Μὲ τὴν μήνην τῆς 10ης Φεβρουαρίου τοῦ παρόντος ἔτους ξεκινᾶ ὁ ὄγδοος μὴν τοῦ ἀττικοῦ ἡμερολογίου, ὁ Ἀνθεστηριών.
«Ἀνθεστηριών, ὄγδοος μήν ἐστι παρ' Ἀθηναίοις, ἱερὸς Διονύσου. κεκλῆσθαι δὲ αὐτὸν οὕτως, διὰ τὸ πλεῖστα τῶν ἐκ γῆς ἀνθεῖν τότε», Λεξικὸν Σουΐδα.
Ἦταν ὁ πρῶτος μὴν τῆς ἀνοίξεως τοῦ κλίματος στὴν Ἀττική, καὶ ὁ μὴν ὅπου οἱ πρῶτοι βολβοὶ τῶν ἀνθέων ἀρχίζουν νὰ ἐμφανίζονται.
Τὸν μῆνα αὐτὸν ἑώρταζον τὰ Ἀνθεστήρια πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου καὶ ὑπεδέχοντο ἔτσι τὴν ἄνοιξιν μὲ τὰ ἄνθη της ποὺ ξεκινοῦν νὰ ἀναθέουν/ ἀνθοῦν μὲ χαρακτηριστικὸν δένδρον τὴν ἀμυγδαλιά, μὰ ἐτίμων καὶ τὸ δῶρον τοῦ Διονύσου στοὺς ἀνθρώπους, τὸν οἶνον.
«Ἀνθεστήρια, τὰ Διονύσια· οὔτω γὰρ Ἀθηναῖοι τὴν ἑορτὴν λέγουσι· καὶ Ἀνθεστηριῶνα τὸν μῆνα καθ' ὅν ταῦτα ἐτελεῖτο· ἐπειδὴ ἡ γῆ τότε ἄρχεται τοῦ ἀνθεῖν», Μέγα Ἐτυμολογικόν.
Σχετικῶς μὲ τὴν μαραμένη ἀμυγδαλιὰ ποὺ ζωντανεύει στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἀνθεστηριῶνος, στολίζοντας τὴν πλάσιν μὲ τὰ ὄμορφα λευκόροδα ἄνθη της, αὐτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἱστορία ἀγάπης τοῦ βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν μετὰ τὰ Τρωικά, Δημοφῶντος καὶ τῆς ὄμορφης Θρᾲσσης Φυλλίδος, ποὺ ἀπὸ τὸν καημόν της ὅταν ἔφυγε γιὰ τὴν ἰδιαιτέρα πατρίδα του ὁ ἀγαπημένος της Θησείδης λέγεται πὼς ἀπηγχονίσθη ἀπὸ μία ἀμυγδαλιά -ἤ πὼς μετεμορφώθη σὲ ἀμυγδαλιά-, διότι νόμιζε πὼς τὴν εἶχε ξεχάσει. Ὅταν τελικῶς κατάφερε νὰ ἐπιστρέψει ὁ Δημοφῶν στὴν καλή του καὶ κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ, ἔτρεξε νὰ ἀγκαλιάσει τὸ «ἄψυχον», μαραμένον δένδρον, τὸ ὁποῖον τότε ἤνθισε ἀπὸ τὴν χαρά του.
Ἡ ὄμορφη Θρᾲσσα πέραν ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς περιοχῆς τῆς Φυλλίδος, τὴν ὁποία διέσπασαν τὸ 2011, συνδέεται καὶ μὲ τὸ προηγούμενον ὄνομα τῆς Ἀμφιπόλεως, τὸ ὁποῖον ἦταν «Ἐννέα Ὁδοί». Κι αὐτὸ διότι ἀπὸ τὴν ἀγωνία της νὰ δεῖ ἄν πλησιάζει τὸ πλοῖον τοῦ καλοῦ της, ἡ Φυλλὶς ἔτρεξε πάνω-κάτω στὴν ἀκτὴ ἐννέα φορές (Fabulae, 59, Ὑγῖνος).
Σχετικῶς μὲ τὶς ἀλλαγὲς στὴν φύσιν παρατηρεῖται σταδιακὴ αὔξησις καὶ ἄνθισις τῶν ἀγαθῶν λόγῳ τῆς ἐνάρξεως θαλπωρῆς καὶ πνοῆς ἡπιωτέρων ἀνέμων, τόσον ἐπὶ τῆς γῆς ὅσον καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης.
«Τῶν ἀνθῶν τὸ μὲν πρῶτον ἐκφαίνεται τὸ λευκόϊον· ὅπου μὲν ὁ ἀὴρ μαλακώτερος, εὐθὺς τοῦ χειμῶνος...ἐνιαχοῦ τοῦ ἦρος ( =ἀνοίξεως)», Περὶ φυτῶν, ΣΤ', 8,1, Θεόφραστος.
«Ὑπαρχομένου δὲ τοῦ ἦρος καὶ τοῦ μὲν ἀέρος φαιδροῦ γενομένον, τῶν δὲ φυτῶν θάλλειν ἀρχομένων καὶ τῶν λειμώνων τὰ σύντροφα κομώντων ( =φυλλομένων), γαληνά τε τὰ τοῦ πελάγους καὶ ὑπεύδια ( = ἥρεμα) αἰσθόμενοι οἱ ἰχθύες, ἀναθέουσι ( = τρέχουν πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης) καὶ πηδῶσι, καὶ πλησίον τῆς γῆς νήχονται ( =κολυμβοῦν), ὥσπερ οὖν ἥκοντες ἐξ ἀποδημίας», Περὶ ζώων ἰδιότητος, Θ', 57, Αἰλιανός.
Ὁ υἰὸς τοῦ Ἀστραίου καὶ τῆς Ἠοῦς (Θεογονία, 378 κ.ἑξ., Ἡσίοδος), ὁ ἄνεμος Ζέφυρος (ὁ προερχόμενος ἐκ τοῦ ζόφου τῆς δύσεως, ὁ δυτικὸς ἄνεμος) πνέοντας αὐτὴν τὴν ἐποχὴ εὐεργετεῖ τὴν βλάστησιν καὶ «ἀναγεννᾶ» τὴν πλάσιν. Διόλου τυχαίως ὁ μῦθος ἀναφέρει πὼς ὁ ξανθομάλλης Ζέφυρος εἶδε ξαφνικὰ μία ἄνοιξιν τὴν ὄμορφη Χλωρίδα νὰ περιπλανιέται στοὺς ἀγροὺς καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε. Τὴν ἐνυμφεύθη καὶ συνηυρέθη μαζί της ἐρωτικῶς κι ἀμέσως ἔθαλλε ἡ φύσις. Τῆς δώρισε μάλιστα καὶ ἕναν κῆπον γεμάτον ἄνθη, τὸν ὁποῖον ἐφρόντιζον οἱ Ὧρες καὶ οἱ Χάριτες καὶ τὴν ἔθεσε βασίλισσα τῆς βλαστήσεως. Μέχρι σήμερα ἡ ὄμορφη Χλωρὶς βασιλεύει μὲ τὴν βοήθεια τοῦ καλοῦ της καὶ τῶν Ὡρῶν στὴν χλωρίδα.
Ὁ Ἀλκαῖος περιγράφει τὸν Ζέφυρον ὡς χρυσοκόμην καὶ σύζυγον τῆς Ἴριδος. Ἀπὸ τὸν Ὅμηρον γνωρίζουμε πὼς ὁ προαναφερθεὶς ἀπόγονος Τιτάνων εἶχε ἀποκτήσει ἀπὸ τὴν Ἅρπυια Ποδάργη τὸν Ξάνθον καὶ τὸν Βαλίον, τοὺς ἀθανάτους ἵππους τοῦ Ἀχιλλέως.
«Ξάνθον καὶ Βαλίον, τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην, τοὺς ἔτεκε Ζεφύρῳ ἀνέμῳ Ἅρπυια Ποδάργη», Ἰλιάς, Π', 149-50.
...
«Ἄγγελε κλυτὰ ( =κλυτή, ἔνδοξη ἄγγελε), ἔαρος ἁδυόδμου ( =ἡδυόσμου, γλυκομυρισμένου) κυανέα χελιδοῖ ( = βαθυγάλαζη χελιδόνα)», Ἀπόσπ. 76, Σιμωνίδης.
Καὶ φυσικῶς πέραν τῆς ἀμυγδαλιᾶς, ἄλλο χαρακτηριστικὸν τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἔαρος εἶναι καὶ τὰ κελαδῶντα «κελ, χελ, χελ», χελιδόνια, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ σοφώτατος Κλεόβουλος ἔγραψε καὶ ἕνα ποιηματάκι, τὸ ὁποῖον ἔψαλλαν τὰ παιδιὰ τῆς Ῥόδου αὐτὴν τὴν περίοδον, κατὰ τὸν χελιδονισμόν- ἔθιμον ὑποδοχῆς τοῦ ἔαρος, κρατώντας στὰ χέρια τους στεφάνια μὲ ἄνθη καὶ ὁμοίωμα χελιδόνος. Γυρνοῦσαν ἔτσι τὰ σπίτια τραγουδώντας καὶ οἱ νοικοκύρηδες τοὺς ἔδιναν μικρὰ φιλοδωρήματα, ὅπως στὰ κάλαντα :
«Ἦλθ᾽, ἦλθε χελιδὼν καλὰς ὧρας ἄγουσα ( =φέρνοντας), καὶ καλοὺς ἐνιαυτούς ( =χρόνους), ἐπὶ γαστέρα λευκά, κἠπὶ ( =κι ἐπί) νῶτα μέλαινα, παλάθαν ( =καλάθαν) σὺ προκύκλει ( =φέρε μπροστά) ἐκ πίονος ( =ἀφθόνου, πλουσίου) οἴκου οἴνου τε δέπαστρον ( =ποτήρι) τυρῶν τε κάνυστρον. καὶ πύρωνα ( =ζεστόν) χελιδὼν καὶ λεκιθίταν ( =ἄρτον, πλακοῦντα) οὐκ ἀπωθεῖται, πότερ᾽ ἀπίωμες ( =ἀπίωμεν, ἀποχωρῶμεν) ἢ λαβώμεθα; εἰ μέν τι ( =κάτι) δώσεις, εἰ δὲ μή, οὐκ ἐάσομες ( = ἐάσομεν, ἀφήσουμε), ἢ τὰν θύραν φέρωμες ( =φέρωμεν, νὰ πάρουμε λάφυρον) ἢ τὸ ὑπέρθυρον ἢ τὰν γυναῖκα τὰν ἔσω καθημέναν ( = ἤ τὸ πράθυρον ἤ τὴν γυναῖκα τὴν καθημένην μέσα, τὴν νοικοκυρά) : μικρὰ ( =μικρή) μὲν ἐστι, ῥᾳδίως νιν οἴσομες ( =εὐκόλως αὐτὴν θὰ τὴν πάρουμε ὡς λάφυρον). ἂν δὴ φέρῃς τι, μέγα δή τι φέροις ( =ἄν πάλι φέρεις κάτι, νά' ναι κάτι μέγα). ἄνοιγ᾽ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι : οὐ γὰρ γέροντές ἐσμεν, ἀλλὰ παιδία», Κλεόβουλος ὁ Ῥόδιος, γραφὲν εἰς τοὺς Δειπνοσοφιστάς, Η', 60, Ἀθήναιος.
Ὁ Ἡσίοδος συνδέει τὴν ἐπιστροφὴ τῶν χελιδονιῶν μὲ τὸ κλάδεμα τῶν πτόρθων ( =νεαρῶν βλασταριῶν) τῆς ἀμπέλου ποὺ πρέπει νὰ πραγματοποιεῖται αὐτὸν τὸν μῆνα :
«Ὀρθογόη Πανδιονὶς ὦρτο χελιδὼν
ἐς φάος ἀνθρώποις, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο·
τὴν φθάμενος οἴνας περιταμνέμεν· ὣς γὰρ ἄμεινον», Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 568, Ἡσίοδος.
Μάλιστα συμβουλεύει τὸν ἀδελφόν του, Πέρσην νὰ κλαδεύει τὰ ἀμπέλια πρὶν σηκωθεῖ στὸ φῶς ἀρχομένης τῆς ἀνοίξεως ἡ χελιδών.
Πράγματι τὸ χειμερινὸν κλάδεμα τῆς ἀμπέλου εἶναι καλλίτερον νὰ γίνεται λίγο πρὶν τὴν ἄνοιξιν καὶ μάλιστα κατὰ τὴν φθίσιν τῆς σελήνης.
Σχετικῶς μὲ τὴν ἑορτὴν τῶν Ἀνθεστηρίων, αὐτὴ ξεκινοῦσε τὴν 11η τοῦ μηνὸς καὶ διήρκει 3 ἡμέρες.
«Ἀνθεστήρια, τὰ Διονύσια», Ἡσύχιος.
Ἦταν ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου μέσῳ τῆς ὁποίας ὑπεδέχοντο τὴν ἄνοιξη μὲ τὰ ἄνθη της, γι' αὐτὸ καὶ συνήθιζον αὐτὲς τὶς ἡμέρες νὰ φτιάχνουν στεφάνια ἀπὸ διάφορα λουλούδια (ἔθιμον ποὺ πέρασε στὸ μαγιάτικον στεφάνι) καὶ νὰ στεφανώνουν μὲ αὐτὰ τὰ παιδιὰ ἄνω τῶν 3 ἐτῶν. Ἦταν ἑορτὴ καὶ τῶν παιδιῶν, καθῶς αὐτὰ εἶναι ἡ «νέα σοδειά» τοῦ οἴκου. Γι' αὐτὸ τοὺς ἔδιναν ὡς δῶρον τὴν 2α ἡμέρα τῶν Ἀνθεστηρίων μικρὰ πήλινα ποτηράκια μὲ ζωγραφισμένες σκηνὲς ἀπὸ τὴν ζωὴ ἑνὸς παιδιοῦ, ὅπως διάφορα παιχνίδια.
«Ἀθήνησιν οἱ παῖδες ἐν μηνὶ ἀνθεστηριῶνι στεφανοῦνται τῶν ἀνθέων τρίτῳ ἀπὸ γενεᾶς ἔτει», Ἡρωικός, 720, Φιλόστρατος.
Τὸ ἔθιμον ἐπίσης τοῦ στεφανιοῦ ἀπὸ ἄνθη θύμιζε καὶ τὴν Περσεφόνη, διότι αὐτὴ μάζευε λουλούδια ὅταν τὴν ἥρπαξε ὁ Πλούτων. Διόλου τυχαίως τὴν ἔφερναν στὴν μνήμην τους καὶ τὴν τιμοῦσαν, καθῶς μὲ τὴν καλοκαιρία-ἄνοιξιν ἡ Περσεφόνη ἀνέβαινε στὸν Πάνω Κόσμον.
Τὰ Ἀνθεστήρια -τὰ ὁποῖα πέρασαν ὡς Ἀπόκρηες στὶς μέρες μας- τὰ γιόρταζαν μὲ τριήμερους διθυράμβους (Τρι-ώδιον).
Τὴν 1η ἡμέρα (11η Ἀνθεστηριῶνος) τῶν Ἀνθεστηρίων, ἐτελοῦσαν τὰ πιθοίγια ( < πίθος/ πιθάρι + (ἀν)οἴγω), ὁπότε ἐδοκίμαζον τὸ νέον κρασί τῆς χρονιᾶς. Ἄνοιγαν τοὺς πηλίνους πίθους μὲ τὸν οἶνον, τὸ ἀνεμείγνυον μὲ ὕδωρ ἐκ τῶν πηγῶν τῶν Νυμφῶν καὶ ἑώρταζον γευόμενοι τὸ δῶρον τοῦ Διονύσου στοὺς ἀνθρώπους, ἀφ' ὅτου βεβαίως εἶχαν προσφέρει μὲ σπονδὲς τὸ πρῶτον δεῖγμα ἀπὸ τὸν οἶνον στὸ ἱερὸν ἐν Λίμναις τοῦ Διονύσου, τὸ ὁποῖον πιθανώτατα ηὑρίσκετο κοντὰ στὴν Ἀκρόπολιν. Ἡ μείξις τοῦ «Διονύσου» μὲ τὶς «Νύμφες» Ὑάδες καὶ Ναϊάδες, τοῦ ὕδατος καὶ τῶν τρεχουμένων νερῶν ἐξηγεῖ καὶ τὸν μῦθον πὼς τὸν Διόνυσον ἀνέθρεψαν Νύμφες.
«Διόπερ ὀνομασθῆναι τὰς πηγὰς Νύμφας καὶ τιθήνας τοῦ Διονύσου, ὅτι τὸν οἶνον αὐξάνει τὸ ὕδωρ κιρνάμενον», Φανόδημος, 325, Ἀθην.
Σὲ ἄλλες τελετὲς ὁ οἶνος ἐκίρνατο μὲ θαλασσινὸν νερὸν, δι' ὁ καὶ ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει στὰ «Αἴτια Φυσικά» (Ι') πὼς ἐβάπτιζον τὸν Διόνυσον στὴν θάλασσα καὶ πὼς ὅσοι ζοῦσαν μακριὰ ἀπὸ θάλασσα ἔβαζαν στὸν οἶνον, γύψον ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον.
Ὅλως τυχαίως ἀργότερα ὁ Διόνυσος μετετράπη σὲ Χριστόν, βαπτιζομένον σὲ ποταμόν καὶ οἱ γύψινες μάσκες τῶν διονυσιακῶν τελετῶν/ θεάτρου μετετράπησαν σὲ μάσκες τῶν Ἀποκρηῶν.
Ὡς πρὸς τὴν ὥρα τῶν Πιθοιγίων ἡ τελετὴ ξεκινοῦσε μὲ τὴν ἔναρξιν τῆς 11ης ἡμέρας, δηλαδὴ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ὁπότε ἐμαζεύοντο μετὰ τὶς σπονδὲς ἅπαντες οἱ Ἀθηναῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ δοῦλοι καὶ ἑώρταζον τρώγοντας καὶ πίνοντας ἀπὸ τὸ νέον κρασί.
«Πρὸς τῷ ἱερῷ φησι τοῦ ἐν Λίμναις Διονύσου τὸ γλεῦκος ( =νέος οἶνος) φέροντας τοὺς Ἀθηναίους ἐκ τῶν πίθων τῷ θεῷ κιρνᾶναι, εἶτ' αὐτοὺς προσφέρεσθαι», Φανόδημος.
«Τοῦ νέου οἴνου Ἀθήνησι μὲν ἐνδεκάτῃ μηνὸς Ἀνθεστηριῶνος κατάρχονται, Πιθοίγια τὴν ἡμέραν καλοῦντες», Ἠθικά, Συμποσ., Ε', 2, Πλούταρχος.
«Καὶ ἐν τοῖς πατρίοις ἐστὶν Ἑορτὴ Πιθοίγια, καθ' ἥν οὔτε οἰκέτην, οὔτε μισθωτὸν εἴργειν τῆς ἀπολαύσεως τοῦ οἴνου θεμιτὸν ἦν, ἀλλὰ θύσαντας πᾶσι μεταδιδόναι τοῦ δώρου τοῦ Διονύσου», Σπαραγμ. 54,3, Πλούταρχος.
Τὴν 12η ἡμέρα τοῦ Ἀνθεστηριῶνος, δηλαδὴ τὴν δευτέρα ἡμέρα τῶν Ἀνθεστηρίων ἐτελοῦν τοὺς Χόας.
«Ἑορτή τις ἦν παῤ Ἀθηναίοις ἀγομένη Ἀνθεστηριῶνος δωδεκάτῃ. φησὶ δὲ Ἀπολλόδωρος Ἀνθεστήρια μὲν καλεῖσθαι κοινῶς τὴν ὅλην ἑορτὴν Διονύσῳ ἀγομένην, κατὰ μέρος δὲ Πιθοίγια, Χόας, Χύτρους», Λεξικὸν Σουΐδα.
Ἡ ἑορτὴ ὠνομάσθη ἔτσι ἀπὸ τοὺς χόας, ἀγγεῖα χρησιμεύοντα πρὸς οἰνοποσία. Ἕνας χοῦς ἰσοδυναμοῦσε μὲ 12 κοτύλες, δηλαδὴ περίπου 3 λίτρα, ἀλλὰ εἶχαν κατασκευαστεῖ καὶ μικροτέρους χόας, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐξυπηρετεῖται κανεὶς ἀπὸ μεμονωμένον ἀγγεῖον.
Κατὰ τὸ ἐθιμοτυπικὸν οἱ καλεσμένοι ἔφερναν τὸ δικόν τους φαγητὸν καὶ οἶνον καὶ ὁ οἰκοδεσπότης προσέφερε εἰρεσιῶνες, γλυκὰ καὶ ἀρώματα. Ὁ οἶνος ποὺ ἔφερναν οἱ καλεσμένοι ἐμείγνυτο σὲ ἕναν μέγαν χόα ἤ κρατῆρα μὲ ὕδωρ καὶ ἔπειτα ἐμοιράζετο τὸ κρασὶ σὲ ὅλους. Στὸ συμπόσιον ἐπεκράτει ἡσυχία καὶ ἡ οἰνοποσία ἐγένετο κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Χοῶν χωρὶς μουσική.
Τὸ ἰδιότυπον τῆς ἑορτῆς ξεκίνησε ἀπὸ τὸν Ὀρέστην, ὅταν ἐκεῖνος μετὰ τὸν φόνον τῆς μητρός του στὶς Μυκῆνες ἔφθασε στὴν Ἀθῆνα γιὰ νὰ δικαστεῖ στὸν Ἄρειον Πάγον. Βασιλεὺς ἦταν σύμφωνα μὲ κάποιους ὁ Πανδίων καὶ κατ' ἄλλους ὁ δισέγγονός του, Πανδιονίδης Δημοφῶν.
Παρ' ὅλον ποὺ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν τοῦ παρεῖχε μέρος γιὰ νὰ μείνει μέχρι νὰ δικαστεῖ ἀπὸ τὸν Ἄρειον Πάγον, ὁ φονεὺς τῆς μητρός του, Κλυταιμνήστρας καὶ τοῦ θείου του, Αἰγίσθου ἐθεωρεῖτο μίασμα γιὰ τὴν πόλιν. Οἱ Ἀθηναῖοι ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἑώρταζον τὰ Ἀνθεστήρια μὲ τὸ συνηθισμένον τρόπον ποὺ γνωρίζουμε πὼς ἐγίνοντο τὰ συμπόσια.
Ὁ βασιλεὺς δὲν ἤθελε νὰ φανεῖ ἀφιλόξενος, ἄλλωστε πέραν τῆς συγγενείας τους*, ἦταν ὑπόχρεως καὶ στὸν Ξένιον Δία, ὁ ὁποῖος προσέταζε τὴν παροχὴ ξενίας στοὺς ξένους (ἤτοι ΕΛΛΗΝΕΣ ἄλλης πόλεως). Ὅμως ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιτρέψει τὸ μίασμα τοῦ Ὀρέστου νὰ μολύνει τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερὰ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Ἔτσι ἀπεφάσισε νὰ κλείσουν οἱ ναοὶ καὶ ὁ κάθε καλεσμένος νὰ προμηθευτεῖ τὸν δικόν του χόα, ὥστε νὰ μὴν τύχει νὰ ἔλθει στὴν ἐλαχίστη ἐπαφὴ μὲ τὸν Ὀρέστη, μὲ τὸν ὁποῖον ἀπηγορεύετο ἀκόμη καὶ ἡ συνομιλία (ἐξ οὗ καὶ ἐπεκράτει ἡσυχία κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Χοῶν).
«Χόες, ἔστιν ἑορτὴ Ἀθήνησιν ἀγομένη μηνὶ Ἀνθεστηριῶνι. τὴν ἑορτήν φασιν οὕτω γεγονέναι, ὅτε Ὀρέστης ἀνελὼν τὴν μητέρα ἦλθεν εἰς Ἀθήνας καὶ ἐδέξαντο αὐτὸν Ἀθηναῖοι καὶ εἱστίασαν· οὐ μὴν ἐκοινώνησαν αὐτῷ τοῦ οἴνου· ἀλλὰ χωρὶς χοᾶ παραθεὶς αὐτῷ ὁ δῆμος, οὕτως εἱστιᾶτο, ἀπονείμας ὀλίγον τι χωρὶς τῷ Ὀρέστῃ. καὶ ἄλλως· ἑορτὴ Ἀθήνησι Χόες, ἀπὸ τοιαύτης αἰτίας· Ὀρέστης μετὰ τὴν τῆς μητρὸς ἀναίρεσιν ἦλθεν εἰς Ἀθήνας παρὰ Πανδίονα, συγγενῆ καθεστηκότα, ὃς ἔτυχε βασιλεύων τῶν Ἀθηναίων. κατέλαβε δὲ αὐτὸν εὐωχίαν τινὰ δημοτελῆ ποιοῦντα. ὁ τοίνυν Πανδίων παραπέμψασθαι μὲν τὸν Ὀρέστην αἰδούμενος, κοινωνῆσαι δὲ ποτοῦ καὶ τραπέζης ἀσεβὲς ἡγούμενος, μὴ καθαρθέντος αὐτοῦ τὸν φόνον, ὡς ἂν μὴ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ κρατῆρος πίνοι, ἕνα ἑκάστῳ τῶν κεκλημένων παρέθηκε χοᾶ...
Ἀνθεστήρια καλεῖσθαι κοινῶς τὴν ὅλην ἑορτήν, Διονύσῳ ἀγομένην, κατὰ μέρος δὲ Πιθοιγίαν, Χόας, Χύτρους. καὶ αὖθις· ὅτι Ὀρέστης μετὰ τὸν φόνον εἰς Ἀθήνας ἀφικόμενος (ἦν δὲ ἑορτὴ Διονύσου Ληναίου), ὡς μὴ γένοιτο σφίσιν , ὁμόσπονδος, ἀπεκτονὼς τὴν μητέρα, ἐμηχανήσατο τοιόνδε τι. χοᾶ οἴνου τῶν δαιτυμόνων ἑκάστῳ παραστήσας ἐξ αὐτοῦ πίνειν ἐκέλευσε, μηδὲν ὑπομιγνύντας ἀλλήλοις, ὡς μήτε ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ κρατῆρος πίοι Ὀρέστης μήτε ἐκεῖνος ἄχθοιτο καθ᾿ αὑτὸν πίνων μόνος. καὶ ἀπ' ἐκείνου Ἀθηναίοις ἑορτὴ ἐνομίσθη οἱ Χόες», Λεξικὸν Σουΐδα.
«Ἐλθὼν δ᾽ ἐκεῖσε-πρῶτα μέν μ᾽ οὐδεὶς ξένων ἑκὼν ἐδέξαθ᾽, ὡς θεοῖς στυγούμενον· οἳ δ᾽ ἔσχον αἰδῶ, ξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον, οἴκων ὄντες ἐν ταὐτῷ στέγει, σιγῇ δ᾽ ἐτεκτήναντ᾽ ἀπόφθεγκτόν μ᾽, ὅπως δαιτὸς γενοίμην πώματός τ᾽ αὐτοῖς δίχα, ἐς δ᾽ ἄγγος ἴδιον ἴσον ἅπασι βακχίου μέτρημα πληρώσαντες εἶχον ἡδονήν», Ἰφιγένεια ἐν Ταῦροις, 947-54, Εὐριπίδης.
* Ἄν βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν τὴν ἐποχὴ ποὺ κατέφθασε ὁ Ὀρέστης στὴν Ἀθῆνα ἦταν ὁ υἰὸς τοῦ Θησέως, Δημοφῶν, τότε ὁ Ὀρέστης ἦταν δεύτερος ἐξάδελφος τοῦ βασιλέως. Διότι ἡ γιαγιά τοῦ Δημοφῶντος καὶ μήτηρ τοῦ Θησέως, Αἴθρα ἦταν πρώτη ἐξαδέλφη μὲ τὸν πατέρα τοῦ Ὀρέστου, τὸν Ἀγαμέμνονα (ἄρα Ὀρέστης καὶ Θησεὺς ἦταν δεύτερα ἐξαδέλφια· συνεπῶς καὶ ὁ υἰὸς τοῦ Θησέως, Δημοφῶν ἔχει δευτέρου βαθμοῦ συγγένεια μὲ τὸν Ὀρέστη).
Ἄν βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν ἦταν ὁ Πανδίων ὁ Β', δηλαδὴ ὁ προπάππος τοῦ Δημοφῶντος, παπποῦς τοῦ Θησέως καὶ πατὴρ τοῦ Αἰγέως, τότε ἡ συγγένεια τοῦ Πανδίωνος μὲ τὸν Ὀρέστη ἦταν ἐξ ἀγχιστείας, διότι ὁ Αἰγεὺς ἐνυμφεύθη τὴν Αἴθρα, ἤτοι τὴν ἐξαδέλφη τοῦ Ἀγαμέμνονος καὶ θεῖα τοῦ Ὀρέστου.
Ἔτσι γίνεται περισσότερον κατανοητὸν ὅτι ὅταν πῆγαν τὰ ἀδέλφια τῆς ὡραίας Ἑλένης, οἱ Διόσκουροι, στὴν Ἀθῆνα νὰ τὴν φέρουν πίσω μετὰ τὴν ἁρπαγήν της ἀπὸ τὸν Θησέα, καὶ πῆραν μαζί τους καὶ τὴν Αἴθρα δὲν ἥρπαξαν μόνον τὴν μητέρα τοῦ Θησέως καὶ ἀκολούθου τῆς ἀδελφῆς τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξαδέλφη τοῦ Μενελάου, μετ' ἔπειτα συζύγου τῆς Ἑλένης (Μενέλαος καὶ Ἀγαμέμνων εἶναι ἀδέλφια).
...
Ὁ Ὀρέστης σκοτώνει τὸν ἐξάδελφον τοῦ πατρός του, Αἴγισθον καὶ ἔπειτα τὴν ἴδια του τὴν μητέρα, Κλυταιμνήστρα, ἡ ὁποία εἶχε συνάψει δεσμὸν μαζί του, ὅσον ὁ Ἀγαμέμνων ἔλειπε στὴν Τροία.
Τὰ κίνητρα ὅλων γιὰ τὶς πράξεις τους ἦταν ἡ ἐκδίκησις.
Ὁ Αἴγισθος σὲ παρελθόντα χρόνον ἔχει σκοτώσει τὸν παπποῦ τοῦ Ὀρέστου καὶ δικόν του θεῖον, Ἀτρέα γιὰ λόγους ἐξουσίας.
Ὁ Ἀγαμέμνων καταφέρνει νὰ διώξει ἀπὸ τὶς Μυκῆνες καὶ τὸν Αἴγισθον, ἀλλὰ καὶ τὸν Θυέστη (ἀδελφόν του Ἀτρέως) καὶ ἀναλαμβάνει τὴν βασιλεία.
Ὅταν ἔφυγε γιὰ τὴν Τροία, ἡ Κλυταιμνήστρα ἀκολουθώντας τὴν κατάρα τοῦ Ναυπλίου, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν δολοφονία του υἰοῦ του, Παλαμήδους ἀπὸ τοὺς Ἀχαιούς (Ὀδυσσέα καὶ Ἀγαμέμνονα) σύνηψε σχέσιν μὲ τὸν Αἴγισθον.
(Ὁ Ναύπλιος εἶχε ὡρκιστεῖ πὼς θὰ διαφθείρει τὶς γυναῖκες τῶν Ἀχαιῶν μετὰ τὸν θάνατον τοῦ υἰοῦ του καὶ θὰ τοὺς καταστρέψει ἔτσι τοὺς οἴκους).
Ἔτσι Κλυταιμνήστρα καὶ Αἴγισθος ὁργανώνουν τὴν δολοφονία τοῦ Ἀγαμέμνονος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον συμβαίνει μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ βασιλέως. Ὁ Αἴγισθος φαίνεται πὼς ἔχει πάρει τὴν ἀντεκδίκησίν του, ὅμως ὁ Ὀρέστης ἀποκαθιστᾶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρός του καὶ σκοτώνει τοὺς δύο ἐραστές.
Ἔπειτα καταφθάνει στὴν Ἀθῆνα γιὰ νὰ δικαστεῖ στὸν Ἄρειον Πάγον. Οἱ ψῆφοι καταδίκης/ ἀθωώσεως εἶναι ἰσάριθμες. Τότε ἀναλαμβάνει ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ἀθωώνει τὸν Ἀγαμεμνονίδη. Ἀπὸ τότε οἱ ψῆφοι εἶναι περιττοῦ ἀριθμοῦ, οὔτως ὥστε νὰ ἀποφεύγεται ἡ ἰσοψηφία.
...
Τὸ πρωὶ τῆς ἡμέρας τῶν Χοῶν (ἡ ἡμέρα εἶχε ἤδη ξεκινήσει ἀπὸ τὸ προηγούμενον βράδυ, καθῶς οἱ ἡμέρες ἤλλαζον μὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου) ἐτέλουν τὴν πομπὴ εἰσόδου στὴν πόλιν καὶ τὸν ἱερὸν γάμον τοῦ Διονύσου. Ἄν καὶ δὲν ὑπάρχει πληθώρα πληροφοριῶν περὶ τῆς ἱερᾶς αὐτῆς τελετῆς, τὸ πιθανώτερον εἶναι πὼς ὁ Διόνυσος εἰσήρχετο στὴν πόλιν πάνω σὲ τροχοφόρον ποὺ ἀναπαριστοῦσε πλοῖον ἤ ἀκόμη ἴσως νὰ κατέφθανε μέσῳ θαλάσσης. Ὁ ὑποκριτὴς ποὺ ὑπεκρίνετο τὸν Διόνυσον ἦταν καταλλήλως μεταμφιεσμένος καὶ συνωδεύετο ἀπὸ ἄλλους ὑποκριτὲς ποὺ ἦταν μεταμφιεσμένοι σὲ Σατύρους, καὶ οἱ ὁποῖοι ἔπαιζαν μουσικὴ μὲ αὐλούς. Ἡ πομπὴ κατέληγε στὸ ἐν Λίμναις ἱερὸν τοῦ Διονύσου, ὅπου ὁ Διόνυσος συναντοῦσε τὴν γυναῖκα τοῦ βασιλέως μαζὶ μὲ 14 διακεκριμένες Ἀθηναῖες (Γεραραί), οἱ ὁποῖες ἀπεῖχαν «ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας» τὸ διάστημα πρὸ τῆς τελετῆς. Ἀφοῦ ἐξαγνίζοντο, ὡρκίζοντο ὅλοι μαζὶ καὶ ἐπετέλουν τὰ ἄρρητα ἱερὰ στοὺς βωμοὺς τοῦ Διονύσου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐπίσης δεκατέσσερεις.
«Τὰς δὲ θυσίας ἁπάσας ὁ βασιλεὺς ἔθυε, καὶ τὰς σεμνοτάτας καὶ ἀρρήτους ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἐποίει, εἰκότως, βασίλιννα οὖσα. Ἐπειδὴ δὲ Θησεὺς συνῴκισεν αὐτοὺς καὶ δημοκρατίαν ἐποίησεν καὶ ἡ πόλις πολυάνθρωπος ἐγένετο, τὸν μὲν βασιλέα οὐδὲν ἧττον ὁ δῆμος ᾑρεῖτο ἐκ προκρίτων κατ᾽ ἀνδραγαθίαν χειροτονῶν, τὴν δὲ γυναῖκα αὐτοῦ νόμον ἔθεντο ἀστὴν εἶναι καὶ μὴ ἐπιμεμειγμένην ἑτέρῳ ἀνδρὶ ἀλλὰ παρθένον γαμεῖν, ἵνα κατὰ τὰ πάτρια θύηται τὰ ἄρρητα ἱερὰ ὑπὲρ τῆς πόλεως, καὶ τὰ νομιζόμενα γίγνηται τοῖς θεοῖς εὐσεβῶς καὶ μηδὲν καταλύηται μηδὲ καινοτομῆται», Κατὰ Νεαίρας, 74-5, Δημοσθένης.
Ἡ σύζυγος τοῦ βασιλέως ἔπρεπε νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸν νόμον Ἀθηναία ἀστή καὶ πρὸ τοῦ γάμου της μὲ τὸν βασιλέα νὰ μὴν ἔχει συνευρεθεῖ ἐρωτικῶς μὲ ἄλλον ἄνδρα. Ὁ νόμος ἦταν γραμμένος ἐπὶ μαρμαρίνου στήλης καὶ ἦταν τοποθετημένος στὸν βωμὸν τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Λίμναις Διονύσου. Αὐτὸ τὸ πανάρχαιον καὶ πανοσιώτατον ἱερὸν τοῦ Διονύσου, τὸ ἄνοιγαν μόνον τὴν 12η ἡμέρα τοῦ Ἀνθεστηριῶνος γιὰ τὴν τέλεσιν τοῦ ἱεροῦ γάμου καὶ ἡ εἴσοδος ἐπετρέπετο μόνον στοὺς συμμετέχοντες στὸ μυστήριον.
Κατὰ τὸν ἑορτασμὸν τῶν Χοῶν διωργάνωναν καὶ ἀγῶνες ταχυποσίας στοὺς ὁποίους συμμετεῖχαν ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Μὲ τὸ ποὺ ἠχοῦσε ἡ σάλπιγξ ξεκινοῦσαν νὰ πίνουν ὅσον πιὸ γρήγορα μποροῦσαν τὸ κρασί τους καὶ ὅποιος ἔβγαινε πρῶτος κέρδιζε ἕναν ἀσκὸν (ἤ καὶ ἕνα γλυκόν· στὶς Συρακοῦσες ὁ βασιλεὺς ἔδινε δῶρον ἕνα ὁλόχρυσον στεφάνι).
«Κατὰ τὰ πάτρια τοὺς Χοᾶς πίνειν ὑπὸ τῆς σάλπιγγος· ὃς δ᾽ ἂν ἐκπίῃ πρώτιστος, ἀσκὸν Κτησιφῶντος λήψεται», Ἀχαρνῆς, 1000, Ἀριστοφάνης.
Τὴν 13η ἡμέρα τοῦ Ἀνθεστηριῶνος καὶ 3η τῶν Ἀνθεστηρίων, ἡ ὁποία ὠνομάζετο Χύτροι, ἐτέλουν τὰ Ὑδροφόρια, ἐνθυμούμενοι ὅσους χάθηκαν στὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος. Τὴν ἡμέρα τῶν Χύτρων προσέφερον σπόρους στὸν Χθόνιον Ἑρμῆ τοὺς ὁποίους εἶχαν βράσει σὲ χύτρα καὶ οἱ ὁποῖοι προωρίζοντο μόνον γιὰ προσφορὰ στὸν θεόν, πρὸς ἐξευμενισμὸν τῶν ψυχῶν, κι ὄχι γιὰ κατανάλωσιν ὑπὸ τῶν θνητῶν. Οἱ χύτροι ἦταν κάτι ἀντίστοιχον τῶν σημερινῶν κολλύβων μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι αὐτοὶ προωρίζοντο γιὰ θυσία καὶ ὄχι γιὰ κατανάλωσιν. Γι’αὐτὸ σήμερα τὶς Ἀπόκρηες συνοδεύει τὸ Ψυχοσάββατον.
Θεωροῦσαν δὲ ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἀνέβαιναν οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν ἀπὸ τὸν Κάτω Κόσμον, γι' αὐτὸ καὶ οἱ ναοὶ καὶ τὰ ἱερὰ παρέμεναν κλειστά· ὑπάρχουν δὲ ἀναφορὲς πὼς ἤλειφαν τὶς θύρες τους μὲ πίσσα γιὰ νὰ μὴ πλησιάσουν στὸ σπίτι οἱ ψυχὲς καὶ ἔτρωγαν ἱπποφαές, διότι θεωρεῖται ἐνισχυτικὸν καὶ προστατευτικόν (πράγματι τὸ ἱπποφαές, ὅπως καταδεικνύει καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι τρομερὰ δυναμωτικόν· φαίνει/ κάνει μέχρι καὶ τοὺς ἵππους νὰ λαμποκοποῦν ἀπὸ ὑγεία). Ἀκόμη, ἔβαζαν γύρω ἀπὸ τὰ ἱερὰ κόκκινες κορδέλες, διότι ἐθεώρουν τὸ ἐρυθρὸν χρῶμα ἀποτρεπτικὸν τοῦ κακοῦ (ἴσως γι' αὐτὸ μέχρι σήμερα τὸ νῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖται στὸ «προστατευτικόν» ἀνοιξιάτικον βραχιόλι, ὀνόματι «μάρτης», εἶναι κόκκινον. Ἐπιπλέον, αὐτὴ ἡ θέσις περὶ προστασίας καὶ ἐρυθροῦ χρώματος, ἴσως νὰ συνδέεται καὶ μὲ τὴν φράσιν «πιάσε κόκκινον», ἡ ὁποία θεωρεῖται ἀποτρεπτικὴ μιᾶς διαμάχης μεταξὺ ἀνθρώπων ποὺ κατὰ τύχη λέγουν ταυτόχρονα τὸ ἴδιο πρᾶγμα).
Ὅταν ἡ ἡμέρα τελείωνε, δηλαδὴ λίγο πρὶν τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, οἱ οἰκοδεσπότες ἔδιωχναν τὶς ψυχὲς ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τοὺς οἴκους τους, φωνάζοντάς τους :
«Θύραζε Κᾶρες, οὐκέτ' Ἀνθεστήρια»
( =Ἔξω ἀπ' τὴν θύρα μας Κᾶρες, δὲν εἶναι πλέον/ πέρασαν τὰ Ἀνθεστήρια)
«Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ' Ἀνθεστήρια. οἱ μὲν διὰ πλῆθος οἰκετῶν Καρικῶν εἰρῆσθαί φασιν, ὡς ἐν τοῖς Ἀνθεστηρίοις εὐωχουμένων αὐτῶν καὶ οὐκ ἐργαζομένων», Λεξικὸν Ἡσυχίου.
«Τῆς οὖν ἑορτῆς τελεσθείσης λέγειν ἐπὶ τὰ ἔργα ἐκπέμποντας αὐτούς, θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ' Ἀνθεστήρια. τινὲς δὲ οὕτως τὴν παροιμίαν φασί· θύραζε κῆρες, οὐκ ἔνι Ἀνθεστήρια. ὡς κατὰ τὴν πόλιν τοῖς Ἀνθεστηρίοις τῶν ψυχῶν περιερχομένων», Λεξικὸν Σουΐδα.
«Τινὲς δὲ οὕτω τὴν παροιμίαν φασίν, ὅτι οἱ Κᾶρες ποτὲ μέρος τῆς Ἀττικῆς κατέσχον· καὶ εἴ ποτε τὴν ἑορτὴν τῶν Ἀνθεστηρίων ἦγον οἱ Ἀθηναῖοι, σπονδῶν αὐτοῖς μετεδίδοσαν καὶ ἐδέχοντο τῷ ἄστει καὶ ταῖς οἰκίαις. Μετὰ δὲ τὴν ἑορτὴν τινῶν ὑπολελειμμένων ἐν ταῖς Ἀθήναις, οὶ ἀπαντῶντες πρὸς τοὺς Κᾶρας παίζοντες ἔλεγον, Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ᾿ Ἀνθεστήρια», Ἐπιτομὴ ἐκ τῶν Ταρραίου καὶ Δισύμου παροιμ., Δ', 4,33, Ζηνόβ.
Τὸ τί σημαίνει τὸ «Κᾶρες» κατὰ πὼς φαίνεται ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς εἶναι διφορούμενον. Ἄλλοι τὸ ἀποδίδουν ὡς πληθυντικὸν τῆς λέξεως «Κάρ», ὑποστηρίζοντες πὼς Κᾶρες ἔλεγον γενικῶς τοὺς δούλους καὶ πὼς τὶς ἡμέρες τῶν Ἀνθεστηρίων, ἑώρταζον ὅλοι μαζί καὶ δὲν ἠργάζετο κανείς. Ἔτσι μὲ τὸ «θύραζε Κᾶρες, οὐκέτ' Ἀνθεστήρια» τοὺς ὑπενθύμιζαν πὼς τελείωσε ἡ ἑορτὴ καὶ εἶναι ὥρα νὰ ἐπιστρέψουν στὶς ἀσχολίες τους.
Τὸ πιὸ πιθανὸν καὶ λογικὸν ὅμως εἶναι πὼς «Κᾶρες» εἶναι οἱ Κῆρες (διὰ συνήθους τροπῆς η-α), δηλαδὴ οἱ θεότητες τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ὀλέθρου. Ἐπίστευον πὼς οἱ Κῆρες ἀνέβαιναν ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦ Ἅδου κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Χύτρων κι ἔτσι μὲ τὸ ποὺ τελείωνε ἡ ἑορτὴ τῶν Ἀνθεστηρίων, τὶς ἔδιωχναν φωνάζοντας τὴν προαναφερθεῖσα φράσιν.
Τὴν ἡμέρα τῶν Χύτρων, ὅταν ἐτέλουν καὶ τὰ Ὑδροφόρια οἱ Ἀθηναῖοι ἔριχναν σὲ ἕνα χάσμα ποὺ ὑπῆρχε στὸν περίβολον τοῦ ναοῦ τοῦ Ὀλυμπίου Διός, τὸν ὁποῖον λέγεται πὼς εἶχε χτίσει ὁ ἴδιος ὁ Δευκαλίων μετὰ τὸν κατακλυσμόν ( «τοῦ δὲ Ὀλυμπίου Διὸς Δευκαλίωνα οἰκοδομῆσαι λέγουσι τὸ ἀρχαῖον ἱερόν, σημεῖον ἀποφαίνοντες ὡς Δευκαλίων Ἀθήνῃσιν ᾤκησε τάφον τοῦ ναοῦ τοῦ νῦν οὐ πολὺ ἀφεστηκότα», Ἑλλάδ. περιήγ., 1,18,8 ), ἄρτους ἀπὸ ἀλεύρι σιταριοῦ ἀναμεμειγμένον μὲ μέλι. Ἔκαναν ἐκεῖ τὶς προσφορές, διότι ἀπὸ τὸ χάσμα αὐτὸ ἔλεγον πὼς εἶχαν ὑποχωρήσει τὰ ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ.
«Ἔστι δὲ ἀρχαῖα ἐν τῷ περιβόλῳ Ζεὺς χαλκοῦς καὶ ναὸς Κρόνου καὶ Ῥέας καὶ τέμενος Γῆς τὴν ἐπίκλησιν Ὀλυμπίας. ἐνταῦθα ὅσον ἐς πῆχυν τὸ ἔδαφος διέστηκε, καὶ λέγουσι μετὰ τὴν ἐπομβρίαν τὴν ἐπὶ Δευκαλίωνος συμβᾶσαν ὑποῤῥυῆναι ταύτῃ τὸ ὕδωρ, ἐσβάλλουσί τε ἐς αὐτὸ ἀνὰ πᾶν ἔτος ἄλφιτα πυρῶν μέλιτι μίξαντες», Ἑλλάδ. περιήγ. 1,18, 7 Παυσανίας.
Τὴν ἡμέρα τῶν Χύτρων διεξήγοντο καὶ ἀγῶνες κωμῳδίας :
«Εἰσήνεγκε δὲ καὶ νόμους, τὸν μὲν περὶ τῶν κωμῳδῶν, ἀγῶνα τοῖς Χύτροις ἐπιτελεῖν ἐφάμιλλον ἐν τῷ θεάτρῳ καὶ τὸν νικήσαντα εἰς ἄστυ καταλέγεσθαι, πρότερον οὐκ ἐξόν, ἀναλαμβάνων τὸν ἀγῶνα ἐκλελοιπότα», Βίοι τῶν δέκα ῥητόρων, Λυκοῦργος, 5, Πλούταρχος.
...
Ὁ Ἀνθεστηριὼν σὲ ἄλλες πόλεις ὀνομάζεται Ἐλευσίνιος, καθῶς τὴν 20η ἡμέρα αὐτοῦ τοῦ μηνὸς ἐτέλουν καὶ τὰ Μικρὰ Ἐλευσίνια ἤ Μυστήρια ἐν Ἄγραις (περιοχὴ τῆς Ἀθῆνας, ὅπου ὑπῆρχε καὶ ναὸς τῆς Ἀγροτέρας Ἀρτέμιδος, βλ. Ἀττικά, 19,6, Παυσ.).
Καὶ αὐτὰ συνεδέοντο μὲ τὰ προηγούμενα σχετικὰ τῆς ἀνοίξεως ἔθιμα, ἀλλὰ πιὸ συγκεκριμένα σὲ αὐτὰ ἐτιμᾶτο ἡ Περσεφόνη, ἡ ὁποία οὖσα κρυμμένη τὸν χειμῶνα στὸν Κόσμον τοῦ Ἅδου, τώρα εἶχε ἔλθει ὁ καιρὸς νὰ ἀνέβει στὸν Πάνω Κόσμον καὶ νὰ ἀνθίσει ἡ πλάσις. Τὴν ἡμέρα αὐτὴν ποὺ ἡ Κόρη ἀνέβαινε στὸν Πάνω Κόσμον (ἡ γῆ ἔβγαζε βλαστούς) τὴν ὠνόμαζον Προχαριστηρία/ Προσχαιρητηρία καὶ ἔθυον στὴν προστάτιν τῆς πόλεως, Ἀθηνᾶ ὑπὲρ τῶν φυομένων ἐν Ἀττικῇ γενικῶς καρπῶν :
«Προχαριστηρία, ἡμέρα ἐν ᾗ οἱ ἐν τῇ ἀρχῇ πάντες ἀρχομένων καρπῶν φύεσθαι, λήγοντος ἤδη τοῦ χειμῶνος, ἔθυον τῇ Ἀθηνᾷ. τῇ δὲ θυσίᾳ ὄνομα Προχαριστήρια. Λυκοῦργος ἐν τῷ Περὶ τῆς ἱερωσύνης· τὴν τοίνυν ἀρχαιοτάτην θυσίαν διὰ τὴν ἄνοδον τῆς θεοῦ, ὀνομασθεῖσαν δὲ Προχαριστήρια, διὰ τὴν βλάστησιν τῶν καρπῶν τῶν φυομένων», Λεξικὸν Σουΐδα.
Τὰ Μικρὰ Ἐλευσίνια συνεδέοντο βεβαίως μὲ τὰ Μεγάλα καὶ μάλιστα οἱ συμμετέχοντες στὰ Μεγάλα Ἐλευσίνια, στὰ ὁποῖα ἐτίμων τὴν Δήμητρα, ἔπρεπε νὰ ἔχουν μυηθεῖ πρῶτα στὰ Μικρά.
...
Δέκα ἡμέρες μετὰ τὰ Ἀνθεστήρια ἑώρταζον τὰ Διάσια, ἑορτὴ ἀφιερωμένη στὸν Μειλίχιον Δία, τὴν ὁποίαν πραγματοποιοῦσαν ἐκτὸς τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, προσφέροντας θυσίες ἤ καὶ ἀναίμακτες προσφορές, ἄν δὲν ἠδύναντο οἰκονομικῶς νὰ θυσιάσουν ζῶα. Ἔτσι ἔφτιαχναν γλυκὰ ἀπὸ ζύμη δίνοντάς τους τὸ σχῆμα τοῦ ζώου ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ θυσιάσουν, ὅπως αἰγός ἤ χοίρου.
«Ἔστι γὰρ καὶ Ἀθηναίοις Διάσια ἃ καλεῖται Διὸς ἑορτὴ Μειλιχίου μεγίστη ἔξω τῆς πόλεως», Ἱστορίαι, Α', 126,6, Θουκυδίδης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου