Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΟΙ ΜΗΝΕΣ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Προτοῦ ξεκινήσει ἡ ἀνάλυσις τῶν ὀνομάτων τῶν μηνῶν τοῦ χρόνου, πρέπει νὰ ὁριστεῖ τί ἐστί <<μήν>> (αιολ. μείς, δωρ. μής) καὶ γιατί τὸν ὠνόμασε ἔτσι ὁ ὀνοματοθέτης. Ὁ μήν (γεν. τοῦ μηνός) χρωστᾶ τὸ ὄνομά του στὴν μήνη. Μήνη εἶναι ἡ σελήνη ( < σέλας), τὸ φεγγάρι ( < φέγγω) ποὺ λέμε σήμερα. Οἱ  Ἕλληνες δὲν τοῦ ἔδωσαν τυχαίως αυτὸ το ὄνομα, καθ’ὅτι ὡς πρωτοπόροι καὶ στὴν ἀστρονομία εἶχαν παρατηρήσει πὼς ἡ σελήνη διαγράφει τροχιὲς γύρω ἀπὸ τὴν γῆ. Τὸ χρονικὸν διάστημα λοιπὸν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἡ μήνη διαγράφει μία πλήρη περιφορὰ γύρω ἀπὸ τὴν γῆ, τὸ ὀνόμασαν μῆνα (καὶ φυσικὰ ἀπὸ ἑμᾶς γονιμοποίησαν καὶ τὶς γλῶσσες τους οἱ ἀλλόθροοι καὶ τὸν εἶπαν γαλ. mois , ἀγγλ. month , ἰταλ. mese , ἰσπαν. mes , γερμ. Monat , λατ. mensis, ρωσικ. месяц , πορτ. mês , ὁλλ. Maand , πολ. miesiąc , δαν/νορβ. måned κοκ). Τὸ ἀττικὸν ἡμερολόγιον περιελάμβανε σὲ γενικὲς γραμμὲς 12 μῆνες τῶν 29-30 ἡμερῶν ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ σημερινὸν γρηγοριανὸν (ποὺ ἀντικατέστησε τὸ ἰουλιανόν) ἡμερολόγιο ποὺ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ. 13: ΚΕΙΡΩ

{ Ὁ Ἀ πόλλων τοῦ Kassel. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παρατσούκλια τοῦ Ἀπόλλωνος εἶναι  ΑΚΕΡΣΟΚΟΜΗΣ , διότι δὲν κείρει τὴν κόμην του ( <<ἀπενθὴς γὰρ ὁ θεός>>, Μ.Ε. κι αὐτὸ διότι συνηθίζετο νὰ κόβουν τὰ μαλλιά τους κοντὰ ὡς ἔνδειξιν πένθους. Ὁ Ἀπόλλων ὡς θεός τοῦ φωτὸς ἀπεχθάνεται τὸ σκότος τοῦ θανάτου καὶ εἶναι πάντα νηπενθής ). Τὸ ὄνομά του ὀφείλεται στὴν πόλιν Kassel τῆς Γερμανίας, ὅπου βρίσκεται τὸ πληρέστερα σωζόμενο ἀντίγραφο. Εἶναι προφανές ὅτι τὸ ἄγαλμα εἰκονίζει τὸν θεὸν Ἀπόλλωνα, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ νεανικά του χαρακτηριστικὰ καὶ τὰ μακριὰ μαλλιά του. Ἡ φαρέτρα, τὴν ὁποία ὁ ἀντιγραφεὺς ἀπεικόνισε στὸ ἀναγκαῖο στήριγμα τοῦ μαρμάρινου ἀντιγράφου, ἐπιτρέπει καὶ αὐτὴ νὰ ταυτίσουμε τὸν τοξότη θεό. Στὸ δεξιὸν χέρι ὁ Ἀπόλλων εἶχε τόξο καὶ βέλος· τί κρατοῦσε στὸ ἀριστερὸ δὲν γνωρίζουμε μὲ βεβαιότητα, εἶναι ὅμως πιθανὸν ἀπὸ τὴν θέσιν τῶν δαχτύλων ὅτι ἦταν ἕνα μικρὸ ἔντομο, μιὰ ἀκρίδα. Ἄν εἶναι ἔτσι τὸ ἄγαλμα εἰκονίζει τὸν Ἀπόλλωνα Παρνόπιο  [ ἐπίθετο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν λέ

ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΣΕ , ΕΝΕΚΑ/ΕΝΕΚΕΝ Ή ΛΟΓΩ;

  ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΣΕ, ΕΝΕΚΑ/ΕΝΕΚΕΝ Ή ΛΟΓΩι; Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συνηθισμένα λάθη ποὺ γίνονται ὅταν θέλουμε νὰ ὑποδείξουμε ποιός/τί εἶναι ὑπεύθυνος/ο γιὰ κάτι ποὺ συμβαίνει εἶναι ἡ ἐσφαλμένη χρῆσις τῶν λέξεων τοῦ τίτλου. Ἀναλυτικότερα, τὸ ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ( > ἐκ +αἰτία) + γενική , ὑποδηλώνει τὴν αἰτία ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ συμβεῖ κάτι ἀρνητικόν, κάτι δυσάρεστον καὶ ἀνεπιθύμητον. Π.χ. 1.: Λιποθύμησε ἐξ αἰτίας τῆς πολλῆς ζέστης. Π.χ. 2.: Ἔχασε τὴν περιουσία του ἐξ αἰτίας τοῦ ἐθισμού του στὸν τζόγο. Τὸ ἀρνητικὸν ἐννοιολογικόν του φορτίον δὲν τὸ ἀπέκτησε τυχαίως, ἐπειδὴ ἔτσι συμβατικῶς συνεννοήθηκαν οἱ συνδιαλεγόμενοι μεταξύ τῶν, ἀλλὰ ἐπειδὴ κρύβει μέσα του τὴν λέξιν ΑΙΤΙΑ. Ἄλλωστε τὸ ὑποδηλοῖ σαφέστατα: ΕΚ τῆς τάδε ΑΙΤΙΑΣ συνέβη κάτι. Τί σημαίνει αἰτία; Ἡ αἰτία κυριολεκτικῶς εἶναι ἡ ἀπαίτησις, ἡ αποζήτησις αὐτοῦ ποὺ σοῦ ἀναλογεῖ καὶ συνεκδοχικῶς πῆρε καὶ τὴν ἔννοια τῆς κατηγορίας, τῆς ζήλειας, τοῦ φθόνου καὶ τῆς χαιρεκακίας, ἐξ ἧς καὶ τὸ ῥῆμα αἰτιῶμαι ( =κατηγορῶ, μέμφομαι ἐπειδὴ ἔχω ἀδικηθε

ΛΥΤΟΣ, ΛΕΙΤΟΣ, ΛΟΙΤΟΣ, ΛΥΤΤΟΣ Ή ΛΙΤΟΣ;

Κι ὅμως εἶναι ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦμε ἄμέτρητες φορὲς στὴν καθημερινότητά μας! Ἀκούγονται τὸ ἴδιο, ἀλλὰ τί γίνεται ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νὰ τὶς γράψουμε; Τί γίνεται ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νὰ ἀποτυπώσουμε στὸ χαρτὶ αὐτὸ ποὺ ἀκριβῶς ἐν-νοήσαμε; Διότι μπορεῖ κάποιος νὰ θέλῃ νὰ πῇ γιὰ κάποιον ἄλλον πὼς εἶναι π.χ κοινωνικὸς λειτουργός, ἀλλὰ ὅταν τὸν γράψει <<λιτουργό>> ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ ἐκτελεί ἔργον γιὰ τὸν λαόν, τὸν καθιστᾶ, ἐλλείψει αὐτοῦ τοῦ -ε-, πανοῦργον καὶ κακοῦργον! Ποιά ἡ διαφορὰ μεταξύ τῶν ὁμωνύμων; Κατ’ἀρχὰς ὁ  ΛΥΤΟΣ εἶναι ἴσως ὁ πιὸ εὐκολονόητος ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, διότι τὸ θέμα του μᾶς θυμίζει ἀμέσως τὸ ῥῆμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ῥῆμα   <<λύω>>. Οἱ σημασίες τοῦ λύειν εἶναι ἀρκετές, μὲ ἀρχικὴ σημασία του νὰ εἶναι αὐτὴ τοῦ χαλαρώνω,λύνω, διαλύω. Συνήθως τὸν λυτό, τὸν συναντᾶμε μὲ διάφορες προθέσεις μπροστά τοῦ, ὅπως ΔΙΑΛΥΤΟΣ, ΑΝΑΛΥΤΟΣ, ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ, ΑΠΟΛΥΤΟΣ κοκ. Ἕπειτα, ἔχουμε καὶ τὸν ὁμόηχόν του ΛΕΙΤΟΝ . Ὁ λειτὸς εἶνα

ΛΗΜΜΑ, ΛΥΜΑ, ΛΙΜΑ, ΛΗΜΑ Η΄ΛΕΙΜΜΑ; ΛΥΜΗ Η’ ΛΗΜΗ; ΛΙΜΟΣ Η΄ΛΟΙΜΟΣ;

ΛΗΜΜΑ, ΛΥΜΑ, ΛΙΜΑ, ΛΗΜΑ Η΄ΛΕΙΜΜΑ; ΛΥΜΗ Η’ ΛΗΜΗ; ΛΙΜΟΣ Η΄ΛΟΙΜΟΣ; Εἶναι καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα/παρώνυμα ποὺ βασανίζουν δυστυχῶς πολλούς, ὅταν χρειαστεῖ νὰ τὰ γράψουν. Καὶ γράφω δυστυχῶς, διότι ἡ ἀνορθογραφία δὲν ὑποδεικνύει ἕναν <<κακὸν μαθητή>> , ὅπως πολλοὶ σκέφτονται, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι καὶ αὐτὴ μία ἀπόδειξις τῆς μὴ συνδέσεως τῆς διανοίας μὲ τὴν ἔκφρασιν ( ἡ ὁποία ἰσχύει καὶ γιὰ πολλοὺς ὀρθογράφους πλέον). Ὅταν τὸ σημαῖνον χάσει τὸν εἰρμό, τὴν σύνδεσιν μὲ τὸ σημαινόμενον, ἡ γλῶσσα ἀπὸ μέσο προγραμματισμοῦ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἀπὸ τρόπος σκέψεως καθίσταται ἕνας ἁπλὸς κώδικας ἐπικοινωνίας. Ἐν ὀλίγοις, ἄν χάσουν καὶ οἱ λέξεις τὴν ἱστορία τους καὶ τὴν οὐσία τους, ἡ ἑλληνικὴ ἀπὸ ἐννοιολογικὴ θὰ καταντήσει ἀκόμη μία συμβατικὴ γλῶσσα, ὅπως οἱ ἀλλοδαπές. Καὶ τὸ βάρος ποὺ καλούμαστε νὰ σηκώσουμε ἑμεῖς εἶναι μεγαλύτερο, διότι ἄν οἱ ἀλλόθροοι ἀνορθογραφώντας, θὰ λέγαμε πὼς ΥΠΟΒΑΘΜΙΖΟΥΝ τὴν γλῶσσα τους, ἑμεῖς τὴν ΕΚΦΥΛΙΖΟΥΜΕ! Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα εἶναι ἡ λέξις ΛΗΜΜΑ , ἡ ὁ