«ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΑΓΛΩΣΣΟΣ», γράφει ὁ Σοφοκλῆς (Τραχίνιαι, 1060) καὶ διόλου ἄδικον δὲν ἔχει.
Ἄπαντες οἱ Ἕλληνες θὰ ἔπρεπε μέρα-νύχτα νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Δημιουργὸν ποὺ μᾶς ὥρισε σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ νὰ γεννηθοῦμε στὸν ὀσιώτατον τόπον τοῦ πλανήτου, καὶ νὰ προγραμματιστεῖ ὁ ἐγκέφαλός μας μὲ μητρικὴ τὰ ἑλληνικά· ποὺ μᾶς ἐδόθη τὸ δῶρον νὰ φθεγγόμαστε ἑλληνικῶς· ποὺ μᾶς ἐξώπλισε μὲ τέτοιον κώδικα ἐπικοινωνίας καὶ διανοήσεως.
Τί τύχη!
Τί δῶρον!
Τί καλὸν πρέπει νὰ ἔχει καταφέρει κανεὶς γιὰ νὰ ἀνταμειφθεῖ ἔτσι στὸν βίον του;
Νὰ φθέγγεται καὶ νὰ διανοεῖται μὲ θεϊκὴ γλῶσσα;
Καὶ τί ὀξύμωρον νὰ καταντήσει νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀξία τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀθηνᾶς στὸ εἶναι του;
Ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀναφορὰ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ ψευτοεπέτειος «παγκοσμίου ἡμέρας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης».
Καὶ τὰ ὀξύμωρα τῆς «ἐπετείου» αὐτῆς πολλά.
Τὰ παράταιρα τῆς τάχα τιμητικῆς τῆς γλώσσης μας ἑορτῆς αὐτῆς, μὲ τοὺς πολιορκητικοὺς κριοὺς τοῦ ἀνθελληνικοῦ συστήματος, καὶ κύριον κριὸν τὸ ἐκπαιδευτικὸν καὶ τοὺς ἐνθέρμους ὑποστηρικτές του, νὰ συνεχίζουν ἀκάθεκτοι νὰ ἀποψιλώνουν διαχρονικῶς καὶ σταθερῶς τοὺς νοῦς ἀπὸ τὸν πνευματικὸν πλοῦτον ποὺ ἡ ἑλληνικὴ αὐδὴ μπορεῖ νὰ χαρίσει, ἀκόμη περισσότερα.
Ὁ λόγος δὲ τῆς καθιερώσεως τῆς ἡμέρας αὐτῆς ὡς ἡμέρας «τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης» ἀκόμη πιὸ διφορούμενος.
Δὲν θὰ σταθῶ σὲ αὐτά, ὅμως μὲ ἀφορμὴ τὸ ὀξύμωρον τῆς ὅλης καταστάσεως, ἀπεφάσισα νὰ τιμήσω τὴν γλῶσσαν μας αὐτὴν τὴν ἡμέρα, μὲ τρόπον ὀξύμωρον· δηλαδὴ μὲ στίχους ὑψηλῶν ἰδανικῶν καὶ μεγάλου βεληνεκοῦς, ἀνθρώπων ὅμως μὲ τοὺς ὁποίους διαφωνῶ καθέτως καὶ ὀριζοντίως σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ἰδεολογίας τους καὶ τῶν πράξεών τους :
«Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.
Το σπίτι φτωχικὸν στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου...μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου», Ἄξιον Ἐστί, Ὀδυσσεὺς Ἐλύτης.
«Καὶ οἱ λέξεις φλέβες εἶναι, μέσα τους αἷμα τρέχει...», Τὰ ἐρωτικά, Γ. Ῥίτσος.
Τὰ χωρία ἀπὸ τὰ ἔργα τους ἐκφράζουν βαθυτάτως τὴν πραγματικότητα τῆς σημερινῆς κατάντιας τῶν Ἑλλήνων ἐκείνων ποὺ δυστυχῶς δὲν ἐννοοῦν μὲ τί ὅπλον ἔχουν προγραμματιστεῖ ἐγκεφαλικῶς, καὶ τί κληρονομιὰ τοὺς ὥρισε ἡ μοῖρα νὰ σηκώνουν στὶς πλάτες τους· τί αἷμα νὰ κυλᾶ στὶς φλέβες τους.
Οἱ στίχοι αὐτοὶ δέ, ἐμφαίνουν στοὺς νοῦν ἔχοντας τὸ ἑλληνικὸν ἰδανικὸν πὼς πρέπει νὰ πεθαίνει κανεὶς γιὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς καὶ πὼς πρέπει νὰ ζεῖ μὲ μονάχη ἔγνοια αὐτό.
Καὶ ἡ προάσπισις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης εἶναι λόγος πολέμου, λόγος μεγάλων ὑσμινῶν καὶ αἱματοχυσίας, λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀξίζει κανεὶς στὸ σημερινὸν δουλικὸν τερατούργημα ποὺ ὀνομάζεται κοινωνία, νὰ ζεῖ πένης, παραπεταμένος, ἀρνούμενος τὴν δουλοφροσύνην τῶν βαρβαριζόντων μορφωμένων καὶ τῶν «οἰημάτων τους».
Οἱ ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου δὲν ἀνταλλάσσονται μὲ κανένα κόστος.
Τὸ «φτωχικὸν σπίτι» θεμελιωμένον ἐπὶ αὐτῶν δὲν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν, καμμίαν ἀνάγκην ὑποχωρήσεως.
Μισὸ χαλικάκι λιγότερον ὅμως ἀπὸ αὐτὲς κληροδοτημένον στοὺς ἑπομένους ἀποτελεῖ μεγάλη ἀπώλεια, ἔνδεια ποὺ δὲν καλύπτεται.
Καὶ μόνον ἡ σκέψις πὼς γι' αὐτὴν τὴν γλῶσσα ἔχει χυθεῖ πολὺ αἷμα, πὼς αὐτὴ ἡ γλῶσσα ἔχει διατρέξει γενιὲς καὶ γενιὲς προγόνων καὶ βάλλεται μὰ καὶ κινδυνεύει ὅσον ποτὲ τελευταίως νὰ ἀποσαθρωθεῖ (διότι νὰ ἐξαφανιστεῖ δὲν γίνεται· θὰ δημιουργηθεῖ πρόβλημα παγκοσμίου μουγγαμάρας, ἀδυναμία ὁρισμοῦ τοῦ σύμπαντος, ἀδυναμία ἐπικοινωνίας καὶ ἐκφράσεως σὲ παγκόσμιον ἐπίπεδον), ἀξίζει κανεὶς νὰ μάχεται μέχρις ἐσχάτων.
...
*Στὴν εἰκόνα ὁ εὐεργέτης τῶν Ἑλλήνων θεός, ὁ προστάτης τοῦ λόγου, τοῦ εἱρμοῦ, τῆς ἑρμηνείας, Ἑρμῆς, ὁ υἰὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μαίας, ποὺ μὲ τὸ τέκνον της- δῶρον στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔμαθε νὰ ἐκμαιεύουν τὰ τῆς ψυχῆς βουλεύματα.
Ἄπαντες οἱ Ἕλληνες θὰ ἔπρεπε μέρα-νύχτα νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Δημιουργὸν ποὺ μᾶς ὥρισε σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ νὰ γεννηθοῦμε στὸν ὀσιώτατον τόπον τοῦ πλανήτου, καὶ νὰ προγραμματιστεῖ ὁ ἐγκέφαλός μας μὲ μητρικὴ τὰ ἑλληνικά· ποὺ μᾶς ἐδόθη τὸ δῶρον νὰ φθεγγόμαστε ἑλληνικῶς· ποὺ μᾶς ἐξώπλισε μὲ τέτοιον κώδικα ἐπικοινωνίας καὶ διανοήσεως.
Τί τύχη!
Τί δῶρον!
Τί καλὸν πρέπει νὰ ἔχει καταφέρει κανεὶς γιὰ νὰ ἀνταμειφθεῖ ἔτσι στὸν βίον του;
Νὰ φθέγγεται καὶ νὰ διανοεῖται μὲ θεϊκὴ γλῶσσα;
Καὶ τί ὀξύμωρον νὰ καταντήσει νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀξία τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀθηνᾶς στὸ εἶναι του;
Ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀναφορὰ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ ψευτοεπέτειος «παγκοσμίου ἡμέρας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης».
Καὶ τὰ ὀξύμωρα τῆς «ἐπετείου» αὐτῆς πολλά.
Τὰ παράταιρα τῆς τάχα τιμητικῆς τῆς γλώσσης μας ἑορτῆς αὐτῆς, μὲ τοὺς πολιορκητικοὺς κριοὺς τοῦ ἀνθελληνικοῦ συστήματος, καὶ κύριον κριὸν τὸ ἐκπαιδευτικὸν καὶ τοὺς ἐνθέρμους ὑποστηρικτές του, νὰ συνεχίζουν ἀκάθεκτοι νὰ ἀποψιλώνουν διαχρονικῶς καὶ σταθερῶς τοὺς νοῦς ἀπὸ τὸν πνευματικὸν πλοῦτον ποὺ ἡ ἑλληνικὴ αὐδὴ μπορεῖ νὰ χαρίσει, ἀκόμη περισσότερα.
Ὁ λόγος δὲ τῆς καθιερώσεως τῆς ἡμέρας αὐτῆς ὡς ἡμέρας «τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης» ἀκόμη πιὸ διφορούμενος.
Δὲν θὰ σταθῶ σὲ αὐτά, ὅμως μὲ ἀφορμὴ τὸ ὀξύμωρον τῆς ὅλης καταστάσεως, ἀπεφάσισα νὰ τιμήσω τὴν γλῶσσαν μας αὐτὴν τὴν ἡμέρα, μὲ τρόπον ὀξύμωρον· δηλαδὴ μὲ στίχους ὑψηλῶν ἰδανικῶν καὶ μεγάλου βεληνεκοῦς, ἀνθρώπων ὅμως μὲ τοὺς ὁποίους διαφωνῶ καθέτως καὶ ὀριζοντίως σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ἰδεολογίας τους καὶ τῶν πράξεών τους :
«Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.
Το σπίτι φτωχικὸν στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου...μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου», Ἄξιον Ἐστί, Ὀδυσσεὺς Ἐλύτης.
«Καὶ οἱ λέξεις φλέβες εἶναι, μέσα τους αἷμα τρέχει...», Τὰ ἐρωτικά, Γ. Ῥίτσος.
Τὰ χωρία ἀπὸ τὰ ἔργα τους ἐκφράζουν βαθυτάτως τὴν πραγματικότητα τῆς σημερινῆς κατάντιας τῶν Ἑλλήνων ἐκείνων ποὺ δυστυχῶς δὲν ἐννοοῦν μὲ τί ὅπλον ἔχουν προγραμματιστεῖ ἐγκεφαλικῶς, καὶ τί κληρονομιὰ τοὺς ὥρισε ἡ μοῖρα νὰ σηκώνουν στὶς πλάτες τους· τί αἷμα νὰ κυλᾶ στὶς φλέβες τους.
Οἱ στίχοι αὐτοὶ δέ, ἐμφαίνουν στοὺς νοῦν ἔχοντας τὸ ἑλληνικὸν ἰδανικὸν πὼς πρέπει νὰ πεθαίνει κανεὶς γιὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς καὶ πὼς πρέπει νὰ ζεῖ μὲ μονάχη ἔγνοια αὐτό.
Καὶ ἡ προάσπισις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης εἶναι λόγος πολέμου, λόγος μεγάλων ὑσμινῶν καὶ αἱματοχυσίας, λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀξίζει κανεὶς στὸ σημερινὸν δουλικὸν τερατούργημα ποὺ ὀνομάζεται κοινωνία, νὰ ζεῖ πένης, παραπεταμένος, ἀρνούμενος τὴν δουλοφροσύνην τῶν βαρβαριζόντων μορφωμένων καὶ τῶν «οἰημάτων τους».
Οἱ ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου δὲν ἀνταλλάσσονται μὲ κανένα κόστος.
Τὸ «φτωχικὸν σπίτι» θεμελιωμένον ἐπὶ αὐτῶν δὲν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν, καμμίαν ἀνάγκην ὑποχωρήσεως.
Μισὸ χαλικάκι λιγότερον ὅμως ἀπὸ αὐτὲς κληροδοτημένον στοὺς ἑπομένους ἀποτελεῖ μεγάλη ἀπώλεια, ἔνδεια ποὺ δὲν καλύπτεται.
Καὶ μόνον ἡ σκέψις πὼς γι' αὐτὴν τὴν γλῶσσα ἔχει χυθεῖ πολὺ αἷμα, πὼς αὐτὴ ἡ γλῶσσα ἔχει διατρέξει γενιὲς καὶ γενιὲς προγόνων καὶ βάλλεται μὰ καὶ κινδυνεύει ὅσον ποτὲ τελευταίως νὰ ἀποσαθρωθεῖ (διότι νὰ ἐξαφανιστεῖ δὲν γίνεται· θὰ δημιουργηθεῖ πρόβλημα παγκοσμίου μουγγαμάρας, ἀδυναμία ὁρισμοῦ τοῦ σύμπαντος, ἀδυναμία ἐπικοινωνίας καὶ ἐκφράσεως σὲ παγκόσμιον ἐπίπεδον), ἀξίζει κανεὶς νὰ μάχεται μέχρις ἐσχάτων.
...
*Στὴν εἰκόνα ὁ εὐεργέτης τῶν Ἑλλήνων θεός, ὁ προστάτης τοῦ λόγου, τοῦ εἱρμοῦ, τῆς ἑρμηνείας, Ἑρμῆς, ὁ υἰὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μαίας, ποὺ μὲ τὸ τέκνον της- δῶρον στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔμαθε νὰ ἐκμαιεύουν τὰ τῆς ψυχῆς βουλεύματα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου