(Α', 42)/ 43-52 Ο ΑΠΟΛΛΩΝ ΕΙΣΑΚΟΥΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΝ ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ ΤΟΥ, ΧΡΥΣΟΥ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΕΙ ΤΟΥΣ ΑΧΑΙΟΥΣ
(τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν).
Ὣς ἔφατ’ εὐχόμενος, τοῦ δ’ ἔκλυε Φοῖβος Ἀπόλλων,
βῆ δὲ κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων χωόμενος κῆρ,
τόξ’ ὤμοισιν ἔχων ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην·
ἔκλαγξαν δ’ ἄρ’ ὀϊστοὶ ἐπ’ ὤμων χωομένοιο,
αὐτοῦ κινηθέντος· ὁ δ’ ἤϊε νυκτὶ ἐοικώς·
ἕζετ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε νεῶν, μετὰ δ’ ἰὸν ἕηκε·
δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ’ ἀργυρέοιο βιοῖο·
οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς,
αὐτὰρ ἔπειτ’ αὐτοῖσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιεὶς
βάλλ’· αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί.
Τὸ ἡχητικὸν ἀπόσπασμα ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 43-52
...
Σημειώσεις :
«νυκτὶ ἐοικώς» : Πιθανότατα ὁ Ὅμηρος ὅταν ἀναφέρει πὼς ὁ Ἀπόλλων-ἥλιος ἐπορεύετο ὁμοιάζων μὲ νύχτα νὰ μὴ χρησιμοποιεῖ μιᾶ ἁπλὴ προσωποποίησιν, ἀλλὰ νὰ περιγράφει μία ἔκλειψιν ἡλίου, ἡ ὁποία συνέβη πρὶν τὸν μεγάλον λοιμὸν ποὺ ἔπληξε τοὺς Ἀχαιούς. Ἄλλωστε οἱ πρόγονοί μας παρετήρουν καὶ ἐλάμβανον σοβαρὰ ὑπ' ὄψιν τους τὰ οὐράνια φαινόμενα, καθῶς τὰ ἀντελαμβάνοντο ὡς οἰωνούς. Καὶ πράγματι πρὸ σημαντικῶν ἀγώνων, ἀποφάσεων, γεγονότων ἀναφέρονται στὴν γραμματεία μας ἐκλείψεις ἡλίου-σελήνης καὶ ἄλλα σπάνια ἀστρικὰ φαινόμενα.
ἕηκε : < ἕηκα ἐπικὸς τύπος ἧκα·
ἵημι, ἵην, ἥσω, ἧκα, εἷκα, εἵκειν
ἵεμαι, ἱέμην, ἥσομαι/ ἑθήσομαι, ἡκάμην/ εἵμην/ εἵθην, εἷμαι, εἵμειν
ἔοικα : < Fείκω > πρκ. τοῦ εἴκω· προέρχεται ἐκ τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας ἕ + ἵκω ( = φτάνω), ἐπιστρέφω στὸν ἑ-αυτόν μου, παύω νὰ εἶμαι ἐπιθετικός. Γι’αὐτὸ καὶ σημαίνει:
1. Ὑποχωρῶ, ἐνδίδω καὶ ἁρμόζω
2. Ὁμοιάζω [κυρίως ὁ παρακείμενος μὲ σημασία ἐνεστῶτος ἔοικα ( = ἔχω ὑποχωρήσει, ἄρα εἶμαι σύγγνωμος, ὅμοιος)]
«κύνας» : «φιλητικὰ καὶ θωπευτικά, οἷον κύων», Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστορ., Α', 1,488, Ἀριστοτέλης. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κυνῶ ( = ἁσπάζομαι, φιλῶ) περιγράφοντας ἐναργῶς τὸ ἦθος του. Ὁ κύων διατηρεῖται μέχρι σήμερα στὰ «κυνοκομεῖον, κυνικός, κυνάγχη/ συνάχη ( = περιλαίμιον κυνός, < κύων + ἄγχω), κυνηγός κοκ»· κατέληξε δὲ στοὺς αἰολοδωριεῖς Λατίνους ὡς canis, ἐξ οὗ τὰ διάφορα chien, cane κλπ... κανάρια. Τὸ νεογνόν του λέγεται σκύλαξ ( < σκῦλα = λάφυρα) καθῶς παιχνιδιάρικα ὄντα ὅλον καὶ κάτι προσκομίζουν στὸν δεσπότη τους.
Ἀναφορικῶς μὲ τὸν ὅρκον «Μὰ τὸν κύνα» τὸν ὁποῖον πλεῖστες φορὲς ἔδιναν οἱ πρόγονοί μας, αὐτὸς ἀφορὰ στὸν Κύνα, ἤτοι στὸν ἱερὸν γιὰ τοὺς Ἕλληνας ἀστέρα, τὸν ἀπαστράπτοντα Σείριον ( < ἥλιος, διὰ συνήθους τροπῆς τῆς δασείας σὲ σ, τοῦ η σὲ ει καὶ τοῦ λ σὲ ρ ). Ἐκ τοῦ κυνὸς αὐτοῦ καὶ τὰ θερμότατα «κυνικὰ καύματα» τοῦ καλοκαιριοῦ, γνῶσις ἡ ὁποία πέρασε καὶ διατηρεῖται στοὺς δυτικοὺς μέχρι σήμερα ὅταν ἐκφράζουν τὸν καύσωνά τους ὡς canicule, canicola, dias caninos κοκ.
«ἐχεπευκές» : Τὸ αἰχμηρόν καὶ διαπεραστικόν, ἐκ τῆς πεύκης· ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα «piquant ( = δριμύς, πικάντικος), pique ( = ἡ λόγχη), pick, pickles ( =πίκλες), picco ( = ἡ κορυφὴ ἀπὸ κάτι, ἄρα τὸ αἰχμηρόν), piccolo ( =ἡ ἀκροῦλα ἀπὸ κάτι, ὁ μικρός) κοκ».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου