Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)


ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΑΥΤΟΥ 

Μὲ τὴν νέα μήνη τῆς 10ης Μαρτίου στὸ σύγχρονον ἡμερολόγιον ξεκινᾶ ὁ ἀττικὸς μὴν Ἐλαφηβολιών, ὁ ὁποῖος ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὴν Ἐλαφηβόλον ( =κυνηγόν, τὰς ἐλάφους βάλλει) Ἄρτεμιν. Τὴν 6ην ἱσταμένου τοῦ Ἐλαφηβολιῶνος ἡμέρα ἐτέλουν τὰ Ἐλαφηβόλια, ἑορτὴ ἀφιερωμένην στὴν θεά, τὴν ὁποία ἐτίμων ἰδιαιτέρως στὴν Ὑάμπολιν τῆς Φωκίδος, ὅπου ὑπῆρχε ναὸς καὶ τὴν ὁποίαν εἶχαν πολιοῦχον ἰδιαιτέρως μετὰ τὴν ἀνέλπιστον νίκη τους ἐναντίον τῶν Θεσσαλῶν («Ἑλλάδος Περιήγησις», 10,1, Παυσανίας/ «Γυναικῶν ἀρεταί», 2, Πλούταρχος). 

Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Ἐλαφηβολίων ἐθυσίαζον ἐλάφους στὴν θεὰ κι ἀργότερα ἐτέλουν καὶ ἀναίμακτες θυσίες, φτιάχνοντας γλυκίσματα σὲ σχῆμα ἐλαφιοῦ ἀπὸ μέλι καὶ σουσάμι, τὰ ὁποῖα ὠνόμαζον «ἐλάφους» καὶ τὰ ὁποῖα προσέφερον στὸ ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος. 

Αὐτὸν τὸν μῆνα ἑωρτάζοντο καὶ τὰ Μεγάλα ἤ ἐν ἄστει Διονύσια πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου τοῦ Ἐλευθερέως, ἑορτὴ παναρχαία στὴν ὁποία εἶχε δώσει τὸν ἐπίσημον χαρακτῆρα της ὁ Πεισίστρατος. 

Τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν Ἐν ἄστει Διονυσίων καὶ 8η τοῦ Ἐλαφηβολιῶνος, ἡ ὁποία ὠνομάζετο «Προαγών» ἐτέλουν τὰ Ἀσκληπιεῖα, προσφέροντες θυσίες καὶ τιμῶντες τὸν μέγα ἰατρὸν Ἀσκληπιόν. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Προαγῶνος ἐγένετο ἡ παρουσίασις στὸ κοινὸν τῶν θεατρικῶν ἔργων ποὺ θὰ παρουσιάζοντο τὶς ἑπόμενες ἡμέρες. Οἱ τρεῖς διακεκριμένοι ἐξ εἰδικῆς ἐπιτροπῆς ποιητὲς (βλ. καὶ παρακάτω) μὲ τὸν θίασόν τους, φέροντες στεφάνους, ἀλλὰ χωρὶς προσωπεῖα καὶ στολές, ἀνέβαιναν μὲ τὴν σειρὰ στὴν ἐξέδρα τοῦ Ὠδείου (θέατρον ἐστεγασμένον) ὅπου ἀνέμενον οἱ Ἀθηναῖοι νὰ παρακολουθήσουν τὸν προαγῶνα, καὶ ἔδιναν πληροφορίες γιὰ τὰ ἔργα ποὺ θὰ ἐδιδάσκοντο (τίτλους, ὑποθέσεις, ὀνόματα ὑποκριτῶν κ.ἄ). 

Τὴν 9η ἡμέρα ἐτέλουν καὶ τὰ Γαλάξια, ἑορτὴ ἀφιερωμένην στὴν μητέρα τῶν θεῶν Ῥέα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Γαλαξίων ἔφτιαχναν τὰ γαλάξια, ἕνα εἶδος γλυκίσματος/ πολτοῦ ἀπὸ γάλα καὶ κριθάρι καὶ ἀνέθηκαν φιάλην ἑκατὸν δραχμῶν, ὡς δεῖγμα εὐσεβείας. Ἡ ἑορτὴ ἑωρτάζετο μὲ τεραστία μεγαλοπρέπεια στὴν Δῆλον, ὅπου τὸν Ἐλαφηβολιῶνα λόγῳ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος τὸν ὠνόμαζον Γαλάξιον. Τότε ἦταν καὶ ὁ χρόνος τοῦ ἔτους ὅπου συνέβαινε καὶ ἡ ἐαρινὴ ἰσημερία (20η Μαρτίου μὲ τὸ σύγχρονον ἡμερολόγιον), ὅταν ἀνανέωναν τὸ Ἀθάνατον Πῦρ, τὸ ὁποῖον θὰ ἔσβηνε γιὰ νὰ τὸ ἀνάψουν ἐκ νέου τὴν ἴδια ἡμέρα τοῦ ἑπομένου ἔτους. 

Ὁ Παυσανίας («Ἑλλάδος Περιήγησις», 1,26,7) ἀναφέρει πὼς στὴν Ἀκρόπολιν ὅπου ὑπῆρχε τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς, ὁ Καλλίμαχος εἶχε κατασκευάσει χρυσοῦν λύχνον πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς, τὸν ὁποῖον ἐγέμιζον μὲ τὸ ἱερὸν τῆς θεᾶς δῶρον, ἤτοι μὲ τόσον ἐλαιόλαδον, ὅσον ἀρκοῦσε νὰ κρατήσει τὸ ἀθάνατον πῦρ ἀναμμένον μέρα καὶ νύχτα γιὰ ἕναν ὁλόκληρον χρόνον. Εἶχε θρυαλλίδα κατασκευασμένη ἀπὸ Καρπάσιον λινάρι, τὸ ὁποῖον δὲν καταστρέφεται ἀπὸ τὴν φωτιά καὶ πάνω ἀπὸ τὸ λυχνάρι ὑπῆρχε φοῖνιξ χαλκοῦς ποὺ διωχέτευε τὸν καπνὸν καθῶς ἔφτανε μέχρι τὴν ὀροφή. 

Ἡ ἐαρινὴ ἰσημερία συνεβόλιζε τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Περσεφόνης ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦ Ἅδου καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνοίξεως. 

Ἐκείνη τὴν ἡμέρα μετέφεραν καὶ τὸ ξόανον τοῦ Διονύσου Ἐλευθερέως ἀπὸ τὸν ναόν του στὸ νότιον μέρος τῆς Ἀκροπόλεως σὲ ἱερὸν ποὺ ηὑρίσκετο κοντὰ στὴν Ἀκαδημεία. 

«ἐγγυτάτω δὲ Ἀκαδημία...ναὸς οὐ μέγας ἐστίν, ἐς ὃν τοῦ Διονύσου τοῦ Ἐλευθερέως τὸ ἄγαλμα ἀνὰ πᾶν ἔτος κομίζουσιν ἐν τεταγμέναις ἡμέραις», Ἀττικά, 29,2, Παυσανίας. 

Ἐκεῖ τοποθετοῦσαν τὸ ξόανον στὴν Ἐσχάρα τοῦ ἱεροῦ, ἤτοι στὸν σκαπτὸν βωμόν, καὶ τὸ ἄφηναν μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς μεγάλης πομπῆς τῶν Μεγάλων Διονυσίων. Ἐτέλουν χοροὺς συνοδείᾳ λυρικῶν ὕμνων πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου. 

Τὴν 10η Ἐλαφηβολιῶνος ξεκινοῦσε ἡ Μεγάλη πομπὴ τῶν ἐν ἄστει Διονυσίων μὲ θυσίες στὴν Μητέρα Γαῖα καὶ ἐπιστροφὴ τοῦ ξοάνου τοῦ Διονύσου ἀπὸ τὸ ἱερὸν κοντὰ στὴν Ἀκαδημεία. Ἡ τελετὴ ἦταν μεγαλοπρεπής, μὲ κυρίαρχον σύμβολον τὸν φαλλόν, σημεῖον βλαστήσεως, ἀναπαραγωγῆς καὶ ἀνθίσεως, χαρακτηριστικὸν τῆς διονυσιακῆς λατρείας ὡς τὶς μέρες μας. Μετέφεραν τὸ ἄγαλμα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐσχάρα τοῦ ναοῦ συνοδείᾳ λαμπαδηδρομίας, φαλληφόρων καὶ ἀσμάτων/διθυράμβων, ἐνῷ ἐθυσίαζον στὸν βωμὸν καὶ ταῦρον ἄξιον τῆς μεγαλοπρεπείας τοῦ Διονύσου. 

Ἀκόμα, νέες κοπέλες ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν, οἱ λεγόμενες κανηφόροι, κουβαλοῦσαν χρυσᾶ κάνιστρα μὲ καρποὺς γιὰ νὰ προσφέρουν στὸν θεὸν, συνοδείᾳ ἀσκοφόρων ποὺ κρατοῦσαν ἀσκοὺς γεμάτους τὸ διονυσιακὸν δῶρον, τὸν οἶνον· καὶ (μετοίκους) σκαφηφόρους ἐνδεδυμένους μὲ ἐρυθροὺς χιτῶνες. 

«Τοὺς μετοίκους ἐν ταῖς πομπαῖς, αὐτοῖς μὲν σκάφας φέρειν· τὰς δὲ θυγατέρας αὐτῶν ὑδρεῖα καὶ σκιάδια». 

Ὅταν ἔφταναν στὸν τελικὸν προορισμὸν ἐθυσίαζε ὁ ἀρχίβακχος ταύρους στὸν θεὸν καὶ προσέφερον καρποὺς ψάλλοντας διθυράμβους. Ὕστερα ἐτοποθέτουν τὸ ξόανον στὴν ὀρχῆστρα τοῦ θεάτρου καὶ ξεκινοῦσε ἀκόμα μεγαλύτερος ἑορτασμὸς μὲ οἰνοποσία, συμπόσια, χορούς, ἄσματα, ἄπλετη μουσικὴ ποὺ παρήγαγον κυρίως μὲ αὐλοὺς καὶ λύρες, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν φυσικῶς τοῦ Ἱερέως καὶ τοῦ Ἄρχοντος. Γυρνοῦσαν εὐδιάθετοι τὴν κώμην καὶ ἐκώμαζον ( < κῶμος = λαϊκὴ διονυσιακὴ λιτανεία μὲ χορούς, ἄσματα καὶ ἀστεϊσμοὺς ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς πόλεως), ἐξ οὗ και ἡ κωμῳδία. 

Τὰ ἐν ἄστει Διονύσια ἐωρτάζοντο ἐπὶ 6 ἡμέρες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ 3 τελευταῖες διετίθεντο γιὰ τοὺς δραματικοὺς ἀγῶνες, τῶν ὁποίων τὴν ἐποπτεία εἶχε ὁ ἐπώνυμος ἄρχων. Ὁ ποιητὴς ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ μετάσχει στὸν διαγωνισμόν, ὑπέβαλλε 3 τραγῳδίες* καὶ ἕνα σατυρικὸν δράμα. Ὁ ἄρχων μελετώντας τὰ ἔργα, μὲ τὴν βοήθεια ἀνθρώπων ποὺ ἐξετίμα τὴν γνώμη, ἔδιδε Χορὸν καὶ μ’αὐτὸν τὸν τρόπον ἔδιδε τὸ δικαίωμα συμμετοχῆς σὲ 3 μόνον ποιητὲς ἀπὸ ὅλους τοὺς αἰτοῦντας. Σὲ αὐτοὺς ἐδίνετο καὶ ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸ δημόσιον ταμεῖον γιὰ τὴν πληρωμὴ τῶν ὑποκριτῶν (3 γιὰ κάθε ποιητή), ἀλλὰ τὰ μεγαλύτερα ἔξοδα ἦταν γιὰ τὴν πληρωμὴ τοῦ Χοροῦ, ὁπότε καὶ τὰ ἀνελάμβανον τρεῖς πλούσιοι Ἀθηναῖοι, οἱ χορηγοί, ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος, καθ’ ὑπόδειξιν ὅμως τῶν φυλῶν. Ἦταν μία τιμητικὴ ἀλλὰ καὶ βαρεῖα ἔμμεσος φορολογία. Καθωρίζονταν ἔπειτα ἀπὸ κλήρωσιν μὲ ποῖον χορηγὸν θὰ συνειργάζετο ἕκαστος ποιητής. 
Ἡ ἄσκησις τοῦ χοροῦ, ἡ κατανομὴ τῶν ῥόλων καὶ γενικῶς ἡ δοκιμὴ τοῦ ἔργου ἐγένετο στὸν Μελιτέων οἶκον : 

«Ἐν τῷ Μελιτέων δήμῳ, οἶκός τις ἦν παμμεγέθης, εἰς ὅν οἱ τραγῳδοὶ ἐμελέτων», Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 25, 995. 

Οἱ ἐπίσημες παραστάσεις ξεκινοῦσαν τὴν τετάρτη ἡμέρα τῶν Μεγάλων Διονυσίων «ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου», καθὼς οἱ θεατὲς θὰ παρακολουθοῦσαν μία ὁλόκληρην τετραλογία. Οἱ ὑποκριτὲς ἐνεφανίζοντο ἐνδεδυμένοι πολυτελῶς μὲ χιτῶνες ποδήρεις, κεντητοὺς καὶ ἔφερον καὶ ὑποδήματα μὲ ὑψηλὰ καττύματα, τοὺς κοθόρνους. Τὰ προσωπεῖα εἶχαν μεγάλα ἀνοίγματα γιὰ τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια καὶ μὲ ἀδρὲς γραμμὲς ζωγραφισμένα τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν διαφόρων προσώπων τοῦ δράματος. Ὁ χορὸς ἔφερε ἐνδύματα ἁπλούστερα καὶ συνήθως ὁμοιόμορφα. 

Ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν μετεφέροντο εἰς τὸ θέατρον οἱ δέκα ὑδρίες (βλ. σημείωσιν) μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ὑποψηφίων κριτῶν, ἀπεσφραγίζοντο καὶ ἀπὸ κάθε ὑδρία ἔβγαζαν διὰ κλήρου ἕνα ὄνομα οὔτως ὥστε νὰ σχηματιστεὶ 10μελὴς ἐπιτροπὴ ποὺ θὰ ψήφιζε γιὰ τὸν νικητὴ τῶν δραματικῶν ἀγώνων. 
Ἦχοῦσαν οἱ σάλπιγγες καὶ ὁ κῆρυξ ἐφώναζε τὸ ὄνομα τοῦ ποιητοῦ τοῦ ὁποίου τὰ ἔργα θὰ παρουσιάζοντο τὴν πρώτη ἡμέρα κοκ (καθωρίζετο διὰ κληρώσεως). 

Μετὰ τὴν λῆξιν τῶν ἐν ἄστει Διονυσίων ἀκολουθοῦσε ἡ πανσέληνος τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας, ὁπότε καὶ ἐτέλουν τὰ Πάνδια ( < πᾶν + δία = ἡμέρα) πρὸς τιμὴν τῆς Σελήνης-Ἀρτέμιδος καὶ κατ' ἄλλους τοῦ πατρός της, Διὸς ἤ ἀκόμη καὶ τοῦ παναρχαίου βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν, Πανδίονος. Ἐπειδὴ ἡ πανσέληνος συνέπιπτε ἀκριβῶς μετὰ τὰ Μεγάλα Διονύσια μερικοὶ θεωροῦν πὼς τὰ Πάνδια ἦταν μέρος τῆς πολυημέρου ἑορτῆς τῶν Διονυσίων. 

Σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τοῦ Σόλωνος (ἄρθρον 475) μετὰ τὰ Πάνδια οἱ Πρύτανεις συνεκάλουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ δήμου στὸν ναὸν τοῦ Διονύσου καὶ συνεζήτουν πρῶτον περὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἔπειτα τὶς ἀγωγὲς ποὺ ἔγιναν γιὰ ὅσους προκάλεσαν ἴσως ἀναστάτωσιν εἴτε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πομπῆς, εἴτε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἀγώνων. 

Καὶ φυσικῶς μέσῳ τῶν διονυσιακῶν ἑορτῶν καὶ τῶν παραστάσεων ποὺ διεξάγοντο σὲ αὐτὲς ἀνεδείχθησαν οἱ μεγαλύτεροι τραγωδοί -οἱ περισσότεροι δυστυχῶς ἔχουν χαθεῖ στὶς μέρες μας (καὶ μαζί τοὺς πάνω ἀπὸ 1400 δράματα!) καὶ τῶν ἐναπομεινάντων μας τραγικῶν διεσώθησαν λίγα ἔργα τους μόνον (ἀπ' τὰ 130 ἔργα τοῦ Σοφοκλέους διεσώθησαν τὰ 7! Ἴδια τύχη εἶχε καὶ ὁ Αἰσχύλος... Ὁ Εὐριπίδης θὰ λέγαμε πὼς στάθηκε τυχερός, καθῶς ἀπὸ τὰ 92 του δράματα μποροῦμε νὰ διαβάσουμε σήμερα τὰ 18 ) -.  

Ὁ Αἰσχύλος κατάφερε νὰ κερδίσει μὲ τὸ ἔργον «Πέρσες» τὸ 472 π.κ.ἐ. Ὁ τραγικός μας ποιητὴς εἶχε πολεμήσει μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ πολλάκις τοὺς ἐπήλυδες Πέρσες καὶ στὸν Μαραθῶνα καὶ στὴν Σαλαμῖνα καὶ στὸ Ἀρτεμίσιον. Μαζί του καὶ τὰ δύο ἀδέλφια του, ὁ Ἀμεινίας καὶ ὁ Κυναίγειρος ποὺ πάλεψαν μέχρι τέλους γιὰ νὰ μὴ γίνει ἡ πατρίς μας περσική. Στὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος εἶδε τὸν ἀδελφόν του μετὰ τὴν νίκη τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῶν Περσῶν νὰ κατακρεουργεῖται ἀπὸ τὸ βάρβαρον χέρι, πρᾶγμα ποὺ τοῦ στοίχισε καὶ τὸν στοίχειωνε γιὰ χρόνια.

Τὸ 467 π.κ.ἐ. βγῆκε πάλι πρῶτος μὲ τοὺς «7 ἐπὶ Θῆβας», τὸ 463 π.κ.ἐ. μὲ τὶς «Ἱκέτιδες» καὶ τὸ 458 π.κ.ἐ. μὲ τὴν τριλογία του «Ὀρέστεια» κέρδισε καὶ πάλι τὴν πρωτιά. 

Σπουδαῖοι τραγωδοὶ φάνηκαν καὶ ὁ υἰός του, Εὐφορίων, ὁ ὁποῖος τὸ 431 π.κ.ἐ. ἄφησε 2ον τὸν Σοφοκλῆ καὶ 3η τὴν «Μήδεια» τοῦ Εὐριπίδου, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀνηψιός του Φιλοκλῆς, ὁ ὁποῖος στέρησε τὴν νίκην ἀπὸ τὸν Σοφοκλῆ, μὲ τὸ ἔργο του «Πανδιονίς»! 

...

Ὁ Σοφοκλῆς μὲ τὴν σειρά του βρέθηκε στὴν πρώτη θέσιν τὸ 468 π.κ.ἐ. («Τριπτόλεμος»), τὸ 441 π.κ.ἐ. («Ἀντιγόνη») καὶ τὸ 409 π.κ.ἐ. («Φιλοκτήτης»). 

Ὁ τρίτος μέγας τραγικός μας, Εὐριπίδης, γνώρισε τουλάχιστον 2 φορὲς τὴν ἐπιτυχία, μία μὲ τὸν «Ἱππόλυτον», τὸ 428 π.κ.ἐ. (χρονιὰ ποὺ ἔμελλε νὰ συνοδεύσει τὴν νίκη του Εὐριπίδου ὁ χαμὸς τοῦ υἰοῦ του, Ξενοφῶντος, στὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον)· ὁ «Ἱππόλυτος» ἄφησε στὴν 2α θέσιν τὸν υἰὸν τοῦ Σοφοκλέους, Ἰοφῶντα· καὶ ἔπειτα μὲ τὸ ἔργον «Βάκχαι» τὸ 406 π.κ.ἐ. 

Σημ. : Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει ὑπόνοια γιὰ δεκασμὸν τῶν κριτῶν στὶς παραστάσεις, λίγες ἡμέρες πρὶν τὸν ἀγῶνα ἐγένετο προκαταρκτικὸς κατάλογος τῶν κρινόντων : 500 ἄνδρες Ἀθηναῖοι, 50 ἀπὸ κάθε φυλή, ἐγράφοντο σὲ πινακίδια, τὰ ὁποῖα ἐρρίπτοντο σὲ 10 ὑδρίες. Οἱ ὑδρίες αὐτὲς ἐσφραγίζοντο κι ἐφυλάσσοντο στὸν ὀπισθόδομον τοῦ Παρθενῶνος μέχρι τὴν ἔναρξιν τῶν ἀγώνων. Ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν ἐκομίζοντο στὸ θέατρον οἱ 10 ὑδρίες μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ὑποψηφίων κριτῶν καὶ ἀφοῦ τὶς ἀπεσφράγιζον, ἐξήγαγον ἕναν κλῆρον ἀπὸ κάθε ὑδρία σχηματίζοντας ἔτσι 10μελῆ ἐπιτροπή. Ἡ σειρὰ ποὺ θὰ παίζονταν οἱ τετραλογίες τοῦ κάθε ποιητοῦ ἐγένετο καὶ αὐτὴ μὲ κλήρωσιν. Γιὰ 3 συνεχόμενες ἡμέρες (κάθε μέρα καὶ ἕνας ποιητής) μὲ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου μαζεύονταν οἱ θεατὲς γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴν τετραλογία. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες καὶ ἐφόσον εἶχαν ὅλοι παρουσιάσει τὰ ἔργα τους, ἡ κριτικὴ ἐπιτροπὴ ψήφιζε καὶ ἔπειτα ἐκληροῦντο μόνον οἱ πέντε ἀπὸ ὅλες τὶς ψήφους, οἱ ὁποῖες ἔκριναν καὶ τὸν νικητή. 

Ὁ νικητὴς ἔπαιρνε ἕνα στεφάνι κισσοῦ καὶ φυσικῶς τὸν συνώδευε μεγάλη δόξα, ὅπως καὶ τοὺς νικητὲς τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων. Γιὰ τοὺς δραματικοὺς ἀγῶνες ἐτηροῦντο ἐπίσημα πρακτικά. Τὰ ὀνόματα τῶν ποιητῶν, τῶν χορηγῶν, τῶν ὑποκριτῶν, οἱ τίτλοι τῶν δραμάτων, τὰ ἀποτελέσματα τῆς κρίσεως, ἐχαράσσοντο σὲ μαρμάρινες στῆλες, οἱ ὁποῖες ἐφυλάσσοντο στὸ δημόσιον ἀρχεῖον. 


... 

ΤΙ ΕΣΤΙ ΤΡΑΓῼΔΙΑ; 

* ««Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», Ἀριστοτέλους Ποιητικὴ 1449 Β, 25. 

Εἶναι λοιπὸν ἡ τραγῳδία μίμησις κάποιας πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης (1448Α) ἐπεξηγεῖ τὴν λέξιν «μίμησις» : «μιμοῦνται οἱ μιμούμενοι πράττοντας», δηλαδὴ ὑποδύονται ἀνθρώπους εὑρισκομένους ἐν δράσει. Ὁ δὲ ὅρος «πρᾶξις» ἐπιβιώνει μέχρι σήμερα στὶς «πράξεις» τῶν θεατρικῶν ἔργων. 

«πρᾶξις» τῆς τραγῳδίας εἶναι σπουδαία καὶ τελεία, δηλαδὴ ἀξιόλογη καὶ ἐντελὴς καθ' ἑαυτήν. Φτάνει εἰς ὡρισμένον τέλος. Γι' αὐτὸ καὶ ἐπιβάλλεται νὰ ἔχῃ μέγεθος καθωρισμένον (οἱ τραγῳδίες ἀποτελοῦνται συνήθως κατὰ μέσον ὅρον ἀπὸ 1000-1500 στίχους), τὸ ὁποῖον συγκροτεῖται εἰς ἕν «ὅλον» : 

«Ὅλον δέ ἐστιν τὸ ἔχον ἀρχὴν καὶ μέσον καὶ τελευτήν», 1450, 30. 

Ἐὰν ἡ «πρᾶξις» παραταθῇ πέραν τῶν ὁρίων τῆς λειτουργίας της, διαστρεβλώνεται ἡ σύνθεσις «καὶ ἀποτυγχάνουσι πάντες». 

Ἡ μίμησις αὐτῆς τῆς πράξεως γίνεται «ἡδυσμένῳ λόγῳ» : 

«Λέγω δὲ ἡδυσμένον λόγον, τὸν ἔχοντα ῥυθμὸν καὶ ἁρμονίαν καὶ μέλος. Τὸ δὲ χωρὶς τοῖς εἴδεσι ( =χωριστὰ τὸ κάθε εἶδος), τὸ διὰ μέτρων ἔνια ( =μερικὰ εἴδη) περαίνεσθαι, καὶ πάλιν ἕτερα διὰ μέλους», (1449β, 30). 

Μόριον ( =μέρος) τῆς τραγῳδίας εἶναι «ὁ τῆς ὄψεως κόσμος» ( =διάκοσμος : σκηνογραφία, ἐνδυμασία, σκεύη, σκηνοθετικὰ καὶ ὑποκριτικὰ εὑρήματα), ἀκολούθως δὲ «ἡ μελοποιία καὶ ἡ λέξις»

Καὶ ὅλα αὐτά, «δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας». Οἱ μιμούμενοι ὑποκριταὶ δὲν ἀπαγγέλλουν ἁπλῶς, ἀκίνητοι καὶ ἀμέτοχοι, ἀλλὰ δροῦν, πράττουν, ὑποδύονται χαρακτῆρες, πρόσωπα, ἀναπαριστοῦν μύθους καὶ ἀφηγήσεις. 

Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ διεγείρει ἔλεον καὶ φόβον καὶ ὁδηγεῖ εἰς τὴν κάθαρσιν (ἐξαγνισμόν) τῶν τοιούτων παθημάτων. Οἱ θεαταὶ αἰσθάνονται ἔλεος, δηλαδὴ συμπάθεια καὶ οἶκτον διὰ τοὺς ἥρωας καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν τους. Ἐπαναβιώνουν τὰ παρόμοια («τοιαῦτα») παθήματά τους καὶ διὰ τῆς ἐπαναβιώσεως τοῦ πόνου, μέσῳ τῶν δακρύων, λυτρώνονται καὶ ὁδηγοῦνται εἰς τὴν κάθαρσιν. 

Ἡ λέξις «τραγῳδία» ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «τράγων ᾠδή». Τὰ πρῶτα ἀρχέγονα σχετικὰ ᾂσματα (χορικά) ἐψάλλοντο ἀπὸ μεταμφιεσμένους εἰς τράγους, ἀκολούθους τοῦ Πανὸς καὶ τοῦ Διονύσου. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν τράγων ᾠδὴν κατάγεται καὶ τὸ σημερινὸν «τραγούδι». 

Ἄλλοι ὅμως ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ λέξις «τραγῳδία» προέρχεται ἀπὸ τὸν τράγον ὁ ὁποῖος ἐθυσιάζετο, ὡς ἱερὸν ζῷον τοῦ Διονύσου, κατὰ τὰ Διονύσια»... εἰς τὸν ποιητὴν τοῦ διονυσιακοῦ ᾂσματος ἐδίδετο ὡς βραβεῖον ἕνας τράγος. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὸ ἄτεχνον ἀρχικῶς ἆσμα-τραγούδι, ὁ διθύραμβος πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου εἶναι ἡ πηγὴ τῆς μετέπειτα ἐντέχνου τραγῳδίας, ἡ ὁποία ἐγεννήθη εἰς τὴν Δωρικὴν Πελοπόννησον καὶ ἀνεπτύχθη εἰς τὰς Ἀθήνας», Αἰσχύλου Εὐφορίωνος Ἀθηναίου Προμηθεὺς Δεσμώτης, Ἄννα Τζιροπούλου Εὐσταθίου. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (