Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Crétin (κυριολεκτικῶς = ὁ κρετίνος, ὁ ἀσθενῶν ἀπὸ κρετινισμόν-δυσλειτουργία ἤ πλήρη ἔλλειψιν τοῦ θυρεοειδοῦς ἀδένος ποὺ ὁδηγεῖ σὲ νοητικὴ καὶ σωματικὴ ὑστέρησιν· μεταφορικῶς ὁ ἀνόητος, ὁ πράττων ἀνοήτως καὶ ὁ ἠλίθιος)/ crétinisme (μεταφορικῶς = ἡ ἡλιθιότης). Ἐνεδήμει κυρίως σὲ μέρη ἀπομακρυμένα ἀπὸ τὴν θάλασσα, ὅπως π.χ. στὶς Ἄλπεις, καθῶς ἡ ἔλλειψις ἰωδίου λειτουργεῖ καθοριστικῶς στὴν δυσλειτουργία τοῦ θυρεοειδοῦς. Τὸ ἀντιδάνειον crétin ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ chrétien ( =χριστιανός), ὅπερ ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ χρίω > Χριστός, ὁ ἔχων τὸ χρῖσμα· κρετίνος ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «καημένου Χριστιανοῦ». Ὁ κρετινισμὸς ἔχει ὡς κύρια συμπτώματα τὸ χαμηλὸν ἀνάστημα, τὴν ἔλλειψιν τριχοφυίας, τὴν νοητικὴ ὑστέρησιν. 

Ἀπὸ πράξεις ποὺ μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν σὲ κρετίνους, ἤτοι σὲ ἀνθρώπους συμπεριφερομένους ἄνευ νοητικῆς καθαρότητος, μεταφορικῶς συμπεριφερομένους παραλόγως, ἀνοήτως, ἠλιθίως φαίνεται πὼς πάσχουν ὅσοι διατείνονται πὼς εἶναι μὲν Ἕλληνες, ἀλλὰ εἶναι καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοί, ἀγνοοῦντες πὼς Ἕλλην καὶ Χριστιανὸς εἶναι δύο ἔννοιες φύσει ἀντίθετες. Τὸ ἄν τὸ ἑβραϊκὸν παρασάρκωμα ποὺ κατσικώσαν κάποτε στοὺς Ἕλληνας διὰ τῆς βίας καὶ διὰ γενοκτονιῶν ἐνεσωμάτωσε στὴν πάροδον τῶν χρόνων παραποιημένα, γελοιοποιημένα καὶ ἀπαξιωμένα ἑλληνικὰ στοιχεῖα, ὅπως καὶ τὸ ὅτι αὐτὴ ἡ ἑβραϊκὴ χολέρα ἔκλεψε καὶ κατακρεούργησε τοὺς ἑλληνικοὺς μύθους, παραχαράσσοντάς τους καὶ προσαρμόζοντάς τους στὶς ἀβρααμικὲς ἐπιταγές, δὲν συνεπάγεται πὼς τὰ δύο ἐξ ὁρισμοῦ ἀντίθετα, ὁ Ἕλλην καὶ ὁ Ἑβραῖος εἶναι ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστον συνάδοντα. 

Μία ἀπὸ τὶς πολλὲς πράξεις καὶ «διδάγματα» παραφροσύνης τῶν ἀποκαλουμένων «Ἑλλήνων ἑβραιοχριστιανῶν» τελεῖται -καί- τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου τὸ «πιστὸν καὶ εὐσεβές» ποίμνιον συναγελάζεται συναθροιζόμενον στὶς χριστιανικὲς ἐκκλησίες γιὰ νὰ καταραστεῖ τοὺς ...Ἕλληνες! Οἱ λόγοι τοῦ αναθεματισμοῦ εἶναι περιληπτικῶς ἡ νάρκη τῶν πιστῶν ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ διαταραχθεῖ ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἰδεώδη, τὴν κοσμοθεωρία τῆς φιλοσοφίας, τῆς κριτικῆς σκέψεως, τῆς ἐρεύνης καὶ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν δογματικὸν πίστιν ποὺ οἱ Ἕλληνες πρεσβεύουν. 

Οἱ «Ἕλληνες χριστιανοί» συνηθισμένοι στὸν ὄρθρον νὰ ἀποτάσσονται τὸν Ἑωσφόρον-δαίμονες καὶ συνάμα νὰ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὴν κληρονομιὰ τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Πλάτωνος κλπ ποὺ ἐξῇραν τόσον τὴν Οὐρανία Ἀφροδίτη-Ἑωσφόρον, ὅσον καὶ τὴν δαημοσύνη καὶ τὴν εὐδαιμονία, δὲν διστάζουν νὰ ἀναπαράγουν καὶ τὰ ἀκατάληπτα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς γαλουχοῦν πρὸς «ἐπίτευξιν εἰσαγωγῆς τους στὸν παράδεισον» καὶ νὰ καταριοῦνται τοὺς προγόνους τους, διότι ἦταν «μαγαρισμένοι», δηλαδὴ κατὰ τὸ πὼς κατήντησε ἡ λέξις «μολυσμένοι, ἁμαρτωλοί», ἐπειδὴ μαγάριζαν, ἤτοι τιμοῦσαν στὰ μέγαρα τὶς Ἰδέες, τὴν πλάσιν, τὴν συμπαντικὴ νομοτέλεια. 

Τώρα σχετικῶς μὲ τὶς εἰκόνες καὶ τὴν σημασία ἀναστηλώσεώς τους ποὺ τιμᾶται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, φαίνεται τὰ πράγματα νὰ εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὸ «ἀνήγαγες ἡμᾶς ἐκ τῆς ἀρχαίας ἀρᾶς», ποὺ ψάλλεται στὸν Ὄρθρον τῆς Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, καθῶς ἀπὸ τὰ εἴδωλα* τῶν «Ἐθνικῶν καὶ εἰδωλολατρῶν» ποὺ ἐξυμνοῦσαν τὶς ἐκφάνσεις τοῦ θείου στὴν πλάσιν καὶ ζωή, τὶς Ἰδέες, οἱ χριστιανοὶ ἁπλῶς μετέβησαν σὲ κακότεχνες ἀπεικονίσεις ἁπλῶν προσώπων καὶ δὴ στὸ ἐξευτελιστικὸν προσκύνημα αὐτῶν. 

Οἱ ...πρόγονοί τοῦ «εὐσεβοῦς ποιμνίου» οἱ κατὰ Σαούλ-«ἀπόστολον Παῦλον» εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι κυττοῦσαν ψηλὰ στὸν οὐρανὸν καὶ μὲ τὰ χέρια καθαρὰ καὶ σηκωμένα προσηύχοντο εἶναι ἄξιοι ἀναθεματισμοῦ, γιατὶ δὲν γονατίζουν, δὲν προσκυνοῦν, δὲν ταπεινώνουν τὸ φρόνημά τους, δὲν φιλοκοποῦν ξύλα, πτώματα, σκεύη καὶ διάφορα ἄλλα «ἅγια» ἐδώδιμα καὶ μή! 

Τὸ ἀδιανόητον ὅμως γιὰ τοὺς Ἕλληνας -καὶ- τὴν ἡμέρα αὐτήν, δὲν εἶναι μόνον ἡ προσκύνησις εἰκόνων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀναθεματισμοὶ κατὰ τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων καὶ τῶν ῥημάτων αὐτῶν, καὶ ἀκόμη χειρότερα ἡ ἐξύμνησις καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ συσχετισμοῦ τους μὲ Ἑβραίους προπάτορες καὶ τὴν ἀλλότρια πρὸς κάθε τὶ ἑλληνικὸν κοσμοθεωρία τους. 

Ἐνδεικτικῶς κάποιοι στίχοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ψάλλονται προεόρτια καὶ ἀνήμερα τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας : 

«Ἐν τῷ θλίβεσθαί με Δαυϊτικῶς ( =μεγαλοπρεπῶς, μὲ τὸν τρόπον ποὺ ἁρμόζει στὸ μεγαλεῖον τοῦ Δαυίδ!), ἄδω σοὶ Σωτήρ μου»

Ὁ χριστιανὸς δηλαδὴ ἄδει τὸν Σωτῆρα του μεγαλοπρεπῶς, μόνον μὲ ἀναγωγὴ στὸν Ἑβραῖον Δαυίδ. Καὶ ἀκόμα καὶ αὐτοὶ ποὺ θεωροῦν πὼς ἑλληνισμὸς καὶ ἑβραϊσμὸς μποροῦν νὰ συνυπάρξουν ὑπὸ τὸν μανδύα τοῦ χριστιανισμοῦ, δὲν ἀναρωτῶνται καὶ γιατί ὁ Ἕλλην νὰ μὴν ἐπικαλεστεῖ γιὰ τὴν μεγαλοπρέπειά του τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν Θησέα, τὸν προπάτορά του τὸν Ἕλληνα, τοῦ ὁποίου στὸ κάτω-κάτω φέρει καὶ τὸ ὄνομά του, τὸν Δευκαλίωνα ἤ ἔστω τοὺς πολὺ πιὸ προσφάτους Λεωνίδα, Θεμιστοκλῆ, Μιλτιάδη, Μέγα Ἀλέξανδρον... 

Στὸν μεγάλον Ἐσπερινὸν τοῦ Σαββάτου πρὸ τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ξανακούγεται τὸ ὄνομα τοῦ «προπάτορος» καὶ τῆς Σιών... τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ καὶ συνεκδοχικῶς, ὅπως λέγεται, τῶν πιστῶν καὶ ἀκολούθων του. 

«Δαυϊτικὴ προφητείαν ἐκπληρῶν, Χριστὸς μεγαλειότητα, ἐν Σιών, τὴν οἰκείαν μαθηταῖς ἐξεκάλυψεν» ( =Ἐκπληρώνοντας τὴν προφητεία τοῦ Δαυΐδ, ἐξεκάλυψεν στοὺς μαθητές του ὁ Χριστὸς τὴν μεγαλειότητά του). 

Καὶ συνεχίζουν νὰ ψάλλουν στὶς Ἐκκλησίες : 

«Ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός...ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον» ( =Ἀπὸ τὰ χαράματα μέχρι τὴν νύχτα ἀς ἐλπίζει ὁ Ἰσραὴλ στὸν Κύριον). 

«καὶ Αὐτὸς λυτρώσεται τὸν Ἰσραὴλ ἐκ πασῶν τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ». ( =Καὶ αὐτὸς θὰ λυτρώσει τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ ὅλες τὶς ἀνομίες του). 

Ὅπου Ἰσραὴλ ἐννοεῖται τὸ ποίμνιον, οἱ πιστοί, οἱ χριστιανοί... 

Στὸν Ἐσπερινὸν τῆς Α' Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν ἀκούγεται πάλι τὸ ἑξῆς : 

«Μὴ πλανᾶσθε ΙΟΥΔΑΙΟΙ, μάθετε τὰς ῥήσεις τῶν προφητῶν...». 

Στὸ Θεοτόκιον, ὅπως καὶ σὲ διάφορα Εὐαγγέλια γίνεται ἀναφορὰ καὶ στὴν προϊστορία τῶν προπατόρων τοῦ «Ἕλληνος» χριστιανοῦ, ἤτοι... στὴν Ἔξοδον ὑπὸ τοῦ Μωϋσῆ! 

«Ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ τῆς ἀπειρογάμου Νύμφης εἰκὼν διεγράφη ποτέ. Ἐκεῖ Μωϋσῆς διαιρέτης τοῦ ὕδατος, ἐνθάδε Γαβριὴλ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, τότε τὸν βυθόν ἐπέζευσεν ἀβρόχως, Ἰσραήλ, νῦν δὲ τὸν Χριστὸν ἐγέννησεν ἀσπόρως ἡ Παρθένος, ἡ θάλασσα μετὰ τὴν πάροδον τοῦ Ἰσραήλ, ἔμεινεν ἄβατος, ἡ ἄμεμπτος μετὰ τὴν κύησιν τοῦ Ἐμμανουήλ, ἔμεινεν ἄφθορος, ὁ ὢν καὶ προών, καὶ φανεὶς ὡς ἄνθρωπος, Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς», Θεοτόκιον, Ἦχος πλ. α'. 

«Ἵππον καὶ ἀναβάτην, εἰς θάλασσαν Ἐρυθράν, ὁ συντρίβων πολέμους, ἐν ὑψηλῷ βραχίονι, Χριστὸς ἐξετίναξεν, Ἰσραὴλ δὲ ἔσωσεν, ἐπινίκιον ὕμνον ἄδοντα». 

«Θαλάσσης τὸ ἐρυθραῖον πέλαγος, ἀβρόχοις ἴχνεσιν, ὁ παλαιὸς πεζεύσας Ἰσραήλ, σταυροτύποις Μωσέως χερσί, τοῦ Ἀμαλὴκ τὴν δύναμιν, ἐν τῇ ἐρήμω ἐτροπώσατο...Χείρας ἐκπετάσας Δανιήλ, λεόντων χάσματα, ἐν λάκκῳ ἔφραξε». 

Καὶ συνεχίζει ἡ ἐξύμνησις : 

«ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καὶ δόξαν ΛΑΟΥ ΣΟΥ ΙΣΡΑΗΛ, τῶν ἁγίων καὶ δικαίων ΘΕΟΠΑΤΟΡΩΝ Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης». 

Κι ἀφοῦ ὁ πιστὸς παραδεχθῆ, ψάλλοντας μὲ τρόπον... Δαυϊτικόν, πὼς ἡ σύλληψίς του ὑπὸ τῆς μητρός του μὲ τὸ σπέρμα τοῦ πατρός του ἔγινε ἐν ἀμαρτίαις, ἄρα καὶ μόνον ποὺ γεννήθηκε ἐτόλμησε νὰ ἀμαρτήσει, ἔστω καὶ ἀκουσίως! «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαι ἐκίσσησέ ( =κυοφόρησε) με ἡ μήτηρ μου», συνεχίζει : 

«Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν ἔδωκα ἂν ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ, πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιὼν, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα». 

( = Διότι ἂν ἐπιθυμοῦσες θυσία θὰ σ' τὴν εἶχα προσφέρει, ἀλλὰ δὲν σὲ ἱκανοποιοῦν οἱ ὁλοκληρωτικὲς καύσεις στὸ θυσιαστήριον. Θυσία στὸν Θεὸν εἶναι τὸ συντετριμμένον πνεῦμα, ἡ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδία ποὺ ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀπορρίψει. Ἀγάθυνε Κύριε, καὶ τὴν εὐδοκία σου -δείξε- στὴν Σιών καὶ ἄς οἰκοδομηθοῦν τὰ τείχη τῆς Ἰερουσαλήμ. Τότε θὰ εὐδοκήσεις θυσίας δικαιοσύνης, ἀναθυμιάσεως καὶ ὁλοκαυτωμάτων/ θυσιῶν). 

Καὶ συνεχίζει ὁ ψαλμὸς λίγο παρακάτω μὲ τὴν πλήρως ἀνθελληνικὴ ἀντίληψιν : 

«τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως· ἀλλὰ θαρρῶν εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ὡς ( =ὅπως) ὁ Δαυῒδ βοῶ σοι ( =σὲ ἐπικαλοῦμαι)». 

Καὶ συνεχίζει μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ δίδεται -παρεμπιπτόντως- καὶ στὶς Χριστιανὲς ἐγκύους : 

«Ἀντελάβετο ᾽Ισραὴλ παιδὸς αὐτοῦ, μνησθῆναι ἐλέους, καθὼς ἐλάλησε πρὸς τοὺς ΠΑΤΕΡΑΣ ΗΜΩΝ, τῷ ΑΒΡΑΑΜ καὶ τῷ ΣΠΕΡΜΑΤΙ ΑΥΤΟΥ ἕως αἰῶνος», Ἦχος δ'. 

Ἐπίσης : «Μωσῆς τῷ καιρῷ τῆς ἐγκρατείας, Νόμον ἐδέξατο, καὶ λαὸν ἐπεσπάσατο, Ἠλίας νηστεύσας, οὐρανοὺς ἀπέκλεισε· τρεῖς δὲ Παῖδες Ἀβραμιαῖοι, τύραννον παρανομοῦντα, διὰ νηστείας ἐνίκησαν. Δι' αὐτῆς καὶ ἡμᾶς Σωτὴρ ἀξίωσον, τῆς Ἀναστάσεως τυχεῖν». 

Διότι ἄν ὁ Ἕλλην δὲν ψάλλει γιὰ τὸν τυχοδιώκτη καὶ ὑποκριτῆ Μωϋσῆν, τὸν δολοφόνον γιὰ λόγους πίστεως, Ἰσραηλίτη Ἡλία, τὸν Ἁβραὰμ καὶ δὲν εὐλογίσει τὸ σπέρμα τοῦ «προπάτορος» κατὰ τὴν Βίβλον, ὡς παῖς Ἀβραμιαῖος, δὲν γίνεται! 

Ἕναν Ἀβραὰμ ποὺ μεταξὺ ἄλλων, γιὰ νὰ μὴ τὸν σκοτώσουν στὴν Αἴγυπτον, εἶπε στὴν γυναῖκα του, Σάρρα νὰ παρουσιαστεῖ ὡς ἀδελφή του. Ἀνέχτηκε δὲ νὰ τὴν πάρει ὁ Φαραώ, μὲ τὸ ἀζημίωτον βεβαίως, καθῶς ὁ Ἀβραὰμ πῆρε ἀρνιά, γαϊδούρια, ὑπηρέτες κ.ἄ γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὴν «ἀδελφή» του Σάρρα. 

Τὴν ἴδια ὥρα πολλοὶ ἐκ τῶν πιστῶν ἀγνοοῦν τὸν ξανθὸν Μενέλαον ποὺ ἀνέβηκε μέχρι τὴν Τροία, γιὰ νὰ θάψει ὁλόκληρη πόλιν καὶ νὰ τὰ βάλει μὲ τὸ μένος χιλιάδων Ανδρῶν, ἐπειδὴ τόλμησε ὁ Πάρις νὰ τοῦ ἁρπάξει τὴν γυναῖκα. 

Καὶ δὲν εἶναι οἱ μόνοι «προπάτορες» ποὺ ψάλλονται ὡς ἥρωες! Ἀναφέρονται καὶ ἄλλα ὀνόματα διαφόρων ἄλλων Ἑβραίων κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ψαλμῶν, ὅπως τοῦ Σαμουήλ, τοῦ Ἀαρῶν... 

Καὶ συνεχίζει ὁ ψαλμός σὲ ἄλλον σημεῖον : 

«ἐξ εἰδώλων πλάνης, λυτρωσαμένῳ καὶ σαυτῷ, ἁρμοσαμένῳ τιμίῳ Αἵματι, φαιδρῶς ἀπολαμβάνουσα, τὴν ἱερὰν ἀναστήλωσιν, τῶν Εἰκόνων, καὶ χαίρουσα, σὲ ὑμνεῖ καὶ δοξάζει πιστῶς». 

Συνάμα ὁ πιστὸς δὲν παραλείπει νὰ ἀναθεματίσει τρὶς! ὅσους ἁσπάζονται «τὰ τῶν Ἑλλήνων δυσσεβῆ δόγματα» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', β'), τοὺς δεχομένους «τὰ ἑλληνικὰ μαθήματα καὶ δόξας» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', ζ') καὶ «πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', η'), τοὺς περιπεσόντας στὴν «ἑλληνικὴν μυθολογία» (Κατὰ τοῦ Βαρλ. καὶ Ἀκινδ. θ', κεφ. δ'), τοὺς «δεχομένους καὶ παραδίδοντες τὰ ἑλληνικὰ ῥἠματα ( =λόγους) ...περὶ τῶν ψυχῶν» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', ι'), τοὺς προτιμῶντες «τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν» καὶ «τοὺς καθηγητὰς αὐτῶν» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', ι') καὶ ὅσους λέγουν πὼς «οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοί» εἶναι καλλίτεροι, ὁμοίως καὶ οἱ «ῥυπαροὶ καὶ κίβδηλοι λόγοι τους» (Κατὰ τοῦ Ἰταλοῦ, κεφ. ια', ε') σὲ σχέσιν μὲ τοὺς λόγους ἀγάπης τῆς ἑβραιοκίνητης καὶ ἑβραιοπροσκυνημένης Ἐκκλησίας. 

... 

Οἱ χριστιανοὶ ἐν ὀλίγοις ἀναθεματίζοντας τοὺς προγόνους τους καὶ ὑπερασπιζόμενοι τὸν αἰώνιον ἐχθρὸν τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀποποιούμενοι τὴν ἔνδοξη ἱστορία τοῦ Ἕλληνος, ὑποδενδρυάζοντες στὸν «Ἰσραήλ» καὶ στὴν γαγγραινώδη ἑβραΐλα, δίνουν στὴν μεταφορικὴ ἔννοια τοῦ «κρετίνου» πραγματικὴ ὑπόστασιν, τόσον διότι ἀφενὸς μεταφορικῶς οἱ ἑβραιόπληκτοι ἦταν ἀνέκαθεν «χαμηλοῦ ἀναστήματος»-ὑφερπόμενοι, «ἄτριχοι» (μεταφορικῶς δειλοί, καθῶς γιὰ τοὺς Ἕλληνες οἱ τριχοφυΐα ἦταν σημάδι ὑψηλῆς ἀνδρείας-τεστοστερόνης), ὅσον καὶ παράφρονες, ἄν ὄχι ἄφρονες, καθῶς φτύνουν στὶς ἐκκλησιὲς αὐτὰ τὰ ὁποῖα γλείφουν καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπερηφανεύονται· τὴν ἑλληνικὴ κληρονομιά τους! 

... 

Στὴν φωτογραφία ὁ μέγας, ἐΰς, εὔστροφος καὶ μελάμπυγος ( = ὁ ἔχων μελανὰ ἀπὸ τὶς τρίχες ὀπίσθια, δεῖγμα ἀνδρείας) Ἡρακλῆς σκοτώνει τὸ τέκνον τοῦ Τυφῶνος καὶ τῆς Ἐχίδνης, τὴν Λερναία Ὕδρα. Ἐπρόκειτο γιὰ τέρας μὲ ἕνα σῶμα καὶ πολλὰ κεφάλια, ποὺ κάθε φορὰ ποὺ ὁ Ἡρακλῆς ἀπεκεφάλιζε ἕκαστον, φύτρωναν δύο στὴν θέσιν του, μέχρι ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἰολάου κάθε κομμένον λαιμὸν τὸν καυτηρίαζε ὥστε νὰ μὴ ξαναγεννηθεῖ νέα κεφαλή. Ὅ,τι πρέπει νὰ κάνει ἕκαστος σκεπτόμενος ἄνθρωπος στὴν σύγχρονον θρησκευτικὴ Ὕδρα μὲ τὸ ἑβραϊκὸν σῶμα καὶ τὶς τρεῖς κύριες κεφαλές του, τὸν Ἰουδαϊσμόν, τὸν Χριστιανισμὸν καὶ τὸν Ἰσλαμισμὸν μὲ τὰ πολλὰ νεοεκφυόμενα κεφάλια-παρακλάδια τους. 


... 



ΠΟΙΟΙ ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 

Τὴν «Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» ἑορτάζεται ἡ ἀναστήλωσις τῶν εἰκόνων ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, τὸ 842, ὅταν μετὰ τὸν θάνατον τοῦ εἰκονομάχου ἀνδρός της, ἡ βασιλεία πέρασε εἰς τὸν υἰόν της Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ὤν νήπιον δὲν μποροῦσε νὰ ἀσκήσει τὰ βασιλικά του καθήκοντα, ὁπότε καὶ ἀνέλαβε ἐπὶ τῆς οὐσίας ἐκείνη τὸν ῥόλον τοῦ βασιλέως. 

Μαζὶ μὲ τὴν ἀναστήλωσιν τῶν εἰκόνων ἐκείνη τὴν χρονιά, ἀναθεματίστηκαν καὶ ὅλοι οἱ αἰρετικοὶ καὶ εἰκονομάχοι, καὶ μνημονεύθηκαν οἱ ἀγωνιστὲς ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, πρᾶγμα ποὺ διετηρήθη μέχρι σήμερα, ὅπου ἀναθεματίζονται μὲ χριστιανικὴ ἀγάπη οἱ ἀντιφρονοῦντες στὸ ὀρθόδοξον δόγμα καὶ μνημονεύονται οἱ «ἀγωνιστὲς ὑπὲρ αὐτοῦ». Στὸ Συναξάριον τοῦ Τριωδίου ἀναφέρεται ὁ λόγος ἑορτασμοῦ τῆς ἡμέρας αὐτῆς ὡς ἑξῆς : 

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πρώτῃ τῶν Νηστειῶν, ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν Εἰκόνων, γενομένης παρὰ τῶν ἀειμνήστων Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαὴλ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Θεοδώρας, ἐπὶ τῆς Πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καὶ Ὁμολογητοῦ Μεθοδίου». 

Ποιοί εἶναι ὅμως αὐτοὶ οἱ «σεπτοὶ» καὶ «ἀείμνηστοι Αὐτοκράτορες Κων/πόλεως» γιὰ τοὺς ὁποίους γίνεται νύξις στὸ χωρίον; 

Ἡ Θεοδώρα ἦταν σύζυγος τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοφίλου, ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος. Προτοῦ πεθάνει ὁ σύζυγός της καὶ ἔχοντας προβλέψει πὼς πλησιάζει τὸ τέλος του, καθ' ὅτι ἦταν ἄρρωστος, κάλεσε τὴν σύζυγόν του καὶ τοὺς αὐλικούς του καὶ τοὺς ὥρκισε νὰ μὴν ἀλλάξει τίποτα ἀπὸ ὅσα εἶχε θεσπίσει, ἀλλὰ καὶ νὰ διατηρηθεῖ στὴν Πατριαρχεία ὁ Ἰωάννης Γραμματικός, προφανῶς διότι πίστευε πὼς ἦταν ἱκανὸς νὰ ὑπερασπιστεῖ τὶς θέσεις του ἰδίου, ὅταν αὐτὸς θὰ εἶχε πεθάνει. 

Ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, ἡ Θεοδώρα ἀθέτησε τὸν ὅρκον της στὸν Θεόφιλον, καὶ πλέον οὖσα συνεπίτροπος τοῦ νέου-νηπίου βασιλέως, τοῦ υἰοῦ της Μιχαήλ, κυνήγησε τοὺς εἰκονομάχους καὶ αἰρετικούς, ἀλλὰ καὶ ὅσους τῆς πήγαιναν κόντρα, κι ἔτσι ἀνεστήλωσε τὶς εἰκόνες. 

Ὅσον γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Γραμματικόν, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶχε ὁρκιστεῖ στὸν ἄνδρα της, πὼς θὰ τὸν διετηροῦσε στὸν θρόνον τοῦ Πατριαρχείου, αὐτὸς κατέληξε μὲ βασιλικὸν διάταγμα νὰ καθαιρεθεῖ, νὰ ἐξοριστεῖ καὶ νὰ μαστιγωθεῖ 200 φορές. Τὴν θέσιν του πῆρε ὁ εἰκονόφιλος Μεθόδιος, καὶ οἱ εἰκονομάχοι ἀναθεματίστηκαν, ἐκτὸς τοῦ Θεοφίλου, ποὺ ἄν καὶ εἰκονομάχος, εἶχε ἐξαιρεθεῖ τῶν ἀναθεμάτων, καθῶς ἡ Θεοδώρα εἶχε πείσει τὸν Μεθόδιον, πὼς ὁ σύζυγός της εἶχε μεταμελήσει καὶ εἶχε γίνει εἰκονολάτρης πρὶν πεθάνει... 

Σχετικῶς μὲ τὸν Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου ἐπίσης γίνεται ἀνάμνησις στὴν Ἐκκλησία τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἱστορία δὲν ἔχει νὰ γράψει καὶ πολλὰ εὐχάριστα γιὰ τὸν χαρακτῆρα του. Τὸ προσωνύμιον τοῦ υἰοῦ τῆς Θεοδώρας καὶ τοῦ Θεοφίλου, ἐκτὸς ἀπὸ Μιχαὴλ ὁ Τρίτος, ἦταν καὶ Μιχαὴλ ὁ Μέθυσος, διότι ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔπινε ἀκατάπαυστα. 

Ἀκόμα ἀναφέρεται (Ἰωσὴφ Γενέσιος) πὼς τριγυρνοῦσε μὲ πόρνες, λάτρευε τὶς ἁρματοδρομίες καὶ ἦταν καὶ ἐπικεφαλῆς συμμορίας ποὺ προκαλοῦσε προβλήματα στὴν Βασιλεύουσα. Συνέβαλε ἐπίσης στὴν δολοφονία τοῦ Θεοκρίτου (ἑνὸς ἐκ τῶν ἐπιτρόπων του), γιατὶ τοῦ εἶχε πεῖ ὁ ἀδελφὸς τῆς Θεοδώρας καὶ θεῖος του (ποὺ ἤθελε νὰ κινεῖ τὰ νήματα) πὼς ὁ Θεόκριτος ἐπηρέαζε τὴν Θεοδώρα καὶ γι' αὐτὸ αὐτὴ δὲν τοῦ ἔδινε χρήματα νὰ σπαταλᾶ στὰ πάθη του, ἤτοι τὶς πόρνες, τὸν ἱππόδρομον καὶ ἄλλες τυχὸν ἀκολασίες. 

Ὡς πρὸς τὴν προσωπική του ζωή, ὁ Μιχαὴλ εἶχε σχέσιν μὲ τὴν Εὐδοκία Ἰγγερίνα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ Θεοδώρα δὲν τὴν ἤθελε, τὴν ἔδωσε ὁ Μιχαὴλ στὸν φίλον του, καὶ ἀργότερα συμβασιλέα, Βασίλειον. 
Βεβαίως ὁ Μιχαὴλ δὲν πτοήθηκε καὶ συνέχισε νὰ ἔχει σχέσεις μὲ τὴν γυναῖκα τοῦ φίλου του, σὲ σημεῖον μάλιστα ποὺ ἀμφισβητεῖται ἡ πατρότης τῶν τέκνων τοῦ Βασιλείου πολλάκις. 
Ὁ Βασίλειος δὲν φάνηκε νὰ ἔχει πρόβλημα μὲ τὴν κατάστασιν, καθῶς καὶ αὐτὸς εἶχε παράνομη σχέσιν μὲ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Μιχαήλ. Ἔτσι συνεβασίλευον οἱ δύο «φίλοι» καὶ μοιράζονταν συνάμα καὶ τὶς ...οἰκογενειακὲς χαρές! 

Στὴν ὁρκωμοσία τοῦ Βασιλείου, ὁ Μιχαὴλ ἔδειξε τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν συμβασιλέα του, μαστιγώνοντάς τον! 

Ἀργότερα ὁ Μιχαήλ, ὤν βασιλεὺς φαίνεται πὼς ξέφυγε κι ἄλλο, καθῶς ἔκαψε τὰ ὀστὰ τῶν ἐχθρῶν του, τοῦ Κων/νου Ε' καὶ τοῦ προαναφερθέντος Ἰωάννου τοῦ Γραμματικοῦ καὶ ἀποκεφάλιζε καὶ ἀκρωτηρίαζε ὅποιον ἤθελε γιὰ πλάκα. Ὠργάνωνε συμπόσια καὶ γλέντια, σπαταλοῦσε τὸ δημόσιον χρῆμα στὶς ἁρματοδρομίες καὶ γενικῶς ζοῦσε ἄνευ ἠθικῆς καὶ ἐγκρατείας ζωή. 

Ὁ Βασίλειος προσπάθησε νὰ τὸν συνετίσει, ἀλλὰ ὁ Μιχαὴλ δὲν σωφρονιζόταν καὶ ἔβαλε κάποιους νὰ δολοφονήσουν τὸν συμβασιλέα. Δυστυχῶς γι' αὐτὸν τὸ σχέδιόν του ἀπέτυχε καὶ ἔτσι ὁ Μιχαὴλ πέθανε δολοφονημένος ἀπὸ τὸν Βασίλειον. 

...

*ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΙΔΩΛΟΝ ΚΑΙ ΤΙ ΕΙΚΩΝ; 

Ἡ λέξις «εἰκὼν» προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ἔοικα», τὸ ὁποῖον εἶναι ἐκπεσὼν ἐνεστὼς τοῦ «εἴκω» ( =φαίνομαι ὅμοιος, ὁμοιάζω). Ἡ εἰκόνα ποὺ λέμε σήμερα εἶναι ἀκριβὴς ἀποτύπωσις/ὁμοιότης τοῦ πρωτοτύπου, τὸ ἀπ-εικονίζει ἄριστα καὶ γι’αὐτὸ καὶ οἱ διάφοροι ζωγράφοι ὑπηρετοῦν αὐτὸ ποὺ λέγεται «εἰκαστικὲς τέχνες», ἐφ’ὅσον παριστάνουν τὸ ὁμοίωμα τοῦ πρωτοτύπου ( «Εἰκὼν ἐστὶ ὁμοίωμα καὶ ἐκτύπωμά τινος, ΔΕΙΚΝΥΟΝ τὸ εἰκονιζόμενον», Ἐναντίον Εἰκονομάχων, Δαμασκηνός).

Ἐξ οὗ καὶ οἱ παραστάσεις/ἀπεικονίσεις τῶν διαφόρων προσώπων, ὅπως οἱ ἀνδριάντες, οἱ προτομὲς ἐλέγοντο ἀλλοιῶς καὶ ΕΙΚΟΝΕΣ ( «ταῖς δὲ νικώσαις ἐλαίας τε διδόασι στεφάνους καὶ βοὸς μοῖραν τεθυμένης τῇ Ἥρᾳ, καὶ δὴ ἀναθεῖναί σφισιν ἔστι γραψαμέναις ΕΙΚΟΝΑΣ», Παυσανίας, Ἡλειακά, Β’, 16).

Ἔχοντας δεῖ κάποιος τὸ πρωτότυπον τὸ ἀναπαριστᾶ στὸ μάρμαρον, πηλό, χαρτί κοκ. Γι’αὐτὸ καὶ οἱ Ῥωμαῖοι χρησιμοποίησαν τὴν λέξιν «iconicae», ἀναφερόμενοι στοὺς ἀνδριάντες ἱστορικῶν προσώπων ποὺ παρίσταναν τὰ σώματα καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν.

Ἡ λέξις «εἴδωλον» ὅμως χρησιμοποιεῖται γιὰ κάτι ποὺ ὁ πλάσας αὐτὸ δὲν τὸ ἔχει δεῖ, ἀλλὰ τὸ ἀναπαριστᾶ σύμφωνα μὲ τὴν διάνοιά του, μὲ τὸ μυαλό του. Γι’αὐτὸ καὶ λέγεται καὶ εἴδωλον, διότι δὲν τὸ ἔχει ἀντικρύσει μὲ τὰ μάτια του, ἀλλὰ ἀκολουθεῖ τὴν δική του ἰδέα ( είδωλον < προσ. ἀντων. γ' ἑν. ἕ + ἰδέα).
Καὶ ἡ ἰδέα πράγματι ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ὁρῶ, ἀλλὰ εἶναι ἡ ὄψις, ἡ μορφὴ ποὺ δίδει καθεὶς στὸ ἐν διανοίᾳ ἀντικείμενόν του. Τὸ εἴδωλον εἶναι «ἡ ἀπεικόνισις εἴδους μὴ ὁρωμένου, διὰ τῆς φαντασίας», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. «Διὰ τῆς ἰδέας φράζομεν ὅ,τι τὰ μάλιστα ἀφηρημένον καὶ ἀσύλληπτον. Ὁ θεὸς εἶναι ἀνεικόνιστος», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλ. βιβλιοθ., Ἄ. Τζιροπούλου.

Οἱ λέξεις «εἰδωλολάτρης, εἰδωλολατρία, εἰδωλολατρικός» κοκ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ σὲ κανένα κείμενον τῆς ἀρχαίας γραμματείας μας, διότι δὲν ὑπάρχει λογικὸ ἔρεισμα πίσω ἀπὸ αὐτές. Οἱ λέξεις αὐτὲς εἰσήχθησαν πολὺ ἀργότερα. Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψις εἶναι πὼς ἡ λέξις «εἰδωλολάτραι» ἐδημιουργήθη καὶ πρωτεχρησιμοποιήθη στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὁ Σαοῦλ (Παῦλος), στὴν «Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους», (Α’, 5) τὴν χρησιμοποιεῖ στὴν προσπάθειά του νὰ πείσει ὅσους βρίσκονται ἐντὸς τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀποφεύγουν νὰ συναναστρέφονται μὲ ὅσους εἶναι πόρνοι, πλεονέκτες, εἰδωλάτρες, μέθυσοι, ἅρπαγες, ὥστε νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους.

Ἡ λέξις εἰδωλολάτρης εἶναι σύνθετη. Τὸ πρῶτον συνθετικὸν εἶναι ἡ λέξις «εἴδωλον» καὶ τὸ δεύτερον ἡ λέξις «λατρεία». Ἡ λέξις «εἴδωλον» ἀνελύθη ἄνωθεν. Ἡ λέξις «λατρεία» εἶναι συνώνυμον τῆς ἀφοσιώσεως, τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς μεγάλης ἀγάπης πρὸς τὸ θεῖον μὲ πράξεις καὶ λόγους (λεξικὸν Liddell- Scott). Ξεκίνησε ἔχοντας τὴν σημασία τῆς ἐργασίας, τῆς ὑπηρεσίας καὶ τῆς διαρκοῦς ἐνασχολήσεως, ἀφοσιώσεως σὲ κάτι καὶ ἀργότερα ἀπέκτησε καὶ θρησκευτικὸν χαρακτῆρα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (