ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΓΑΜΗΛΙΩΝΟΣ-ΛΗΝΑΙΩΝΟΣ, ΜΗΝΟΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΔΙΟΣ ΚΑΙ ΗΡΑΣ. ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΠΡΟΣ ΑΝΑΤΟΛΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΟΥ ΕΚΕΙ ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ.
Μὲ τὴν νέα μήνη ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὸ σύγχρονον ἡμερολόγιον συμβαίνει στὶς 11 Ἰανουαρίου 2024, ξεκινᾶ ὁ ἕβδομος μὴν τοῦ ἀττικοῦ ἡμερολογίου, ὁ Γαμηλιών («-μήν- τῆς Ἥρας ἱερός», Ἡσύχιος). Οἱ Ἕλληνες ξεκινοῦσαν τὸ νέον ἔτος μὲ τὴν πρώτη μήνη μετὰ τὸ θερινὸν ἡλιοστάσιον (φέτος συνέβη τὴν 17η Ἰουλίου τοῦ 2023 μὲ σύγχρονη χρονολόγησιν) καὶ ὄχι μετὰ τὸ χειμερινὸν ἡλιοστάσιον.
«ἐπὶ δ' ἄρχοντος Ἀθήνησιν Εὐκλέους τοῦ Μόλωνος ἐγένετο κομήτης ἀστὴρ πρὸς ἄρκτον μηνὸς Γαμηλιῶνος περὶ τροπὰς ὄντος τοῦ ἡλίου χειμερινάς», Μετεωρολογικά, Α', 433b, Ἀριστοτέλης.
Ὁ Γαμηλιὼν τὸ ὄνομά του τὸ ὀφείλει στὰ Γαμήλια/ Θεογάμια ( < γαμέω-ῶ = νυμφεύομαι -διότι ὁ ἀνὴρ γαμεῖ/ λαμβάνει νύμφη-, γαμοῦμαι = ὑπανδρεύομαι, -διότι ἡ γυνὴ γαμεῖται/ σπείρεται- «παρὰ τὸ τὴν γῆν ἀμᾶν» = θερίζειν, γιατὶ ὁ γάμος σηματοδοτεῖ τὸ θέρος, τὸ θέρισμα ποὺ θὰ φέρει γόνους. Ἐξ οὗ καὶ ὁ γαμβρός < γαμρός < γαμερός, καὶ ἄρουρα = μήτρα καὶ γῆ), ἑορτὴ ποὺ ἐγένετο πρὸς ἐνθύμισιν τοῦ ἱεροῦ γάμου τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἧρας, τὸν ὁποῖον γάμον ὁ Δίων ὁ Χρυσόστομος ( «Λόγοι», 36) συνδέει μὲ κοσμογονικὰ γεγονότα καὶ μὲ τὴν δημιουργία τεραστίας λάμψεως στὸ σύμπαν.
Συνδυαστικῶς καὶ μὲ ἄλλες πληροφορίες ποὺ ἀντλεῖ κανεὶς καὶ ἀπὸ ἄλλες πηγὲς τῆς γραμματείας μας (ἀναλύονται παρακάτω) φαίνεται πὼς αὐτὴ ἡ τριακοσιετὴς σύζευξις κεραυνῶν καὶ ἀέρος ἔπαιξε καθοριστικὸν ῥόλον στὴν συμπαντικὴ ῥοή· καθῶς τὰ τέσσερα ἄλογα τοῦ Διός, τῆς Ἥρας, τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Ἐστίας, ὡς πῦρ καὶ αἰθήρ, ἀήρ, ὕδωρ, γῆ, τραβοῦν τὸ ἅρμα- σύμπαν πότε ὁμαλῶς καὶ πότε βιαίως, προκαλώντας αὐτὸ ποὺ στὸν μικρόκοσμον τῆς ἀνθρωπίνου νοήσεως ὁρίζεται ὡς καταστροφή (βλ. πτώσιν ἅρματος Φαέθοντος, κατακλυσμοὺς κοκ).
Τὸν Γαμηλιῶνα λοιπὸν ἐτελοῦντο οἱ περισσότεροι γάμοι, καθῶς ἀφ' ἑνὸς ἦταν μὴν ἱερὸς καὶ σεπτός, ὡς ὁ ἕβδομος (σεπτὸς ἀριθμὸς τὸ ἑπτά, «ἀπὸ τοῦ σέβω, σεπτάς τις οὖσα, ὡς θεία καὶ ἀμήτωρ καὶ παρθένος», Σέλευκος· «διότι τὸ ἑπτὰ ὡς πρῶτος ἄριθμὸς οὔτε διαιρεῖται, οὔτε πολλαπλασιάζεται ἐντὸς τῆς δεκάδος», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου), ἀφ' ἑτέρου ἦταν ὁ μὴν τοῦ γάμου τοῦ Διὸς τοῦ Γαμηλίου καὶ Τελείου :
«Τέλος γάρ ἐστι ὁ γάμος, καὶ Ἥρα τελεία καὶ Ζεὺς τέλειος, ὅτι γαμήλιοί εἰσιν», Ἡσύχιος/ «Ἥρα Τελεία καὶ Ζεὺς Τέλειος ἐτιμῶντο ἐν τοῖς γάμοις, ὡς πρυτάνεις ὄντες τῶν γάμων. τέλος δὲ ὁ γάμος. διὸ καὶ προτέλεια ἐκαλεῖτο ἡ θυσία ἡ πρὸ τῶν γάμων γινομένη. ὅτι διττὴ ἡ κατὰ φύσιν ἐπιβάλλουσα τῷ ἀνθρώπῳ τελειότης», λεξικὸν Σουΐδα·
καὶ τῆς Ἧρας τῆς Γαμηλίας καὶ Γαμοστόλου, προστατῶν τῆς ἱερᾶς ἑνώσεως, τοῦ γάμου ( «Ἥρα γαμηλία», Λόγοι, Εἰς Δία, 1,7, Αἴλιος Ἀριστείδης) καὶ πρώτων διδαξάντων τὴν ἱερὰν ἀξίαν τῆς συνουσιάσεως («ἀπὸ θεῶν ἄρχεσθαι, ὅτι οὗτοι οἱ εὑρόντες καὶ δείξαντες τοὺς γάμους τοῖς ἀνθρώποις... Ὁ ἄνθρωπος τάξιν καὶ νόμον ἐξεῦρεν τοῦ γάμου, οὐκ ἀγεληδόν, δίκην θηρίων, ἐπιτρέπων μίγνυσθαι... Βίον ἥμερον καὶ τεταγμένον ἔσχον ‐οἱ ἄνθρωποι‐ διὰ τοῦ γάμου», Ῥητορική, 2,2, Διον. Ἁλικαρνασσεύς).
«Βίου καὶ γενέσεως παίδων, κοινωνίαν κεφάλαιον εἶναι γάμου... ἀλλ’ οὔπω τοῦτο ἱκανὸν τῷ γαμοῦντι, ὃ καὶ δίχα γάμου γένοιτ’ ἂν... ὥσπερ καὶ τὰ ζῶα... Δεῖ δὲ ἐν γάμῳ συμβίωσίν τε εἶναι καὶ κηδεμονίαν ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς περὶ ἀλλήλους, καὶ ἐρρωμένους ( = ὑγιεῖς) καὶ νοσοῦντας καὶ ἐν παντὶ καιρῷ», Στοβαῖος, Μουσωνίου ἐκ τίτλου κεφάλαιον γάμου, 23.
Ἔπειτα ἡ τέλεσις τῶν γάμων στὴν ἀρχὴ τοῦ χειμῶνος ἐθεωρεῖτο ἱδανικὴ ἐποχὴ γιὰ πολλοὺς λόγους, ὅπως τὸ ὅτι ἡ ἐαρινὴ ἐποχὴ ποὺ ἀκολουθεῖ βοηθᾶ περισσότερον στὴν προσαρμογὴ τοῦ σώματος μίας κυοφορούσης γυναικός. Ὁμοίως καὶ οἱ ὄρχεις λειτουργοῦν καλλίτερα σὲ χαμηλότερες θερμοκρασίες, καθιστώντας τὴν γονιμοποίησιν τῆς ἀρούρης εὐκολωτέρα :
«περὶ μὲν οὖν τοῦ πότε δεῖ ποιεῖσθαι τὴν σύζευξιν εἴρηται, τοῖς δὲ περὶ τὴν ὥραν χρόνοις δεῖ χρῆσθαι οἷς οἱ πολλοὶ χρῶνται, καλῶς καὶ νῦν ὁρίσαντες χειμῶνος τὴν συναυλίαν ποιεῖσθαι ταύτην», Πολιτικά, Ζ', 1335, Ἀριστοτέλης.
«Ὥρη δὲ ἐαρινὴ ἀρίστη κυήσιος· ὁ δὲ ἀνὴρ μὴ μεθυσκέσθω, μηδὲ οἶνον λευκὸν πινέτω, ἀλλ’ ὅστις ἰσχυρότατος καὶ ἀκρητέστατος· καὶ σιτία ὡς ἰσχυρότατα· καὶ μὴ θερμολουτείτω· ἰσχυέτω δὲ καὶ ὑγιαινέτω· καὶ σιτίων ἀπεχέσθω τῶν μὴ ξυμφερόντων τῷ πρήγματι», Περὶ ἐπικυήσεως, 30, Ἱπποκράτης.
Διόλου τυχαίως προφανῶς ὁ μὴν Πυανεψιὼν ἡμερολογιακῶς συμπίπτει μὲ τὸ τέλος μίας ἐγκυμοσύνης ποὺ ἔχει ξεκινήσει κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Γαμηλιῶνος.
Στο λεξικὸν τοῦ Σουΐδα ἀναφέρεται πὼς ὁ Πυανεψιῶν ὠνομάσθη ἀπὸ τὴν ἑορτὴ «Πυανόψιαν... Πανοψίαν, ὅτι πάντας εἶδον τοὺς καρποὺς τῆ ὄψει».
Κατὰ τὰ Πυανέψια ἐτιμῶντο ὁ Ἀπόλλων καὶ οἱ Ὥρες (Θαλλώ < θάλλω, Αὐξώ < αὐξάνω καὶ Καρπώ < καρπός), οἱ ὁποῖες ὡς βοηθοὶ τοῦ Ἡλίου ἦταν ὑπεύθυνες γιὰ τὴν βλάστησιν (ἐξ οὗ καὶ συνδέονται μὲ τὴν Χλωρίδα καὶ τὸν Πᾶνα), ἀλλὰ καὶ τὸν κύκλον τῶν ἐποχῶν.
Προφανῶς δὲν θὰ ἑώρταζον μόνον τὴν πανοψίαν τῶν καρπῶν τῆς γῆς καὶ τὸν τρύγον, ἀλλὰ καὶ τοὺς καρπούς-τρύγον ποὺ λογικῶς ἐκεῖνον τὸν καιρὸν θὰ «ἀνέδιδε» καὶ ἡ ἄλλη ἄρουρα, δηλαδὴ ἡ μήτρα τῆς γυναικός. Διότι ἄρουρα λέγεται καὶ ἡ καλλιεργήσιμη, γεννῶσα καρποὺς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὑετοῦ γῆ, ἀλλὰ καὶ ἡ μήτρα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ ὡς καλλιεργήσιμη ὑπὸ τοῦ σπέρματος- ὑετοῦ τοῦ ἀνδρὸς γεννᾶ καρπούς· τοὺς καρποὺς τοῦ ἔρωτος-ἑνώσεως ἀνδρὸς καὶ γυναικός· ἐξ οὗ καὶ τὸ ῥῆμα κ-ύω ( = γονιμοποιῶ, παράγω ἄνθη, κυοφορῶ) δὲν εἶναι τίποτε διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ ὕω ( = βρέχω) μὲ τροπὴ τῆς δασείας σὲ κ.
Εὐτυχῶς ἡ φύσις διδάσκει τὸν κάθε παρὰ φύσιν πὼς ἄν ὁ ὑετὸς δὲν συναντήσει ἄρουρα, καρποὶ δὲν δύνανται νὰ βλαστήσουν.
Εὐτυχῶς καὶ ἡ φύσις ὁρίζει πὼς οἱ κίναιδοι, εἴτε οἱ κατὰ Ἀριστοφάνη εὐρύπρωκτοι, εἴτε οἱ τριβάδες εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ, φυσικῶς καὶ νομοτελειακῶς καταδικασμένοι στὸ νὰ μὴ διαιωνιστοῦν.
...
Ἡ καλλιτέρα ἡμέρα τοῦ Γαμηλιῶνος πρὸς τέλεσιν γάμου δίδεται ἀπὸ τὸν Εὐριπίδη στὴν «Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι» (στ. 717) καὶ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς πανσελήνου (25η Ἰανουαρίου μὲ τὴν σύγχρονη χρονολόγησιν γιὰ φέτος) :
«τίνι δ᾽ ἐν ἡμέρᾳ γαμεῖ;
ὅταν σελήνης εὐτυχὴς ἔλθῃ κύκλος».
Στὰ τέλη αὐτοῦ τοῦ μηνὸς μεταξὺ 24 καὶ 27 Γαμηλιῶνος (ἤτοι 3ον δεκαήμερον φθίνοντος τοῦ μηνός· μὲ τὴν σύγχρονη χρονολόγησιν μεταξὺ 3 καὶ 6 Φεβρουαρίου) ἑώρταζον τὰ Γαμήλια.
Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ Ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', τμ. Β', κεφ. Β') σχετικῶς μὲ τὸν γάμον Διός- Ἧρας :
«Ὁ δὲ γάμος αὐτῶν ἔγινε καὶ ἑωρτάσθη, ὡς εἴρηται, εἰς τὴν Κρήτην, εἰς τὴν χώραν τῶν Κνωσίων καὶ πλησίον τοῦ Θήρηνος ποταμοῦ, ὅπου ἦτον ὕστερον Ἱερόν καὶ ἑώρταζον οἱ ἐγχώριοι ἑορτὴν κατ' ἔτος, μιμούμενοι τὴν τελετὴ τοῦ γάμου.
Ἐκάλεσαν δὲ εἰς τὸν γάμον ὅλους τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ αὐτὰ τὰ θηρία καὶ εὐωχήθησαν καὶ εὐφράνθησαν ὅλοι ὁμοψύχως. Καλεστὴς δὲ ἦτον ὁ Ἑρμῆς. Μόνον ἡ Νύμφη Χελώνη δὲν ἦλθεν εἰς τὸν γάμον καὶ διὰ τοῦτο ἐτιμωρήθη, ὡς ῥηθήσεται ἐκεῖ...».
(Σημ. : Ἡ Ὀρεάδα Νύμφη Χελώνη προτίμησε ἀντὶ νὰ πάει στὸν γάμον τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἥρας νὰ κάτσει στὸ σπίτι της. Ὁ Ἑρμῆς τὴν τιμώρησε καταδικάζοντάς την νὰ κουβαλᾶ γιὰ πάντα τὸ σπίτι της στὴν πλάτη της.
Καλεσμένη στὸν γάμον ἦταν καὶ ἡ Γαῖα, ἡ ὁποία ἔδωσε ὡς γαμήλιον δῶρον στὴν Ἥρα τὸ δένδρον τῶν χρυσῶν μήλων τῆς αἰωνίου νεότητος, τὰ «μῆλα τῆς Ἥρας». Τὰ μῆλα ἔμειναν γνωστὰ καὶ ὡς «χρυσᾶ μῆλα τῶν Ἐσπεριδῶν», διότι ἡ Ἥρα εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὴν φύλαξίν των στὶς Ἐσπερίδες, οἱ ὁποῖες ὅμως τὰ ἔκοβαν καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Ἥρα ὥρισε ὡς φύλακα τὸν Λάδωνα, ἕναν ὄφιν ἀθάνατον, ὁ ὁποῖος ἦταν υἰὸς τοῦ Τυφῶνος καὶ τῆς Ἐχίδνης.
Ὁ δράκων εἶχε ἑκατὸ κεφάλια καὶ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει πολλὲς καὶ ποικίλες φωνές -«Βιβλιοθήκη», 5,11, Ἀπολλόδωρος-.
Αὐτὸ τὸ δένδρον τῆς αἰωνίου νεότητος πολὺ μεταγενεστέρως φαίνεται πὼς ἐνέπνευσε ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους -μὲ τὴν μηλιὰ καὶ τὸν κακὸν ὄφιν- καὶ ἄλλους λαοὺς νὰ δημιουργήσουν τὶς «δικές» τους παραδόσεις μὲ ἐλάχιστες διαφοροποιήσεις ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸν μῦθον στὰ ὀνόματα καὶ στὸν ῥόλον τῶν προσώπων κατὰ τὸ δοκοῦν τοῦ ἑκάστοτε λαοῦ· π.χ. τὸ δένδρον νεότητος ἔγινε δένδρον ζωῆς/ ἱερὸν δένδρον/ κοσμικὸν δένδρον κοκ. Ἡ μηλέα κατέληξε στοὺς Κέλτες βελανιδιά, στοὺς Ἰνδοὺς συκιά κοκ).
Ἀπὸ ἄλλα συγγράμματα τῆς γραμματείας μας πληροφορούμαστε καὶ ἄλλα ἐνδιαφέροντα περὶ τοῦ γάμου Διός-Ἥρας, -συμβολικὰ τῆς κοσμογονίας- ὅπως τὸ ὅτι ἡ ἕνωσις-γάμος τῶν προαναφερθέντων διήρκησε 300 χρόνια :
«ὅττι πολυχρονίοιο πόθου δεδονημένον οἴστρῳ Ἥρης κέντρον ἔχοντα κασιγνήτων ὑμεναίων εἰς χρόνον ἱμείροντα τριηκοσίων ἐνιαυτῶν», Διονυσιακά, 41, 322, Νόννος Πανοπολίτης.
«Ὥς τε Ζεὺς ἐράτιζε τριηκόσιους ἐνιαυτούς», Αἴτια Καλλιμάχου, Β').
Ἀπὸ τὸν Θεόφραστον («Εἰδύλλια, Ἐγκώμιον εἰς Πτολεμαῖον», στ. 131 κ. ἑξ.) μαθαίνουμε πὼς τὸ νυφικὸν κρεββάτι τῶν νεονύμφων τὸ ἔστρωσε ἡ παρθένος Ἴρις (ἡ ἔκφανσις τοῦ θείου στὸ οὐράνιον τόξον), μὲ χέρια ἐξαγνισμένα μὲ μύρα (ἡ πλέον κατάλληλος γιὰ τὸ στρώσιμον τῆς εὐνῆς τοῦ Ὑετίου Διός, τῆς ἐκφάνσεως τοῦ θείου διὰ τῆς βροχῆς, καὶ τῆς ἐκφάνσεως τοῦ θείου στὸν ἀέρα, Ἥρας*) :
«ἀθανάτων ἱερὸς γάμος ἐξετελέσθη, οὓς τέκετο κρείοισα Ῥέα βασιλῆας Ὀλύμπου· ἒν δὲ λέχος στόρνυσιν ἰαύειν Ζηνὶ καὶ Ἣρᾳ χεῖρας φοιβήσασα μύροις ἔτι παρθένος Ἶρις».
Ὡς πρὸς τὸ μέρος στὸ ὁποῖον ἐτελέσθη ὁ γάμος, ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς διατείνονται πὼς ἦταν ἡ Κρήτη (βλ. καὶ «τοὺς γάμους τοῦ τε Διὸς καὶ τῆς Ἥρας ἐν τῇ Κνωσίων χώρᾳ γενέσθαι κατά τινα τόπον πλησίον τοῦ Θήρηνος ποταμοῦ», Διόδωρος Σικελιώτη, Ε', 72).
Ὁ μέγας Ὅμηρος περιγράφει τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἐμίγησαν μὲ φιλότητα ὁ νεφεληγερέτης καὶ ἡ ἀερόμορφος θεά, πάνω σὲ χλωρὸν χορτάρι, τριφύλλια, κρόκον, ὑακίνθους, κεκαλυμμένοι ἀπὸ ὁλόχρυσον σύννεφον στὸ Γάργαρον ἄκρον τῆς Ἴδης.
«Ἦ ῥα καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου παῖς ἣν παράκοιτιν· τοῖσι δ’ ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην, λωτόν θ’ ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ’ ὑάκινθον πυκνὸν καὶ μαλακόν, ὃς ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ’ ἔεργε. τῷ ἔνι λεξάσθην, ἐπὶ δὲ νεφέλην ἕσσαντο καλὴν χρυσείην· στιλπναὶ δ’ ἀπέπιπτον ἔερσαι. Ὣς ὁ μὲν ἀτρέμας εὗδε πατὴρ ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ, ὕπνῳ καὶ φιλότητι δαμείς, ἔχε δ’ ἀγκὰς ἄκοιτιν», Ἰλιάς, Ξ', 346 κ. ἑξ.
Ὃ Ποσείδιππος γράφει πὼς ὁ γάμος ἐτελέσθη στὸν Ὄλυμπον («Ἥρη ὡς τύχ' ἐπ' Οὐλύμπωι παστὸν ὑπερχομένη»).
...
* Ἡ χρυσόπτερος καὶ ἀελλόπους ( < ἄελλα = θύελλα + ποῦς) Ἴρις ( < εἴρω =συνδέω) εἶναι ἀγγελιαφόρος τῶν θεῶν. Φοροῦσε πολύχρωμον χιτῶνα, χρυσᾶ σανδάλια καὶ κρατοῦσε χρυσῆ ὑδροχόη, ὥστε νὰ μεταφέρει μὲ ταχύτητα φωτὸς τὰ μηνύματα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν στὴν γῆ.
Διόλου τυχαίως ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Θαύμαντα καὶ τὴν Ἠλέκτρα ( < ἤλεκτρον/ κεχριμπάρι μὲ τὸ εὐωδιαστόν του ἄρωμα)· διόλου τυχαίως ὡς ἔκφανσις τοῦ θείου στὸ οὐράνιον τόξον ἔστρωσε τὸ νυφικὸν κρεββάτι στὰ Θεογάμια καὶ καλλώπιζε τὴν Ἥρα μὲ εὐωδιαστὰ μύρα, καθῶς τὴν τέχνη φαίνεται πὼς ἤξερε καλὰ ἀπὸ τὴν μητέρα της.
Ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα ἕνα θαυμάσιον φαινόμενον στὸν οὐρανὸν μὲ τὴν συνεργία τῆς βροχῆς τοῦ Διός, τοῦ ἀέρος- Ἥρας καὶ τῆς χρυσῆς ὑδροχόης, τοῦ χρυσοῦ, φαινομενικῶς λευκοῦ φωτὸς τοῦ Ἡλίου (κατὰ Ἀριστοτέλη μπορεῖ νὰ συμβεῖ μιᾶ-δύο φορὲς οὐράνιον τόξον καὶ ἀπὸ τὴν χρυσόφωτον Σελήνη σὲ διάστημα μεγαλύτερον τῶν πενήντα περίπου χρόνων -βλ. Μετεωρολογικά, Γ', 372a). Γι' αὐτὸ καὶ πάλι καθόλου τυχαίως μερικοὶ τὴν ἀναφέρουν ὡς σύζυγον τοῦ δροσεροῦ Ζεφύρου.
Δυστυχῶς ὅπως καὶ ἄλλες ἱστορίες τῆς ἑλληνικῆς κοσμοθεάσεως, ὅπως κάθε τι ἑλληνικόν, ἀπὸ σύμβολα, μεγάλες προσωπικότητες, ὅσια καὶ ἱερά, κατάφεραν οἱ παρὰ φύσιν ἐγκάθετοι τὸν θαυμάσιον αὐτὸν συμβολισμόν-μύθον ἐπεξηγήσεως τοῦ προαναφερθέντος ἐξαισίου φυσικοῦ φαινομένου, τῆς Ἴριδος, νὰ τὸν συνδέσουν μὲ τὴν νοοτροπία ψυχικῶς ἀσθενῶν καὶ νὰ θεωρεῖται σήμερα ἡ τόσο ὄμορφη Ἠλεκτρὶς καὶ Θαυμαντίς σύμβολον τῶν ἀπανταχοῦ λακκοπρώκτων καὶ τριβάδων.
Ὁ μὴν ἐλέγετο σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδος, ὅπως στὴν Δῆλον, Ληναιών, διότι τὴν 12η ἡμέρα τοῦ μηνὸς (σημερινὴ 22α Ἰανουαρίου) ξεκινοῦσε ἡ τριήμερη ἑορτὴ τῶν Ληναίων ( < ληνός = πατητήρι) πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου τοῦ Ληναίου («Ληναῖον δὲ ἀπὸ τοῦ πατῆσαι τὰς σταφυλὰς ἐν ληνῷ», Ἱστορ. βιβλιοθ., Δ', 4,5, Διόδωρος Σικελιώτης· ἐξ οὗ καὶ Λῆναι ἐλέγοντο οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Διονύσου).
Τότε εἶναι ποὺ παρουσιάζοντο οἱ κωμωδίες (ἀπὸ τὸ 433 π.Χ καὶ λίγες τραγωδίες) στὸ Λήναιον (περιφραγμένος χῶρος μὲ ἱερὸν τοῦ Διονύσου) καὶ ἔπειτα στὸ θέατρον τοῦ Διονύσου («ἔστιν ἐν τῷ ἄστει Λήναιον περίβολον ἔχον μέγαν καὶ ἐν αὐτῷ Ληναίου Διονύσου ἱερόν, ἐν ᾧ ἐπετελοῦντο οἱ ἀγῶνες τῶν Ληναίων, πρὶν τὸ θέατρον οἰκοδομηθῆναι», Ἡσύχιος), καὶ ἑώρταζον τὴν διονυσιακὴ λιτανεία μὲ χορούς, ἄσματα καὶ ἀστεϊσμοὺς ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς κώμης καὶ φυσικὰ ἀγῶνες, συμπόσια χορηγούμενα ἐκ τοῦ δημοσίου ταμείου καὶ ἄφθονον οἶνον.
Ἡ πόλις ἐγέμιζε διθυράμβους πρὸς τιμὴν τοῦ διθυραμβίου ( < δίς + θύρα + βαίνω) Διονύσου, καθὼς ὡς βρέφος ὁ Βάκχος ἔβη δύο «θύρες» γιὰ νὰ γεννηθεῖ, τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός του Σεμέλης καὶ ἔπειτα τὸν μηρὸν τοῦ πατρός του, Διός.
(Σημ. : Ὅταν ἡ Ἥρα ἔμαθε πὼς ἡ Σεμέλη περιμένει τὸ παιδὶ τοῦ Διός, βάλθηκε νὰ τὴν σκοτώσει. Ἐμφανίστηκε λοιπὸν μπροστὰ στὴν Σεμέλη μεταμφιεσμένη σὲ παραμάνα καὶ τῆς εἶπε νὰ ζητήσει άπὸ τὸν Δία νὰ ἐμφανιστεῖ μπροστά της, ὅπως έμφανίζεται στὴν Ἥρα, μὲ τὴν θεϊκή του ὑπόστασιν. Ὅταν ἡ Σεμέλη τὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἀγαπημένον της, αὐτὸς γιὰ νὰ μὴ τῆς χαλάσει χατίρι, τὸ ἔκανε μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ἐκτυφλωτικὸν φῶς του νὰ τὴν σκοτώσει. Ὁ Ζεὺς στεναχωρημένος πρόλαβε νὰ σχίσει τὴν κοιλιὰ τῆς ἐγκύου Σεμέλης καὶ νὰ σώσει τὸ πρόωρον παιδί του, ἐμφυτεύοντάς το στὸν μηρόν του, ἀφ' ὅπου θὰ ἐτρέφετο μὲ τὸ θεϊκόν του αἷμα μέχρι νὰ ὁλοκληρωθοῦν οἱ μῆνες τῆς «κυήσεως»).
Ἀκόμα προσέφεραν θυσίες καὶ τὸν πρῶτον οἶνον στὸν ναὸν τοῦ Ληναίου Διονύσου καὶ ἔψαλλαν τὰ ἐξ ἀμάξης, γιὰ τὰ ὁποῖα ἐνημερωνόμεθα ἀπὸ τὸ λεξικὸν Σουΐδα :
«ἡ λεγομένη ἑορτὴ παρ' Ἀθηναίοις Λήναια, ἐν ᾗ ἠγωνίζοντο οἱ ποιηταὶ συγγράφοντές τινα ᾄσματα τοῦ γελασθῆναι χάριν· ὅπερ Δημοσθένης ἐξ ἁμάξης εἶπεν. ἐφ' ἁμαξῶν γὰρ οἱ ᾄδοντες καθήμενοι ἔλεγόν τε καὶ ᾖδον τὰ ποιήματα. λέγεται καὶ Ληναΐτης χορός, ὁ τῶν Ληναίων».
«Ἀθήνησι γὰρ ἐν τῇ τῶν Χοῶν ἑορτῇ οἱ κωμάζοντες ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν τοὺς ἀπαντῶντας ἔσκωπτόν τε καὶ ἐλοιδόρουν. τὸ δ' αὐτὸ καὶ τοῖς Ληναίοις ὕστερον ἐποίουν. ὅτι ἐπὶ τῆς ἁμάξης ὀχούμεναι αἱ γυναῖκες αἱ τῶν Ἀθηναίων, ἐπὰν εἰς Ἐλευσίνια ἐβάδιζον εἰς τὰ μεγάλα μυστήρια, ἐλοιδόρουν ἀλλήλας ἐν τῇ ὁδῷ· τοῦτο γὰρ ἦν ἔθος αὐταῖς. ὅτι οἱ Ἀλεξανδρεῖς τὸ παλαιὸν καθαρμὸν ἐποιοῦντο ψυχῶν· ἐν γὰρ ταῖς ὡρισμέναις ἡμέραις ἐφ' ἁμαξῶν φερομένους ἀνθρώπους αὐτὸ τοῦτο προστεταγμένους ἐπιπαριέναι τὴν πόλιν ἅπασαν καὶ στάντας ὅπου ἂν ἐθέλωσι, καὶ οἴκῳ παραστάντας ὅπου δὴ βουληθῶσιν, ᾄδειν τῷ ὄντι τὰ ἐξ ἁμάξης, οὐ τὰ ψευδῆ λοιδοροῦντας, ἀλλὰ τἀληθῆ ὀνειδίζοντας. ἐπιμελὲς γὰρ εἶναι σφίσιν ἀκριβῶς ἐξετάζειν τὰ ὀνείδη τῶν πολιτῶν καὶ ταῦτα ἀδεκάστως προφέρειν μετὰ ἀληθείας, ὥστε διὰ τοῦτο πάντας ἀποδιδράσκειν τὴν πονηρίαν».
Ἀπὸ τὸ λεξικὸν Σουΐδα ἀντλεῖ κανεὶς καὶ τὴν πληροφορία πὼς ὅταν ὁ φονεὺς μητρός τε καὶ θείου, Ὀρέστης σκότωσε τὴν Κλυταιμνήστρα καὶ τὸν Αἴγισθον ἔφτασε στὴν Ἀθῆνα γιὰ νὰ δικασθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες μὲ παρόντες θεοὺς καὶ τὴν Ἀθηνᾶ νὰ προεδρεύει. Αὐτὸ συνέβη τὴν ἡμέρα τῶν Ληναίων, ἄρα κατανοεῖ κανεὶς καὶ πόσο ἀρχαία εἶναι ἡ ἑορτὴ αὐτή. Τότε εἶναι ποὺ ἱδρύθηκε τὸ Ἱερὸν τῶν Ἐρινυῶν στὸν Ἄρειον Πάγον, πρὸς ἐξευμενισμὸν τῶν τελευταίων, διότι αὐτὲς εἶχαν θυμώσει τόσον μὲ τὴν Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία μὲ τὴν ψῆφον της ἀθώωσε τὸν Ὀρέστη, ὅσον καὶ μὲ τὴν πόλιν της, τὴν Ἀθῆνα.
Ὑπάρχουν δὲ ἀναφορὲς πὼς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς τῶν Ληναίων μεταμφιέζονταν σὲ Σατύρους, Μαινάδες καὶ ἄλλες σχετικὲς τῆς διονυσιακῆς λατρείας φιγοῦρες, φοροῦντες στεφάνια κισσοῦ, δάφνης, κληματαριᾶς καὶ ἔψαλλον ἰοβάκχους, ἰθύμβους, θριάμβους καὶ διαφόρους ἄλλους ὕμνους πρὸς τιμὴν τοῦ Βάκχου, κρατώντας ἀναμμένους πυρσούς. Ἔθιμα ποὺ παραμένουν -δυστυχῶς ἐνδεδυμένα μὲ τὸν χριστιανικὸν μανδύα- μέχρι σήμερα ζωντανὰ στοὺς Μωμογέρους ( < Μῶμος, υἰὸς τῆς Νυκτός καὶ προσωποποίησις τοῦ σκώμματος, τοῦ μώμου καὶ τῆς εἰρωνείας), ποὺ ἐνδύονται μὲ προβιὲς καὶ χορεύουν ὡς σάτυροι, χτυπώντας τύμπανα καὶ σὲ ἄλλους μεταμφιεσμένους βακχεύοντες κατὰ τὶς πρῶτες μέρες μετὰ τὸ χειμερινὸν ἡλιοστάσιον -βλ. Θεοφάνεια-, στὴν καῦσιν ξύλων (βλ. Χριστόξυλον) καὶ πουρναριῶν κοκ, τόσον ἐντὸς ὅσον καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος.
Ἄς μὴ ξεχνῶμεν ἄλλωστε πὼς ὁ Διόνυσος μὲ τὰ ταξίδια του, ἰδιαιτέρως πρὸς Ἀνατολάς, ἐξεπολίτισε σὲ ἀπωτάτους χρόνους τοὺς ἐκεῖ κατοίκους, ἀφήνοντάς τους παρακαταθήκη ἔθιμα, πολιτισμὸν καὶ συνήθειες ποὺ σήμερα φαντάζουν περιέργως ὅμοιες μὲ τὰ ἑλληνικὰ δρώμενα.
Ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος στὰ «Συμποσιακά, Δ’» περὶ τῶν ἰουδαϊκῶν ἐθίμων :
«Ὑπάρχει καὶ ἡ κραδηφορία (τὸ νὰ κρατᾶ κανεὶς κλαδιὰ συκιᾶς κατὰ τὴν διάρκεια μίας ἑορτῆς), καὶ ἡ θυρσοφορία σὲ αὐτοὺς κατὰ τὴν ὁποίαν κρατοῦν θυρσοὺς (κλαδιὰ περιτυλιγμένα μὲ φύλλα κισσοῦ καὶ ἀμπελιοῦ ποὺ στὴν κορυφήν τους ἔχουν κουκουνάρι, ἔμβλημα τοῦ Διονύσου, ποὺ κρατοῦσαν κατὰ τὶς βακχικὲς τελετές) καὶ μπαίνουν στὸ ἱερόν. Εἰσελθόντες ἐκεῖ, κάνουν διάφορα δρώμενα... ὅμοια μὲ τὶς βακχικὲς τελετὲς. Καὶ χρησιμοποιοῦν σάλπιγγες μικρές, ὅπως οἱ Ἀργεῖοι στὰ Διονύσια, γιὰ νὰ καλέσουν τὸν Θεόν· κι ἄλλοι βγαίνουν παίζοντας κιθάρα, τοὺς ὁποίους αὐτοὶ Λευίτες ὀνομάζουν, εἴτε ἐκ τοῦ -Βάκχου-Λυσίου (προσωνύμιον τοῦ Διονύσου), εἴτε περισσότερον ἀπὸ τὴν ἐπίκλησιν ποὺ κάνουν στὸν -Βάκχον- Εὔιον (ἄλλο προσωνύμιόν του)…Νομίζω πὼς καθόλου δὲν εἶναι ξένη πρὸς τὸν Διόνυσον ἡ ἑορτὴ τοῦ Σαββάτου, γιατὶ ἀκόμα καὶ σήμερα πολλοὶ Σάβους λέγουν τοὺς Βάκχους καὶ αὐτὴν τὴν κραυγὴ βγάζουν ὅταν τελοῦν τὶς ὀργιαστικὲς τελετὲς πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ…καὶ τὸ ὄνομα εἶναι πεποιημένον ἀπὸ τὴν κάποια σόβησιν ( =ταραχὴ), ἡ ὁποία κατέχει τοὺς βακχεύοντες…ὅταν τελοῦν τὰ σάββατα, πίνουν μάλιστα καὶ μεθοῦν παροτρύνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον…ὁ ἀρχιερεὺς φορᾶ μίτρα, νεβρίδα (ἔνδυμα ἀπὸ δέρμα ἐλάφου) ἐπιχρυσωμένη, χιτῶνα μέχρι τὰ πόδια καὶ κοθόρνους καὶ πολλὰ κουδούνια κρέμονται ἀπὸ τὰ ῥοῦχα του, ποὺ κάνουν ὑπόκωφον θόρυβον ὅταν περπατᾶ, ὅπως γίνεται στὶς δικές μας ἑορτές. Ἰσχυρὸν θόρυβον κάνουν στὰ νυκτέλια (νυκτερινὴ ἑορτὴ τοῦ Διονύσου) καὶ ὀνομάζονται χαλκόκροτοι οἱ παραμάνες-τροφοὶ τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ θυρσὸς ποὺ φαίνεται στὰ πλάγια τοῦ ναοῦ καὶ τὰ τύμπανα· γιατὶ αὐτὰ ἀσφαλῶς σὲ κανέναν ἄλλον θεὸν δὲν ταιριάζουν, παρὰ μόνον στὸν Διόνυσον».
Τὸ γνωστὸν «μπάχαλον» < βάκχος· ἤτοι ὁ θόρυβος καὶ ἡ ἀναστάτωσις ποὺ προκαλεῖτο στὶς διονυσιακὲς τελετές*, (βλ. Μωμογέρους, Ραγκουτσάρια-Λουγκατζάρια-Κουδουνοφόρους-Ἀράπηδες, Κουδουνοφόρους στὶς περιοχὲς τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ἰσπανίας, ἰδιαιτέρως κοντὰ στὰ Πυρηναῖα, ἐκεῖ ὅπου ἐτάφη ἡ ἀγαπημένη τοῦ Ἡρακλέους, Πυρήνη καὶ ἀπὸ τότε πρὸς ἀνάμνησίν της ὀνομάζονται Πυρηναῖα ὄρη), ὅπου οἱ ἄνθρωποι χορεύουν ὡς Σάτυροι, φορώντας προβιὲς ζώων καὶ μεταλλικὰ κουδούνια μέχρι σήμερα.
Μάλιστα ὁ ὕμνος πρὸς τὸν Βάκχον, «Ἰὼ Βάκχε...» ἐγέννησε μὲ τὴν βαρβαρομυθία καὶ βαρβαροτροπία τῶν Ἀνατολιτῶν τὸν Γιαχβέ.
Ὁ Πλούταρχος κάνει ἀναφορὰ καὶ στὴν «Σκηνοπηγία» -τὴν ὁποία γράφει πὼς τὴν ἔλεγαν «σκηνή»· τὸ πολὺ μεταγενέστερον ἑβραϊκὸν σουκκότ-, ἡ ὁποία μᾶς ἐνημερώνει πὼς καὶ χρονικῶς ἀλλὰ καὶ τελετουργικῶς θυμίζει ἑορτὴ πρὸς τὸν Διόνυσον, ἀναφέροντας συνάμα καὶ τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν («μυστήρια τοῦ Βάκχου ἑορταζόμενα ἀνὰ τριετία εἰς ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα, καθιερωθέντα εἰς Δελφούς»).
Ἡ Σκηνοπηγία πραγματοποιεῖται στὴν κορύφωσιν τοῦ τρύγου καὶ οἱ πιστοὶ κάνουν νηστεία καὶ παραθέτουν τράπεζες μὲ κάθε εἴδους φροῦτα -καὶ ὄχι κρέας- κάτω ἀπὸ σκηνὲς καὶ καλύβες διαπεπλεγμένες ἀπὸ κλήματα καὶ κισσόν! Λίγες μέρες μετὰ ἔχουν ἄλλη ἑορτή, ποὺ δὲν τὴν ὀνομάζουν γράφει μὲ αἰνίγματα, ἀλλὰ τὴν λένε ξεκάθαρα τοῦ Βάκχου.
Ὁ Διόδωρος στὴν «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», (Δ', 3,2) μᾶς πληροφορεῖ πὼς σὲ ἀνάμνησιν τῆς ἐκστρατείας τοῦ Διονύσου στὴν Ἰνδική, οἱ Θρᾶκες, οἱ Βοιωτοὶ καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες καθιέρωσαν τὶς τριετηρικὲς θυσίες στὸν Διόνυσον καὶ πιστεύουν πὼς τότε ἀκριβῶς ἀποκαλύπτεται ὁ θεὸς στοὺς ἀνθρώπους. Στὴν Νῦσα μεταξὺ Φοινίκης καὶ Νείλου, εἶχε στείλει ὁ Ζεὺς τὸν Διόνυσον ἀφ’ ὅτου πέθανε ἡ μήτηρ του Σεμέλη, ὥστε νὰ τὸν ἀναθρέψουν καὶ νὰ τὸν φροντίσουν μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια οἱ Νύμφες (Ὑάδες). Ὅταν μεγάλωσε δίδαξε στοὺς ἀνθρώπους τὴν καλλιέργεια τοῦ ἀμπελιοῦ σὲ ὅλη τὴν Οἰκουμένη καὶ σὲ ὅσες περιοχὲς δὲν εἶχαν ἀμπέλια δίδαξε τὴν ζυθοποιία. Μετὰ τὸν τρίτον χρόνον τῆς ἐκστρατείας του στὴν Ἴνδία ἐπέστρεψε στὴν Βοιωτία μὲ λάφυρα καὶ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἔκανε θρίαμβον πάνω σὲ ἰνδικὸν ἐλέφαντα.
Ἡ πόλις Νῦσα (μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ ὑπάρχουν πολλὲς πόλεις στὴν Εὐρώπη, τὴν Ἀφρικὴ καὶ τὴν Ἀσία) γράφει ὁ Ἀρριανὸς ( «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις», Ε’,1,6 -2,6) πὼς ὠνομάσθη ἀπὸ τὴν τροφὸν τοῦ Διονύσου ποὺ τὴν ἔλεγαν Νῦσα, ἐξ οὗ καὶ στὴν Νῦσα τῆς Ἰνδίας ὑπάρχει ὄρος ποὺ ὀνομάζεται «Μηρός», ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν μῦθον ὅταν κατεκεραυνώθη ἡ Σεμέλη, ὁ Δίας μετέφερε τὸ ἔμβρυον ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός του στὸν μηρόν του ἕως ὅτου ὁλοκληρωθεῖ ἡ κύησις. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἔφτασε στὴν Νῦσα, στὸν Ἰνδὸν ποταμὸν, ὁ Ἀλέξανδρος ἄφησε ἐλευθέρους καὶ αὐτονόμους τοὺς ἐκεῖ κατοίκους καὶ ἐπεσκέφθη τὸ ὄρος Μηρόν καὶ πῆγε νὰ δεῖ καὶ τὰ ὑπομνήματα τοῦ Διονύσου, ἀλλὰ καὶ οἱ Μακεδόνες του στεφανώνονταν μὲ κισσὸ καὶ δάφνη ποὺ ἐφύετο μόνον σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖον τῆς Ἰνδίας καὶ ἔψαλλαν ὕμνους στὸν Διόνυσον κάνοντας συμπόσια, διότι γνώριζαν ὅτι πατοῦν σὲ ἐδάφη ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ ἐκπολιτίσει κάποτε ὁ Διόνυσος.
«Νυσαῖοι δὲ οὐκ Ἰνδικὸν γένος ἐστίν, ἀλλὰ τῶν ἅμα Διονύσῳ ἐλθόντων ἐς τὴν γῆν τὴν Ἰνδῶν, τυχὸν μὲν Ἑλλήνων, ὅσοι ἀπόμαχοι αὐτῶν ἐγένοντο ἐν τοῖσι πολέμοισιν οὕστινας πρὸς Ἰνδοὺς Διόνυσος ἐπολέμησε, τυχὸν δὲ καὶ τῶν ἐπιχωρίων. τοὺς ἐθέλοντας τοῖσιν Ἕλλησι συνῴκισε, τήν τε χώρην Νυσαίην ὠνόμασεν ἀπὸ τοῦ οὔρεος τῆς Νύσης Διόνυσος, καὶ τὴν πόλιν αὐτὴν Νῦσαν. καὶ τὸ οὖρος τὸ πρὸς τῇ πόλι, ὅτου ἐν τῇσιν ὑπωρείῃσιν ᾤκισται ἡ Νῦσα, Μηρὸς κληίζεται ἐπὶ τῇ συμφορῇ ᾗτινι ἐχρήσατο εὐθὺς γενόμενος», Ἰνδική, 4-6, Ἀρριανός.
Τὰ ἤξεραν καὶ τὰ ἐνεθυμοῦντο καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἐκεῖ κατοικοῦντες, γι' αὐτὸ ὅταν πῆγε ὁ Ἀλέξανδρος στὴν Ἰνδία, ὁ ἄρχων της Νύσης, Ἄκουφις παρακαλεῖ γιὰ χάριν τοῦ Διονύσου τὸν μέγα Ἕλληνα βασιλέα νὰ ἀφήσει ἐλευθέρα καὶ αὐτόνομη τὴν πόλιν του, διότι τὴν ἔχει χτίσει ὁ Διόνυσος πρὶν φύγει γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἑλληνικὴ θάλασσα καὶ πὼς ὁ Βάκχος ἐγκατέστησε ἐκεῖ τοὺς ἀπομάχους στρατιῶτες του πρὸς ἀνάμνησιν τῆς ἐκστρατείας του, («Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις», 1,5, Ἀρριανός).
Ἐπιρρωννύει δὲ καὶ ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἤ ἀρετῆς», Λόγος Α', 10, παραθέτων τὰ λόγια τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου :
«Ἡρακλέα μιμοῦμαι καὶ Περσέα ζηλῶ, καὶ τὰ Διονύσου μετιὼν ( =ἀκολουθών) ἴχνη, θεοῦ γενάρχου καὶ προπάτορος, βούλομαι πάλιν ἐν Ἰνδίᾳ νικῶντας Ἕλληνας ἐγχορεῦσαι ( =νὰ νικήσουν καὶ νὰ χορεύσουν πάλι οἱ Ἕλληνες ἐν Ἰνδίᾳ) καὶ τοὺς ὑπὲρ Καύκασον ὀρείους καὶ ἀγρίους τῶν βακχικῶν κώμων ( =τελετῶν) ἀναμνῆσαι».
«ἐν Σίβῃσιν, Ἰνδικῷ γένεϊ, ὅτι δορὰς ἀμπεχομένους εἶδον τοὺς Σίβας, ἀπὸ τῆς Ἡρακλέος στρατηλασίης ἔφασκον τοὺς ὑπολειφθέντας εἶναι τοὺς Σίβας: καὶ γὰρ καὶ σκυτάλην φορέουσιν οἱ Σίβαι, καὶ τῇσι βουσὶν αὐτῶν ῥόπαλον ἐπικέκαυται, καὶ τοῦτο ἐς μνήμην ἀνέφερον τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέος», Ἰνδική, 12, Ἀρριανός.
Μέχρι σήμερα ὁρισμένα ἔθιμα καὶ τελετὲς τοῦ ἰνδουισμοῦ, ἀκόμα καὶ τὰ ὀνόματα καὶ ἡ ποιότης τῶν θεῶν τους, θυμίζουν ἀρχαία Ἑλλάδα (π.χ. ὁ ἄρχων τοῦ ὕδατος, ὁ ἀνδρεῖος Ἴντρα, ὁ θεὸς Σείριος-Ἥλιος, Σούρια· ἡ πεποίθησις περὶ μετενσαρκώσεως).
Ὑπογραμμίζει δὲ ἡ Τζιροπούλου (Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος) τὰ περὶ ταξιδίου τοὺ Διονύσου πρὸς Ἀνατολὰς καὶ ἐκπολιτισμοῦ τῶν ἐκεῖ λαῶν :
«Ἐν Ἰνδοῖς φανῆναι κισσὸν ἐν τῷ ὄρει... ὅθεν δὴ καὶ τὸν Διόνυσον εἶναι», Θεοφράστου Φυσικὴ Ἱστορία, 4,4,1.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΕΠΙ ΙΝΔΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΑΝ ΛΕΞΕΩΝ ΗΛΑΣΕΝ...
ἡδύς < Fαδύς > svada· ἵμερος > ismah ( =ἔρως)· F-εσθής > vaste ( =ἐνδύω)· ἔρεβος > rάjas ( =σκότος)· F-έτος > vatsat· ἐρετμόν, ἐρέτης > aritrah· ἕρπω, σερπετόν > sarpati· ἄνθος > andhas ( =χόρτον)· δίδωμι > dadami· γνωτός > jnatih ( =συγγενής)· δρύς > dru ( =ξὐλον)· ἐγείρομαι > jarame· νεύω > nava-te· κῶος > kah ( =φωλέα)· μειράκιον > maryakah· μέλας > malinah ( =ῥυπαρός)· μάνδρα > mandura ( =στάβλος)· μέδομαι > medha ( = σοφία)· μάνης > matih».
«...πολλῶν καὶ καλῶν ἔργων εἰσηγητὴν γενόμενον θεὸν νομισθῆναι καὶ τυχεῖν ἀθανάτων τιμῶν. ἱστοροῦσι δ’ αὐτὸν καὶ γυναικῶν πλῆθος μετὰ τοῦ στρατοπέδου περιάγεσθαι, καὶ κατὰ τὰς ἐν τοῖς πολέμοις παρατάξεις τυμπάνοις καὶ κυμβάλοις κεχρῆσθαι, μήπω σάλπιγγος εὑρημένης. βασιλεύσαντα δὲ πάσης τῆς Ἰνδικῆς ἔτη δύο πρὸς τοῖς πεντήκοντα γήρᾳ τελευτῆσαι. διαδεξαμένους δὲ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ τὴν ἡγεμονίαν ἀεὶ τοῖς ἀφ’ ἑαυτῶν ἀπολιπεῖν τὴν ἀρχήν· τὸ δὲ τελευταῖον πολλαῖς γενεαῖς ὕστερον καταλυθείσης τῆς ἡγεμονίας δημοκρατηθῆναι τὰς πόλεις. Περὶ μὲν οὖν τοῦ Διονύσου καὶ τῶν ἀπογόνων αὐτοῦ τοιαῦτα μυθολογοῦσιν οἱ τὴν ὀρεινὴν τῆς Ἰνδικῆς κατοικοῦντες», Ἱστορ. Βιβλιοθ., Β΄, 38, Διόδωρος Σικελιώτης.
...
Βεβαίως ἡ σύγχρονος «ἐπιστήμη» ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴν παγκόσμιον ἱστορία καὶ τὴν γλωσσολογία ἀρνεῖται σθεναρῶς νὰ στηριχτεῖ στὰ ΑΠΤΑ, ΑΛΗΘΗ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΥΠΑΡΚΤΑ καὶ ΛΟΓΙΚΟΤΑΤΑ στοιχεῖα, τὰ ἀρχαῖα συγγράμματα, τὰ μνημεῖα κοκ· ἔτσι τὰ ταξίδια τοῦ Διονύσου καὶ τοῦ Ἡρακλέους πρὸς ἀνατολὰς (γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπερηφανεύονται οἱ Ἰνδοί! βλ. Ἐφημερίδα Καλκούτας «Πούρνιμα Σαμελάν», φύλλον 21, Σεπτέμβριος, 1994, ὅπου ἐδημοσιεύθη ποίημα μὲ τίτλον «Οἱ Ἕλληνες καὶ Ἑμεῖς», στὸν ὁποῖον ἐξυμνεῖται ὁ Ἡρακλῆς) θεωροῦνται εἴτε «ἄγνωστα», εἴτε «φαντασιοκοπίες», μὲ τὶς ὅποιες ὁμοιότητες στὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα, στὴν γλῶσσα κλπ, νὰ θεωροῦνται ἀπορίας ἄξιες, ποὺ πρέπει νὰ στηριχθοῦν σὲ μία -ἀνθελληνικὴ καὶ πλήρως ἀντιεπιστημονική- ὑπόθεσιν περὶ... ἀνυπάρκτων Ἰνδοευρωπαίων!
...
* Ἐκ τοῦ Βάκχου προέρχονται πάμπολλες ἄλλες λέξεις, οἱ ὁποῖες κατὰ τὰ ἄλλα θεωροῦνται δάνειες καὶ ὄχι ἀντιδάνειες ὅπως εἶναι στὴν πραγματικότητα. Ἐνδεικτικῶς :
Μπακάλης, Μπαχάρι, Μπαχτσές < λατ. bacca = δαφνίς, baccalis = καρποφόρος -δάφνη-, βακχούρια ( = τὰ πρῶτα γεννήματα καὶ καρποί, οἱ ἀπαρχές) < Βάκχος.
Ζεϊμπέκικο < Ζεῦ Βάκχε.
Μπακαλορεά, Μπάτσελορ < λατ. baccalis laurus ( =καρποφοροῦσα δάφνη· λαῦρον = λάφνη/ δάφνη, κατὰ Ἡσύχιον) < Βάκχος· διότι ἐστέφοντο οἱ νικητές, οἱ ἔχοντες καταφέρει τὸν ἄθλον τους μὲ στεφάνια δάφνης. Οἱ διπλωματοῦχοι λοιπὸν εἶναι δαφνοστεφανωμένοι (Σημ. μετὰ τὴν ἀπόκτησιν στεφάνου δάφνης... ῥαγιαδιστί bachelor! ἀκολουθεῖ τὸ νὰ γίνουν «μήστορες» τέχνης οἱ διπλωματοῦχοι- «Ζῆν' ὕπατον μήστωρ'», Ἰλιάς, Θ', 22-, ἤτοι νὰ ἀποκτήσουν ...μάστερ. Ἀπὸ τὸν Διόνυσον ἀνεβαίνουν στὸν Δία! ). Τὰ δὲ laud, louer, lode κλπ σημαίνοντα σχετικὰ τοῦ ἐπαίνου, ἐκ τοῦ λαῦρον.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου