Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΚΑΘΑΡΣΙΣ ΤΩΝ ΜΝΗΣΤΗΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ

Ὁ Λαερτιάδης Ὀδυσσεὺς ἐνῷ ἔβλεπε τοὺς μνηστῆρες νὰ κατακρεουργοῦν καὶ νὰ νοσφίζονται τὸ βιός του, ὑπομονετικός, ὁργισμένος μὰ συνάμα συνετὸς ἐνελόχευε λανθάνων μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἀθηνᾶς (σοφίας), περιμένοντας τὴν κατάλληλη στιγμὴ ποὺ θὰ ἔφερνε ὁ Κρόνος-χρόνος γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ μὲ τὴν ἀνδρεία του κι ὄχι γονατισμένος μυξοκλαίγοντας, ὅσα προσπάθησαν νὰ τοῦ κλέψουν οἱ μνηστῆρες. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα ξεκίνησε τὴν ἐκκαθάρισιν ἀπὸ τὸν Ἀντίνοον ( < ἀντί + νοῦς) , τὸν υἰὸν τοῦ Εὐπείθου ( < εὖ + πείθω).

Ἐνῷ ὁ Ἀντίνους κατασπαταλοῦσε καὶ ἀπέλαυε τὴν ξένη περιουσία, κι ἑνῷ ἦταν ἕτοιμος νὰ ἁρπάξει τὸ χρυσοῦν ἄμφωτον γιὰ νὰ πιεῖ γιὰ ἀκόμη μία φορὰ τὸν οἶνον τοῦ Ὀδυσσέως, ὁ Λαερτιάδης ἄναξ τοῦ τρύπησε μὲ βέλος τὸ λαρύγγι (στὸ ὁποῖον παράγεται ἡ φωνή) τὸ ὁποῖον τρύπησε μέχρι καὶ τὸν αὐχένα του καὶ ὁ Εὐπειθιάδης Ἀντίνους βγάζοντας αἷμα ἀπὸ τὰ ῥουθούνια ἔπεσε νεκρός.

Ὁ Ὀδυσσεὺς ἤξερε πὼς χωρὶς τὴν ὑπακοὴ στὴν παραφροσύνη ποὺ ἀντιπροσώπευε ὁ προαναφερθεὶς μνηστήρ, ἡ ἐκκαθάρισις τῆς βρωμιᾶς ποὺ μαζεύτηκε στὸ παλάτι του θὰ γινόταν εὐκολώτερα.
Ὕστερα θὰ ἀκολουθήσουν καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἐχθροί του ποὺ μετὰ τὸν ἀπροσδόκητον θάνατον τοῦ κραταιοῦ μνηστῆρος τρέχουν πανικόβλητοι νὰ ξεφύγουν. Συναθροισμένοι ξεκινοῦν νὰ βρίζουν, νὰ ἀπειλοῦν καὶ νὰ ἐκφοβίζουν τὸν Λαερτιάδη. Ὁ Ὀδυσσεὺς ἀτρόμητος τοὺς ἀντιμετωπίζει ὅπως πρέπει σὲ λεοντόκαρδον ἄνδρα και ὅπως ἁρμόζει στοὺς καταχραστὲς καὶ σὲ ὅσους ἀφανίζουν τὴν κληρονομιά του.

«Σκυλιὰ ποὺ λέγατε πὼς δὲν θὰ ξαναγυρνοῦσα στὸν οἶκον μου ἀπὸ τὴν Τροία καὶ γι' αυτὸ μοῦ κατασπαταλούσατε τὸ βιός μου καὶ μὲ τὶς γυναῖκες ὑπηρέτριες πλαγιάζατε βιαίως, καὶ τὴν γυναῖκα μου, ἐνῶ ἐγὼ ζοῦσα, ὕπουλα προσπαθούσατε νὰ μνηστευθεῖτε, οὔτε τοὺς θεοὺς φοβηθήκατε ποὺ κατέχουν τὸν εὑρὺ οὐρανόν, οὔτε τὴν νέμεσιν ἀνθρώπων ποὺ θὰ ἐρχόταν παραπίσω : τώρα κρέμεται πάνω ἀπὸ ὅλους σας τὸ ὁλέθριον τέλος».

Κάποιοι βλέποντας πὼς δὲν ἀποδίδει ἡ τακτικὴ τοῦ φόβου, προσπαθοῦν νὰ τὸν ἐξαγοράσουν γιὰ νὰ γλυτώσουν τὴν ὀργή του. Ὁ Εὐρύμαχος προσπαθώντας νὰ γλυτώσει ῥίχνει τὸ φταίξιμον στὸν Ἀντίνοον καὶ λέγει πὼς αὐτὸς τοὺς παρέσυρε ὅλους («ἐξετέλουν διαταγές» ποὺ λέγουν διάφοροι σήμερα κρυπτόμενοι καὶ ἀποποιούμενοι τὶς εὐθύνες τους) καὶ τώρα εἶναι νεκρός, μὰ καὶ ὅσα ἀγαθὰ τοῦ κατασπατάλησαν θὰ τοῦ τὰ ἐπιστρέψουν κι ἔτσι θὰ ἀποδοθεῖ τὸ δίκαιον καὶ ὅλα ὅσα τοῦ ὀφείλουν. Ὁ Ὀδυσσεὺς ἁπαντᾶ ὡς ἁρμόζει σὲ γενναῖον ἄνδρα ποὺ δὲν κοστολογεῖ τὴν ὑπόληψίν του καὶ τὰ ἰδανικά του :

«Εὑρύμαχε ἀκόμα κι ἄν ὅλα τὰ πατρικὰ μοῦ ἀποδώσετε, ὅσα τώρα ἔχετε καὶ ἄν κι ἀπὸ ἀλλοῦ κι ἄλλα βάλετε ἀπὸ πάνω, ἀκόμα κι ἔτσι τὰ χέρια μου δὲν θὰ μὲ σταματοῦσαν ἀπὸ τὸν φόνον πρὶν ὅλοι οἱ μνηστῆρες πληρώσουν γιὰ τὶς ἀνομίες τους. Τώρα διαλέχτε ἤ καθῆστε νὰ δώσετε μάχην ἐναντίον μου ἤ φύγετε· ἀκόμα κι ἄν κάποιος τὸν θάνατον καὶ τὴν καταστροφὴ ἀποφύγει, τὸν ἀπόκρημνον ὄλεθρον δὲν νομίζω ὅτι θὰ καταφέρει νὰ ἀποφύγει».

Αὐτὰ ἦταν καὶ τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα πρὶν τοὺς κατασφάξει ὅλους, ἕναν πρὸς ἕναν. Οἱ μόνοι ἀπὸ τοὺς εὑρισκομένους στὸ δωμάτιον ποὺ γλύτωσαν ἀπὸ τὰ χέρια του ἦταν ὁ ἀοιδὸς τοῦ ἀνακτόρου, Φήμιος ( < φήμη) καὶ ὁ Μέδων ( < μέδομαι =προνοῶ, φροντίζω γιὰ κάποιον/ κάτι), οἱ ὁποῖοι τὴν γλύτωσαν ὕστερα ἀπὸ παρέμβασιν τοῦ Τηλεμάχου.
Ὁ Ὀδυσσεὺς χαρίσε τὴν ζωὴ στὸν μὲν πρῶτον γιατὶ ἔπαιζε καταναγκαστικῶς μουσικὴ στοὺς ἐχθροὺς-μνηστῆρες, στὸν δὲ δεύτερον γιατὶ εἶχε φροντίσει νὰ σώσει τὴν ζωὴ τοῦ Τηλεμάχου, ἀποκαλύπτοντας τὸ σχέδιον τῶν μνηστήρων ποὺ τὸν ἤθελαν νεκρόν.

Μετὰ λοιπὸν τὸν Ἀντίνοον καὶ ἔπειτα τὰ λόγια τοῦ Εὐρυμάχου ὁ τελευταῖος βλέποντας πὼς δὲν ἀποδίδει ἡ τακτικὴ τοῦ καλοπιάσματος, τραβᾶ τὸ σπαθί του μήπως καὶ ξεφύγει. Ὅμως ὁ Ὀδυσσεὺς τὸν τοξεύει στὸ στῆθος καὶ τὸ βέλος ἔφτασε μέχρι τὸ συκώτι του καὶ ἐκεῖνος ἔπεσε πάνω στὸ τραπέζι μπρός του, πετώντας ὅ,τι ὑπῆρχε πάνω του στὸ πάτωμα, στὸ ὁποῖον βρέθηκε ἔπειτα καὶ ὁ ἴδιος, πέφτοντας σὲ αὐτὸ μὲ τὸ μέτωπον καὶ βρίσκοντας ἔτσι τὸν θάνατον.

Καὶ τότε ὁ Ἀμφίνομος ( < ἀμφί + νόμος) πῆγε νὰ ὁρμήξει στὸν Ὀδυσσέα μὲ τὸ κοφτερόν του ξίφος, μὰ τὸν πρόλαβε ὁ Τηλέμαχος καὶ τὸν ἐκάρφωσε μὲ δόρυ κατόπισθεν βαλών καὶ ἔτσι σκοτώθηκε καὶ αὐτὸς ὁ μνηστήρ.
Τότε ὁ Τηλέμαχος ἔτρεξε νὰ φέρει ἀσπίδες, περικεφαλαῖες καὶ δόρατα στὸν πατέρα του, μὰ καὶ γιὰ νὰ ὁπλιστοῦν ὁ ἴδιος, ὁ βοσκὸς Φιλοίτιος ( < φίλος + οἶτος = θάνατος) καὶ ὁ βοσκὸς Εὔμαιος ( εὖ + μάω = ζητῶ), ἄνθρωποι ποὺ ἔμεναν πιστοὶ στὸν Ὀδυσσέα καὶ δὲν τὸν πρόδωσαν ὅσον αὐτὸς ἔλειπε.

Συνάμα ὅμως καὶ ὁ ἄπιστος βοσκὸς τοῦ Ὀδυσσέως Μελάνθιος ( < μέλας + ἀνθός), -ἄνθος μαύρης ὥρας ὅταν γεννήθηκε καὶ αὐτὸς καὶ ἡ ἄπιστη ὑπηρέτρια τοῦ παλατιοῦ καὶ ἀδελφή του, Μελανθώ (οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ ἀπολαύουν καλῆς μεταχειρίσεως ἀπὸ τοὺς καταπατητές, δὲν δίσταζαν νὰ συμμαχήσουν μαζί τους καὶ νὰ προδώσουν τὸν κύρη τους γιὰ ἄτιμα κέρδη)- προμήθευσε μὲ ὅπλα, ἀσπίδες καὶ κράνη τοὺς μνηστῆρες. Τὰ μαῦρα σπέρματα, Μελάνθιος καὶ Μελανθὼ ἦταν τέκνα τοῦ Δολίου.

Ὁ Ὀδυσσεὺς ἀντιλαμβανόμενος πὼς ἡ μάχη θὰ εἶναι πιὸ δύσκολη ἀπὸ ὅτι περίμενε διατάζει νὰ μείνει ὁ ἴδιος καὶ ὁ Τηλέμαχος στὴν αἴθουσα μὲ τοὺς μνηστῆρες καὶ οἱ δύο πιστοὶ βοσκοί του, νὰ τρέξουν στὴν κάμαρά του ποὺ εἶχε πάει ὁ Μελάνθιος νὰ φέρει κι ἄλλα ὅπλα καὶ νὰ τοῦ διαστρέψουν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἔπειτα νὰ τὸν δέσουν σὲ σανίδα ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ κουνηθεῖ καὶ νὰ τὸν κρεμάσουν στὸν ψηλὸν κίονα τῆς κάμαρας, ὥστε νὰ ὑποφέρει μέχρι νὰ ξεψυχήσει ζωντανός. Ἀφοῦ ἔπραξαν ὡς τοὺς εἶπε ὁ Ὀδυσσεύς, ἐπέστρεψαν νὰ βοηθήσουν πατέρα καὶ υἰὸν μὲ τὸ ἄνισον πλῆθος τῶν μνηστήρων.

Τότε ὁ Ἀγέλαος ( < ἄγω + λαός), ὁ υἰὸς τοῦ Δαμάστορος ( < δαμάζω) προσπάθησε νὰ ἀποθαρρύνει μὲ τὰ λόγια του τοὺς τέσσερεις ἐναπομείναντες ὑπερασπιστὲς τοῦ Ἰθακησίου παλατιοῦ καὶ συνάμα νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς ὑπολοίπους μνηστῆρες, τῶν ὁποίων ξεχώριζαν ὁ Εὐρύνομος, ὁ Δημοπτόλεμος ( < δῆμος + πόλεμος), ὁ Ἀμφιμέδων ( < ἀμφί + μέδομαι = προνοῶ, σχεδιάζω), υἰὸς τοῦ Μελανέως, ὁ Πείσανδρος ( < πείθω + ἀνήρ), υἰὸς τοῦ Πολυκτόρου ( < πολύ + κτήτωρ) καὶ ὁ Πόλυβος ( < πολύς + βοῦς).

Ὁ ἄγων τὸν πλῆθος τῶν μνηστήρων ἔναντι τοῦ Ὀδυσσέως, τοῦ Τηλεμάχου, τοῦ Φιλοιτίου καὶ τοῦ Εὐμαίου, ὁ Ἀγέλαος προσπάθησε νὰ δαμάσει τὸ ἠθικὸν τῶν τεσσάρων, δεικνύοντας τὸ «κράτος» τῶν μνηστήρων -τὸ ὁποῖον περιγράφεται ἐναργέστατα ἀπὸ τὰ ὀνόματά τους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν πατέρων τους-.

Οἱ νοσφιστὲς ῥίχνουν ἔπειτα ἀπὸ παρότρυνσιν τοῦ Δαμαστορίδου ἕξι δόρατα μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν Ὀδυσσέα, καθῶς ἄν πέσει αὐτὸς, θεωροῦν πὼς οἱ ἄλλοι θὰ πέσουν εὐκολώτερα, μὰ ἡ Ἀθηνᾶ (σοφία) προστατεύει τὸν Ὀδυσσέα καὶ τοὺς δικούς του. Οἱ τέσσερεις ἀνταποδίδουν ἀμέσως· ὁ Ὀδυσσεὺς σκοτώνει τὸν Δημοπτόλεμον, ὁ Τηλέμαχος τὸν Εὐρυάδη ( < εὐρὑς + ἄδω), ὁ Εὔμαιος τὸν Ἔλατον καὶ τὸν Πείσανδρον ὁ Φιλοίτιος. Κι ἔτσι ἔφαγαν τὸ τελευταῖον ἀγαθὸν ποὺ τοὺς δώρισαν ἁπλόχερα μὲ τὰ ἀκόντιά τους ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ δικοί του· τὸ χῶμα τῆς Ἰθάκης, καθῶς ἔπεφταν καταγῆς νεκροί.

Ἀντεπιτέθηκαν ὅμως οἱ μνηστῆρες μὰ κατάφεραν μόνον νὰ τραυματίσουν ἐλαφρῶς στὸν καρπὸν τὸν Τηλέμαχον καὶ τὸν Εὔμαιον ἐλαφρῶς στὸν ὧμον. Τότε ὁ Ὀδυσσεὺς σκοτώνει τὸν Εὐρυμέδοντα· ὁ Τηλέμαχος ἀνταποδίδει τὸ χτύπημα στὸν Ἀμφιμέδοντα ποὺ τοῦ ἔγδαρε τὸν καρπόν, σκοτώνοντάς τον ἀκαριαίως· ὁ Εὔμαιος σκοτώνει τὸν Πόλυβον καὶ ὁ Φιλοίτιος τὸν Κτήσιππον ( < κτῆσις + ἵππος).

Τότε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐπετέθη στὸν Ἀγέλαον καὶ ὁ Τηλέμαχος στὸν Ληόκριτον ( < λεώς + κρίνω), τὸν ὁποῖον πέτυχε μεταξὺ πλευρῶν καὶ ἰσχίου, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα κι ἔτσι ὁ Ληόκριτος ἔπεσε νεκρὸς μὲ τὸ πρόσωπον καταγῆς. Ἡ Ἀθηνᾶ σήκωσε τὴν φθισίμβροτόν της αἰγίδα καὶ οἱ μνηστῆρες ἔτρεχαν σὰν τρελοί, πανικοβλημένοι νὰ σωθοῦν ὅπως-ὅπως.
Ὁ μάντης Λειώδης ( < λεῖος = ὁμαλός) τότε, ὡς ἕνας καὶ αὐτὸς ἐκ τῶν μνηστήρων, ἔτρεξε προσπίπτων στὰ πόδια τοῦ Ὀδυσσέως, παρακαλώντας τόν νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ λέγοντάς του πὼς πολλάκις προσπάθησε ὁ ἴδιος νὰ συνετίσει τοὺς μνηστῆρες μὰ δὲν τὰ κατάφερε καὶ πὼς ὁ ἴδιος δὲν πείραξε ποτὲ τὸ παλάτι του ὅπως οἱ ἄλλοι.

Ὁ Λαερτιάδης ὑποδιδράσκων αὐτὸν τοὺ ἀπήντησε πὼς δὲν πρόκειται νὰ τοῦ χαριστεῖ, διότι πολλὲς φορὲς εὐχήθηκε νὰ μη γυρίσει ζωντανὸς ὁ ἴδιος στὸ παλάτι του καὶ ὄχι μόνον αὐτό, μὰ θέλησε νὰ τοῦ ἁρπάξει καὶ τὴν γυναῖκα καὶ νὰ τῆς κάνει καὶ παιδιά· γιὰ ὅλ' αὐτὰ λοιπὸν τὸν περίμενε καὶ αὐτὸν ἡ ὥρα τοῦ στυγεροῦ θανάτου καὶ μὲ τὸ σπαθὶ ποὺ εἶχε πέσει ἀπὸ τὸν Ἀγέλαον, καθῶς αὐτὸς ξεψυχοῦσε τοῦ τράβηξε μία στὸν αὐχένα καὶ τοῦ 'κοψε τὸ κεφάλι.

Συνάμα ὁ Ὀδυσσεὺς γύριζε τὸ κεφάλι του δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ κυττοῦσε μήπως τοῦ ξέφυγε κανένας. Ἀφοῦ βεβαιώθηκε πὼς εἶχε σκοτώσει ὅλους τοὺς καταπατητὲς τοῦ οἴκου του, διέταξε τὸν Τηλέμαχον νὰ καλέσει τὴν Εὐρύκλεια ἡ ὁποία βλέποντας τὸν κύρη της νὰ στάζει ὁλόκληρος ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν μνηστήρων, μὰ καὶ ἀντικρύζοντας τὰ ἀμέτρητα πτώματα τριγύρω πῆγε νὰ οὐρλιάξει. Μὰ ὁ Ὀδυσσεὺς τὴν συνεκράτει καὶ τῆς εἶπε νὰ τὸν ἐνημερώσει πόσες ἀπὸ τὶς ὑπηρέτριες φάνηκαν ἄτιμες, ὅσον ἐκεῖνος ἔλειπε. Ἐκείνη τοῦ εἶπε πὼς ἀπὸ τὶς 50 οἱ 12 ἦταν ἀσεβεῖς ἀπέναντι στὸ βιός του, στὴν γυναῖκα του καὶ στὸ παιδί του καὶ πὼς χαριεντίζονταν μὲ τοὺς ἐπιδόξους κληρονόμους τῆς περιουσίας του.

Οἱ προδότες ἦταν καὶ εἶναι ἀνέκαθεν χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ἔτσι λοιπὸν ἀφοῦ συνήθροισε τὶς ἄπιστες ὑπηρέτριες, καθάρισαν τὸ δωμάτιον ἀπὸ τὰ πτώματα καὶ τὰ αἵματα καὶ ὕστερα τὶς ἔσυραν στὴν αὐλὴ ὅπου ὁ Τηλέμαχος μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια τὶς κρέμασε :

«Δὲν θὰ ἤθελα νὰ ἀφαιρέσω τὴν ψυχή/ ζωή τους μὲ καθαρὸν/ τιμημένον θάνατον σὲ αὐτὲς ποὺ ὄνειδος κατέχυσαν στὸ κεφάλι τὸ δικόν μου καὶ τῆς μητρός μου, περνώντας τὶς νύκτες τους μὲ τοὺς μνηστῆρες».

Παράλληλα ὅμως καὶ τὸν βοσκὸν τοῦ Ὀδυσσέως ποὺ ὅταν τὸν εἶδε μεταμφιεσμένον σὲ ζητιάνον τὸν καταφρόνησε καὶ τὸν κλώτσησε, τὸν Μελάνθιον τοῦ Δολίου ποὺ νωρίτερα εἶχαν δέσει καὶ κρεμάσει καταχτυπημένον στὴν κάμαρα μὲ τὰ ὅπλα, τὸν βρῆκε τὸ τέλος ποὺ ἁρμόζει σὲ ἀνάνδρους, ποὺ τοὺς ὄρχεις τοὺς ἔχουν μόνον γιὰ στολίδι.

Τοῦ ἔκοψαν τοὺς ὄρχεις καὶ τοὺς πέταξαν στὰ σκυλιὰ νὰ τοὺς φάνε. Τὰ χάλκινα ὅπλα ποὺ δὲν κατέληξαν μέσῳ αὐτοῦ στοὺς μνηστῆρες, ἦταν αὐτὰ ποὺ τοῦ ἀπέκοψαν τὰ αὐτιὰ, την μύτη, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια.

Ὅσον γιὰ τὸν Εὐπείθη, τὸν πατέρα του Ἀντινόου, προσπάθησε νὰ πάρει ἐκδίκησιν ἀργότερα συναθροίζοντας μὲ τὸν λόγον του ὅσους συγγενεῖς τῶν νεκρῶν μποροῦσε. Συγκεντρώθηκαν λοιπὸν καὶ ἑτοιμάστηκαν γιὰ ἐπίθεσιν κατὰ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τῶν δικῶν του.

Τρεῖς γενεές, Λαέρτης, Ὀδυσσεύς, Τηλέμαχος βγῆκαν στὴν μάχη σύμφωνα μὲ τὸν Ὅμηρον, ὁ ὁποῖος χάρισε στὴν ἀνθρωπότητα ἀκόμα μερικοὺς στίχους τῶν ἀνδρείων λόγων τῶν προγόνων του.

Ὀδυσσεύς : «Τηλέμαχε νὰ γνωρίζεις, ἔφτασε ἡ ὥρα ποὺ καὶ ὁ ἴδιος θὰ μπεῖς στὴν μάχη ἀνδρῶν ποὺ πολεμοῦν γιὰ νὰ κριθοῦν οἱ ἄριστοι, νὰ μὴ καταισχύνεις τὸ γένος τῶν πατέρων σου, ποὺ ἀπαρχῆς ὡς τώρα γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὸ θάρρος ὑπερτεροῦμε σὲ ὅλοκληρη τὴν γῆ».

Τηλέμαχος : «Φίλιε πατέρα θὰ δεῖς ἄν τὸ θέλεις πὼς πάνω στὴν ὀργή μου/ μὲ τὸ θάρρος μου δὲν θὰ ντροπιάσω ἐγὼ τὸ γένος σου, ὅπως λές».

Ὅπως τὰ ἔλεγε αὐτὰ, ὁ Λαέρτης -ὁ παπποῦς του- ἐχάρη καὶ εἶπε λόγια :

«Τί μέρα αὐτὴ γιὰ μένα, φίλοι θεοί; Στὴν ὁποίαν τόσον πολὺ χαίρομαι, υἰὸς καὶ ἐγγονὸς νὰ ἀνταγωνίζονται γιὰ τὴν ἀρετή/ παλληκαριά τους!».

Ὁ Λαέρτης μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια σκότωσε μὲ τὸ χάλκινον δόρυ του τὸν Εὐπείθη ποὺ ζητοῦσε ἐκδίκησιν. Τὸ δόρυ του πετάχτηκε μὲ τόση δύναμιν ποὺ διαπέρασε τὴν χάλκινη περικεφαλαία τοῦ Εὐπείθου, ῥίχνοντάς τον νεκρόν.

Χιλιετίες ἀργότερα καὶ ἐφ' ὅσον ἔχουν προηγηθεῖ ἀμέτρητες ἔνδοξες στιγμὲς μαχῶν ὅπως αὐτὴ τοῦ Λαέρτου μὲ τους ἀπογόνους του, ὁ Πλούταρχος βασιζόμενος στοὺς ἐπαίνους ὑπὲρ τῶν πεσόντων γιὰ τὴν Σπάρτη μεταφέρει τὴν «ἐπαγγελίαν τε καὶ μεγαλαυχίαν πρὸς ἀρετὴν πρέπουσαν ταῖς ἡλικίαις» (Λυκούργος, 21), ὅπου καὶ πάλι τρεῖς γενεὲς (γερόντων-ἀνδρῶν-παίδων) ἑορτάζοντας ἔλεγαν κατὰ σειρά ἡλικίας :

Γέροντες : Ἄμμες πόκ' ἦμες ἄλκιμοι νεανίαι. ( = Ἑμεῖς κάποτε ἤμασταν ἄλκιμοι νεανίες).

Ἄνδρες : Ἄμμες δέ γ' εἰμέν· αἰ δὲ λῇς, αὐγάσδεο/ πεῖραν λαβέ. ( = Ἑμεῖς εἴμαστε τώρα. Ἄν τὸ ἐπιθυμεῖς, δές το/ δοκίμασέ το).

Παῖδες : Ἄμμες δέ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες. ( = Ἑμεῖς θὰ εἴμαστε πολὺ καλλίτεροι).

Καιρὸς νὰ ἐπιστρέψουμε στὶς ἑλληνικὲς ῥίζες, καιρὸς νὰ παραδειγματιστοῦμε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Ἐθνικόν μας ποιητήν, τὸν Ὅμηρον καὶ νὰ ὑπακούσουμε στὸ Ἡσιοδικὸν παράγγελμα ἀνταποδόσεως εἰς διπλοῦν τῶν κακῶν ποὺ σοῦ προξενοῦν «φίλοι», ἀφήνοντας τὰ ἑβραιοματθαιικὰ προστάγματα ἀγάπης καὶ μαλθακότητος μὲ τὰ ὁποία ἀφοπλίζουν αἰῶνες τώρα καὶ γενοκτονοῦν τὸ γένος καὶ τὴν αἴγλην τῶν Ἑλλήνων.

Καιρὸς νὰ ἀκούσουμε ὡς ἄλλοι Τηλέμαχοι τὰ λόγια τοῦ πατρός μας Ὀδυσσέως νὰ μὴν ἀφήσουμε λερωμένον, γεμάτον ντροπὴ ἕνα τόσον ἔνδοξον ὄνομα, μία τέτοια εὐκλεῆ ἱστορία· νὰ μὴ καταισχύνουμε τὸ ἡρωϊκὸν γένος μας μὰ πιστοὶ στὰ ἑλληνικὰ ἰδανικὰ νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν κληρονομιὰ τῶν προγόνων μας ἀπὸ μνηστῆρες καὶ προδότες.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (