Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΡΩΪΚΩΝ ΗΡΩΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΑΡΗΤΑ ΤΟΝ ΦΡΥΓΑ

Ὁ Δάρης ὁ Φρὺξ ἀναφέρεται σὲ ἀρχαῖα συγγράμματα πὼς ἦταν κάποιος Τρὼς ἱερεὺς τοῦ Ἡφαίστου, ὁ ὁποῖος ὡς σύμβουλος τοῦ Ἕκτορος (Βιβλιοθήκη, 190,9, Φώτιος) κατέγραψε ὅλα τα γεγονότα μέχρι τὴν κατάληψιν τῆς Τροίας : 

«Ἦν δέ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης ἀφνειὸς ἀμύμων, ἱρεὺς Ἡφαίστοιο· δύω δέ οἱ υἱέες ἤστην, Φηγεὺς Ἰδαῖός τε μάχης εὖ εἰδότε πάσης», Ἰλιάς, 9-11, Ὅμηρος. 

«Dares Phrygius, qui hanc historiam scripsit, ait se militasse usque dum Troja capta est», Daretis Phrygii de Excidio Trojae historia, Cornelius Nepos Sall. Cr. S. 

«Τὸν Φρύγα δὲ Δάρητα, οὗ Φρυγίαν Ἰλιάδα ἔτι καὶ νῦν ἀποσωζομένην οἶδα, πρὸ Ὁμήρου καὶ τοῦτον γενέσθαι λέγουσι», Ποικίλη Ἱστορία, ΙΑ', 2, Κλ. Αἰλιανός. 

Ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Κλαύδιος Αἰλιανός, ὁ Δάρης ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ Φρυγίαν Ἰλιάδα πρὸ τοῦ Ὁμήρου (διότι οἱ Ἕλληνες ἀποδεδειγμένως ἀπὸ ἀμέτρητες ἀρχαῖες πηγές, ἐπὶ τρωικοῦ πολέμου καὶ χιλιάδες χρόνια π.κ.ἐ εἶχαν ὄχι μόνον γραφή, ἀλλὰ καὶ γραμματική· 

«Διττὴ δέ ἐστιν ἡ γραμματική…Ἡ μὲν γάρ περὶ τοὺς χαρακτῆρας καὶ τὰς τῶν στοιχείων ἐκφωνήσεις καταγίνεται,ἥτις καὶ γραμματικὴ λέγεται παλαιά, ΟΥΣΑ καὶ ΠΡΟ ΤΩΝ ΤΡΩΙΚΩΝ, ἡ δε περὶ τὸν ἑλληνισμόν, ἥτις καὶ νεωτέρα ἐστίν,ἀρξαμένη μεν ἀπὸ Θεαγένους, τελεσθεῖσα δε παρὰ τῶν περιπατητικῶν, παρ' Ἐξιφάνους τε καὶ Ἀριστοτέλους».

Μάλιστα ὁ Δίκτυς ὁ Κρητικὸς, ἐπίσης συμμετέχων στὰ τρωικὰ ὡς γραμματεὺς τοῦ Ἰδομενέως ἔγραψε καὶ ἐφημερίδα τοῦ τρωικοῦ πολέμου χρησιμοποιώντας πλάκες ἀπὸ φλαμουριά -TLG, 1a, 49/ Ἐφημερὶς τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, 1-!
Τὸ κείμενον τοῦ Δίκτυος μετεφράσθη στὰ λατινικὰ μὲ ἐντολὴν τοῦ Νέρωνος, ἀπὸ κάποιον ὀνόματι Σεπτίμιον. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν μετάφρασιν φαίνεται πὼς ἤντλησαν τὶς πληροφορίες τους οἱ βυζαντινοὶ ἱστορικοὶ καὶ χρονογράφοι, εἷς ἐκ τῶν ὁποίων προφανῶς καὶ ὁ Ἰωάννης Μαλάλας, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀναφέρει καὶ πληροφορίες, οἱ ὁποῖες ἄν ὄντως ἀνεφέροντο στὸ κείμενον τοῦ Δίκτυος, τότε σημαίνει πὼς τὸ σημερινὸν διασωθὲν κείμενον τῆς «Ἐφημερίδος τοῦ τρωικοῦ πολέμου» δὲν εἶναι πλῆρες -πολὺ πιθανὴ φαίνεται καὶ ἡ ἐκδοχὴ στὴν περιγραφὴ τῶν προσώπων ὁ Μαλάλας νὰ ἔχει συνδυάσει πληροφορίες ἀπὸ διάφορα ἀρχαῖα καὶ σύγχρονά του συγγράμματα, ἄγνωστον ποιά ἀκριβῶς. Σὲ κάθε περίπτωσιν τὸ παραμύθι τῆς Βίβλου καὶ ἡ «ἑβραϊκὴ κοσμογονία» ἔχει καθιερωθεῖ πλέον στὴν ἐποχή του καὶ δυστυχῶς αὐτὸ εἶναι ἐμφανὲς σὲ διάφορα χωρία τῆς χρονογραφίας του, γεγονὸς τὸ ὁποῖον αἴρει ζητήματα ἀξιοπιστίας τῶν πηγῶν του-.
Βεβαίως δὲν μπορεῖ νὰ ἐξακριβωθεῖ ἡ σαφήνεια καὶ ἡ πιστότητα στὸ αὐθεντικὸν ἀντίγραφον τοῦ Σεπτιμίου, οἱ μετέπειτα προσθαφαιρέσεις εἴτε ἐκ τῶν ἰδίων τῶν συγγραφέων, εἴτε ἐκ τῶν μεταφραστῶν τους, ὁπότε μόνον διὰ τῆς συγκρίσεως, παλαιότητος καὶ ἐγκυρότητος τῶν πηγῶν θὰ μποροῦσε νὰ διεξαχθεῖ ἀσφαλέστερον συμπέρασμα). 

Τὴν Φρυγία Ἰλιάδα βρῆκε πολὺ ἀργότερα ὁ Κορνήλιος Νέπως στὴν Ἀθῆνα, γραμμένη ὅπως ὁ ἴδιος γράφει ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἰδίου τοῦ Δάρητος, καὶ τὸ μετέφρασε -ὅπως ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς τοῦ κειμένου διατείνεται- αὐτολεξεὶ στὰ λατινικά : 

«Cum multa Athenis studiosissime agerem, inveni historicam Daretis Phrygii, ipsius manu scriptam, ut titulus indicat, quam de Graecis et Trojanis memoriae mandavit. Quam ego summo amore complexus, continuo transtuli. Cui nihil adjiciendum vel diminuendum reformandi causa putavi, alioquin mea posset videri. Optimum ergo duxi, vere et simpliciter perscripta, si eam ad verbum in Latinitatem transverterem», Daretis Phrygii de Excidio Trojae historia, Cornelius Nepos Sall. Cr. S. 

Δυστυχῶς τὸ αὐθεντικὸν σύγγραμμα ἔχει ἐξαφανισθεῖ καὶ ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὴν «Ἱστορία τῆς Ἁλώσεως τῆς Τροίας» τοῦ Δάρητος, εἶναι αὐτὴ ἡ λατινικὴ μετάφρασις τοῦ Κορνηλίου -κατὰ τὰ γραφόμενα-, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ ἄν ἔχει διασωθεῖ ἀκεραία, παραποιεῖται λίγο-πολὺ μεταφράσεων ἕνεκα. 

Σὲ αὐτὸ τὸ σύγγραμμα ὁ ἀναγνώστης πληροφορεῖται γιὰ τὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία μέχρι τὴν Ἅλωσιν τῆς Τροίας. Μεταξὺ αὐτῶν ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ἁλώσεως τῆς Τροίας» ἀναφέρει πὼς ὁ πόλεμος διήρκησε ἀκριβῶς 10 ἔτη, 8 μῆνες καὶ 12 ἡμέρες καὶ πὼς ἔπεσαν συνολικῶς 1.084.000 ἄνδρες. 

«Pugnatum est annis X. mensibus VIII. diebus XII. ad Trojam ruerunt ex Argivis, sicut acta diurna indicant, quae Dares Phrygius descripsit, DCCCVI. millia hominum ad oppidi proditionem. Ex Trojanis CCLXXVIII. millia hominum», Daretis Phrygii de Excidio Trojae historia, Cornelius Nepos Sall. Cr. S. 

Ἐνδιαφέρον σὲ αὐτὸ τὸ σύγγραμμα ἔχουν καὶ οἱ περιγραφὲς τῶν προσώπων, οἱ ὁποῖες σὲ κάποια σημεῖα δὲν συμπίπτουν ἀπολύτως μὲ τὶς περιγραφὲς ποὺ μᾶς παραδίδονται ἀπὸ τὰ γραπτὰ τοῦ Ὁμήρου, μὰ δυστυχῶς τόσον τὰ διφορούμενα σημεῖα ποὺ διαφοροποιοῦνται ἀνὰ τὶς ἐκδόσεις, ὅσον καὶ οἱ ξενόγλωσσες μεταφράσεις ποὺ ἔχουν γίνει μὲ γνώμονα τὴν λατινικὴ γλῶσσα -ἤτοι οἱ μεταφράσεις τῆς μεταφράσεως- γεννοῦν πολλάκις διχογνωμία ὡς πρὸς τὴν ἀκριβῆ ἀπόδοσιν πολλῶν λέξεων καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀκριβῆ λέξιν ποὺ ἀνεφέρετο στὸ πρωτότυπον πρὶν μεταφρασθεῖ στὰ λατινικά (πρᾶγμα ποὺ συνιστᾶ καὶ τὸν κυριώτερον λόγον νὰ διαβάζει κανεὶς κείμενα ἀπὸ τὸ πρωτότυπον, ὅταν αὐτὸ ὑπάρχει, καὶ ὄχι ἀπὸ σύγχρονες ἀποδόσεις/ μεταφράσεις). 

Γιὰ παράδειγμα ὁ ξανθὸς Μενέλαος τοῦ Ὁμήρου ἀναφέρεται ὡς «rufus» ( = κοκκινοτρίχης, < ἐρυθρός) στὴν «Ἱστορία Ἁλώσεως τῆς Τροίας». Τὸ «os-oris», ἤτοι τὸ στόμα καὶ δευτερευόντως ἡ ὄψις/ τὸ πρόσωπον μεταφράζεται σχεδὸν πάντα ὡς στόμα/ χείλη, γεννώντας τὴν ἀπορία γιατί ἕνας συγγραφεὺς νὰ περιγράφει τὰ χείλη καὶ ὄχι ὁλόκληρον τὸ πρόσωπον ἑνὸς ἥρωος καὶ γιατί νὰ ἐμμένει στὸ ὅτι ἦταν στρογγυλά, μικρά, ὄμορφα, ἑλκυστικά καὶ αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ νὰ μὴν ἀφοροῦν ὁλόκληρον τὸ πρόσωπον τοῦ ἥρωος; Σὲ κάθε περίπτωσιν ἔστω καὶ ἀπὸ πλευρᾶς διασταυρώσεως καὶ συγκρίσεως τῶν πληροφοριῶν ποὺ ἀντλεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία μας, ἀξίζει ἡ μελέτη τοῦ προαναφερθέντος κειμένου. 

... 

Ἀναλυτικώτερα διαβάζουμε στὸ ἐν λόγῳ σύγγραμμα (De excidio Trojae historia, 12-13) : 

«Ὁ Δάρης ὁ Φρύξ, ὁ ὁποῖος ἔγραψε αὐτὴν τὴν ἱστορία, λέγει ὅτι ὑπηρέτησε στὸν στρατὸν -τῆς Τροίας- μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ Τροία ἑάλω καὶ εἶδε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀναφέρει παρακάτω, εἴτε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνακωχῆς, εἴτε ὅταν πῆρε μέρος στὴν μάχη. Ἀπὸ τοὺς Δαρδανίους (Τρῶες) εἶχε ἀκούσει πῶς ἔμοιαζαν καὶ πῶς ἦταν ὁ Κάστωρ ( = λαμπρός, < κέκασμαι) καὶ ὁ Πολυδεύκης ( < πολύ λευκός, διὰ δυνήθους ἐναλλαγῆς λ-δ, ἤ ἐκ τοῦ δευκής = γλυκός). Ἦταν ἴδιοι ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον (δίδυμοι), μὲ ξανθὰ μαλλιά, μεγάλα μάτια, καθαρόν πρόσωπον, καλοφτιαγμένοι/ γεροδεμένοι, μὲ ἀδύνατο κορμί. 

(Τὰ ὀνόματα τῶν Ἑλλήνων ἀντιστοιχοῦσαν εἴτε στὶς ἀρετές, εἴτε στὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν προσώπων ποὺ τὰ ἔφεραν. Ἀπὸ τὴν μελέτη λοιπὸν καὶ τῶν ὀνομάτων τῶν ὁμηρικῶν ἡρώων, μπορεῖ κανεὶς νὰ βγάλει ἀσφαλὴ συμπεράσματα τῶν ἰδιοτήτων τῶν προσώπων ποὺ τὰ ἔφεραν). 

Ἑλένη ( = λαμπάς, φωτεινή, < σέλας) τοὺς ἔμοιαζε, ἦταν ὄμορφη, ἁπλὴ στὴν ψυχή/ ἁπλοϊκή, γοητευτική, εἶχε τὶς καλλίτερες (ὡραιότερες) γάμπες, σημάδι ἀνάμεσα στά δυό της φρύδια καὶ μικρὸν πρόσωπον (πλεῖστοι μεταφράζουν κυριολεκτικῶς ὡς «μικρὸν στόμα» ). 

(Ἀπὸ τὸν Ὅμηρον ἐξάγει κανεὶς τὸ συμπέρασμα πὼς ἡ Ἑλένη ἦταν μία πανέμορφη γυνή, γοητευτική, ἔμοιαζε μὲ θεᾶ, «λευκώλενος», ἄρα ἦταν κάτασπρη, «ηὔκομος». 
Ὁ χρονογράφος τοῦ 5ου-6ου μ.κ.ἐ αἰ. Ἰ. Μαλάλας στὴν «Χρονογραφία» του -5, 105- τὴν χαρακτηρίζει τελεία, μὲ ὡραῖον παράστημα, ὡραῖον στῆθος, λευκὴ σὰν τὸ χιόνι, ἔχουσα ὡραῖα φρύδια, ὄμορφη μύτη, καλλίφωνον, ἀξιοζήλευτη γιὰ τὴν ὀμορφιά της. Ἦταν δὲ κατὰ τὰ γραφόμενά του 26 ἐτῶν). 

Πρίαμος (Ποδάρκης = γρήγορος στὰ πόδια, μετωνομάσθη Πρίαμος = ἀγοραστός, ὅταν ἡ ἀδελφή του, Ἡσιόνη, τὸν ἐξηγόρασε/ ἔδωσε τὴν καλύπτρα της στὸν Ἡρακλῆ ποὺ τὸν εἶχε αἰχμαλωτίσει μετὰ τὴν ἐκδίκησίν του στὸν Λαομέδοντα καὶ στὴν πόλιν του, Τροία), ὁ βασιλεὺς τῶν Τρώων, εἶχε ὄμορφον πρόσωπον, ἦταν μέγας, μὲ εὐχάριστη φωνή καὶ ἀετίσιον σῶμα. 

(Ὁ Ὅμηρος παρουσιάζει τὸν Πρίαμον ὡς ἕναν εὐγενικόν, σοφὸν γέροντα, δαΐφρονα -Ι', 651-, σεβάσμιον βασιλέα, θεοειδῆ -Ω', 217-, μεγαλόκαρδον -Ω', 145-, ἔμπειρον πολεμιστή -Γ', 185-.
Ὁ χρονογράφος τοῦ 5ου-6ου μ.κ.ἐ αἰ. Ἰ. Μαλάλας στὴν «Χρονογραφία» του -5, 105- χαρακτηρίζει τὸν Πρίαμον ψηλόν, μέγαν, ὄμορφον στὸ πρόσωπον, πυρρόχρουν, μὲ ὑπόγλαυκα/ γκριζογάλανα μάτια, μακρόρρινον, σύνοφρυν, εὐόφθαλμον, γκριζομάλλη, μὲ πλούσιον τρίχωμα καὶ συνεσταλμένον. Τὶς πληροφορίες σχετικῶς μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἡρώων ὁ Μαλάλας φαίνεται πὼς τὶς ἔχει ἀντλήσει ἀπὸ τὰ γραπτὰ τοῦ Δίκτυος τοῦ Κρητικοῦ, ὅμως στὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα τοῦ Δίκτυος οἱ πληροφορίες αὐτὲς παραλείπονται). 

Ἕκτωρ ( < ἔχω = κρατῶ, ὁ διάδοχος τοῦ θρόνου) τραύλιζε, ἦταν κάτασπρος, μὲ σγουρὰ μαλλιά, σπινθηροβόλον βλέμμα, εὐλύγιστα/ εὐκίνητα μέλη, πρόσωπον ἀξιοσέβαστον/ εὐγενές, γενειαφόρος, ὄμορφος, πολεμοχαρής, μεγαλόψυχος/ ὑψηλόφρων, ἄξιος καὶ ἱκανὸς νὰ ἀγαπηθεῖ. 

(Ἡ γενναιότητα, ἠ ἀνδρεία, τὸ θάρρος, ἡ τιμή, τὸ μεγαλεῖον καὶ γενικῶς τὸ ἐνάρετον τοῦ χαρακτῆρος τοῦ Ἕκτορος διαφαίνεται πολλὲς φορὲς στὴν Ἰλιάδα, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ συνέσίς του -Γ', 47-. Ὡς πρὸς τὴν ἀριστεία του/ «ἀνδροφόνος» -Α', 242-, ὁ Ὑγίνος -Fabulae, 115- γράφει πὼς ὁ Ἕκτωρ εἶχε σκοτώσει 31 ἄνδρες στὸν πόλεμον.
Ὁ πολὺ μεταγενέστερος Μαλάλας δὲν συμφωνεῖ ἀπολύτως μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ δίδονται στὴν «Ἱστορία τῆς Ἁλώσεως τῆς Τροίας» καὶ παρουσιάζει τὸν Ἕκτορα ὄχι ὁλόλευκον ὡς ἀνεφέρθη ἤ πυρρόχρουν σὰν τὸν πατέρα του, ἀλλὰ πιὸ σκοῦρον σὰν τὴν μητέρα του, Ἑκάβη -σύμφωνα πάλι μὲ τὶς πληροφορίες τοῦ ἰδίου-, ψηλόν, εὔογκον, δυνατόν, μὲ ὡραία μύτην, σγουρομάλλην μὲ μαῦρα μαλλιά, εὐπώγωνα, ψελλόν, εὐγενῆ, φοβερὸν πολεμιστὴν καὶ βαρύφωνον). 

Δηίφοβος ( < δαίω = καίω, τεμαχίζω + φόβος, ὁ ἀτρόμητος) καὶ ὁ Ἕλενος ( = λαμπρός, < σέλας) ἔμοιαζαν μὲ τὸν πατέρα τους (Πρίαμον), ἀλλὰ ἡ φύσις τους ἦταν διαφορετική. Ὁ Δηίφοβος ἦταν ἰσχυρὸς/ σθεναρός/ ὁρμητικός, ὁ Ἕλενος ἐλεήμων, λόγιος, σοφός. 

(Ὁ Ὅμηρος χαρακτηρίζει τὸν Δηίφοβον θεοειδῆ -Μ', 94-, μεγαλόφρονα -Ν', 156-, ἀλαζόνα -Ν', 258- καὶ τὸν ἀδελφόν του, Ἕλενον ἄριστον οἰωνοσκόπον -Ζ', 76-, συνετόν.
Ὁ Μαλάλας -Χρονογρ. 5, 105- παρουσιάζει τὸν μὲν Δηίφοβον ὡς γενναῖον, εὐπώγωνα, μὲ μέτριον ἀνάστημα, εὐόφθαλμον, μὲ μικρὴ μύτη, πλατὺ πρόσωπον καὶ χρῶμα δέρματος σὰν τῆς μητρός του· τὸν δὲ Ἕλενον τὸν περιγράφει ὡς ψηλόν, λευκόν, ἰσχυρόν, εὔθετον, ξανθόν, μὲ οἰνοπαὲς χρῶμα ματιῶν, μακρόρρινον, ὑπόκυρτον, φρόνιμον, πολεμιστήν, ἀρχιγένειον, ἤτοι ἔχοντα ἐλαφριὰ γενειάδα. 

Μὲ ἀφορμὴ τὸν Ἕλενον ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ πληροφορία ποὺ δίδεται ἀπὸ τὸν Διόδωρον Σικελιώτη -ἀποσπάσμ. Ζ', 1, ὁ ὁποῖος γράφει πὼς ὁ Ὀρφεὺς στὰ «Λιθικά» του ἀναφέρει πὼς ὁ ἴδιος ἔζησε λίγο μετὰ τὸν Ἕλενον κι ὁ Ὅμηρος μία γενιὰ μετὰ τὸν Ἕλενον. Ὁ Διονύσιος ὁ Σκυτεὺς -100 π.κ.ἐ- ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὅμηρος ἔζησε τὸν καιρὸν τῶν δύο ἐκστρατειῶν, ἐναντίον τῶν Θηβῶν καὶ τοῦ τρωικοῦ πολέμου. Ἐν ὀλίγοις ἀκόμη ἕνας ἀρχαῖος συγγραφεὺς ἀνάμεσα σὲ ἀμετρήτους τοποθετεῖ τὸν Ὅμηρον πολὺ προγενέστερον τῆς αὐθαιρέτου χρονολογήσεως ποὺ τὸν ἔχουν τοποθετήσει! Μιὰ τέτοια πληροφορία ἐνισχύει βεβαίως καὶ τὶς ἀρχαῖες πηγὲς ποὺ θέλουν τὸν Ὅμηρον τέκνον τοῦ Τηλεμάχου). 

Τρωίλος (ἐπίσης υἰὸς τοῦ Πριάμου καὶ τῆς Ἑκάβης, δισέγγονος τοῦ Ἴλου καὶ τρισέγγονος τοῦ Τρωός, < τρύω =τρυπῶ, οἱ Τρῶες ὑπῆρξαν Πελασγοὶ τειχοποιοί) ἦταν μεγαλόσωμος, ὄμορφος, δυνατὸς γιὰ τὴν ἡλικία του, ἰσχυρὸς καὶ ἐπιθυμοῦσε τὴν ἀρετήν. 

(Σχετικῶς μὲ τὴν ἡλικία του, πέθανε πολὺ νέος μὲ διαταγὴ τοῦ Ἀχιλλέως, καθῶς ὑπῆρχε χρησμὸς πὼς ἡ Τροία δὲν θὰ πέσει ἄν ὁ Τρωίλος ξεπεράσει τὰ 20 ἔτη.
Ὁ Ὅμηρος μᾶς δίνει τὴν πληροφορία ὅτι ἦταν ἱππιοχάρμης, ἤτοι πολεμοῦσε πάνω σὲ ἅρμα.
Ὁ Μαλάλας τὸν χαρακτηρίζει εὔρινον, μέγαν, ἁπλότριχα, μελίχρουν, εὐόφθαλμον, μὲ μαῦρα μαλλιά, δασεῖα γενειάδα, ἰσχυρὸν πολεμιστὴν καὶ καλὸν στὸ τρέξιμον). 

Ἀλέξανδρος ( < ἀλέξω = ἀπομακρύνω + ἀνήρ, τὸ παρατσοῦκλι του ἦταν Πάρις = δειλός, < παρά + ἴς = δύναμις) ἦταν ὁλόλευκος, ψηλός, δυνατός, μὲ ὄμορφα μάτια, μαλλιὰ ἁπαλὰ καὶ ξανθά, ὄμορφον πρόσωπον (πλεῖστοι μεταφράζουν κυριολεκτικῶς «ὄμορφον στόμα» ), εὐχάριστη φωνή· ἦταν ταχύς καὶ τοῦ ἄρεσε ἡ ἐξουσία. 

(Ὁ Ὅμηρος παρουσιάζει τὸν Ἀλέξανδρον περισσότερον ὡς ἕναν ὄμορφον Πάριν, εἰδικῶς στὴν σκηνή ὅπου καλεῖται νὰ μονομαχήσει μὲ τὸν λυσσασμένον γιὰ ἐκδίκησιν Μενέλαον, γιὰ τὴν Ἑλένη -Γ', 30-. Τὸν χαρακτηρίζει θεοειδῆ, δῖον, ἀλλὰ διὰ στόματος Διομήδους καὶ τοξότην λωβητήρ, μὲ ἄλλα λόγια δειλόν -ἐξ οὗ καὶ τὸ πραγματικόν του ὄνομα, Ἀλέξανδρος, ἐτράπη σὲ Πάρις-, διότι οἱ Ἕλληνες προτιμοῦσαν τὴν ἀγχιμαχία, ἤτοι τὴν μάχη σῶμα μὲ σῶμα· παρθενοπίπη, ἤτοι παρθενοθῆρα ποὺ ἔχει τὸν νοῦν του μόνον στὸ πῶς θὰ ξελογιάσει καμμιὰ μικροῦλα· ἄναλκιν, οὐτιδανόν.
Ὁ Μαλάλας τὸν παρουσιάζει ὡς ἔχοντα μαῦρα μαλλιά, λίγα γένεια, ὡραῖον παράστημα, εὐσθενῆν, λευκόν, εὔρινον, εὐόφθαλμον μὲ μαῦρες κόρες -μάτια; -, μακρόψιν, κάτοφρυν, μὲ μέγα στόμα, εὔχαριν, ἐλλόγιμον, εὐκίνητον, εὔστοχον τοξότην, δειλὸν καὶ φιλήδονον. Ἦταν 33 ἐτῶν ὅταν ἔκλεψε τὴν Ἑλένη ἀπὸ τὸ παλάτι τοῦ Μενελάου -Χρονογρ., 5, 93- ). 

Αἰνείας (δισέγγονος Ἴλου καὶ δεύτερος ἐξάδελφος τοῦ Πριάμου καὶ τῶν τέκνων του, < αἰνῶ = ἐπαινῶ, ἐξυμνῶ) ἦταν κοκκινομάλλης (καστανόξανθος; ), στιβαρός, εὔγλωττος, εὐπροσήγορος, νουνεχής, εὐσεβής, ἑλκυστικός, μὲ μάτια μαῦρα καὶ ἱλαρά. 

(Ὁ Ὅμηρος τὸν χαρακτηρίζει -Β', 819- «ἐΰ», καλόν, ὄμορφον, καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εἶναι ἀφοῦ μήτηρ του ἦταν ἡ ἴδια ἡ Ἀφροδίτη, μεγάθυμον -Ε', 534-, μεγαλόκαρδον -Υ', 293-. 
Ὁ πολὺ μεταγενέστερος Μαλάλας ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς ὑπολοίπους συγγραφεῖς καὶ τὸν μέγαν Ὅμηρον, τὸν παρουσιάζει κοντόν, παχῦν, ἄτριχον πάνω ἀπὸ τὸ μέτωπον, ὅμως τὸν χαρακτηρίζει καὶ εὔστηθον, ἰσχυρόν, πλατόψιν, εὔρινον, λευκὸν μὲ ξανθοκόκκινα μαλλιά, ἔχοντα ὡραία γενειάδα, γαλανομάτη, νουνεχῆ, φρόνιμον, εὐσεβῆ). 

Ἀντήνωρ (σύμβουλος τοῦ Πριάμου, < ἀντί + ἀνήρ, ὁ ἐχθρικός) ἦταν ψηλός, εὔχαρις, εὐκίνητος, ἔξυπνος, προσεκτικός. 

(Πράγματι ὁ Ὅμηρος τὸν ἀναφέρει ἐπίσης ὡς «πεπνυμένον», ἤτοι σώφρωνα -Γ', 148/ 203/ Η', 347-, θεϊκόν -Ν', 490-. Ὁ Μαλάλας τὸν περιγράφει ὡς ψηλόν, ἀδύνατον, λευκόχρουν, ξανθόν, μὲ μικρὰ μάτια, ἀγκυλωτὴ μύτη, δόλιον, δειλόν, πολυίστωρα, ἐλλόγιμον, ἔμπιστον).

Ἑκάβη (σύζυγος τοῦ Πριάμου, < ἑκάς =μακριά + βαίνω, μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροίας τὴν ἔσυραν μακριὰ ἀπὸ τὴν Τροία) ἦταν μεγαλόσωμη, μὲ ἀετίσιον σῶμα, ὄμορφη, ἀνδρόφρων, δικαία, εὐσεβής. 

(Ὁ Μαλάλας τὴν περιγράφει ὡς μελίχρουν, εὐόφθαλμον, εὔρινον, τελεία, ὡραία, φιλότιμον, εὐόμιλον, ἥσυχον). 

Ἀνδρομάχη (σύζυγος τοῦ Ἕκτορος, ἀνήρ + μάχη, ὁ Ἕκτωρ στὴν συγκινητικὴ στιγμὴ ἀποχαιρετισμοῦ πρὶν βγεῖ στὴν μάχη γιὰ νὰ πεθάνει, δὲν πείθεται ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Ἀνδρομάχης νὰ προσπαθήσει νὰ σωθεῖ, παρὰ βγαίνει στὴν μάχη λέγοντας πὼς εἶναι καλλίτερον νὰ πολεμήσει καὶ νὰ πεθάνει παρὰ νὰ δεῖ ὅλα ὅσα ἀγάπησε καὶ τὴν ἴδια νὰ πέφτουν στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀγαπημένου της τῆς ἔμελλε νὰ χάσει καὶ τοὺς ὑπολοίπους συζύγους της) εἶχε φωτεινὰ μάτια, ἦταν ὁλόλευκη, ψηλή, ὄμορφη, μετριόφρων, σοφή, ἀγνή, γοητευτική. 

(Ὁ Ὅμηρος τὴν χαρακτηρίζει -Ζ', 371/ 377/ Ω', 723- λευκώλενον, δηλαδὴ ἔχουσα λευκὲς ὠλένες/ βραχίονες. 
Ὁ Μαλάλας τὴν περιγράφει λεπτή, μεσαίου ἀναστήματος, εὔρινον, μὲ ὡραῖον παράστημα, ὄμορφα στήθη, ὄμορφα μάτια καὶ φρύδια, μακριὰ σγουρὰ ξανθὰ μαλλιὰ ῥιγμένα/ χτενισμένα πρὸς τὰ πίσω, μακρὺ πρόσωπον, ὄμορφον λαιμόν, λακκάκια στὰ μάγουλα, ἦταν εὔχαρις καὶ γρήγορη). 

Κασσάνδρα (κόρη τοῦ Πριάμου καὶ τῆς Ἑκάβης, δὲν μπόρεσε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ Αἴαντος τοῦ Ὀϊλείδου, < καίνυμαι = ὑπερτερῶ + ἀνήρ· ἄλλοι ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὸ Ἀλεξάνδρα. Ὁ Ἀπόλλων τῆς δώρισε τὴν τέχνη τῆς μαντικῆς, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἠρνήθη τὸν ἔρωτά του τὴν καταράστηκε νὰ μὴ τὴν πιστεύει κανείς, ὅπως καὶ ἔγινε ὅταν προσπάθησε νὰ προειδοποιήσει τὸν λαόν της γιὰ τὴν καταστροφὴ ποὺ ἔρχεται στὴν πόλιν της) ἦταν μετρίου ἀναστήματος, εἶχε στρογγυλὸν πρόσωπον (πλεῖστοι μεταφράζουν «στρογγυλὰ χείλη/ στόμα» ), ἦταν κοκκινομάλλα (καστανόξανθη; ), μὲ μάτια ποὺ γυάλιζαν. Ἤξερε νὰ προβλέπει τὸ μέλλον. 

(Ὁ Ὅμηρος τὴν παρομοιάζει μὲ χρυσῆ Ἀφροδίτη -Ω', 699-, ἄρα προφανῶς ἦταν ξανθιά. 
Ὁ Μαλάλας τὴν περιγράφει ὡς ἔχουσα ὄχι μέγα ἀνάστημα, στρογγυλοπρόσωπη, λευκή, εὔρινον, εὐόφθαλμον, ὄχι καχεκτική, μὲ μαῦρες κόρες -μάτια; -, ξανθὰ σγουρὰ μαλλιά, ὄμορφον λαιμόν, μέγα στῆθος, μικρὰ πόδια, ἥσυχον, εὐγενική, ἱερατική, μάντιν, ἀσκητική, παρθένον). 

Πολυξένη (ἡ μικροτέρα κόρη τοῦ Πριάμου καὶ τῆς Ἑκάβης καὶ ἡ ἀχίλλειος πτέρνα τοῦ Ἀχιλλέως, < πολύ + ξενία) ἦταν ὁλόλευκη, ψηλή, ὄμορφη μὲ μακρὺ λαιμόν, μὲ ἑλκυστικὰ μάτια, μαλλιὰ ξανθὰ καὶ μακριά, -εἶχε- καλὲς ἀναλογίες, μακριὰ δάχτυλα, ἴσιες γάμπες, τὰ πόδια της ἦταν τὰ καλλίτερα. Τῆς ξεπερνοῦσε ὅλες σὲ ὀμορφιά, -ἦταν- ἁπλὴ στὴν ψυχή, γενναιόδωρη καὶ δαψιλής. 

(Ὁ Μαλάλας τὴν περιγράφει ψηλή, καθάρια, πολὺ λευκή, μεγαλόφθαλμον, ἀλλὰ μὲ μαῦρα μαλλιὰ ῥιγμένα πρὸς τὰ πίσω, ἔχουσα ὄμορφη μύτη καὶ μάγουλα, λεπτοπρόσωπον, μὲ μικρὸν στόμα καὶ ἀνθηρὰ χείλη, μικρὰ πόδια, παρθένον, εὔχαριν καὶ πανέμορφη). 

Ἀγαμέμνων ( < ἄγαν = πάρα πολύ + μίμνω = μένω, δέκα χρόνια ἔμεινε νὰ πολεμᾶ γιὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τροίας) ἦταν λευκός, μεγαλόσωμος, μὲ δυνατὰ μέλη, εὔγλωττος, συνετός, εὐγενὴς καὶ προικισμένος. 

(Ὁ Ὅμηρος -Γ', 165 κ.ἑξ.- τὸν παρουσιάζει πελώριον, μέγαν, ὄμορφον, γεραρόν, κύδιστον, «βασιλέα τ’ ἀγαθὸν κρατερόν τ’ αἰχμητήν», ὅμοιον στὰ μάτια καὶ στὴν κεφαλὴ μὲ τὸν τερπικέραυνον Δία -Β', 478 κ.ἑξ.-, ἔχοντα στέρνον ὡσὰν τοῦ Ποσειδῶνος καὶ νὰ εἶναι πολεμικὸς σὰν τὸν Ἄρη. Ὡς πρὸς τὸν πλοῦτον του ποὺ ἀναφέρεται συχνάκις στὶς διάφορες πηγές, ὁ Ἀγαμέμνων ἦρχε 100 νηῶν στὸν Τρωικὸν πόλεμον, τῶν περισσοτέρων ἐν συγκρίσει μὲ τὸν ἀριθμὸν τῶν πλοίων ποὺ συνεισέφεραν στὸν πόλεμον οἱ ὑπόλοιποι βασιλεῖς). 

Μενέλαος ( < μένω + λαός, ὁμοίως μὲ τὸν ἀδελφόν του πάλευε χρόνια στὴν Τροία γιὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς τιμῆς του) ἦταν μετρίου ἀναστήματος, κοκκινοτρίχης (καστανόξανθος; ), ὄμορφος, εὐπρόσιτος, εὔχαρις. 

(Ὁ Ὅμηρος χαρακτηρίζει τὸν Μενέλαον ξανθόν σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Ἰλιάδος καὶ τῆς Ὀδυσσείας· «ξανθὸς Μενέλαος», Γ', 284/ 434/ Δ', 183/ 210/ Ρ', 6/ 18/ 113/ 124/ 578/ 673/ 684/ Ψ', 293/ 401/ 438/ α', 285/ γ', 168/ 257/ 326/ δ', 30/ 59/ 76/ 147/ 168/ 203/ 265/ 332 κοκ. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἡσίοδος «ξανθὸς Μενέλαος», ἀπόσπ. 51/ 55. Ὁμοίως καὶ ὁ Πίνδαρος «ξανθῷ Μενέλᾳ», Νεμεόν., 29. Ὁ δὲ Τρυφιόδωρος στὸ «Ἰλίου ἅλωσις», 614, τὸν χαρακτηρίζει «εὐχαίτην». Ἅπαντες συγγραφεῖς τὸν παρουσιάζουν λίαν πολεμικόν, ἱκανὸν πολεμιστή, «δουρικλειτόν», «κυδάλιμον», «ἀρηΐφιλον», γενναῖον. Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει -Γ', 210- πὼς ὁ Μενέλαος ὑπερεῖχε μὲ τοὺς εὐρεῖς του ὤμους τοῦ Ὀδυσσέως, μὰ ὁ Ὀδυσσεὺς ἦταν γεραρώτερος). 

Ἀχιλλεὺς ( < ἄχος = θλῖψις + ἴλλω = τριγυρίζω) ἦταν εὐρύστερνος, εὐπρόσωπος, μὲ μέλη δυνατὰ καὶ μεγάλα, καὶ τὸ κεφάλι του ἐκαλύπτετο μὲ κυματιστὰ μαλλιά. Παρ' ὅτι ἦταν πρᾶος ἦταν ὁρμητικώτατος στὴν μάχη. Εἶχε εὐχάριστον πρόσωπον καὶ ἦταν γενναιόδωρος, -εἶχε- μαλλιὰ στὸ χρῶμα τῆς μυρτιᾶς (καστανόξανθα, ἐξ οὗ καὶ ὅταν τὸν μετεμφίεσε καὶ τὸν ἔκρυψε ἡ μήτηρ του στὸ παλάτι τοῦ Λυκομήδους τὸν ὠνόμασε Πύρρα). 

(Ὅ Ὅμηρος παρουσιάζει τὸν Ἀχιλλέα νὰ εἶναι «πελώριος» -Φ', 527-, δῖος -Ζ', 414 κ.ἑξ.-, φαίδιμος -Ι', 434-, ὅμοιος μὲ τοὺς θεούς -Ι', 485 κ.ἑξ.-, δαΐφρων -Λ', 839-. Ἀκόμη, τὸν ὀνομάζει ῥηξήνορα -Π', 146-, ἀρήϊον, Π', 166-, ἀγαυόν -Ρ', 557-, ὑπέρτατον ὅλων τῶν Ἀχαιῶν -Τ', 216-, μεγάθυμον -Υ', 498-.
Τὸν περιγράφει ὡς ἔχοντα ξανθὴ κόμη «ξανθῆς δὲ κόμης ἕλε Πηλεΐωνα», Α', 197/ «δῖος Ἀχιλλεύς· στὰς ἀπάνευθε πυρῆς ξανθὴν ἀπεκείρατο χαίτην», Ψ', 140. Τὸ ἴδιο καὶ αλλοι ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, βλ. Πίνδαρον -Νεμεόν., 44-. Ἐπίσης ἅπαντες οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τὸν παρουσιάζουν ἐκτὸς ἀπὸ δεινὸν πολεμιστὴν καὶ «ὠκύποδα», «ποδάρκην» καὶ κάποιοι ἄλλοι ὅπως ὁ Δίκτυς -1,14- ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὀμορφιά, τὴν πολεμικὴ ἀρετὴ καὶ τὴν ῥώμη του, ἐξάρουν καὶ τὸ παρορμητικὸν τοῦ χαρακτῆρος του. Εἶναι γνωστὸν ἄλλωστε πὼς ὅταν ξεκίνησε ὁ πόλεμος τῆς Τροίας ὁ Ἀχιλλεὺς ἦταν ἔφηβος). 

Πάτροκλος (τὸ κλέος τῆς πατρίδος του) εἶχε ὄμορφον σῶμα, μάτια ζωηρὰ (ἀλλοῦ τὸ vividis, ἀναφέρεται ὡς caesiis, δηλαδὴ πὼς εἶχε μάτια γλαυκά, μπλέ) καὶ μεγάλα. Ἦταν μετριόφρων, ἀξιόπιστος, σοφὸς καὶ γενναιόδωρος. 

(Ὁ Ὅμηρος τὸν ἐμφανίζει ἄλκιμον πολεμιστή, ἱκανὸν ἱππέα, ἰσόθεον -Λ', 644-, διογενῆ -Λ', 623-, μεγαλόκαρδον -Π', 257-, ἄψογον -Ρ', 379-, ἥρωα -Ρ', 706-). 

Αἴας, ὁ υἰὸς τοῦ Ὀϊλέως (ὁ Λοκρός, < ἀΐσσω =ὁρμῶ) ἦταν γεροδεμένος, μὲ δυνατὰ ἄκρα, εἶχε ἀετίσιον σῶμα καὶ ἦταν εὐχάριστος καὶ γενναῖος. 

(Ἀπὸ τὸν Ὅμηρον μαθαίνουμε πὼς ἦταν ταχύς, μικρότερος σὲ διάπλασιν ἀπὸ τὸν Τελαμώνιον, ἀλλὰ ἦταν πρῶτος στὸ νὰ χειρίζεται τὸ ἔγχος του -Β', 527-, ἀρήϊος -γ', 109- καὶ φαίδιμος. 
Ὁ Πίνδαρος στοὺς «Νεμεονίκους» του -7,27- τὸν ὀνομάζει «καρτερόν», ἤτοι κραταιόν. 
Ὁ Μαλάλας τὸν παρουσιάζει ψηλόν, εὐσθενῆ, μελίγχρουν, εὔρινον, μὲ σγουρὰ μαῦρα μαλλιά καὶ πλούσια γενειάδα, μακρὺ πρόσωπον, τολμηρόν, μεγαλόψυχον καὶ γυναικά -καὶ πράγματι αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία του μὲ τὴν Κασσάνδρα, τῆς ὁποίας τὴν ἱκεσία δὲν ἐσεβάσθη ἀπὸ τὸ πάθος του νὰ τὴν κάνει δική του- ).  

Αἴας, ὁ υἰὸς τοῦ Τελαμῶνος ἦταν δυνατός, εἶχε καθαρὰ φωνὴ καὶ σγουρὰ μαῦρα μαλλιά. Ἦταν ἁπλοϊκὸς μὰ μὲ τὸν ἐχθρὸν ἀδυσώπητος. 

(Ὁ Ὅμηρος τὸν χαρακτηρίζει -Γ', 226- μέγαν, ὄμορφον, ἔχοντα εὐρεῖς ὤμους, πελώριον, ἕρκος Ἀχαιῶν, μεγαλόκαρδον -Ρ', 626-, ἄριστον στὸ σῶμα καὶ στὴν ὄψιν -λ', 469-. Ὅσον ἔλειπε ὁ Ἀχιλλεὺς ἀπὸ τὶς μάχες λόγῳ τῆς μήνης του γιὰ τὸν Ἀγαμέμνονα, ὁ Αἴας ἦταν ὁ καλλίτερος πολεμιστὴς τῶν Ἀχαιῶν -Β', 768-. Ἄν καὶ ὁ Ὑγῖνος -Fabulae, 114-5- στὴν κατάταξιν ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀνδρῶν ποὺ σκότωσε κάθε Ἀχαιὸς στὸν τρωικὸν πόλεμον, κατατάσσει τὸν Αἴαντα τὸν Τελαμώνιον 4ον, ἀναφέροντας πὼς σκότωσε 28 ἄνδρες, καὶ προηγοῦνται αὐτοῦ ὁ Τεῦκρος -30 ἄνδρες-, ὁ Πάτροκλος -54 ἄνδρες- καὶ ὁ Ἀχιλλεύς -72 ἄνδρες-.
Ὁ Ἡσίοδος τὸν ἀποκαλεῖ ἄψογον πολεμιστή -ἀποσπ., 55- ). 

Ὀδυσσεὺς ( < ὀδύσσομαι = μισῶ, ὁ Ὀδυσσεὺς εἶχε διαπράξει πλεῖστα ἐγκλήματα πολέμου καὶ ἦταν μισητὸς ἀπὸ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους) ἦταν σκληρός, δολερός, εὔθυμος, μεσαίου ἀναστήματος, εὔγλωττος καὶ σοφός. 

(Ὁ Ὅμηρος πλέκει τὸν παιᾶνα τοῦ Ὀδυσσέως σχεδὸν σὲ κάθε ἀναφορά του τόσον στὴν Ἰλιάδα, ὅσον καὶ στὴν Ὀδύσσεια καὶ διόλου παραδόξως, ἄν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὶς ἀρχαῖες αὐτὲς ἀναφορὲς ποὺ καταγράφουν τὸν Ὅμηρον ὡς ἐγγονὸν τοῦ Ὀδυσσέως ἀπὸ τὸν Τηλέμαχον καὶ τὴν κόρη τοῦ Νέστορος. Ὅμως καὶ ἄλλοι πλεῖστοι ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τονίζουν τὸ πόσον πολυμήχανος ἦταν ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ τὴν πνευματικὴ ἐγρήγορσιν ποὺ τὸν διακατεῖχε. Ὡς πρὸς τὴν ἐμφάνισίν του ὁ Ὅμηρος τὸν περιγράφει -Γ', 191 κ. ἑξ.- εὐρύστερνον, μὲ εὐρεῖς ὤμους, κοντύτερον τοῦ Ἀγαμέμνονος, ἀρχηγικόν, πολύμητιν, μεγαλόφωνον, ἔχοντα γοητευτικὸν λόγον). 

Διομήδης ( < Ζεύς, τοῦ Διός + μῆδος = σκέψις) ἦταν δυνατός, σωματώδης, εἰλικρινής, λιτός, στὸν πόλεμον ὁρμητικώτατος, φωνακλᾶς, ὀξύθυμος, θερμός, ἀνυπόμονος καὶ τολμηρός. 

(Στὴν Ἰλιάδα ὁ Διομήδης παρουσιάζεται λίαν πολεμικὸς καὶ ἔμπειρος στὴν τέχνη τῆς μάχης, ὑπέρθυμος, κρατερός, ἱππόδαμος, θεῖος, ὑπερφίαλος). 

Νέστωρ (βασιλεὺς τῆς Πύλου, πιθανότατα παπποῦς τοῦ Ὁμήρου, ἐξάδελφος τοῦ Ἰάσονος καὶ κηδεστής/ κουνιάδος τῶν Ἀτρείδων, καθῶς εἶχε νυμφευτεῖ τὴν ἀδελφή τους, Ἀναξίβια -Ἐφημ. τρωικοῦ πολέμ., 1,1, Δίκτυς ὁ Κρητικός-, < νοῦς + ἵστωρ = γνώστης), ἦταν μεγαλόσωμος, εὐρύς, εἶχε καμπυλωτὴ καὶ μακριὰ μύτη, ἦταν ὁλόλευκος καὶ σοφὸς σύμβουλος. 

(Τὴν σοφία του καὶ τὴν σύνεσίν του τὴν τονίζουν πολλοὶ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς καὶ σχολιογράφοι, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Ὅμηρος -ὁ ὁποῖος ἴσως ἔχει καὶ ἕναν λόγον παραπάνω ὡς ἐγγονὸς τοῦ Νέστορος-. Μάλιστα ὁ Ὅμηρος τὸν ἀποκαλεῖ πολλάκις «ἡδυεπῆ, λιγῦν ἀγορητήν», μεγάθυμον, μέγα, θεῖον, ἱππότη, ἔνδοξον καὶ μᾶς δίνει νὰ καταλάβουμε πὼς ὁ Νέστωρ ἦταν πολὺ μεγάλος σὲ ἡλικία ὅταν ἐξεστράτευσε στὸν τρωικὸν πόλεμον, καθῶς εἶχαν ἤδη χαθεῖ δύο γενεὲς ἀνθρώπων ἀπὸ ὅταν πρωτανέλαβε βασιλεὺς τῆς Πύλου καὶ τὸν καιρὸν τοῦ πολέμου ἐβασίλευε τὴν τρίτη γενιά -Α', 251- ). 

Πρωτεσίλαος (ὁ πρῶτος Ἀχαιὸς ποὺ σκοτώθηκε στὴν Τροία, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά του· τὸ πραγματικόν του ὄνομα ἦταν Ἰόλαος, < πρῶτος + λαός) ἦταν ὁλόλευκος, εἰλικρινής, γρήγορος, εἶχε αὐτοπεποίθησιν καὶ ἦταν ῥιψοκίνδυνος. 

(Πράγματι καὶ ὁ Ὅμηρος τὸν χαρακτηρίζει «ἀρήιον» καὶ ἐξαίρει τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴν μεγαθυμία του -Β', 698 κ.ἑξ.- ). 

Νεοπτόλεμος ἦταν μεγαλόσωμος, στιβαρός, εὐερέθιστος, τραυλός, μὲ εὔμορφον πρόσωπον, καμπυλωτὴ -μύτη-, στρογγυλὰ μάτια καὶ ἦταν ἀγέρωχος. 

(Ὁ υἰὸς τοῦ Ἀχιλλέως, Νεοπτόλεμος ἐλέγετο καὶ Πύρρος, λόγῳ τοῦ χρώματος τῶν μαλλιῶν του· ὁ κοκκινοτρίχης/ καστανόξανθος ὅπως καὶ ὁ πατήρ του -Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολ., Ε', Ἀθ. Σταγειρίτης-. Νεοπτόλεμος ἐκλήθη διότι βγῆκε νέος στὸν πτόλεμον-πόλεμον : 

«τὰ δὲ Κύπρια ἔπη φησὶν ὑπὸ Λυκομήδους μὲν Πύῤῥον, Νεοπτόλεμον δὲ ὄνομα ὑπὸ Φοίνικος αὐτῷ τεθῆναι, ὅτι Ἀχιλλεὺς ἡλικίᾳ ἔτι νέος πολεμεῖν ἤρξατο», Ἑλλάδ. περιήγ., 10,26,4, Παυσανίας. 

«Ἀχιλλεύς... τῇ Λυκομήδους θυγατρὶ Δηιδαμείᾳ μίγνυται, καὶ γίνεται παῖς Πύρρος αὐτῷ ὁ κληθεὶς Νεοπτόλεμος αὖθις», Βιβλιοθήκη, Γ', 13, Ἀπολλόδωρος. 

Ὁ Ὅμηρος -Τ', 327- τὸν ἀποκαλεῖ «θεοειδῆ». 
Ὁ Μαλάλας τὸν χαρακτηρίζει λεπτόν, λευκόν, ἔχοντα ὡραῖον παράστημα, εὔρινον, πυρρότριχα, σγουρομάλλη, μὲ γκριζογάλανα μεγάλα μάτια, ξανθιὰ φρύδια καὶ ξανθὸν χνούδι, στρογγυλὸν πρόσωπον, ἀνεξέλεγκτον, τολμηρόν, εὐκίνητον, δεινὸν πολεμιστήν). 

Παλαμήδης ( < παλάομαι = ἐκτελῶ μὲ τὰ χέρια, παλάμη = ἐπινόημα + μῆδος, ὁ ἐφευρέτης, πράγματι εἶχε ἐφεύρει πολλὰ χρήσιμα πράγματα μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁρισμένα -ἄν ὄχι ὅλα- γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου) ἦταν λεπτός, ψηλός, σοφός, μεγαλόψυχος, γοητευτικός. 

(Ὁ Δίκτυς ὁ Κρητικὸς τονίζει τὴν ἐξυπνάδα του καὶ τὴν σύνεσίν του -Ἐφημ. τρωικ. πολέμ., 1,6-). 

Ποδαλείριος (υἰὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἰατρός, < ποῦς + λείριον = ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, τριγυρνοῦσε στοὺς ἀγροὺς γιὰ νὰ συλλέξει βότανα πρὸς ἰατρικὴν χρῆσιν) ἦταν στιβαρός, δυνατός, ἀγέρωχος καὶ μελαγχολικός. 

(Ὁ Ὅμηρος χαρακτηρίζει καὶ αὐτὸν ἀλλὰ καὶ τὸν ἀδελφόν του, Μαχάονα ἄγαν θεϊκοὺς ἰατρούς -Β', 732- ). 

Μαχάων (υἰὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἰατρός, < μάχομαι, μάχαιρα, ἱκανὸς χειρουργός) ἦταν μεγαλόσωμος, δυνατός, ἀξιόπιστος, συνετός, ὑπομονετικὸς καὶ ἐλεήμων. 

Μηριόνης (δισέγγονος τοῦ Μίνωος ἀπὸ τὸν Δευκαλίωνα, < μήριον + ὀνίνημι = ὀφελῶ) ἦταν κοκκινοτρίχης (καστανόξανθος; ), μετρίου ἀναστήματος, εὔσωμος, δυνατός, ἐπίμονος, ἀδυσώπητος, ἀνυπόμονος. 

(Ὁ Ὅμηρος -Β', 651- τὸν παρουσιάζει λίαν πολεμικόν, ὅμοιον μὲ τὸν Ἐνυάλιον ἀνδρειφόντην, ἔμπειρον καὶ ἐπιδέξιον στὴν μάχη -Ν', 93-, δαΐφρονα, σοφόν -Ν', 254- ).  

Βρισηΐς (Ἱπποδάμεια, τὸ μαράζι τοῦ Ἀχιλλέως, κόρη τοῦ Βρισέως) ἦταν ὄμορφη, ὄχι ψηλοῦ ἀναστήματος, κάτασπρη, μὲ ξανθὰ μαλλιὰ καὶ ἁπαλά, μὲ ἑνωμένα φρύδια, ἑλκυστικὰ μάτια, ἰσορροπημένον σῶμα. Ἦταν γοητευτική, εὐπρόσιτη, μετριόφρων, ἁπλοϊκή, εὐσεβής». 

(Ἀπὸ τὸν Ὅμηρον τὸ μόνον ποὺ διαφαίνεται γιὰ τὴν Βρισηΐδα εἶναι πὼς ἔμοιαζε σὰν χρυσῆ Ἀφροδίτη -ἄρα προφανῶς ἦταν ἀνοιχτόχρωμη, ξανθιά-, εἶχε ἁπαλὸν λαιμὸν καὶ ὄμορφον πρόσωπον -Τ', 282-, ἦταν καλλιπάρηος -Α', 184/ 323/ 346 κ.ἑξ.-, εὔκομος -Α', 689-. 
Ὁ Μαλάλας τὴν παρουσιάζει ψηλή, λευκή, μὲ ὡραῖον στῆθος καὶ παρουσιαστικόν, σύνοφρυν, εὔρινον, ἔχουσα μεγάλα μάτια, ἔντονα βλέφαρα, σγουρὰ μαλλιά ῥιγμένα πίσω, φιλόγελων, οὖσα 21 ἐτῶν). 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (