Ἡ ξενομανία ἔχει φτάσει σὲ τέτοιον βαθμόν, ὥστε πολλοὶ σήμερα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τους νὰ τὰ ἀποκαλοῦν father, mother, bro(ther), sis(ter) ( σημ.: ὅλα ἀπὸ ἑλληνικὰ ἔτυμα, ἐξηγοῦνται παρακάτω). Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ ἀποκαλοῦμε καὶ τὴν οἰκογένεια φαμίλια. Ἔχετε σκεφτεῖ ποτέ ὅμως τί εἶχε στὸ μυαλό του ὁ ὀνοματοθέτης καὶ τὴν ὠνόμασε «οἰκογένεια» καὶ τὰ μέλη της ἔτσι ὅπως τὰ ὠνόμασε;
Ἀρχικά, γιὰ νὰ ἐννοήσει κάποιος τί ἐστὶ οἰκογένεια, πρέπει νὰ μελετήσει τί σημαίνει οἶκος καὶ τί γένος. Ὁ ΟΙΚΟΣ λοιπὸν ὀφείλει τὸ ὄνομά του στό -Ο- ποὺ σημαίνει τὸν κλειστὸν χῶρον, τό -ΙΚ- ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἵκω =φτάνω καὶ τὴν κατάληξιν -ΟΣ- ποὺ δηλοῖ σταθερότητα καὶ ὁρισμόν (Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ). Εἶναι κατὰ κυριολεξία ὁ κλειστὸς χῶρος ποὺ ἔχει ὁρίσει τὶς γιὰ νὰ φτάνει, νὰ ἐπιστρέφει, ἡ βάσις τοῦ καθενός, τὸ ἄσυλόν του, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα.
Ἀπ’τὴν ἄλλη τὸ ΓΕΝΟΣ προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «γίγνομαι» καὶ σηματοδοτεῖ τὸν γόνον σου, τὴν προέλευσίν σου, τὴν σύνδεσίν σου μὲ τοὺς προγόνους σου, τὰ κοινὰ χαρακτηριστικά σου μὲ κάποιον ἄλλον. Οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι ἔδιναν μεγάλη σημασία καὶ στὸν οἶκον τους καὶ στὸ γένος τους, μὲ λίγα λόγια στὴν οἰκογένειά τους καὶ τὰ προστάτευαν μέχρι τελευταίας ῥανίδος τοῦ αἵματός τους. Δὲν εἶναι τυχαῖον ἄλλωστε καὶ τὸ ἔτυμον τῆς λέξεως ΜΟΙΧΟΣ (< μή +οἶκος, αὐτὸς ποὺ δὲν ἀνήκει στὸν οἶκο), ὁ μὴ τιμῶν τὸν οἶκον.
Γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ὅμως οἰκογένεια, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν οἶκον ἀπαραίτητη προϋπόθεσις εἶναι νὰ ὑπάρχει ἕνας ἀνὴρ καὶ μία γυνή, οἱ ὁποῖοι θὰ δημιουργήσουν τὸ γένος. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ὁ ἀνὴρ θὰ τὸ γεννήσει ( ὡς φέρων τὸν γόνον καὶ διαιωνίζων τὴν γενεάν, «φιτύει γόνον», Ἱκέτιδες, Αἰσχύλος) καὶ ἡ γυνὴ θὰ τὸ τεύξει ( =κατασκευάσει) 9 μῆνες μέχρι τὸν τοκετό, ὅταν ὡς ἐπίτοκος θὰ γεννήσει καὶ θὰ δώσει τὸν τόκον.
( «Τὸ ἄρρεν παρέχεται τὸ τε εἴδος, τὴν ἀρχὴν τῆς κινήσεως, τὸ θῆλυ τὴν ὕλη καὶ τὸ σῶμα», Ἀριστοτέλης, Περί ζώων γενέσεως) .
( «Τὸ ἄρρεν παρέχεται τὸ τε εἴδος, τὴν ἀρχὴν τῆς κινήσεως, τὸ θῆλυ τὴν ὕλη καὶ τὸ σῶμα», Ἀριστοτέλης, Περί ζώων γενέσεως) .
Ὁ ΑΝΗΡ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν ἄνω + αἴρω ( =σηκώνω, ὁ πράττων ἐπί τῇ ἀνατάσει τῆς οἰκογενείας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας). Τὸ γράμμα -ρ στὸ τέλος δὲν ἐτέθη τυχαίως, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑποδείξει ῥοὴ καὶ ὁρμή. Διότι χρειάζεται ὁρμὴ καὶ θάρρος γιὰ νὰ ἐξυψώσεις τὸν οἶκον σου, τὸ γένος σου, τὴν πατρίδα σου κοκ.
Τοὺς ἀποκαλοῦσαν καὶ ΟΡΕΙΝΕΣ ( < ὄρνυμι =σηκώνω, ὑψώνω, βλ. ὄρος) ἀλλὰ ἦταν καὶ ΑΡΡΕΝΕΣ/ΑΡΣΕΝΕΣ [ κατὰ κάποιους ἀπὸ τὰ ἄρω, ἀραρίσκω =συνδέω, αρμόζω ( «ὁ ἐπὶ θῆλυ συναπτόμενος») καὶ κατ’ ἄλλους ἀπὸ τὸ ἄρδω =ἀρδεύω ( «ὁ ἐκχύνων γονιμοποιὸν ὑγρόν)].
Τοὺς ἀποκαλοῦσαν καὶ ΟΡΕΙΝΕΣ ( < ὄρνυμι =σηκώνω, ὑψώνω, βλ. ὄρος) ἀλλὰ ἦταν καὶ ΑΡΡΕΝΕΣ/ΑΡΣΕΝΕΣ [ κατὰ κάποιους ἀπὸ τὰ ἄρω, ἀραρίσκω =συνδέω, αρμόζω ( «ὁ ἐπὶ θῆλυ συναπτόμενος») καὶ κατ’ ἄλλους ἀπὸ τὸ ἄρδω =ἀρδεύω ( «ὁ ἐκχύνων γονιμοποιὸν ὑγρόν)].
Ἡ δὲ ΓΥΝΗ κατὰ τὸν Πλάτωνα (Κρατύλος, περὶ ὀνομάτων ὀρθότητος) ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «γονή, παρὰ τὸ γεννᾶν». Ἄλλη θεωρία εἶναι ἀπὸ τό «παρὰ τὴν γῆν ἐοικέναι (εἴκω = ὁμοιάζω)». Γιατὶ ὅπως ἡ γῆ ὀργώνεται μὲ τὸ ὑνὶ καὶ σπείρεται καὶ γεννᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν γυναῖκα. Γι΄αὐτὸ καὶ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ὀνομασίες τῆς μήτρας εἶναι καὶ ἄρουρα (βλ. ἄρθρο γῆ).
Ἐλέγετο καὶ ΘΗΛΥ ἀπὸ τὸ θάλλω ( =ἀνθίζω, ἀκμάζω). Διότι τὸ θῆλυ εἶναι ὑπεύθυνον καὶ φύσει ἱκανὸν νὰ θηλάσει τὸ μωρὸν καὶ νὰ τὸ αὐξήσει, ὅταν τὸ βγάλει ἀπὸ τὴν κοιλιά του. Φυσικὰ ὅλα αὐτὰ ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν πὼς ἡ γυνὴ εἶναι ΠΑΡΘΕΝΟΣ ( < παραθήνη < θάω =θηλάζω, εἶναι σὲ ἡλικία ποὺ μπορεῖ νὰ θηλάσει, ἔχει μαστοὺς καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἔμμηνον ῥύσιν). Τὰ μικρότερα κορίτσια δὲν ἀπεκαλοῦντο παρθένα, διότι δὲν ἦταν μὲ τὴν τότε σημασία τῆς λέξεως.
Ἐλέγετο καὶ ΘΗΛΥ ἀπὸ τὸ θάλλω ( =ἀνθίζω, ἀκμάζω). Διότι τὸ θῆλυ εἶναι ὑπεύθυνον καὶ φύσει ἱκανὸν νὰ θηλάσει τὸ μωρὸν καὶ νὰ τὸ αὐξήσει, ὅταν τὸ βγάλει ἀπὸ τὴν κοιλιά του. Φυσικὰ ὅλα αὐτὰ ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν πὼς ἡ γυνὴ εἶναι ΠΑΡΘΕΝΟΣ ( < παραθήνη < θάω =θηλάζω, εἶναι σὲ ἡλικία ποὺ μπορεῖ νὰ θηλάσει, ἔχει μαστοὺς καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἔμμηνον ῥύσιν). Τὰ μικρότερα κορίτσια δὲν ἀπεκαλοῦντο παρθένα, διότι δὲν ἦταν μὲ τὴν τότε σημασία τῆς λέξεως.
Γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ οἰκογένεια πρέπει νὰ ὑπάρξει σύζευξις, δηλαδὴ ὁ ἀνὴρ μὲ τὴν γυναῖκα νὰ γίνουν ΣΥΖΥΓΟΙ/ΟΜΟΖΥΓΟΙ ( < συζεύγνυμι =συνδέω στὸν ἴδιον ζυγόν), νὰ ἀποτελέσουν ζεῦγος καὶ νὰ ὑπάρξει ΣΥΝΟΥΣΙΑ ( < σύν +εἰμί, τὸ ὁμοῦ εἶναι, τὸ νὰ γίνεις ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ μὲ τὸν ἄλλον). Ὁ σύζυγος ἐλέγετο μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ ΠΟΣΙΣ [ < πότις, ὁ ποτίζων διὰ τοῦ σπέρματος τὴν ἄρουρα τῆς γυναικός ( boss τὸν λένε οἱ ἀγγλόφωνοι σήμερα)] καὶ ἡ σύζυγος ΠΟΤΝΙΑ ἤ ΥΠΑΝΔΡΟΣ ( < ὑπό +ἀνήρ, γιατὶ τίθεται ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ἀνδρός της).
Ὁ ΓΑΜΟΣ, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου ὁ ἀνὴρ νυμφεύεται ( < νύμφη =νεαρὴ γυνή) καὶ ἡ γυνὴ ὑπανδρεύεται, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τό «τὴν γῆν ἀμᾶν (=θερίζω)» γιατὶ σηματοδοτεῖ τὸ θέρος, τὸ θέρισμα ποὺ θὰ φέρει γόνους. Ἐξ οὗ καὶ ὁ γαμβρός ( < γαμερός).
Ὁ ἀνὴρ λοιπὸν κατὰ τὴν συνουσία παράγει τὰ ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΙΑ*, τὸν σπόρον καὶ ἡ γυνὴ ἔχει τὰ ΩΑΡΙΑ ( =μικρὰ αὐγά), τὰ ὁποῖα ὁμοιάζουν μὲ τὸ σχῆμα τῆς γῆς [ «Οἱ ἀρρένες τὸν θορόν ( < θρώσκω = ἀναπηδῶ, τὸ σπέρμα) καὶ αἱ θήλειαι τά ὠᾲ ἔχουσιν», Ἀριστοτέλης, Περὶ ζώων].
(*Σημ.: Ἀξιοσημείωτος εἶναι ἡ παρατήρησις τοῦ Πλάτωνος σχετικῶς μὲ τὴν γονιμοποίησιν σχεδὸν 2500 χρόνια πριν «… οἱ ἄνδρες κατασπείρουν ζῶα ἀόρατα λόγω σμικρότητος, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ διαλεχθοῦν τὰ καλλίτερα γιὰ νὰ ἐκτραφοῦν ἐντὸς τῆς μήτρας», Πλάτων,Τίμαιος, 91δ)
Ὁ ἀνὴρ λοιπὸν εἶναι αὐτὸς ποὺ κύει/κυΐσκει ( =φουσκώνει) ἤ ὀπυίει ( < ὀπός =χυμός + ὕω=βρέχω) καὶ ἡ γυνὴ κυΐσκεται, καθίσταται δηλαδὴ ΕΜΠΑΙΣ/ΕΓΚΥΟΣ ( < ἐν + κῦμα =τὸ φούσκωμα). Πρῶτα τεύχει τὸ ΒΡΕΦΟΣ/ΕΜΒΡΥΟ ( < ἐν +βρύω = πληθαίνω) μέσω τοῦ ὀμφαλίου λώρου ( < ὀμφύνω =αὐξάνω + λῶρος, λουρί) καὶ ὕστερα τὸ τίκτει καὶ ἐξέρχεται τὸ ΝΕΟΓΝΟΝ ( < νέος + γίγνομαι). Τὸ φῦλον ( < φύω, φύσις) του, θὰ εἶναι εἴτε ἀρσενικόν, εἴτε θηλυκὸν τουτ’ ἔστιν εἴτε υἰός, εἴτε θυγάτηρ.
ΥΙΟΣ/ΓΥΙΟΣ/ΥΙΙΣ/ΥΙΕΥΣ κ.ἄ ἐκ τοῦ ὕω ( =βρέχω) + ἰός ( < εἴμι =ἔρχομαι), διότι φέρει ὑετόν ( =βροχή), ὑγρόν, ἤτοι σπέρμα. Ἀλλὰ ἄν τρέψουμε τὴν δασεῖα σέ -φ λέγεται καὶ ΦΥΟΣ ( ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ φύει). Σήμερα λέμε συνήθως πὼς μία ἔγκυος θὰ κάνει ΑΓΟΡΙ ( στερ. ἄ +ὥρα, γιατὶ εἶναι ἀκόμα ἄωρος/ἄγουρος ἀνήρ).
Θ-Υ-ΓΑΤΗΡ ἀπ’ τὴν ἄλλη, εἶναι αὐτὴ ποὺ διαθέτει Θέσιν γιὰ τὸ Ὑγρόν στὴν ΓΑΣΤΕΡΑ (=κοιλιά) της («Τὰ θήλεα ἔχει ὑποδοχὴν τὴν ὑστέραν») ἔγραψε ὁ Ἀριστοτέλης στὸ ἔργον του «Περὶ ζώων γενέσεως».
ΥΣΤΕΡΑ ἦταν μία ἄλλη ὀνομασία τῆς μήτρας, ἡ ὑποδέχουσα τὸ ὑγρόν. Πίστευαν δὲ πὼς ἡ μὴ ἱκανοποίησις/καρποφορία της προκαλοῦσε ἀσθένεια, τὴν γνωστὴ ὡς καὶ σήμερα ὑστερία.
Σήμερα δὲν λέμε θὰ κάνει θυγατέρα ἀλλὰ κορίτσι (=μικρὴ κόρη)/ κόρη. Καὶ τὰ δύο ἐτυμολογοῦνται ἐκ τοῦ κορέω ( =φροντίζω, τακτοποιῶ) καὶ δὲν συνδέονται μὲ τὸν κοῦρον ( < κείρω =κόβω, γιατὶ ξύριζαν τὰ γένια τους, ὅταν τὰ ἔβγαζαν περίπου κατὰ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία). Τὴν θυγατέρα, τὴν ἀποκαλοῦσαν ἐπίσης καὶ ΣΤΕΛΛΑΝΔΡΑ ( < στέλλω +ἀνήρ, γιατὶ θὰ γεννοῦσε στὸ μέλλον ἄνδρες ποὺ θὰ διαιωνίσουν τὸ γένος). Σπανίως, τὴν θυγατέρα (ἀλλὰ καὶ τὴν σύντροφο) τὴν ἀποκαλοῦσαν ΕΟΡ/ΑΟΡ ( < ὁαριστής =οἰκεῖος -< ἕορ μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σεόρ < λατ. soror < ἀγγλ.sister).
ΥΣΤΕΡΑ ἦταν μία ἄλλη ὀνομασία τῆς μήτρας, ἡ ὑποδέχουσα τὸ ὑγρόν. Πίστευαν δὲ πὼς ἡ μὴ ἱκανοποίησις/καρποφορία της προκαλοῦσε ἀσθένεια, τὴν γνωστὴ ὡς καὶ σήμερα ὑστερία.
Σήμερα δὲν λέμε θὰ κάνει θυγατέρα ἀλλὰ κορίτσι (=μικρὴ κόρη)/ κόρη. Καὶ τὰ δύο ἐτυμολογοῦνται ἐκ τοῦ κορέω ( =φροντίζω, τακτοποιῶ) καὶ δὲν συνδέονται μὲ τὸν κοῦρον ( < κείρω =κόβω, γιατὶ ξύριζαν τὰ γένια τους, ὅταν τὰ ἔβγαζαν περίπου κατὰ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία). Τὴν θυγατέρα, τὴν ἀποκαλοῦσαν ἐπίσης καὶ ΣΤΕΛΛΑΝΔΡΑ ( < στέλλω +ἀνήρ, γιατὶ θὰ γεννοῦσε στὸ μέλλον ἄνδρες ποὺ θὰ διαιωνίσουν τὸ γένος). Σπανίως, τὴν θυγατέρα (ἀλλὰ καὶ τὴν σύντροφο) τὴν ἀποκαλοῦσαν ΕΟΡ/ΑΟΡ ( < ὁαριστής =οἰκεῖος -< ἕορ μὲ τροπὴ τῆς δασεῖας σεόρ < λατ. soror < ἀγγλ.sister).
Κι ἔτσι λοιπὸν τὸ ἀνδρόγυνο πλέον εἶναι καὶ ΓΟΝΕΙΣ (=φέροντες τὸν γόνον τοῦ γένους). Ὁ ἀνὴρ λέγεται ΠΑΤΗΡ ( κλητ. πάτερ < λατ. pater < ἀγγλ. father) καὶ ἡ γυνὴ ΜΗΤΗΡ/ ΜΑΤΗΡ ( κλητ. μᾶτερ < λατ. mater <ἀγγλ. mother).
Πατὴρ ἐκ τοῦ πάτωρ ( < πάομαι =λαμβάνω, κατέχω, ὁ κτήτωρ δηλαδὴ ποὺ ὀφείλει νὰ προστατεύσει αὐτὰ ποὺ ἀπέκτησε). Λέγεται καὶ ΦΥΤΙΣ/ ΦΥΤΩΡ ( < φύω =φυτρώνω) ἤ ΓΕΝΝΗΤΩΡ. Ἐλέγετο καὶ ΠΑΠΠΑΣ ( «προσελθών πάππα με καλεῖ», Ἀριστοφάνους Ἐκκλησιάζουσαι, «φίλε πάππα» Ὁμήρου, Ὀδύσσεια, ζ, 57) καὶ ἀργότερα μετετράπη σὲ μπαμπάς. Ἀκόμη ἕνα ὄνομά του ἦταν καὶ ΑΤΤΑ/ΤΕΤΤΑ/ΙΕΤΤΑ ( «ἄττα γεραιέ» Ὁμήρου, Ἰλιάς,Δ,411), ἀλλὰ καὶ ΑΠΦΥΣ ( < ἀπό +φύω) καὶ ἐπειδὴ οἱ Μακεδόνες δὲν χρησιμοποιοῦσαν δασεῖς φθόγγους, τὸν ἔλεγαν καὶ ΑΠΠΑ (βλ. Φίλιππος- Βίλιππος).
Ἡ μήτηρ, ἡ μάνα ἀλλὰ καὶ ἡ μαμμὰ προέρχονται ἐκ τοῦ πρωτοελληνικοῦ μῶ ( =ζητῶ, < μαμμάω =ζητῶ νὰ θηλάσω). Τὸ μῶ ὅπως καὶ ἄλλα πρωτοελληνικὰ ῥήματα φτιάχτηκαν ὕστερα ἀπὸ παρατήρησιν τοῦ κόσμου. Τὸ ΜΩΡΟΝ ( < μή +ὤρα =φροντίς)/ ΓΑΛΑΘΗΝΟΝ ( =τρεφόμενο μὲ γάλα), δὲν μπορεῖ νὰ φροντίσει τὸν ἑαυτόν του, οὔτε νὰ φάει καὶ ζητᾶ τὸν μαστόν ( < μῶ), εἴτε μουρμουρίζοντας «μμμ ,μμμ», εἴτε κλαίγοντας μὲ ἄχό ( = ἐσωτερικὴ στενοχώρια) «ααα» γιατὶ εἶναι ἀκόμα ΝΗΠΙΟΝ ( στερ. νή +ἔπος =λόγος) καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ λεκτικῶς.
Ἐπίσης, μπορεῖ τὸ ζευγάρι νὰ μὴν ἀποκτήσει μόνον ἕναν ἀλλὰ πολλοὺς ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ/ΑΦΑΙΜΟΥΣ (ἀπό +αἵμα)/ΕΞΑΙΜΟΥΣ/ΕΠΙΣΠΟΡΟΥΣ/ΕΚΓΟΝΟΥΣ.
Αὐτοὶ μεταξύ τους θὰ εἶναι ΑΔΕΛΦΙΑ ( ἀθροιστ. ἀ + δελφύς =μήτρα), ΟΓΑΣΤΡΙΟΙ/ΟΜΟΓΑΣΤΡΙΟΙ/ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΙ/ΟΜΟΝΗΔΥΙΟΙ ( < ὅμοιος + νηδύς =κοιλιά) /ΟΜΟΣΦΥΡΟΙ ( < ὅμοιος +σφυρά =ἀστράγαλοι, γιατὶ γεννοῦσαν σὲ σχεδὸν ὄρθια θέσιν καὶ τὰ μωρά «ἔπεφταν» στοὺς ἀστραγάλους τους) /ΟΜΟΣΠΟΡΟΙ/ΣΥΓΓΟΝΟΙ/ΑΥΘΑΙΜΟΙ ( < αὐτός =ἴδιος +αἷμα)/ ΟΜΟΣΠΛΑΓΧΝΟΙ/ ΚΑΣΙΓΝΗΤΟΙ ( < κάσις =κοιλιά +γίγνομαι)/ ΟΜΟΓΑΛΑΚΤΟΙ κ.ἄ.
Μπορεῖ νὰ εἶναι ὅμως κι ἑτεροθαλῆ (ἕτερος + θάλλω) ἀδέλφια, εἴτε ἀπὸ τὸν ἴδιο πατέρα καὶ ἐλέγοντο ΟΠΑΤΡΟΙ/ ΟΜΟΠΑΤΡΙΟΙ/ ΑΥΤΟΠΑΤΟΡΕΣ/ ΑΜΦΙΜΗΤΟΡΕΣ/ ΕΤΕΡΟΜΗΤΟΡΕΣ/ ΑΜΦΙΣΓΟΝΟΙ, εἴτε ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα (χαρακτηρισμοὶ ἀντίστοιχοι τῶν προηγουμένων).
Μπορεῖ νὰ εἶναι ὅμως κι ἑτεροθαλῆ (ἕτερος + θάλλω) ἀδέλφια, εἴτε ἀπὸ τὸν ἴδιο πατέρα καὶ ἐλέγοντο ΟΠΑΤΡΟΙ/ ΟΜΟΠΑΤΡΙΟΙ/ ΑΥΤΟΠΑΤΟΡΕΣ/ ΑΜΦΙΜΗΤΟΡΕΣ/ ΕΤΕΡΟΜΗΤΟΡΕΣ/ ΑΜΦΙΣΓΟΝΟΙ, εἴτε ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα (χαρακτηρισμοὶ ἀντίστοιχοι τῶν προηγουμένων).
Τὰ ἀδέλφια χωρίζονται σὲ ΠΡΩΤΟΤΟΚΟ ( < πρῶτος +τίκτω), ΑΜΦΙΚΟΡΟ ( < ἀμφί +κόρος) καὶ ΝΕΙΑΤΟ ( < νέος), ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ΔΙΔΥΜΑ ( < δις +δύω =βυθίζω, εἰσέρχομαι καὶ φέρω). Οἱ μικρότεροι ὡς ἔνδειξιν σεβασμοῦ φώναζαν τὸν μεγαλύτερο ἠθεῖο, δηλώνοντας πὼς εἶχαν τὰ ἴδια ἤθη/συνήθειες. Τὸν ἀδελφὸν τὸν ἀποκαλοῦσαν ἐπίσης καὶ ΦΡΑΤΩΡ (βλ. brother).
Τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν λέγονται μέχρι σήμερα ΕΓΓΟΝΙΑ ( < ἐκ +γόνος) καὶ ὑπῆρχαν συγκεκριμένα ὀνόματα ποὺ διευκρίνιζαν τὴν σχέσιν μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν παππούδων τους. Ἔτσι ὁ υἰὸς τοῦ υἰοῦ ἐλέγετο ΥΙΙΔΕΥΣ/ ΕΓΓΟΝΟΣ/ Ο ΥΙΩΝΕΥΣ καὶ ἡ κόρη τοῦ υἰοῦ ΕΓΓΟΝΗ/ Η ΥΙΩΝΕΥΣ/ ΝΕΟΠΤΡΑ. Ὁ υἰὸς τῆς κόρης ἐλέγετο ΘΥΓΑΤΡΙΔΗΣ/ΘΥΓΑΤΡΙΔΟΥΣ καὶ ἡ κόρη τῆς κόρης ΘΥΓΑΤΡΙΔΗ. Κι ὅλα μαζὶ ΘΥΓΑΤΡΟΠΑΙΔΑ/ΘΥΓΑΤΡΟΤΕΚΝΑ. Ὁ δισέγγονος-η ΠΡΟΥΪΩΝΟΣ, ὁ τρισέγγονος-η ΤΡΙΥΪΩΝΟΣ κλπ. Τὰ ἐγγόνια δὲν λέγονταν ἀπόγονοί τους καθῶς δὲν εἶχαν ἄμεση σχέσιν μεταξύ τους, ἀλλὰ ΕΠΙΓΟΝΟΙ.
Ὁ παπποῦς ἐλέγετο ΠΑΠΠΟΣ, ΓΥΓΗΣ ( ἐξ οὗ γιαγιά) /ΘΙΑΣ ( ἠθεῖος) /ΝΕΝΝΑΣ ( συντελοῦσε κι αὐτός στὴν ἀνατροφὴ τοῦ νέου) / ΠΟΠΑΡ/ ΠΡΟΠΑΤΩΡ ( ἄν ἦταν ἀπ΄τὴν πλευρὰ τοῦ πατρός) /ΜΗΤΡΟΠΑΤΩΡ ( ἀπ’τὴν πλευρὰ τῆς μητρός). Ὑπῆρχε καὶ ὁ ΠΡΟΠΑΠΠΟΣ κι ὁ παπποῦς τοῦ πατρὸς ἦταν ὁ ΕΠΙΠΑΠΠΟΣ. Ἀκόμα μία γενιὰ πιὸ πίσω, ὁ πατὴρ τοῦ προπάππου δηλαδή, ἐλέγετο ΕΚΠΑΠΠΟΣ καὶ ὁ παπποῦς τοῦ παπποῦ ἐλέγετο ΠΑΠΠΕΠΙΠΑΠΠΟΣ καὶ κάπως ἔτσι ἀνακαλοῦσαν τοὺς προγόνους τους μέχρι τὸν ΠΡΟΠΑΤΟΡΑ ( =γενάρχη).
Ἀντιστοίχως εἶχε καὶ ἡ γιαγιὰ πολλὰ ὀνόματα. ΜΑΜΜΗ/ΜΑΜΜΑΙΑ/ ΝΟΝΝΙΣ/ ΝΟΝΝΑ/ ΝΕΝΝΑ/ΑΝΝΙΣ/ΤΗΘΗ ἦταν λίγα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ὀνόματά της. Ἡ προγιαγιὰ ἐλέγετο ΕΠΙΤΗΘΗ/ΠΡΟΜΑΜΜΗ, πιὸ πίσω ἡ ΕΠΙΠΡΟΜΑΜΜΗ κλπ.
Βεβαίως, ἀπὸ μία οἰκογένεια δὲν λείπουν καὶ οἱ λοιποὶ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ( < σύν +γόνος). Αὐτοὶ χωρίζονται στοὺς ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ / ΑΓΧΙΣΠΟΡΟΥΣ ( < ἄγχι =κοντά +σπόρος) καὶ στοὺς ΕΞ ΑΓΧΙΣΤΕΙΑΣ/ ΠΑΟΥΣ ( < πάομαι =ἀποκτῶ)/ ΚΗΔΕΣΤΕΣ ( < κήδω =φροντίζω, βλ. κηδεμών).
Τὰ παιδιά, τὰ ἀδέλφια τῶν γονιῶν τους, τὰ εἶπαν ΘΕΙΟΥΣ ( < ἠθεῖος). Ὁ ἀδελφὸς τοῦ πατρὸς ἐλέγετο ΠΑΤΡΑΔΕΛΦΟΣ/ΠΑΤΡΟΚΑΣΙΓΝΗΤΟΣ/ ΠΑΤΡΟΘΕΙΟΣ κλπ. καὶ ἡ ἀδελφή του ΠΑΤΡΑΔΕΛΦΗ. Τῆς μητρὸς ὁ ἀδελφὸς ἐλέγετο ΜΗΤΡΑΔΕΛΦΟΣ/ΜΗΤΡΩΣ/ ΜΗΤΡΟΘΕΙΟΣ καὶ ἡ ἀδελφὴ ἀντιστοίχως. Τὰ παιδιά τους ἦταν οἱ ΕΞΑΔΕΛΦΟΙ/ ΑΔΕΛΦΟΠΑΙΔΕΣ καὶ ΔΙΣΕΚΓΟΝΟΙ ἦταν τὰ δεύτερα ἐξαδέλφια.
Οἱ θεῖοι, τὰ ἀνήψια τους τὰ ἔλεγαν ΑΝΕΨΙΑ ( «νή +πούς = ἀδύναμος πρὸς βάδισιν», Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ). Ὁ ἀδελφὸς τοῦ/τῆς συζύγου ἐλέγετο ΔΑΗΡ ( < δέω =δένω) καὶ ἡ ἀδελφή, ΑΝΔΡΑΔΕΛΦΗ. Ἀργότερα ἔγιναν ΚΟΥΝΙΑΔΟΙ ( < σύν + γνωτός < λατ. cum + natus). Οἱ συννυφάδες ( γυναῖκες τῶν ἀδελφῶν) ἐλέγοντο μεταξύ τους ΕΙΝΑΤΗΡΕΣ ( < ἐν +ναίω =κατοικῶ) καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ συζύγου ΓΑΛΩΣ (< κάλως =σχοινί, καλώδιον)
Τὸν πατέρα τοῦ ἑτέρου ἡμίσεως τὸν ἀποκαλοῦσαν ΠΕΝΘΕΡΟΝ [ < πένθμα, πεῖσμα = τὸ σχοινί, ( δεμένοι μὲ δεσμοὺς συγγενείας)] /ΕΚΥΡΟN ( < προσωπ. ἀντων. ἕ +κύριος, ὁ κύριός του/της) καὶ τὴν μητέρα ΠΕΝΘΕΡΑ/ ΕΚΥΡΑ. Ὁ πατὴρ τοῦ πεθεροῦ/πεθερᾶς ἦταν ὁ ΠΡΟΠΕΝΘΕΡΟΣ καὶ ἡ μήτηρ ἡ ΠΡΟΠΕΝΘΕΡΑ. Ὁ γαμπρὸς τῶν πεθερικῶν ἦταν ὁ ΕΙΛΙΩΝ/ ΙΛΙΩΝ ( < ἴλλω =συστρέφω, συναναστρέφω)/ ΟΜΟΓΑΜΒΡΟΣ καὶ ἡ νύφη ΝΥΟΣ. Τέλος, ὁ σύζυγος τῆς ἐγγονῆς ἐλέγετο ΑΝΤΙΓΑΜΒΡΟΣ καὶ ἡ σύζυγος τοῦ ἐγγονοῦ ΑΝΤΙΝΥΟΣ.
Χαρακτηριστικὸν ὅμως εἶναι τὸ πὼς ἐκφράζουν οἱ ἀλλοεθνεῖς τὸν ὅρο οἰκογένεια στὶς γλῶσσες τους καὶ πόσο ἀπέχει ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν ἔτυμον. Παραθέτω τὸν ὅρο στὶς πιὸ διαδεδομένες γλῶσσες:
Ἀγγλ.: family
Γαλλ.: famille
Γερμ.: familie
Ἰταλ.: famiglia
Ἰσπαν.:familia
Γαλλ.: famille
Γερμ.: familie
Ἰταλ.: famiglia
Ἰσπαν.:familia
Ὅλες τὸν ἀνάγουν στὸ λατινικὸ famulus [= δοῦλος, ὑπηρέτης, βοηθός < famina ( =γυνή) < feo < φύω (=φυτρώνω)]. Μὲ λίγα λόγια στὸ ἐξωτερικό, αὐτοαποκαλοῦνται συμβοηθοί, βοηθᾶ δηλαδὴ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὰ τοῦ οἴκου…
Τὰ σχόλια καὶ οἱ σκέψεις δικές σας…
Τὰ σχόλια καὶ οἱ σκέψεις δικές σας…
Συναφὲς ἄρθρον : ΠΕΡΙ ΗΛΙΚΙΑΣ
Ἠντλήθησαν πληροφορίες ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, Α.ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, << ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, <<ΛΕΞΙΚΟ LIDELL-SCOTT>>, <<ΛΕΞΙΚΟ ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, <<ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΠΕΡΙ ΖΩΩΝ ΓΕΝΕΣΕΩΣ>>, <<ΠΛΑΤΩΝ, ΤΙΜΑΙΟΣ>>, <<ΠΛΑΤΩΝ, ΚΡΑΤΥΛΟΣ>>, <<ΙΚΕΤΙΔΕΣ, ΑΙΣΧΥΛΟΣ>>, <<ΟΜΗΡΟΥ, ΟΔΥΣΣΕΙΑ>> καὶ <<ΟΜΗΡΟΥ, ΙΛΙΑΣ>>.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου