Crétin (κυριολεκτικῶς = ὁ κρετίνος, ὁ ἀσθενῶν ἀπὸ κρετινισμόν-δυσλειτουργία ἤ πλήρη ἔλλειψιν τοῦ θυρεοειδοῦς ἀδένος ποὺ ὁδηγεῖ σὲ νοητικὴ καὶ σωματικὴ ὑστέρησιν· μεταφορικῶς ὁ ἀνόητος, ὁ πράττων ἀνοήτως καὶ ὁ ἠλίθιος)/ crétinisme (μεταφορικῶς = ἡ ἡλιθιότης). Ἐνεδήμει κυρίως σὲ μέρη ἀπομακρυμένα ἀπὸ τὴν θάλασσα, ὅπως π.χ. στὶς Ἄλπεις, καθῶς ἡ ἔλλειψις ἰωδίου λειτουργεῖ καθοριστικῶς στὴν δυσλειτουργία τοῦ θυρεοειδοῦς. Τὸ ἀντιδάνειον crétin ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ chrétien ( =χριστιανός), ὅπερ ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ χρίω > Χριστός, ὁ ἔχων τὸ χρῖσμα· κρετίνος ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «καημένου Χριστιανοῦ». Ὁ κρετινισμὸς ἔχει ὡς κύρια συμπτώματα τὸ χαμηλὸν ἀνάστημα, τὴν ἔλλειψιν τριχοφυίας, τὴν νοητικὴ ὑστέρησιν.
Ἀπὸ πράξεις ποὺ μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν σὲ κρετίνους, ἤτοι σὲ ἀνθρώπους συμπεριφερομένους ἄνευ νοητικῆς καθαρότητος, μεταφορικῶς συμπεριφερομένους παραλόγως, ἀνοήτως, ἠλιθίως φαίνεται πὼς πάσχουν ὅσοι διατείνονται πὼς εἶναι μὲν Ἕλληνες, ἀλλὰ εἶναι καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοί, ἀγνοοῦντες πὼς Ἕλλην καὶ Χριστιανὸς εἶναι δύο ἔννοιες φύσει ἀντίθετες. Τὸ ἄν τὸ ἑβραϊκὸν παρασάρκωμα ποὺ κατσικώσαν κάποτε στοὺς Ἕλληνας διὰ τῆς βίας καὶ διὰ γενοκτονιῶν ἐνεσωμάτωσε στὴν πάροδον τῶν χρόνων παραποιημένα, γελοιοποιημένα καὶ ἀπαξιωμένα ἑλληνικὰ στοιχεῖα, ὅπως καὶ τὸ ὅτι αὐτὴ ἡ ἑβραϊκὴ χολέρα ἔκλεψε καὶ κατακρεούργησε τοὺς ἑλληνικοὺς μύθους, παραχαράσσοντάς τους καὶ προσαρμόζοντάς τους στὶς ἀβρααμικὲς ἐπιταγές, δὲν συνεπάγεται πὼς τὰ δύο ἐξ ὁρισμοῦ ἀντίθετα, ὁ Ἕλλην καὶ ὁ Ἑβραῖος εἶναι ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστον συνάδοντα.
Μία ἀπὸ τὶς πολλὲς πράξεις καὶ «διδάγματα» παραφροσύνης τῶν ἀποκαλουμένων «Ἑλλήνων ἑβραιοχριστιανῶν» τελεῖται -καί- τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου τὸ «πιστὸν καὶ εὐσεβές» ποίμνιον συναγελάζεται συναθροιζόμενον στὶς χριστιανικὲς ἐκκλησίες γιὰ νὰ καταραστεῖ τοὺς ...Ἕλληνες! Οἱ λόγοι τοῦ αναθεματισμοῦ εἶναι περιληπτικῶς ἡ νάρκη τῶν πιστῶν ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ διαταραχθεῖ ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἰδεώδη, τὴν κοσμοθεωρία τῆς φιλοσοφίας, τῆς κριτικῆς σκέψεως, τῆς ἐρεύνης καὶ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν δογματικὸν πίστιν ποὺ οἱ Ἕλληνες πρεσβεύουν.
Οἱ «Ἕλληνες χριστιανοί» συνηθισμένοι στὸν ὄρθρον νὰ ἀποτάσσονται τὸν Ἑωσφόρον-δαίμονες καὶ συνάμα νὰ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὴν κληρονομιὰ τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Πλάτωνος κλπ ποὺ ἐξῇραν τόσον τὴν Οὐρανία Ἀφροδίτη-Ἑωσφόρον, ὅσον καὶ τὴν δαημοσύνη καὶ τὴν εὐδαιμονία, δὲν διστάζουν νὰ ἀναπαράγουν καὶ τὰ ἀκατάληπτα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς γαλουχοῦν πρὸς «ἐπίτευξιν εἰσαγωγῆς τους στὸν παράδεισον» καὶ νὰ καταριοῦνται τοὺς προγόνους τους, διότι ἦταν «μαγαρισμένοι», δηλαδὴ κατὰ τὸ πὼς κατήντησε ἡ λέξις «μολυσμένοι, ἁμαρτωλοί», ἐπειδὴ μαγάριζαν, ἤτοι τιμοῦσαν στὰ μέγαρα τὶς Ἰδέες, τὴν πλάσιν, τὴν συμπαντικὴ νομοτέλεια.
Τώρα σχετικῶς μὲ τὶς εἰκόνες καὶ τὴν σημασία ἀναστηλώσεώς τους ποὺ τιμᾶται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, φαίνεται τὰ πράγματα νὰ εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὸ «ἀνήγαγες ἡμᾶς ἐκ τῆς ἀρχαίας ἀρᾶς», ποὺ ψάλλεται στὸν Ὄρθρον τῆς Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, καθῶς ἀπὸ τὰ εἴδωλα* τῶν «Ἐθνικῶν καὶ εἰδωλολατρῶν» ποὺ ἐξυμνοῦσαν τὶς ἐκφάνσεις τοῦ θείου στὴν πλάσιν καὶ ζωή, τὶς Ἰδέες, οἱ χριστιανοὶ ἁπλῶς μετέβησαν σὲ κακότεχνες ἀπεικονίσεις ἁπλῶν προσώπων καὶ δὴ στὸ ἐξευτελιστικὸν προσκύνημα αὐτῶν.
Οἱ ...πρόγονοί τοῦ «εὐσεβοῦς ποιμνίου» οἱ κατὰ Σαούλ-«ἀπόστολον Παῦλον» εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι κυττοῦσαν ψηλὰ στὸν οὐρανὸν καὶ μὲ τὰ χέρια καθαρὰ καὶ σηκωμένα προσηύχοντο εἶναι ἄξιοι ἀναθεματισμοῦ, γιατὶ δὲν γονατίζουν, δὲν προσκυνοῦν, δὲν ταπεινώνουν τὸ φρόνημά τους, δὲν φιλοκοποῦν ξύλα, πτώματα, σκεύη καὶ διάφορα ἄλλα «ἅγια» ἐδώδιμα καὶ μή!
Τὸ ἀδιανόητον ὅμως γιὰ τοὺς Ἕλληνας -καὶ- τὴν ἡμέρα αὐτήν, δὲν εἶναι μόνον ἡ προσκύνησις εἰκόνων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀναθεματισμοὶ κατὰ τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων καὶ τῶν ῥημάτων αὐτῶν, καὶ ἀκόμη χειρότερα ἡ ἐξύμνησις καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ συσχετισμοῦ τους μὲ Ἑβραίους προπάτορες καὶ τὴν ἀλλότρια πρὸς κάθε τὶ ἑλληνικὸν κοσμοθεωρία τους.
Ἐνδεικτικῶς κάποιοι στίχοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ψάλλονται προεόρτια καὶ ἀνήμερα τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας :
«Ἐν τῷ θλίβεσθαί με Δαυϊτικῶς ( =μεγαλοπρεπῶς, μὲ τὸν τρόπον ποὺ ἁρμόζει στὸ μεγαλεῖον τοῦ Δαυίδ!), ἄδω σοὶ Σωτήρ μου».
Ὁ χριστιανὸς δηλαδὴ ἄδει τὸν Σωτῆρα του μεγαλοπρεπῶς, μόνον μὲ ἀναγωγὴ στὸν Ἑβραῖον Δαυίδ. Καὶ ἀκόμα καὶ αὐτοὶ ποὺ θεωροῦν πὼς ἑλληνισμὸς καὶ ἑβραϊσμὸς μποροῦν νὰ συνυπάρξουν ὑπὸ τὸν μανδύα τοῦ χριστιανισμοῦ, δὲν ἀναρωτῶνται καὶ γιατί ὁ Ἕλλην νὰ μὴν ἐπικαλεστεῖ γιὰ τὴν μεγαλοπρέπειά του τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν Θησέα, τὸν προπάτορά του τὸν Ἕλληνα, τοῦ ὁποίου στὸ κάτω-κάτω φέρει καὶ τὸ ὄνομά του, τὸν Δευκαλίωνα ἤ ἔστω τοὺς πολὺ πιὸ προσφάτους Λεωνίδα, Θεμιστοκλῆ, Μιλτιάδη, Μέγα Ἀλέξανδρον...
Στὸν μεγάλον Ἐσπερινὸν τοῦ Σαββάτου πρὸ τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ξανακούγεται τὸ ὄνομα τοῦ «προπάτορος» καὶ τῆς Σιών... τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ καὶ συνεκδοχικῶς, ὅπως λέγεται, τῶν πιστῶν καὶ ἀκολούθων του.
«Δαυϊτικὴ προφητείαν ἐκπληρῶν, Χριστὸς μεγαλειότητα, ἐν Σιών, τὴν οἰκείαν μαθηταῖς ἐξεκάλυψεν» ( =Ἐκπληρώνοντας τὴν προφητεία τοῦ Δαυΐδ, ἐξεκάλυψεν στοὺς μαθητές του ὁ Χριστὸς τὴν μεγαλειότητά του).
Καὶ συνεχίζουν νὰ ψάλλουν στὶς Ἐκκλησίες :
«Ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός...ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον» ( =Ἀπὸ τὰ χαράματα μέχρι τὴν νύχτα ἀς ἐλπίζει ὁ Ἰσραὴλ στὸν Κύριον).
«καὶ Αὐτὸς λυτρώσεται τὸν Ἰσραὴλ ἐκ πασῶν τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ». ( =Καὶ αὐτὸς θὰ λυτρώσει τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ ὅλες τὶς ἀνομίες του).
Ὅπου Ἰσραὴλ ἐννοεῖται τὸ ποίμνιον, οἱ πιστοί, οἱ χριστιανοί...
Στὸν Ἐσπερινὸν τῆς Α' Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν ἀκούγεται πάλι τὸ ἑξῆς :
«Μὴ πλανᾶσθε ΙΟΥΔΑΙΟΙ, μάθετε τὰς ῥήσεις τῶν προφητῶν...».
Στὸ Θεοτόκιον, ὅπως καὶ σὲ διάφορα Εὐαγγέλια γίνεται ἀναφορὰ καὶ στὴν προϊστορία τῶν προπατόρων τοῦ «Ἕλληνος» χριστιανοῦ, ἤτοι... στὴν Ἔξοδον ὑπὸ τοῦ Μωϋσῆ!
«Ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ τῆς ἀπειρογάμου Νύμφης εἰκὼν διεγράφη ποτέ. Ἐκεῖ Μωϋσῆς διαιρέτης τοῦ ὕδατος, ἐνθάδε Γαβριὴλ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, τότε τὸν βυθόν ἐπέζευσεν ἀβρόχως, Ἰσραήλ, νῦν δὲ τὸν Χριστὸν ἐγέννησεν ἀσπόρως ἡ Παρθένος, ἡ θάλασσα μετὰ τὴν πάροδον τοῦ Ἰσραήλ, ἔμεινεν ἄβατος, ἡ ἄμεμπτος μετὰ τὴν κύησιν τοῦ Ἐμμανουήλ, ἔμεινεν ἄφθορος, ὁ ὢν καὶ προών, καὶ φανεὶς ὡς ἄνθρωπος, Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς», Θεοτόκιον, Ἦχος πλ. α'.
«Ἵππον καὶ ἀναβάτην, εἰς θάλασσαν Ἐρυθράν, ὁ συντρίβων πολέμους, ἐν ὑψηλῷ βραχίονι, Χριστὸς ἐξετίναξεν, Ἰσραὴλ δὲ ἔσωσεν, ἐπινίκιον ὕμνον ἄδοντα».
«Θαλάσσης τὸ ἐρυθραῖον πέλαγος, ἀβρόχοις ἴχνεσιν, ὁ παλαιὸς πεζεύσας Ἰσραήλ, σταυροτύποις Μωσέως χερσί, τοῦ Ἀμαλὴκ τὴν δύναμιν, ἐν τῇ ἐρήμω ἐτροπώσατο...Χείρας ἐκπετάσας Δανιήλ, λεόντων χάσματα, ἐν λάκκῳ ἔφραξε».
Καὶ συνεχίζει ἡ ἐξύμνησις :
«ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καὶ δόξαν ΛΑΟΥ ΣΟΥ ΙΣΡΑΗΛ, τῶν ἁγίων καὶ δικαίων ΘΕΟΠΑΤΟΡΩΝ Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης».
Κι ἀφοῦ ὁ πιστὸς παραδεχθῆ, ψάλλοντας μὲ τρόπον... Δαυϊτικόν, πὼς ἡ σύλληψίς του ὑπὸ τῆς μητρός του μὲ τὸ σπέρμα τοῦ πατρός του ἔγινε ἐν ἀμαρτίαις, ἄρα καὶ μόνον ποὺ γεννήθηκε ἐτόλμησε νὰ ἀμαρτήσει, ἔστω καὶ ἀκουσίως! «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαι ἐκίσσησέ ( =κυοφόρησε) με ἡ μήτηρ μου», συνεχίζει :
«Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν ἔδωκα ἂν ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ, πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιὼν, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα».
( = Διότι ἂν ἐπιθυμοῦσες θυσία θὰ σ' τὴν εἶχα προσφέρει, ἀλλὰ δὲν σὲ ἱκανοποιοῦν οἱ ὁλοκληρωτικὲς καύσεις στὸ θυσιαστήριον. Θυσία στὸν Θεὸν εἶναι τὸ συντετριμμένον πνεῦμα, ἡ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδία ποὺ ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀπορρίψει. Ἀγάθυνε Κύριε, καὶ τὴν εὐδοκία σου -δείξε- στὴν Σιών καὶ ἄς οἰκοδομηθοῦν τὰ τείχη τῆς Ἰερουσαλήμ. Τότε θὰ εὐδοκήσεις θυσίας δικαιοσύνης, ἀναθυμιάσεως καὶ ὁλοκαυτωμάτων/ θυσιῶν).
Καὶ συνεχίζει ὁ ψαλμὸς λίγο παρακάτω μὲ τὴν πλήρως ἀνθελληνικὴ ἀντίληψιν :
«τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως· ἀλλὰ θαρρῶν εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ὡς ( =ὅπως) ὁ Δαυῒδ βοῶ σοι ( =σὲ ἐπικαλοῦμαι)».
Καὶ συνεχίζει μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ δίδεται -παρεμπιπτόντως- καὶ στὶς Χριστιανὲς ἐγκύους :
«Ἀντελάβετο ᾽Ισραὴλ παιδὸς αὐτοῦ, μνησθῆναι ἐλέους, καθὼς ἐλάλησε πρὸς τοὺς ΠΑΤΕΡΑΣ ΗΜΩΝ, τῷ ΑΒΡΑΑΜ καὶ τῷ ΣΠΕΡΜΑΤΙ ΑΥΤΟΥ ἕως αἰῶνος», Ἦχος δ'.
Ἐπίσης : «Μωσῆς τῷ καιρῷ τῆς ἐγκρατείας, Νόμον ἐδέξατο, καὶ λαὸν ἐπεσπάσατο, Ἠλίας νηστεύσας, οὐρανοὺς ἀπέκλεισε· τρεῖς δὲ Παῖδες Ἀβραμιαῖοι, τύραννον παρανομοῦντα, διὰ νηστείας ἐνίκησαν. Δι' αὐτῆς καὶ ἡμᾶς Σωτὴρ ἀξίωσον, τῆς Ἀναστάσεως τυχεῖν».
Διότι ἄν ὁ Ἕλλην δὲν ψάλλει γιὰ τὸν τυχοδιώκτη καὶ ὑποκριτῆ Μωϋσῆν, τὸν δολοφόνον γιὰ λόγους πίστεως, Ἰσραηλίτη Ἡλία, τὸν Ἁβραὰμ καὶ δὲν εὐλογίσει τὸ σπέρμα τοῦ «προπάτορος» κατὰ τὴν Βίβλον, ὡς παῖς Ἀβραμιαῖος, δὲν γίνεται!
Ἕναν Ἀβραὰμ ποὺ μεταξὺ ἄλλων, γιὰ νὰ μὴ τὸν σκοτώσουν στὴν Αἴγυπτον, εἶπε στὴν γυναῖκα του, Σάρρα νὰ παρουσιαστεῖ ὡς ἀδελφή του. Ἀνέχτηκε δὲ νὰ τὴν πάρει ὁ Φαραώ, μὲ τὸ ἀζημίωτον βεβαίως, καθῶς ὁ Ἀβραὰμ πῆρε ἀρνιά, γαϊδούρια, ὑπηρέτες κ.ἄ γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὴν «ἀδελφή» του Σάρρα.
Τὴν ἴδια ὥρα πολλοὶ ἐκ τῶν πιστῶν ἀγνοοῦν τὸν ξανθὸν Μενέλαον ποὺ ἀνέβηκε μέχρι τὴν Τροία, γιὰ νὰ θάψει ὁλόκληρη πόλιν καὶ νὰ τὰ βάλει μὲ τὸ μένος χιλιάδων Ανδρῶν, ἐπειδὴ τόλμησε ὁ Πάρις νὰ τοῦ ἁρπάξει τὴν γυναῖκα.
Καὶ δὲν εἶναι οἱ μόνοι «προπάτορες» ποὺ ψάλλονται ὡς ἥρωες! Ἀναφέρονται καὶ ἄλλα ὀνόματα διαφόρων ἄλλων Ἑβραίων κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ψαλμῶν, ὅπως τοῦ Σαμουήλ, τοῦ Ἀαρῶν...
Καὶ συνεχίζει ὁ ψαλμός σὲ ἄλλον σημεῖον :
«ἐξ εἰδώλων πλάνης, λυτρωσαμένῳ καὶ σαυτῷ, ἁρμοσαμένῳ τιμίῳ Αἵματι, φαιδρῶς ἀπολαμβάνουσα, τὴν ἱερὰν ἀναστήλωσιν, τῶν Εἰκόνων, καὶ χαίρουσα, σὲ ὑμνεῖ καὶ δοξάζει πιστῶς».
Συνάμα ὁ πιστὸς δὲν παραλείπει νὰ ἀναθεματίσει τρὶς! ὅσους ἁσπάζονται «τὰ τῶν Ἑλλήνων δυσσεβῆ δόγματα» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', β'), τοὺς δεχομένους «τὰ ἑλληνικὰ μαθήματα καὶ δόξας» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', ζ') καὶ «πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', η'), τοὺς περιπεσόντας στὴν «ἑλληνικὴν μυθολογία» (Κατὰ τοῦ Βαρλ. καὶ Ἀκινδ. θ', κεφ. δ'), τοὺς «δεχομένους καὶ παραδίδοντες τὰ ἑλληνικὰ ῥἠματα ( =λόγους) ...περὶ τῶν ψυχῶν» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', ι'), τοὺς προτιμῶντες «τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν» καὶ «τοὺς καθηγητὰς αὐτῶν» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', ι') καὶ ὅσους λέγουν πὼς «οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοί» εἶναι καλλίτεροι, ὁμοίως καὶ οἱ «ῥυπαροὶ καὶ κίβδηλοι λόγοι τους» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', ε') σὲ σχέσιν μὲ τοὺς λόγους ἀγάπης τῆς ἑβραιοκίνητης καὶ ἑβραιοπροσκυνημένης Ἐκκλησίας.
...
Οἱ χριστιανοὶ ἐν ὀλίγοις ἀναθεματίζοντας τοὺς προγόνους τους καὶ ὑπερασπιζόμενοι τὸν αἰώνιον ἐχθρὸν τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀποποιούμενοι τὴν ἔνδοξη ἱστορία τοῦ Ἕλληνος, ὑποδενδρυάζοντες στὸν «Ἰσραήλ» καὶ στὴν γαγγραινώδη ἑβραΐλα, δίνουν στὴν μεταφορικὴ ἔννοια τοῦ «κρετίνου» πραγματικὴ ὑπόστασιν, τόσον διότι ἀφενὸς μεταφορικῶς οἱ ἑβραιόπληκτοι ἦταν ἀνέκαθεν «χαμηλοῦ ἀναστήματος»-ὑφερπόμενοι, «ἄτριχοι» (μεταφορικῶς δειλοί, καθῶς γιὰ τοὺς Ἕλληνες οἱ τριχοφυΐα ἦταν σημάδι ὑψηλῆς ἀνδρείας-τεστοστερόνης), ὅσον καὶ παράφρονες, ἄν ὄχι ἄφρονες, καθῶς φτύνουν στὶς ἐκκλησιὲς αὐτὰ τὰ ὁποῖα γλείφουν καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπερηφανεύονται· τὴν ἑλληνικὴ κληρονομιά τους!
...
Στὴν φωτογραφία ὁ μέγας, ἐΰς, εὔστροφος καὶ μελάμπυγος ( = ὁ ἔχων μελανὰ ἀπὸ τὶς τρίχες ὀπίσθια, δεῖγμα ἀνδρείας) Ἡρακλῆς σκοτώνει τὸ τέκνον τοῦ Τυφῶνος καὶ τῆς Ἐχίδνης, τὴν Λερναία Ὕδρα. Ἐπρόκειτο γιὰ τέρας μὲ ἕνα σῶμα καὶ πολλὰ κεφάλια, ποὺ κάθε φορὰ ποὺ ὁ Ἡρακλῆς ἀπεκεφάλιζε ἕκαστον, φύτρωναν δύο στὴν θέσιν του, μέχρι ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἰολάου κάθε κομμένον λαιμὸν τὸν καυτηρίαζε ὥστε νὰ μὴ ξαναγεννηθεῖ νέα κεφαλή. Ὅ,τι πρέπει νὰ κάνει ἕκαστος σκεπτόμενος ἄνθρωπος στὴν σύγχρονον θρησκευτικὴ Ὕδρα μὲ τὸ ἑβραϊκὸν σῶμα καὶ τὶς τρεῖς κύριες κεφαλές του, τὸν Ἰουδαϊσμόν, τὸν Χριστιανισμὸν καὶ τὸν Ἰσλαμισμὸν μὲ τὰ πολλὰ νεοεκφυόμενα κεφάλια-παρακλάδια τους.
Ἐξ οὗ καὶ οἱ παραστάσεις/ἀπεικονίσεις τῶν διαφόρων προσώπων, ὅπως οἱ ἀνδριάντες, οἱ προτομὲς ἐλέγοντο ἀλλοιῶς καὶ ΕΙΚΟΝΕΣ ( «ταῖς δὲ νικώσαις ἐλαίας τε διδόασι στεφάνους καὶ βοὸς μοῖραν τεθυμένης τῇ Ἥρᾳ, καὶ δὴ ἀναθεῖναί σφισιν ἔστι γραψαμέναις ΕΙΚΟΝΑΣ», Παυσανίας, Ἡλειακά, Β’, 16).
Ἔχοντας δεῖ κάποιος τὸ πρωτότυπον τὸ ἀναπαριστᾶ στὸ μάρμαρον, πηλό, χαρτί κοκ. Γι’αὐτὸ καὶ οἱ Ῥωμαῖοι χρησιμοποίησαν τὴν λέξιν «iconicae», ἀναφερόμενοι στοὺς ἀνδριάντες ἱστορικῶν προσώπων ποὺ παρίσταναν τὰ σώματα καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν.
Ἡ λέξις «εἴδωλον» ὅμως χρησιμοποιεῖται γιὰ κάτι ποὺ ὁ πλάσας αὐτὸ δὲν τὸ ἔχει δεῖ, ἀλλὰ τὸ ἀναπαριστᾶ σύμφωνα μὲ τὴν διάνοιά του, μὲ τὸ μυαλό του. Γι’αὐτὸ καὶ λέγεται καὶ εἴδωλον, διότι δὲν τὸ ἔχει ἀντικρύσει μὲ τὰ μάτια του, ἀλλὰ ἀκολουθεῖ τὴν δική του ἰδέα ( είδωλον < προσ. ἀντων. γ' ἑν. ἕ + ἰδέα).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου