετίζουν τὰ 30 ἀργύρια ποὺ λέγεται πὼς πῆρε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 μαθητὰς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἰούδας γιὰ νὰ προδώσει τὸν δάσκαλόν του, μὲ τὰ 30 ἀργυρὰ φεγγάρια/ ἡμέρες ποὺ χρειάζεται φαινομενικῶς ὁ ἥλιος γιὰ νὰ «διασχίσει» κάθε ζῴδιον, ἐν προκειμένῳ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Αἰγόκερω καὶ πλέον Τοξότου· 12 ζῴδια/ μαθητὲς ἐπὶ 30 μοῖρες στὸ καθένα = 360 μοῖρες, μία πλήρης περιφορὰ στὸν ζωδιακὸν κύκλον.
Ἄλλοι θεωροῦν λόγῳ τῶν 72 ὡρῶν ποὺ παραμένει ὁ ἥλιος «σταυρωμένος», πὼς τὸ ἀγκάθινο στεφάνι τοῦ Ἰησοῦ εἶχε 72 ἀγκάθια! Ἡ δὲ ἡλικία θανάτου τοῦ Ἰησοῦ συμπίπτει τυχαίως μὲ τὴν ἡλικία τοῦ πραγματικοῦ καὶ ἱστορικοῦ προσώπου, τοῦ κληθέντος «παιδὸς Διός», Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἤτοι 33 ἔτη. Ἡ μεγάλη σύμπτωσις ὅμως δὲν βρίσκεται στὸ ὅτι ὁ κύκλος ζωῆς τοῦ κατὰ τοὺς χριστιανοὺς «υἰοῦ τοῦ Θεοῦ» συμπίπτει μὲ τὰ χρόνια ποὺ ἔζησε ὁ μέγας Ἕλλην βασιλεύς, καθῶς τὰ βιβλικὰ κείμενα σὲ πλεῖστα σημεῖα εἶναι μία κακὴ ἀντιγραφὴ καὶ παραποίησιν τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας.
Τὸ ἐντυπωσιακὸν στὴν ἡλικία ποὺ ὁλοκλήρωσε τὸν κύκλον ζωῆς του ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶναι πὼς τὸν ἴδιον χρόνον, δηλαδὴ 33 ἔτη χρειάζεται γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ὁ κύκλος εὐθυγραμμίσεως ἡλίου-σελήνης σὲ συνάρτησιν μὲ τὴν περιφορὰ τῆς γῆς γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ τῆς σελήνης γύρω ἀπὸ τὴν γῆ).
Ἄλλες συμπτώσεις μὲ τὸ χειμερινὸν ἡλιοστάσιον καὶ τὴν φημολογουμένη γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ εἶναι πὼς ὁ λαμπρότερος ἀστὴρ τοῦ νυχτερινοῦ οὐρανοῦ, ὁ Σείριος εὐθυγραμμισμένος μὲ τοὺς τρεῖς ἀστερισμοὺς τῆς ζώνης τοῦ Ὠρίωνος, ποὺ ὀνομάζονται καὶ «Τρεῖς βασιλεῖς/ Τρεῖς μάγοι», ἔγινε στὴν χριστιανικὴ ἱστορία τὸ «ἄστρον τῆς Βηθλεὲμ» ποὺ «δείχνει τὸν δρόμον» στοὺς «τρεῖς μάγους», γιὰ νὰ πᾶνε νὰ δοῦν τὴν γέννησιν τοῦ θεανθρώπου!, τὸν ὁποῖον θέσπισαν αὐθαιρέτως ὡς γεννηθέντα τὴν 25η Δεκεμβρίου, τρεῖς μέρες μετὰ τὴν «ἀνάστασιν»/ ἐπάνοδος τοῦ Ἡλίου.
Οἱ μάγοι μάλιστα φέρουν καὶ δῶρα στὸ γεννηθὲν ἐν τῷ σπηλαίῳ «θεῖον βρέφος», τὰ ὁποῖα θυμίζουν ἀρκετὰ τὰ ὅσα γράφει ὁ Θεόφραστος γιὰ τὰ ἀναθήματα ποὺ βρίσκονται στὸ στόμιον τοῦ ἄντρου ποὺ ἐγεννήθη ὁ Ζεύς :
«ἐν τῷ στομίῳ τοῦ ἄντρου τοῦ ἐν Ἴδῃ τὰ ἀναθήματα ἀνάκεινται», Φυτῶν Ἱστορῖαι, Γ’, 3-4·
ἐκ τοῦ ὁποίου :
«καθ’ ἕκαστον ἔτος ὁρᾶται ἐκλάμπον ἐκ τοῦ σπηλαίου πλεῖστον πῦρ», Συναγ. Μεταμορφώσεων, 1, Ἀντ., Λιβεράλις.
Οἱ δὲ βοσκοὶ ποὺ συνήχθησαν γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ βρέφος Ἰησοῦ, θυμίζουν τοὺς βοσκοὺς (ἐκτὸς τῶν ἄλλων), συνοδοὺς-προστάτες τοῦ βρέφους Διός, Κουρῆτες.
...
Οἱ Ἕλληνες τὸ συμπαντικὸν αὐτὸ γεγονὸς τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου δὲν τὸ ἀντελήφθησαν μὲ πονηρὴ ματιὰ γιὰ νὰ χειραγωγοῦν τὰ πλήθη, ἀλλὰ μὲ ἐπιστήμη. Ἤδη ἀπὸ τὰ περὶ τῆς κοσμογονίας συγγράμματά μας, ἀναφέρεται πὼς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ἡ Ἡμέρα, ὅπως καὶ ὁ Αίθὴρ ἐγεννήθησαν ἀπὸ τὴν θεὰ Νύκτα καὶ τὸν Ἔρεβον, τὰ παιδιὰ τοῦ Χάους.
«Ἐκ Χάεος δ᾽ Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο· Νυκτὸς δ᾽ αὖτ᾽ Αἰθήρ τε καὶ Ἡμέρη ἐξεγένοντο, οὓς τέκε κυσαμένη Ἐρέβει φιλότητι μιγεῖσα», Θεογονία, 123-5, Ἡσίοδος.
( = Ἐκ τοῦ Χάους ἔγεννήθησαν τὸ Ἔρεβος καὶ ἡ μαύρα Νύξ. Ἐκ τῆς Νυκτὸς ἔπειτα ἔγινε ὁ Αἰθὴρ καὶ ἡ Ἡμέρα, τοὺς ὁποίους γέννησε, μένοντας ἔγκυος ἀφοῦ ἔσμιξε μὲ φιλότητα μὲ τὸ Ἔρεβος).
Καὶ συμπληρώνει ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ τοῦ πρώτως ψυχροῦ» :
«Ἔρεβος τοῦτ´ ἦν ἄρα, τὸ χθόνιον καὶ ἔγγαιον σκότος. Τὴν δὲ νύκτα ποιηταὶ μὲν ἐκ γῆς γεγονέναι μυθολογοῦσι, μαθηματικοὶ δὲ γῆς σκιὰν οὖσαν ἀποδεικνύουσιν ἀντιφραττούσης πρὸς τὸν ἥλιον», Περὶ τοῦ πρώτως ψυχροῦ, 953α, Πλούταρχος.
( = Πράγματι τὸ Ἔρεβος αὐτὸ εἶναι, τὸ χθόνιον καὶ ἔγγαιον σκότος. Τὴν μὲν Νύκτα οἱ ποιητὲς λέγουν πὼς ἔχει γεννηθεῖ ἀπὸ τὴν Γῆν, οἱ δὲ μαθηματικοὶ ἀποδεικνύουν πὼς εἶναι ἡ σκιὰ τῆς γῆς ποὺ ποὺ παρεμβάλλεται ὡς ἐμπόδιον στὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου).
Ἡ Νὺξ εἶναι μία ἀξιοσέβαστη θεὰ ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς θνητούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς θεούς. Ὁ Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα παρουσιάζει τὸν υἰόν της, Ὕπνον νὰ θυμᾶται μὲ δέος τὴν ἡμέρα ποὺ ἐκπλήρωσε τὴν εὐχὴ τῆς Ἥρας, χεόμενος στὰ ὄμματα τοῦ Διός, ὥστε νὰ μπορέσει ἡ Ἥρα νὰ «πιάσει τὸν σύζυγόν της στὸν ὕπνον» καὶ νὰ τοῦ σκοτώσει τὸν υἰόν, Ἡρακλῆ. Μὲ τὸν λυσιμελὴ Ὕπνον νὰ ἔχει χαλαρώσει τὸν Δία, ἡ Ἥρα (ἀήρ) ἐξαπέλυσε δυνατὴ θύελλα καὶ τρικυμία στὰ πλοῖα τοῦ Ἡρακλέους, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Διογενὴς νὰ παρασυρθεῖ μέχρι τὴν Κῶ, ὅπου καὶ διεσώθη. Ὅταν ὅμως ξύπνησε ὁ Κρονίδης καὶ εἶδε τί εἶχε συμβεῖ, ἔψαχνε μανιωδῶς τὸν Ὕπνον καὶ δὲν θὰ τὸν γλύτωνε τίποτα ἀπὸ τὰ χέρια του, ἄν δὲν τὸν ἔσωζε ἡ μήτηρ του, Νύξ. Διότι ἀκόμα καὶ ὁ Ζεὺς τὴν έσέβετο. Ἐκείνη οὖσα προφῆτις τὸν εἶχε βοηθήσει νὰ ἀνέβει στὸν θρόνον τοῦ Ὀλύμπου.
«Ὁ δ’ ἐπεγρόμενος χαλέπαινε, ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς, ἐμὲ δ’ ἔξοχα πάντων ζήτει· καί κέ μ’ ἄϊστον ἀπ’ αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ, εἰ μὴ Νὺξ δμήτειρα θεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν· τὴν ἱκόμην φεύγων, ὁ δ’ ἐπαύσατο χωόμενός περ. ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ἕρδοι. νῦν αὖ τοῦτό μ’ ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι», Ἰλιάς, Ξ', 256 κ.ἑξ.
Ἀπὸ τὸν Ἡσίοδον μαθαίνουμε πὼς ἡ Νύξ κατοικεῖ στὸν Κάτω Κόσμον σὲ τρομακτικὴ οἰκία ποὺ τὴν καλύπτουν μαῦρες νεφέλες. Ἐμπρός τους στέκει ἀμετακίνητος ὁ Ἄτλας, κρατώντας στὴν κεφαλή του μὲ τὰ ἀκούραστα χέρια του τὸν οὐρανόν. Κι ἐκεῖ συναντιοῦνται κάθε μέρα ἡ Νὺξ μὲ τὴν Ἡμέρα καὶ ἁλληλοχαιρετιοῦνται, καθῶς περνοῦν τὸ μέγα χάλκινον κατώφλι. Διότι ὅταν βγαίνει ἡ μία ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία, εἰσέρχεται σὲ αὐτὴν ἡ ἄλλη, ὁπότε δὲν διαμένουν ποτὲ μαζὶ σὲ αὐτήν. Καὶ αὐτὴ ποὺ μένει μέσα περιμένει τὴν ἄλλην νὰ ὁλοκληρώσει τὴν περιπλάνησίν της στὴν γῆ, γιὰ νὰ βγεῖ καὶ ἡ ἴδια μὲ τὴν σειρά της νὰ περιπλανηθεῖ. Καὶ ἡ Ἡμέρα κρατεῖ τὸ φῶς ποὺ βλέπει πολλὰ γιὰ ὅσους ζοῦν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐνῷ ἡ ὀλέθρια Νὺξ ἔχει στὰ χέρια της τὸν υἰόν τῆς Ὕπνον, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Θανάτου καὶ εἶναι καλυμμένη μὲ ὁμιχλώδη νέφη.
«Τῶν πρόσθ᾽ Ἰαπετοῖο πάις ἔχει οὐρανὸν εὐρὺν ἑστηὼς κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσιν ἀστεμφέως, ὅθι Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι ἀλλήλας προσέειπον, ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν χάλκεον· ἣ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἣ δὲ θύραζε ἔρχεται, οὐδέ ποτ᾽ ἀμφοτέρας δόμος ἐντὸς ἐέργει, ἀλλ᾽ αἰεὶ ἑτέρη γε δόμων ἔκτοσθεν ἐοῦσα γαῖαν ἐπιστρέφεται, ἣ δ᾽ αὖ δόμου ἐντὸς ἐοῦσα μίμνει τὴν αὐτῆς ὥρην ὁδοῦ, ἔστ᾽ ἂν ἵκηται, ἣ μὲν ἐπιχθονίοισι φάος πολυδερκὲς ἔχουσα, ἣ δ᾽ Ὕπνον μετὰ χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο. Νὺξ ὀλοή, νεφέλῃ κεκαλυμμένη ἠεροειδεῖ», Θεογονία, 746 κ.ἑξ.
Κοντὰ στὴν Νύκτα καὶ τὴν Ἡμέρα ἔχουν οἰκία καὶ ὁ Ὕπνος καὶ ὁ μισητὸς ἀκόμη κι ἀπ' τοὺς θεούς, Θάνατος, θεοὶ τοὺς ὁποίους ὁ Ἥλιος δὲν βλέπει μὲ τὶς ἀκτῖνες του ποτέ. Κι ἀκόμα κατοικίες ἔχουν ἐκεῖ ὁ Ἅδης καὶ ἡ Περσεφόνη, μὰ καὶ ἡ δεινὴ ἡ Στύξ (φοβερὸν τέρας, στυγερόν < Στύξ, καὶ διαπεραστικὸν ὡς τὸ ψύχος). Κι ἐμπρὸς στὸν οἶκον τοῦ Ἅδου παραμονεύει ὁ Κέρβερος.
Τέκνα τῆς Νυκτὸς ἀναφέρονται πολλὰ στὰ συγγράμματά μας. Ὁ Ἡσίοδος στὸ προαναφερθὲν σύγγραμμα τὴν παρουσιάζει ὡς μήτηρ τοῦ Μόρου (τοῦ ἀφανισμοῦ, τοῦ πεπρωμένου, τοῦ θανάτου) καὶ τῆς μαύρης Κήρας (θεὰ τοῦ ὀλέθρου καὶ τῆς καταστροφῆς, θεὰ τοῦ βιαίου θανάτου). Ἀκόμα, γράφει πὼς ἐκ τῆς Νυκτὸς ἐγεννήθησαν ὁ Ὕπνος καὶ ὁ Θάνατος, ἀλλὰ καὶ τὸ γένος τῶν Ὀνείρων. Ἐπιπλέον γέννησε καὶ τὸν Μῶμον (ψόγος, μομφή), τὸν Ὀϊζὺ (ταλαιπωρία, δυστυχία), τὶς Ἐσπερίδες, τὶς Μοῖρες καὶ τὶς Κῆρες ποὺ ἐκδικοῦνται σπέρνοντας τὸν θάνατον. Γέννησε καὶ τὴν Νέμεσιν ποὺ στὸ «Ἔργα καὶ Ἡμέραι» (στ. 200) γράφει πὼς στοὺς τελευταίους καιροὺς τοὺ σιδηροῦ γένους θὰ ἐγκαταλείψει μαζὶ μὲ τὴν Αἰδῶ τοὺς θνητοὺς καὶ ὑπεράσπισις ἀπέναντι στὶς συμφορὲς δὲν θὰ ὑπάρχει. Γέννησε καὶ τὴν Ἀπάτην, ἀλλὰ καὶ τὴν Φιλότητα, τὸ καταστροφικὸν Γῆρας καὶ τὴν στυγερὴ τὴν Ἔριν, ποὺ ἀπ' αὐτὴν ἐγεννήθησαν ἡ Λήθη, ὁ Λιμός, τὰ Ἄλγη, οἱ Ὑσμῖνες ( =συγκρούσεις), οἱ Μάχες, οἱ Φόνοι, οἱ Ἀνδροκτασίες ( =ὁ ἁλληλοσκοτωμὸς ἀνδρῶν στὴν μάχη), τὰ Νείκη, τὰ Ψεύδη καὶ τόσες ἄλλες συμφορές.
Στὰ Ὀρφικὰ Ἀργοναυτικὰ ἡ Νὺξ ἀναφέρεται καὶ ὡς μήτηρ τοῦ Πρωτογόνου Ἔρωτος (ἐνῷ στὸν Ἡσίοδον ὁ Ἔρως = ὁ εἰρμός, ἡ σύνδεσις, ἡ δύναμις ποὺ ἁρμόσει τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου μεταξύ τους γεννήθηκε μετὰ τὸ Χάος, τὴν Γῆ καὶ τὰ Τάρταρα). Τὸ τέκνον αὐτὸν τῆς Νυκτός, ὁ Ἔρως ἐκλήθη καὶ Φάνης ( < φαίνω), διότι πρῶτος ἐφάνη. Ὡς πρὸς τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ τοῦ ἀποδίδονται ἦταν διφυής, ἔχων πύρινη ματιά.
Κατὰ τοὺς Ὀρφικοὺς ὁ Κόσμος προῆλθε ἐκ τοῦ κοσμικοῦ ᾠοῦ· τὰ ἴδια γράφει καὶ ὁ Ἀριστοφάνης στοὺς «Ὄρνιθες» :
«Χάος ἦν καὶ Νὺξ Ἔρεβός τε μέλαν πρῶτον καὶ Τάρταρος εὐρύς, γῆ δ᾽ οὐδ᾽ ἀὴρ οὐδ᾽ οὐρανὸς ἦν: Ἐρέβους δ᾽ ἐν ἀπείροσι κόλποις τίκτει πρώτιστον ὑπηνέμιον Νὺξ ἡ μελανόπτερος ᾠόν, ἐξ οὖ περιτελλομέναις ὥραις ἔβλαστεν Ἔρως ὁ ποθεινός, στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, εἰκὼς ἀνεμώκεσι δίναις», Ὄρνιθες, 693 κ.ἑξ.
Καὶ αὐτὸ παραχαράχθη ὑπὸ τῶν Ἑβραίων καθῶς στὴν «Γένεσιν» πρῶτα σκότος ἐπὶ τῆς ἀβύσσου ἐπλανᾶτο καὶ ὕστερα ἐγένετο φῶς.
«Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς».
(Βλ. καὶ «Ἦ τοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ᾽, αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ᾽ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων, οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου, Τάρταρά τ᾽ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης...», Θεογονία, 116, Ἡσίοδος).
Στὰ Ὀρφικὰ Ἀργοναυτικά συναντῶμεν τὸν Φάνητα ὡς τέκνον τοῦ Χρόνου καὶ τῆς Ἀνάγκης καὶ ἔνδοξον πατέρα τῆς Νυκτός :
«Ἀρχαίου μὲν πρῶτα χάους ἀμέγαρτον Ἀνάγκην, καὶ Χρόνον, ὡς ἐλόχευσεν ἀπειρεσίοις ὑπὸ κόλποις Αἰθέρα καὶ διφυῆ πυριωτέα κυδρὸν Ἔρωτα, Νυκτὸς ἀειγνήτης πατέρα κλυτόν», Ὀρφ. Ἀργον., 12 κ.ἑξ.
Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε μόνον Χάος καὶ Νύκτα καὶ ὁ εὑρὺς Τάρταρος καὶ τὸ Ἔρεβος. Τότε μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Ἐρέβους ἡ μελανόπτερος Νὺξ ἐγέννησε ᾠόν, ἐξ οὗ βλάστησε ὁ ποθητὸς ὁ Ἔρως/ Φάνης. Ἡ Νὺξ λοιπὸν γέννησε τὸ ᾠὸν/ ἠῶ/ ἕω, ἤτοι τὸ αὐγόν/ αὐγὴ καὶ ξεπρόβαλε τὸ φῶς.
Ὁ Ἐπιμενίδης θέτει ὡς δύο πρῶτα στοιχεῖα τοῦ κόσμου, τὴν Νύκτα καὶ τὸν Ἀέρα, ἐκ τῶν ὁποίων λέγει πὼς ἐγεννήθη ὁ Τάρταρος καὶ τὰ πάντα συνεστάθησαν. Ὁ Ἀκουσίλαος θέτει ὡς πρώτη ἀρχὴ τὸ Χάος κι ἔπειτα τὸ Ἔρεβος (ἄρρην ἀρχή) καὶ τὴν Νύκτα (θηλεῖα ἀρχή), ἐκ τῆς μείξεως τῶν ὁποίων ἐγεννήθησαν ὁ Αἰθήρ, ὁ Ἔρως καὶ ἡ Μῆτις, οἱ τρεῖς νοητὲς ὑποστάσεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου