Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΚΑΤΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΩΤΕΡΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

Η ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΙΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ ΣΕ ΑΠΛΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΚΑΛΟΠΛΗΡΩΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΚΙΝΑΙΔΩΝ 

Γράφει ὁ Παυσανίας :

«Πολλὰ θὰ μποροῦσε νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀκούσει κάποιος στοὺς Ἕλληνες ἀξιοθαύμαστα : περισσότερον ὅμως ἄξια θαυμασμοῦ ἦταν τὰ δρώμενα στὴν Ἐλευσῖνα -σημ. τὰ ἐλευσίνια μυστήρια- καὶ οἱ ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες, γιατὶ ἔχουν τὴν φροντίδα ἀπὸ τὸν Θεόν», Ἡλειακά,10. 

Πράγματι οἱ ἱδρυτὲς καὶ πρῶτοι συμμετέχοντες εἰς αὐτοὺς ἦταν θεοὶ καὶ ἡμίθεοι. Τὸ ἱερὸν αὐτὸ δρώμενον τῶν Ἑλλήνων ἐθεμελιώθη τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ Ῥέα ἐγέννησε τὸν Δία στὴν Ἴδη καὶ ἔθεσε φρουροὺς τοῦ παιδός της, τοὺς Κουρῆτες, οἱ ὁποῖοι ἀνεδύθησαν ἐκ τῆς γῆς, ὅταν ἡ Ῥέα, λόγῳ τῶν ὠδινῶν τῆς γέννας, ἔσφιξε μὲ τὰ δάκτυλα τῆς χειρός της τὸ χῶμα (ἐξ οὗ καὶ τοὺς ἐκάλουν καὶ Ἰδαίους Δακτύλους καὶ ἦσαν πέντε στὸν ἀριθμόν). Ἦταν ἐπίσης καὶ ἡ ἡμέρα ποὺ ἐγεννήθη καὶ ὁ Πυρρίχιος χορός, καθῶς οἱ Κρῆτες αὐτοὶ φρουροὶ τοῦ Διὸς ἐκάλυπτον τὸ κλάμα τοῦ Κρονίδη, ὥστε νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτὸν ἀπὸ τὸν πατέρα του, Χρόνον/ Κρόνον ποὺ κατέπινε τὰ παιδιά του, κρούοντας τὰ ὅπλα τους καὶ χτυπώντας τὰ πόδια τους στὴν γῆ. 

Ὁ Παυσανίας μᾶς πληροφορεῖ (Ἑλλάδος Περιήγησις, Ἡλειακά, 7) γιὰ τὸ πῶς ἀκριβῶς ἐδημιουργήθη ἡ ἰδέα τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων. Γράφει πὼς ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς ἐκ τῶν πέντε Κουρητῶν (Ἡρακλῆς, Παιωναῖος, Ἐπιμήδης, Ἰασίων, Ἴδας), ὁ Ἡρακλῆς στὸν ἐλεύθερον χρόνον του ἐκτὸς ἄλλων πολυτίμων ἀσχολιῶν μετὰ τῶν ἀδελφῶν του (ὅπως ἦταν ἡ κατασκευὴ οἰκιῶν, ἡ ἐξημέρωσις ἀγρίων ζώων, ἡ κατεργασία μετάλλων, ἡ συλλογὴ μελιοῦ) ἐγυμνάζετο καὶ ἠθλεῖτο, ὥσπου κάποια στιγμὴ πρότεινε στοὺς ἀδελφούς του νὰ τρέξουν γιὰ νὰ δοῦν ποιός θὰ βγεῖ πρῶτος. Ὁ πρῶτος θὰ ἔπαιρνε ἕνα στεφάνι ἀπὸ κότινον, τὸν ὁποῖον εἶχε φέρει ὁ Ἡρακλῆς ἀπὸ τὴν Ὑπερβορέα (βλ. Σουΐδα, λῆμμα «κότινος»)! Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ ὅρισε πὼς αὐτὸς ὁ ἀγὼν θὰ τελεῖται κάθε φορὰ ποὺ ὁλοκληρώνονται 4 χρόνια καὶ ξεκινᾶ τὸ 5ον ἔτος συμβολικῶς, καθῶς ἦταν πέντε καὶ τὰ ἀδέλφια. Ὠνόμασε δὲ τοὺς ἀγῶνες Ὀλύμπια διότι ἱδρύθησαν ὅταν ἐγεννήθη ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Ὀλύμπου, ὁ Ζεύς! 

Ἄλλωστε οἱ ἀγῶνες αὐτοὶ ἐλατρεύοντο καὶ ἀπὸ τοὺς θεοὺς, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τοὺς δικούς τους ἀγῶνες ἀργότερα ἐν Κρήτῃ. Λέγεται πὼς ὁ Ζεὺς ἐνίκησε τὸν πατέρα του, Κρόνον στὴν πάλη· ὁ Ἀπόλλων ἦταν τόσο καλός ποὺ κατάφερε νὰ νικήσει τὸν ἴδιον τὸν Ἄρη στὴν πυγμαχία, ἀλλὰ καὶ τὸν ταχύτατον Ἑρμῆ στὸ τρέξιμον! 

Ἀπὸ ἐκείνη λοιπὸν τὴν ἡμέρα στὴν Κρήτη οἱ ἀγῶνες διεφυλάσσοντο καὶ μετελαμπαδεύοντο ὡς ἕνας ἐκ τῶν ἱερωτέρων θεσμῶν τῶν Ἑλλήνων. Μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος, ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἡρακλέους τοῦ Ἰδαίου, Κλύμενος μετέφερε τοὺς ἀγῶνες ἀπὸ τὴν γενέτειρά τους, Κρήτη στὴν Ὀλυμπία τῆς Πελοποννήσου. 

Καὶ ὕστερα ἀπὸ χρόνια ὁ ἐγγονὸς τοῦ Πελασγοῦ, Ὄξυλος τοὺς ἔδωσε τὸν ἐπίσημον χαρακτῆρα τους. 

Μετὰ τὸν Ὄξυλον οἱ ἀγῶνες σταδιακῶς ξεχάστηκαν μέχρις ὅτου ἐβασίλευσε ὁ Ἴφιτος στὴν Ἡλεία, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ χρησμὸν τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν, τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος ἐζήτει ὥστε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς δυσκολίες ἐπὶ τῆς βασιλείας του (λοιμόν, λιμὸν καὶ πόλεμον), ἀνεβίωσε τὸν ἱερὸν θεσμόν. Ἀπὸ τότε καθιερώθη ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ ἡ ἐκεχειρία ποὺ ὀφείλουν οἱ Ἕλληνες νὰ κάνουν πρὶν τὴν ἔναρξιν τῶν ἀγώνων. 

Τὸ 776 π.κ.ἐ ξεκίνησε καὶ ἡ ἐπίσημη καταγραφὴ τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θεωρεῖται ἐσφαλμένως αὐτὴ ἡ πρόσφατη ἡμερομηνία -σὲ σχέσιν μὲ τὴν μακραίωνη ἱστορία τους-, ἡ χρονιὰ ἱδρύσεως τοῦ ἱεροῦ μας θεσμοῦ... 

Ἀναφορικῶς μὲ τὸ ἰδεῶδες τῶν ἀγώνων, οἱ Ἕλληνες (διότι μόνον σὲ Ἕλληνες καὶ μάλιστα ἀψόγους, ἐπετρέπετο ἡ συμμετοχή στὰ ἱερά, τουτ' ἔστιν ἐπίμεμπτοι ὅπως οἱ κίναιδοι δὲν εἶχαν καμμία θέσιν στοὺς ἀγῶνες) προετοιμάζοντο χρόνια, ὑπομένοντας ἐπίπονες δοκιμασίες, αὐστηρὴ δίαιτα/ ἀναγκοφαγία καὶ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν συνουσία -ἐξ οὗ καὶ «ἀθλητές» < ἐπιτ. ἀ + τλῶ = ἀντέχω-, γιὰ νὰ εἶναι στὴν τελειοτέρα κατάστασίν τους τὸν καιρὸν ποὺ θὰ διεγωνίζοντο γιὰ τὴν τιμή τους καὶ τὸ ἄθλον, τὸ ὁποῖον ἦταν : 

Α) στὰ Νέμεα, ἕνα στεφάνι ἀπὸ σέλινον 

Β) στὰ Ἴσθμια στὴν Κόρινθον (πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδῶνος) ἕνα στεφάνι ἀπὸ πεῦκον (διότι ἡ Κόρινθος τότε εἶχε πολλὰ πεῦκα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πινδάρου ἦταν ἀπὸ σέλινον) 

Γ) στὰ Πύθια στοὺς Δελφοὺς ἦταν μῆλα, ἤτοι πρόβατα, ἀπὸ τὰ ἱερὰ μῆλα τοῦ θεοῦ (ἀργότερα ἔγινε στεφάνι απὸ τὸ ἱερὸν φυτὸν τοῦ θεοῦ, Ἀπόλλωνος, τὴν δάφνην) 

Δ) στὰ Παναθήναια (τὰ ὁποῖα ἐγένοντο πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς) λάδι ἀπὸ τὴν ἱερὰ ἐλαία τῆς θεᾶς, τὴν Μόρια. 

Ε) στὰ Ὀλύμπια ἦταν ἕνας στέφανος ἐκ κοτίνου/ ἀγριελαίας. Ὁ Σουΐδας γράφει ὅτι «οὐ κοτίνῳ, ἀλλὰ καλλιστεφάνῳ οἱ νικῶντες ἐστέφοντο». Ὁ Ἀριστοτέλης γράφει πὼς καλλιστέφανος ἐλέγετο μία ἐλαία ἐν τῷ Πανθείῳ, τοὺς πτόρθους ( =νεαρὰ βλαστάρια) τῆς ὁποίας πῆρε ὁ Ἡρακλῆς καὶ ἐφύτευσεν στὴν ἀρχαία Ὀλυμπίαν.

Σὲ κάθε περίπτωσιν δηλαδή οἱ Ἕλληνες δὲν ἠγωνίζοντο οὔτε γιὰ τὰ χρήματα, οὔτε γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ὁ ἄθλος τους καὶ ὁ ἀγών τους ἐγένετο γιὰ τὰ ἰδανικὰ καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ. Μάλιστα ὁ Σόλων εἰρωνεύεται τὸν Σκύθη Ἀνάχαρσιν ὁ ὁποῖος γελᾶ, ὅταν ἐνημερώνεται πὼς οἱ Ἕλληνες ὑπομένουν τὰ πάνδεινα γιὰ ἕναν ἀγῶνα ποὺ θὰ τοὺς ἐπιφέρει ἕνα στεφάνι, ῥωτώντας τὸν ἄν βλέπει κάτι τὸ μικρὸν καὶ ἀστεῖον σὲ αὐτά. Γιατὶ τὰ ἔπαθλα δὲν εἶναι καθόλου μικρὰ ἀφενὸς καθῶς ὁ ἔπαινος ἀπὸ τοὺς θεατὲς -καὶ τὸ ὅτι ὅλοι θὰ θεωροῦν τὸν νικητὴ ἰσόθεον καὶ θὰ τὸν δείχνουν μὲ τὸ δάχτυλον- εἶναι πολὺ σπουδαῖον πρᾶγμα καὶ ἀφετέρου γιατὶ ἐξασκοῦνται ἀπὸ νέοι στὴν ἀρετὴ καὶ μαθαίνουν νὰ ὑπομένουν τὸν πόνον. Τοῦ λέει μάλιστα νὰ κάτσει νὰ σκεφτεῖ πὼς ἄν ἀγωνίζονται ἔτσι γιὰ ἕνα σέλινον, τί θὰ κάνουν στὸν πόλεμον ὅταν ἀγωνίζονται τέτοιοι ἄνδρες ὑπὲρ πατρίδος, ὑπὲρ τῶν παιδιῶν τους, τῶν γυναικῶν τους καὶ τῶν ἱερῶν τους μὲ τὰ ὅπλα τους, καταλήγοντας στό «ἄπειρος εἶσαι Ἀνάχαρσι ἀπὸ τῶν ἡμετέρων»

Καὶ πράγματι ἐπεβεβαίωσαν πολλάκις τὰ λεγόμενα τοῦ Σόλωνος οἱ Ἕλληνες εἰς τοὺς πολέμους, μὲ τὴν ἀρετὴν ποὺ ἐπέδειξαν. Ἀκόμα καὶ ὁ υἰὸς τοῦ Ἀρταβάνου, ὅταν ἐπληροφορήθη περί τίνος πράγματος καταπονοῦνται ἔτσι στοὺς ἀγῶνες οἱ ἐχθροί του, ἀνεφώνει μὲ τρόμον :

«Οὐαί, Μαρδόνιε, κατὰ ποίων ἀνδρῶν μᾶς ὠδήγησες νὰ δώσουμε μάχη; Κατὰ ἀνδρῶν ποὺ δὲν ἀγωνίζονται γιὰ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ τὴν αρετή!», Ἱστορ., Οὐρανία, 26, Ἡρόδοτος. 

Διότι, «πάντα ταῦτα, ΕΠΙ ΕΚΕΙΝΟΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΠΟΡΙΖΟΜΕΘΑ, ΤΟΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΠΛΟΙΣ», Λουκ., Ἀναχ., 24. 

«Τὸ πυκτεύειν καὶ παλαίειν…ταῦτα μοι πάντα μιμήματα δοκεῖ καὶ γυμνάσια τῶν πολεμικῶν εἶναι», Πλούταρχ., Συμποσ., Α’,Ε,2. 

Ἡ ἐπιστροφὴ δὲ τῶν νικητῶν στὴν πόλιν τους ἐγένετο σὲ κλίμα ὑποδοχῆς ἰσοθέων καὶ ἡρώων· ὁ νικητὴς ἐπέστρεφε πάνω σὲ τέθριππον ἅρμα καὶ γύρω του ἔσπευδαν οἱ συμπολίτες του νὰ τὸν ἐπευφημίσουν, γκρεμίζοντας ἕνα μέρος τοῦ τείχους τῆς πόλεώς τους συμβολικῶς, καθῶς ἐπίστευον πὼς ἐφόσον ἔχουν τέτοιους ἄνδρες-ὀλυμπιονίκες νὰ τὴν ὑπερασπιστοῦν, τὰ τείχη εἶναι περιττά. 

Οἱ διασημότεροι ποιητὲς ἔγραφαν ποιήματα καὶ ὕμνους γιὰ νὰ ἐξυμνήσουν τὸν/τοὺς νικητὲς τῆς πόλεώς τους, τὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων ἐχαράσσοντο συχνὰ καὶ στὸ τοπικὸν νόμισμα.

Βεβαίως ἀργότερα, οἱ Ὀλυμπιονίκες τιμῆς ἕνεκεν ἐδικαιοῦντο ἰσόβια σίτισιν δημοσίᾳ δαπάνῃ, ἀτέλεια/ φοροαπαλλαγή καὶ στὴν Ἀθῆνα λέγεται πὼς ὁ Σόλων εἶχε θεσπίσει καὶ χρηματικὸν ποσὸν γιὰ τοὺς ὀλυμπιονίκες : 

«Ὁ νικητὴς τῶν Ὀλυμπίων λαμβάνει ὡς ἀμοιβὴ 500 δραχμές. Ὁ νικητὴς τῶν Ἰσθμίων 100 δραχμές», ἄρθρ. 479, Νόμοι Σόλωνος. 

Στὴν Σπάρτη ἀπ’ τὴν ἄλλην ὁ ὀλυμπιονίκης ἀποκτοῦσε τὸ δικαίωμα νὰ πολεμᾶ δίπλα στὸν βασιλιά.

Τέλος, οἱ ὀλυμπιονίκες καὶ οἱ οἰκογένειές τους ἐτιμῶντο ἐφ’ὅρου ζωῆς ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ἀνεξαρτήτως τῆς ἰδιαιτέρας πατρίδος τοῦ καθενός. Εἶχαν τιμητικὴ θέσιν σὲ ὅλες τὶς δημόσιες ἐκδηλώσεις καὶ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ τοποθετήσουν ἀνδριάντα τους στὴν ἱερὰν Ἅλτιν στὴν Ὀλυμπία, ἐξασφαλίζοντας συνδυαστικῶς μὲ τὸν ἐπινίκιον ὕμνον τους τὴν ὑστεροφημία τους καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τὴν διατήρησιν τοῦ ὀνόματός τους στὴν αἰωνιότητα. 

... 

Οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες μὲ τὰ χρόνια παρήκμασαν μέχρι ποὺ κατηργήθησαν μία μέρα τοῦ 393-4 μ.κ.ἐ ὡς «εἰδωλολατρικὸν ἔθιμον». Ἦταν ὁ Θεοδόσιος Α’ ὁ Μέγας! (καταστροφεύς), ὁ ὁποῖος ἐκτὸς αὐτοῦ καὶ θέλοντας «ἅπαντα τὰ τῶν Ἑλλήνων ἐς ἔδαφος φέρειν», ἀπηγόρευσε κάθε τὶ ποὺ θύμιζε τὴν κοσμοθεωρία καὶ τὰ ἰδανικὰ τῶν «Ἐθνικῶν». Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ νέα τάξις τοῦ βαρβάρου καὶ ὀθνείου γιὰ τοὺς Ἕλληνες χριστιανισμοῦ, προσπαθοῦσε παντὶ τρόπῳ νὰ ἰσοπεδώσει τὸ ἐπικίνδυνον γιὰ τὰ σχέδιά της μεγαλεῖον τῶν Ἑλλήνων. 

Οἱ ἀγῶνες ἀνεβίωσαν 15 αἰῶνες ἀργότερα, τὸ 1896 στὴν Ἀθῆνα. Ἐμπνευστὴς τῆς ἀναβιώσεως θεωρεῖται ἐσφαλμένως ὁ Γάλλος Πιὲρ ντὲ Κουμπερτέν. Ἐμπνευστὲς τῆς ἰδέας ἦταν οἱ Ἕλληνες Δημήτριος Βικέλας καὶ Κων/νος Ζάππας. 

Μὰ δυστυχῶς σταδιακῶς τό : 

«Τὸν ἀγῶνα τὸν Ὀλυμπιακόν, στεφανίτην τε καὶ ἱερὸν νομισθέντα, μέγιστον τῶν πάντων», Γεωγραφικά, Η', 3,30, Στράβων, 

κατηντήσε σὲ «ἀγῶνα χρηματίτην καὶ θεσμὸν ἀνίερον καὶ ὀλίγιστον, ἀνήμπορον νὰ ἐκφράσει ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστον τὴν αἴγλη τοῦ πάλαι ποτὲ ὁσίου δρωμένου μας. 

Τὸ ὄνομα τῶν ἀγώνων τῶν Ἑλλήνων, τῶν Ὀλυμπιακῶν κατέληξε νὰ συνυφανθεῖ στὴν παγκόσμια γνώμη μὲ παγκόσμια καὶ πολυφυλετικὰ παιχνίδια... καὶ μάλιστα παιχνίδια βαρβαροπρεπῆ, διότι σὲ τίποτα δὲν σύνῃδε πλέον ὁ θεσμὸς μὲ τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ τὰ ἰδανικὰ τῶν προγόνων μας. 

Πέραν ἀπὸ τὸ γεμάτον αἰσχύνη, ἀναξιοπρέπεια καὶ ἀνθάμιλλα κομμάτι τοῦ σκοποῦ καὶ τῆς τεχνητῆς προσπαθείας/ ἐπιδόσεων καὶ προετοιμασίας γι' αὐτὰ τὰ σύγχρονα παιχνίδια, τοὺς κατ' εὐφημισμὸν Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, πέραν ἀπὸ τὰ αἰσχρὰ μηνύματα ποὺ σπιλώνουν κάθε φορὰ τὶς τελετὲς ἐνάρξεως καὶ λήξης, καὶ πέραν καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι κατηργήθη πρὸ πολλοῦ κάθε ἀπαιτουμένη προϋπόθεσις συμμετοχῆς σὲ αὐτά, ἡ πολιτικὴ στρεβλότης κατήντησε μὲ τὸ καιρόν ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ γελοῖα καὶ ἀνίερα παιχνίδια σὲ ἕνα ἀλλόκοτον πανηγύρι ποὺ διαφημίζει καὶ ὑπερηφάνως τὴν ματαία (διότι εἶναι καταδικασμένη ἐξ ὁρισμοῦ ἡ προσπάθεια) καταπολέμησιν καὶ ἀντίκρουσιν τῶν νόμων τῆς φύσεως. 

Ἔτσι ἔπειτα ἀπὸ τὶς γελοίες ἀναμετρήσεις μεταξὺ νέγρων -ἀσχέτως ἄν αὐτοὶ βαστοῦν μιὰ σημαῖα χῶρας λευκῶν καὶ παριστάνουν τοὺς γηγενεῖς της-, ἤτοι προγραμματισμένων φύσει νὰ εἶναι ταχύτεροι ἀπὸ τὸν μέσον λευκὸν ἄνθρωπον, διότι στὴν πανίδα τῆς περιοχῆς ποὺ τοὺς ὥρισε ἡ φύσις οἱ νέγροι ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν ταχύτατα ζῶα καὶ ὑψηλότερες θερμοκρασίες (ἐξ οὗ καὶ εἶναι σιμοί, μὲ δυνατότερα ὀστᾶ καὶ φέρουν μάλλινη θερμομόνωσιν ἐπὶ τοῦ κρανίου) νὰ ἀναμετρῶνται «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» μὲ ἀλλοφύλους, ἐξοπλισμένους γιὰ τὶς ἀνάλογες συνθῆκες τῆς φυσικῆς τους γενέτειρας· 

ἤ Αἰθιόπων ποὺ γιὰ δύο σταγόνες νεροῦ διανύουν μὲ τὰ πόδια δεκάδες χιλιόμετρα σὲ δύσβατον ἔδαφος καθημερινῶς ἀπὸ μωρά, μὲ συγκεκριμένα φύσει παρεχόμενα χαρακτηριστικὰ δι' αὐτὸν τὸν σκοπόν, οἱ ὁποῖοι χάριν στὰ πλεονεκτήματα ποὺ τοὺς δίνει τὸ τοπίον τῆς γενέτειράς τους (π.χ. τὸ ὑψηλὸν ὑψόμετρον τῆς πατρίδος τους στὸ ὁποῖον προσαρμόζεται τὸ σῶμα τους ἀναγκαστικῶς, τοὺς καθιστᾶ τρομερῶς ἀνθεκτικωτέρους στὴν ὑποξία καὶ στὴν καταπόνησιν ποὺ λογικῶς προκαλεῖται στοὺς πνεύμονες, μῦς κλπ, κατὰ τὸ τρέξιμον), «ἐκπλήσσουν» τὸ παγκόσμιον κοινὸν μὲ τὶς συνεχεῖς πρωτιές τους στὸν δρόμον δέκα χιλιομέτρων. 

Καὶ πέραν ἀπὸ τὸ «ἀπρόσμενον» νὰ βλέπει κανεὶς Βορείους νὰ κρατοῦν συνεχῶς τὰ πρωτεῖα σὲ ἀθλήματα σχετικὰ τοῦ πάγου, ὅπως παγοδρομία (πατινάζ), κερήτισμα (χόκεϋ) ἐπὶ πάγου κλπ· 

Ἰνδοὺς νὰ μὴ μποροῦν οὔτε κὰν νὰ προαχθοῦν σὲ ἀθλήματα ὅπως κολύμβησιν, καλαθοσφαίρισιν· 

νέγρους νὰ μὴ μποροῦν ἄν ὄχι ποτέ, σχεδὸν ποτέ, νὰ διεκδικήσουν ἔστω καὶ μία συμμετοχὴ σὲ ἀγῶνες ποὺ ἅπτονται πνευματικῆς διεργασίας, ὅπως στὸ σκάκι ἤ στὴν πνευματικὴ Ὀλυμπιάδα (προφανῶς στὸ μυαλὸν τῶν ἀνιστορήτων ἐθνοκτόνων ἐπηλυδολάγνων ποὺ ὑπερασπίζονται πὼς ὅλα ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ καὶ τὴν μαύρη φυλή, εἶναι τυχαῖον γεγονὸς πὼς ἡ φιλοσοφία γεννήθηκε ἀφ' ὅτου «ἄσπρισαν» πρῶτα οἱ ἄνθρωποι, σύμφωνα πάντα μὲ τὶς ἀλλοπρόσαλλες καὶ ἀβάσιμες ἱστορικῶς θεωρίες τους) κ.ἄ παρόμοια... 

Κατάφερε ἡ πανήγυρις αὐτὴ νὰ ἀπαξιώσει, νὰ ἀτιμάσει καὶ νὰ ὀνειδίσει καὶ ἄλλο τὸν ὀλυμπιακὸν τεθμόν μας. Καὶ κατήντησε αὐτὴ ἡ ἀθλητικὴ ντροπὴ νὰ παρουσιάζει ἄνδρες μὲ ἤ χωρὶς κομμένα γεννητικὰ ὄργανα, ἐπειδὴ «αἰσθάνονται γυναῖκες»! νὰ ἀγωνίζονται «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» μὲ γυναῖκες καὶ τοὔμπαλιν. 

Οἱ τσιρίδες λίγων κιναίδων ὑποβασταζόμενες ἀπὸ τὶς ἐκμαυλιστικὲς ἀτζέντες καταστροφῆς κάθε τινὸς φυσικοῦ, ἐνετάθησαν καὶ ἐξέπεσαν οἱ «ἀγῶνες» ἀκόμα πιὸ χαμηλά. Τὸ φίλαθλον κοινὸν κατέστη φιλοθεάμον ἀνοσίων καὶ ἀτίμων θεαμάτων μίας κοινωνίας σὲ ἀποσύνθεσιν καὶ πλέον καὶ ἀπαθές, νὰ ἀνέχεται τὸ νεοταξικὸν ἕμεσμα ἄνευ καμμίας, ἔστω γιὰ τὰ προσχήματα, ἀντιρρήσεως. Πλέον τὸ θέαμα εὐνούχων σὲ ὁρμονοθεραπεία νὰ ξαπλώνουν στὴν πάλη μὲ μία κίνησιν τὶς γυναῖκες συναθλήτριές τους, μυώδεις ἄνδρες αὐτοπροσδιοριζόμενοι ὡς γυναῖκες μὲ περίσσια τεστοστερόνη νὰ ἀφήνουν δεκάδες μέτρα πίσω στὸν στίβον, στὴν κολύμβησιν κλπ τὶς συναγωνίστριές τους καὶ νὰ κατακτοῦν «ἀξιοκρατικῶς» τὸ πρῶτον μετάλλιον στοὺς «ἀγῶνες» γυναικῶν, θεωρεῖται ὄχι μόνον λογικὸν καὶ φυσιολογικόν, ἀλλὰ καὶ ἀπαιτούμενον σὲ μία «ἐξελισσομένη κοινωνία», «ἐν ἔτει 2024» ποὺ ψάλλουν μέρα-νύχτα καὶ τὰ ἐγκάθετα φερέφωνα καὶ ὀσφυοκάμπτες τοῦ χιλιάρικου... 

Καὶ τὸ καρναβάλι αὐτὸ ἀφ' ὅτι φαίνεται δὲν σταματᾶ στὸν πάτον ποὺ ἔχει ἤδη πιάσει, ἀλλὰ θέλγεται ἀπὸ τὸ νὰ τὸν ξύνει κιόλας γιὰ νὰ πάει ἀκόμη χαμηλότερα -διόλου περίεργον βεβαίως κίναιδοι νὰ θέλγονται ἀπὸ τὸν πάτον-, μὲ τὴν καθιέρωσιν τῶν λεγομένων «παιχνιδίων κιναίδων», ἀγγλιστὶ «gay games», τοὺς ὁποίους διαφημίζουν ὡς τοὺς «ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες» γιὰ ἐκφύλους. Τί ὕβρις! Τί προσβολή! Ὀποῖος ἐξευτελισμός! 

Ἀπὸ τοὺς Κουρῆτες ποὺ τράνταζαν τὴν γῆν μὲ τὰ βήματά τους, τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς μεγάλους μας διαχρονικοὺς ἀθλητές, ὅπως τὸν εἰκονιζόμενον Διαγόρα τὸν Εὐθύμαχον (διότι δὲν ἔσκυβε ποτέ πρὸς τὰ πλάγια γιὰ νὰ ἀποφύγει τὰ χτυπήματα), τὸν ἀήττητον καὶ γιγαντόσωμον Ὀλυμπιονίκη, Νεμεονίκη, Πυθιονίκη, Ἰσθμιονίκη μὲ τοὺς ἀνικήτους ἀπογόνους του, καὶ ὅλους τοὺς ἥρωες-ἀθλητές μας ποὺ ἠγωνίζοντο γιὰ ὅσα συμβολίζει ἕνα στεφάνι ἀγριελαίας γιὰ τοὺς Ἕλληνες, ξεπέσαμε σὲ καρναβάλια παντοειδῆ, τὰ ὁποῖα προσβάλλουν μὲ τὸν χειρότερον τρόπον τὰ ὅσια καὶ ἱερά μας. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (