Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΗΛΙΚΙΑΣ

Ἀφορμὴ γι' αὐτὸ τὸ ἄρθρον στᾶθηκε ἕνα σχόλιον στὸ «Ὀνομαστικόν» (2,Β) τοῦ Ἰουλίου Πολυδεύκους, χωρίον τοῦ ὁποίου παραθέτει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸν «Ἐν τῇ λέξει λόγον». Ἀναφέρεται λοιπὸν στὸ «Ὀνομαστικόν» τὸ ἑξῆς σχόλιον : 

«Ἑπτὰ εἰσὶν ἡλικίαι καθ' Ἱπποκράτην : πρώτη ἀπὸ ἑνὸς ἕως ἑπταετοῦς, ἥτις καὶ παιδίον λέγεται· δευτέρα ἀπὸ ἑπταετοῦς ἕως τετταρεσκαιδεκάτου, ἥτις καὶ παῖς λέγεται· τρίτη ἀπὸ τετταρεσκαιδεκάτου ἕως εἰκοστοῦ πρώτου, ἥτις καὶ μειράκιον λέγεται· τετάρτη ἀπὸ εἰκοστοῦ πρώτου ἕως εἰκοστοῦ ὀγδόου, ἥτις καὶ νεανίσκος λέγεται· πέμπτη ἀπὸ εἰκοστοῦ ὀγδόου ἕως τριακοστοῦ πέμπτου, ἥτις καὶ ἀνὴρ λέγεται· ἕκτη ἀπὸ τριακοστοῦ πέμπτου ἕως τετταρακοστοῦ δευτέρου, ἥτις καὶ πρεσβύτης λέγεται· ἑβδόμη ἀπὸ τετταρακοστοῦ δευτέρου ἕως τοῦ τέλους, ἥτις καὶ γεροντικὴ λέγεται». 

( =Σύμφωνα μὲ τὸν Ἱπποκράτη οἱ ἡλικίες εἶναι ἑπτά : πρώτη -εἶναι ἡ ἡλικία- ἀπὸ 1 ἕως 7 ἔτη, ἡ ὁποία λέγεται καὶ παιδίον/ κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος λέγεται καὶ μικρὸ παιδί· δευτέρα ἀπὸ 7 ἐτῶν ἕως 14, ἡ ὁποία λέγεται παῖς/ κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος λέγεται καὶ παιδί· τρίτη ἀπὸ 14 ἕως 21 ἐτῶν, στὴν ὁποία λέγεται ὁ ἄνθρωπος καὶ μειράκιον· τετάρτη ἀπὸ 21 ἕως 28, ὅπου λέγεται καὶ νεανίσκος· πέμπτη ἀπὸ 28 ἕως 35, ὅτε λέγεται καὶ ἀνήρ· ἕκτη ἀπὸ 35 ἕως 42, ὅπου λέγεται καὶ πρεσβύτης· ἑβδόμη ἀπὸ 42 ἔτων ἕως τὸ τέλος -τῆς ζωῆς-, ἡ ὁποία λέγεται καὶ γεροντική). 

Ὁ χωρισμὸς ἀνὰ ἑπτὰ ἔτη ἀπὸ τὸν Ἱπποκράτη δὲν εἶναι τυχαῖος. Τὸ ἑπτὰ εἶναι σ-επτὸς ἀριθμός, περιέχει τεραστία ἱερότητα καὶ παίζει καθοριστικὸν ῥόλον στὴν ἀριθμητικὴ τοῦ σύμπαντος καὶ τῶν ὄντων του. Ἄλλωστε φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ Ἱπποκρατικὰ κείμενα πὼς οἱ ἀριθμοί 4, 7 καὶ 11 (ἥτοι τὸ ἄθροισμα τῶν δύο πρώτων) ἔχουν καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὶς ἀσθένειες ποὺ μελετᾶ καὶ ἀναφέρει ὁ πατὴρ τῆς ἰατρικῆς. Ἀνὰ ἑπταετία ἀλλάζουν φάσιν καὶ οἱ ὁρμόνες στὸν ἄνθρωπον, μεταφέροντάς τον ἀπὸ τὸ ἕνα ἡλικιακὸν καθ' Ἱπποκράτην στάδιον στὸ ἑπόμενον βιολογικῶς. Καὶ ὁ Ἱπποκράτης φαίνεται πὼς ἤξερε πολὺ καλῶς καὶ τὴν ἡλικία τῆς ἀκμῆς τῶν ἐπιπέδων τῶν ὁρμονῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς φθίσεως τῶν ὁρμονικῶν ἐπιπέδων μετὰ τὰ 35, γιὰ νὰ ὀνομάζει τὴν ἡλικία πρεσβυτικήν. 

Βεβαίως ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει δώσει τὸ κατάλληλον ὄνομα καὶ γιὰ τὶς ἐνδιάμεσες φάσεις μεταξὺ τῶν ἡλικιῶν τοῦ Ἱπποκράτους, ἀλλὰ καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ποὺ συγκεκριμενοποιοῦν καὶ προσδίδουν ἀκρίβεια στὸ σημαινόμενον τοῦ λόγου. 

Ὁ Φίλων ὁ Ἐρέννιος σχετικῶς μὲ τὴν γνῶσιν τῶν ἡλικιῶν γράφει : 

«Βρέφος μὲν τὸ γεννηθέν, παιδίον δὲ τὸ τρεφόμενον ὑπὸ τῆς τιθηνοῦ ( =τροφοῦ) ἔτι, παιδάριον δὲ τὸ ἤδη περιπατοῦν καὶ τῆς λέξεως ἀντεχόμενον, παιδίσκος δὲ ὁ ἐν τῇ ἐχομένῃ ἡλικίᾳ, παῖς δὲ ὁ διὰ τῶν ἐγκυκλίων μαθημάτων δυνάμενος ἰέναι ( < εἶμι= προχωρῶ). Τὰ δὲ ἐχόμενα ( =ἀκόλουθα) ταύτης, οἱ μὲν πάλληκα, οἱ δὲ βούπαιδα, οἱ δὲ ἀντίπαιδα, οἱ δὲ μελλέφηβον καλοῦσιν. Ὁ δὲ μετὰ ταῦτα ἔφηβος· Κυρηναῖοι δὲ τοὺς ἐφήβους τριακατίους καλοῦσιν, Κρῆτες δὲ ἀποδρόμους διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν μετασχεῖν δρόμων, μεῖραξ δὲ ἤ μειράκιον ὁ μετὰ ταῦτα, εἶτα νεανίσκος, εἶτα ἀνὴρ μέσος, εἶτα προβεβηκώς -ὅ καὶ ὠμογέρων-, εἶτα γέρων». 

Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενον τῶν σημαινόντων, ἀρχικῶς νὰ γραφτεῖ πὼς ἡ λέξις ΗΛΙΚΙΑ εἶναι κυριολεκτικῶς τό πόσες φορὲς ἔχει ἑλιχθεῖ κάποιος πέριξ τοῦ ἡλίου ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε. Ἡ λέξις κρύβει ὁλόκληρη τὴν γνῶσιν τοῦ ἡλιοκεντρικοῦ συστήματος, πολὺ πρὶν αὐτὸ διατυπωθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀρίσταρχον τὸν Σάμιον. Ἡ ἡλικία εἶναι ἑλιγμός, περιελιγμός· ἕλιξ > εἴλιξ > ἥλιξ, ἤτοι περιφορὰ γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιον. 

Ἀρχικῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ΕΜΒΡΥΟΝ ( < ἐν + βρύω = εἶμαι πλήρης καρπῶν, αὐξάνομαι, συγγενὲς τοῦ βλύζω =ξεχειλίζω ὕδωρ). Τὸ ἔμβρυον ὡς καρπὸς κοιλίας, ἔνδον βρύει καὶ αὔξεται. Ἀποκαλεῖται καὶ ΚΥΟΣ/ ΚΥΗΜΑ ( < κύω =φουσκώνω < ὕω =βρέχω) καὶ ΑΕΞΙΤΟΚΟΣ ( < αὔξω + τόκος).
Ἔπειτα γίνεται ΝΕΟΓΝΟΝ/ ΝΕΟΓΟΝΟΝ, ὡς νεωστὶ γεννηθὲν καὶ συνεχίζει νὰ αὐξάνεται καὶ νὰ ἀναπτύσεται, ὡς ΒΡΕΦΟΣ ( < βρύω) ποὺ εἶναι καὶ ΓΑΛΑΘΗΝΟΝ ( =τὸ ἀπὸ γάλακτος τρεφόμενον)/ ΘΗΛΑΜΙΝΟΝ ( < ἀπὸ θηλῆς τρεφόμενον)/ ΕΠΙΜΑΣΤΙΔΙΟΝ ( < ἐπί + μαστός, τὸ βυζανιάρικον)/ ΥΠΟΜΑΖΙΟΝ/ ΥΠΟΜΑΖΙΔΙΟΝ ( =τὸ κρεμάμενο ἀπὸ τὸν μαστόν)/ ΥΠΟΤΙΤΘΙΟΝ ( < ὑπό + τιτθός = μαστός)/ ΠΡΟΜΑΣΘΙΟΝ ( =τὸ πρὸ τοῦ μαστοῦ)/ ΑΤΙΤΑΛΛΑΣ ( < ἀτιτάλλω = τρέφω)/ ΑΠΟΜΑΣΤΙΔΙΟΝ ( < ἀπομαστεύω = θηλάζω).
Ὕστερα γίνεται ΑΠΟΤΙΤΘΙΟΝ ( = βρέφος ἀπογαλακτισθέν), ἀλλὰ παραμένει ΥΠΑΓΚΑΛΙΟΝ ( = τὸ ἐν ἀγκάλαις εὑρισκόμενον βρέφος) καὶ ΕΠΩΛΕΝΙΟΝ ( =τὸ καθήμενον ἐπὶ τῆς ώλένης, δηλαδὴ τοῦ βραχίονος), ἀλλὰ καὶ ΕΠΙΓΟΥΝΙΔΙΟΝ ( = τὸ καθήμενον ἐπὶ τῶν γονάτων)· ἐν ὀλίγοις ΜΩΡΟΝ ( < μή + ὤρα = φροντίς, τὸ μὴ δυνάμενον νὰ φροντίσει τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ μόνον του). 

Τὸ ΝΗΠΙΟΝ εἶναι τὸ μὴ ἔχον λόγον ( < ἀρνητικὸ μόριον νή + ἔπος) ἤ λόγον καθαρόν, ἔναρθρον καὶ ἄρτιον («οὔτε τὰ παιδία δύνανται διαλέγεσθαι σαφῶς», Ἐκ τοῦ περὶ ἀκουστῶν, 801, Ἀριστοτέλης). Λέγεται καὶ ΜΙΚΥΘΙΝΟΝ ( < μικκός= μικρός, τὸ μικκιὸ ποὺ λέγουν στὴν κρητικὴ διάλεκτον)/ ΤΥΤΘΟΣ ( =ὀλίγος). 

Ὕστερα ὁ ἄνθρωπος γίνεται ΠΑΙΔΙΟΝ ( =μικρὸς παῖς, ἕως ἑπτὰ ἐτῶν)/ ΠΑΙΣ ( < «παρὰ τὸ πάλλεσθαι, εὐκίνητος γὰρ ἡ ἡλικία», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα ἤ πιὸ πιθανὸν παρὰ τὸ παίω =χτυπῶ, διότι σὲ αὐτὴν τὴν ἡλικία εἶναι ἀπρόσεκτα). Λέγεται καὶ πάις, δωρ. πόιρ (ἐξ οὗ τὸ λατ. puer, καὶ λόγῳ τοῦ δίγαμμα πάFς-παῖς, προφανῶς ἔδωσε καὶ τὰ pubes, puberty κοκ)/ βοιωτ. πῆς, κρητ. πηίσκος. Ἀκόμα συναντᾶται καὶ ὡς ΠΑΙΔΝΟΣ

Ἀπὸ δέκα ἐτῶν καὶ ἄνω λέγεται ΜΕΛΛΟΠΑΙΣ/ ΑΝΤΙΠΑΙΣ ( =ὁ ἐξελθὼν τῆς παιδικῆς ἡλικίας)/ ΑΡΤΙΠΑΙΣ (καθῶς πλέον εἶναι ἄρτιος παῖς, ἔχει ὁλοκληρώσει τὴν παιδικὴ ἡλικία)/ ΑΝΔΡΟΠΑΙΣ («ἀνδρούμενος παῖς, ἤ άνδρὸς φρόνησιν ἔχων», Ἡσύχιος). 

Τὸ ῥῆμα ΠΑΙΔΕΥΩ σημαίνει διδάσκω καὶ ὄχι ταλαιπωρῶ, ὅπως κατέληξε ἀργότερα. Ἡ παιδεία ἐκπαιδεύει καὶ ἡ παιδιὰ ( =παιχνίδι) ψυχαγωγεῖ καὶ ἐξασκεῖ («Παιδιὰ ἐστὶ ἄσκησις τῶν ὑστέρων σπουδαζομένων»/ «Τοὺς παῖδας παιδεύομεν ἵνα ἄνδρες ἀγαθοὶ γίγνωνται», Ἐπιτάφ. Ὑπερίδου, 4,21). Ἰδίας ῥίζης καὶ τὸ ῥῆμα παίζω, διότι τὰ παιδιὰ παίζουν καὶ μαθαίνουν παίζοντας. 

Ὁ παῖς λέγεται καὶ ΚΕΛΩΡΙΟΝ ( < κέλλω =ἐλαύνω, λόγῳ τῆς ὁρμητικότητος τοῦ παιδός) καὶ δωρικῶς ΡΩΒΙΔΑΣ ( < ῥώFομαι = κινοῦμαι ὁρμητικῶς). Ὁ Ἡσύχιος γράφει πὼς ὁ εὐρισκόμενος «ἐν τῇ δέκα ἐτῶν ἡλικία» λέγεται ΜΕΣΩΡΟΣ.
Εἶναι καὶ ΑΠΟΘΡΙΞ, ὡς ἄνευ ἀκόμα γενείου, τριχῶν· καὶ γιὰ τὸν ἴδιον λόγον λέγεται καὶ ΛΙΑΞ/ ΛΕΙΑΞ, «οὐ κεντεῖ τὸ φίλημα ἀγενείου ( =δὲν τσιμποῦν τὰ γένεια τοῦ ἀγενείου κατὰ τὸ φίλημα)», Θεόκριτος, ΙΕ', 130. Στὴν λακωνικὴ διάλεκτον, ὁ δεκαπεντάχρονος περίπου ἐλέγετο ΣΙΔΕΥΝΗΣ ( < σίδη =ῥοδιά + εὐνή = κρεββάτι, προφανῶς ὡς εὐρισκομένος σὲ ἡλικία νὰ δώσει καρπούς). 

Ἡ λέξις ΚΟΡΟΣ/ΚΩΡΟΣ/ΚΟΥΡΟΣ, ἐκ τοῦ κείρω =κόπτω, κουρεύω, ὑποδεικνύουν τὴν ἡλικία ἐκείνη ποὺ πλέον τὸ ἀγόρι ξεκινᾶ νὰ ξυρίζει τὸ γενεῖον του καὶ νὰ κείρει τὴν κόμην του· ὅταν ἐμβαίνει στὴν στρατεύσιμη ἡλικία, ἐξ οὗ καὶ ὑποδηλοῖ καὶ τὸν πολεμιστή. Οἱ Ἀθηναῖοι μέχρι τῶν περσικπων πολέμων, εἶχαν μακριὰ κόμη. Ὅταν ἐγίνοντο ἔφηβοι τὴν ἔκοβαν/ ἔκειρον καὶ τὴν ἀφιέρωναν σὲ κάποιον θεόν, συνήθως στὸν Ἀπόλλωνα.
Πιθανότατα ἡ λέξις νὰ σχετίζεται καὶ μὲ τὸ «κορέω/κορέννυμι» καὶ τὸν «κόρον» ( =πλήρωσις, ὡς πληρωθείς ἀναπτύξεως, ἀλλὰ σημαίνει καὶ «ὡς ἐπακόλουθον τοῦ κορεσμοῦ, αὐθάδεια, ἰταμότητα» -LSJ-, δηλαδὴ θράσος-θάρρος· προαπαιτούμενον ἱκανοῦ πολεμιστοῦ τὸ θάρρος). Οἱ Λάκωνες τὸν ἔλεγον καὶ ΚΥΡΣΑΝΙΟΝ/ ΚΥΡΣΙΟΝ. Ἀλλοιῶς λέγεται καὶ ΣΑΪΣ ( < σεύω= κινοῦμαι ὁρμητικῶς). 

Τὸ ἀντίστοιχον θηλυκόν τοῦ κούρου λέγεται ΚΟΡΗ, ἐκ τοῦ «κορεῖν, τὸ καλλωπίζειν...κορεῖν γὰρ τὸ καθαίρειν», (Μέγα Ἐτυμολογικόν), ἐξ οὗ καὶ νεωκόρος, ἐπίκουρος, τὰ ἀντιδάνεια κούρα ( =περιποίησις), σερίφης ( =ὁ φροντίζων τὰς πόλεις), κούριερ (=ὁ σπεύδων, τρέχων νὰ φροντίσει κάτι), κοῦρσα ( =ἀγὼν ταχύτητος, ὁ δρόμος, βλ. Κυρσάνιον), μανικιούρ κοκ.
Τὸ λεξικὸν Σουΐδα γράφει τὸ ἑξῆς περὶ κούρου-κόρης : «κόρη καὶ κόρος, ὁ νεώτατος, ἀπὸ τοῦ κορῶ τὸ ἐπιμελοῦμαι· πολλῆς γὰρ ἐπιμελείας δέονται οἱ νεώτεροι». Ἡ μικρὴ κόρη λέγεται καὶ ΚΩΡΑΛΙΟΝ/ ΚΟΡΡΑΛΙΟΝ

Ἡ λέξις ΝΕΟΣ ποὺ χαρακτηρίζει ὅλους τοὺς προαναφερθέντες, τὴν ΝΕΟΛΑΙΑ ( < νέος + λαός) προέρχεται ἐκ τοῦ νέεσθαι, «ὅ ἐστι πορεύεσθαι καὶ ἔρχεσθαι εἰς αὔξησιν, ἤ παρὰ τὸ ὁρμᾶσθαι. Ὁρμῆς γὰρ ἡ ἡλικία ἀνάπλεως ( =γεμάτη)», Μέγα Ἐτυμολογικόν. Καὶ ὁ Εύστάθιος γράφει : «νεός παρὰ τὸ νέω, ὁ εὐκίνητος». 

Ἡ ἀρχικὴ ἔννοια τοῦ νέος ( < νέFος, ἐξ οὗ καὶ τὰ nuovo, neuf κλπ, διατηροῦν τὸ δίγαμμα) εἶναι ὁ ἱκανὸς νὰ πλεύσει ὡς ναύτης στὴν θάλασσα, ἐντὸς τῆς νηός του, νέω =πλέω. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸν ὁμηρικὸν στίχον «εἰσὶν ἐν Ἰθάκῃ νῆες νέαι ἠδὲ παλαιαί». 

Ὑπάρχουν δηλαδὴ νέες νῆες ἱκανὲς πρὸς πλεῦσιν καὶ ἄλλες ποὺ ἔχουν παλαίσει ( =παλέψει) μὲ τὰ κύματα, ἤτοι ἔχουν παλαίσει/ παληώσει. Ὁ νέος λέγεται καὶ ΝΕΑΞ/ ΝΕΑΝ

Ὑποκοριστικὰ τοῦ νέου εἶναι ὁ ΝΕΑΝΙΣΚΟΣ/ ΝΕΑΝΙΑΣ καὶ θηλυκῶς ἡ ΝΕΑΝΙΣ, ὁ ΝΕΑΡΟΣ ( =σφοδρός νέος, ὁρμητικός· ἡ κατάληξις -ρος ἐκ τῆς ῥοῆς/ ἐρωῆς). Λέγεται ἀκόμα καὶ ΑΛΚΜΑΙΟΣ ( =γεμάτος ἀλκήν), ΑΚΜΑΙΟΣ, ΗΓΑΝΕΟΣ ( < ἄγαν νέος), ΑΝΤΙΠΑΙΣ ( =αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι πιὰ παιδί)/ ΒΟΥΠΑΙΣ ( = ὁ σωματώδης νέος, < βοῦς + παῖς), ΠΑΛΛΗΞ/ ΠΑΛΛΑΞ/ ΠΑΛΛΑΣ/ ΠΑΛΛΑΚΙΟΝ, ἐκ τοῦ πάλλω, λόγῳ τῆς ὁρμητικότητός του, ἡ ὁποία τὸν διακρίνει. Πάλλεται ὁλόκληρος ἀπὸ ζωηρότητα, μαχητικότητα, ὡς ἡ Παλλὰς Ἀθηνᾶ. Λέγεται καὶ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΟΝ/ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ, γιὰ τὸν ἴδιον λόγον, ὡς πάλλων τὴν κάρα του, τὸ κεφάλι του, μάχιμος καὶ θαρραλέος. Εἶναι τεράστιον σφάλμα νὰ γράφεται ὡς παλικάρι, διότι τὸ παλληκάρι δὲν γυρνὰ πάλι ( =πίσω)  τὴν κάρα του ὑποτακτικῶς, γιὰ νὰ φύγει, ἀλλὰ τὴν πάλλει ἕτοιμος μὲ τὰ ὅπλα στὰ χέρια νὰ ὑπερασπιστεῖ τὰ ἰδανικά του. 

Τὸ θηλυκὸν τοῦ παλληκαριοῦ λέγεται ΠΑΛΛΑΚΙΣ ( =ἡ νεαρὰ κόρη). Ἡ ἔννοια τῆς λέξεως μετέπεσε ἀργότερα εἰς θεραπαίνιδα ἤ νεαρὰ ἐρωτικὴν σύντροφον. 

Ὁ νεανίας λέγεται καὶ ΗΙΘΕΟΣ, ἐκ τοῦ εἶμι ( =πορεύομαι) + θέω ( =τρέχω), λόγῳ τῆς ὁρμητικότητός του, ἀλλὰ καὶ ΑΙΖΗΟΣ ( < ἀεί + ζέω = βράζω), ὡς νέος σφριγηλός, ποὺ βράζει τὸ αἷμα του. Ἡ τοῦ νεανίσκου θερμασία ἰσχυροτάτη, γράφει ὁ Γαληνὸς στὸ «Περὶ Κράσεων», (1,593). 

Εἶναι καὶ ΝΕΟΓΥΙΟΣ, ὡς ἔχων νεαρὰ γυία ( =μέλη), ΣΚΥΡΘΑΛΙΑΣ/ ΣΚΥΘΡΑΞ ( < σκιρτῶ + θάλλων/ θρώσκω). Ὁ νέος ἡλικίας 14-21 ἐτῶν λέγεται ΜΕΙΡΑΞ ( < πιθανὸν ἐκ τοῦ εἰράκιον < εἴρω = λέγω, ὡς ἀρθρώνων ὀρθῶς τὸν λόγον, τὴν ὁμιλία. ΕΙΡΗΝ =ὁ νεανίας, ὁ Λακεδαιμόνιος συμπληρώσας τὸ εἰκοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας του καὶ ἀναλαβὼν ἐξουσία ἐπιβλέψεως τῶν νεωτέρων, εἶναι ὁ ἐπὶ μέρους ἄρχων/ κελεύων αὐτοὺς τεταγμένους ἐν τῇ μάχῃ) καὶ ὑποκοριστικῶς ΜΕΙΡΑΚΙΟΝ/ ΜΕΙΡΑΚΙΔΙΟΝ/ ΜΕΙΡΑΚΙΣΚΟΣ/ ΜΕΙΡΑΚΥΛΛΙΟΝ. Ἐλέγετο καὶ ΜΕΛΛΑΞ ( < ἀβεβαίου ἐτυμολογίας, πιθανῶς ἐκ τοῦ μεῖραξ ἤ ἐκ τοῦ μέλλω + ἀγός) καὶ ὁ μέλλων μεῖραξ/ εἰρήν ἐλέγετο ΜΕΛΛΕΙΡΗΝ

Ὁ Ἡσύχιος ἔχει γιὰ τὸν «νέον» καὶ τὴν λέξιν ΠΡΥΑΝΟΣ ( < πρό + ἔνος =παλαιός). Ὁ νεαρὸς λέγεται καὶ ΛΑΚΙΟΣ ( < λακέω= φωνάζω, θορυβῶ), ΗΒΗΤΗΣ/ ΕΙΒΑΤΑΣ/ ΗΒΟΣ ( = ὁ νεανίας, ὁ πλήρης χυμῶν νεότητος, < ἥβη < εἴβω = στάζω). 

ΕΦΗΒΟΣ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἐπί + ἥβη ( = ἡ νιότη, ἡ νεανικὴ χαρά), ἐξ οὗ καὶ Ἥβη ἦταν ἡ οινοχόος τῶν θεῶν. Οἱ Κυρηναῖοι τοὺς ἀπεκάλουν ΤΡΙΑΚΑΤΙΟΥΣ ( δωρ. =τριακόσιοι), διότι ὡς ἔφηβοι ἦταν ἀνήκοντες σὲ μία τριακάδα. Ἐνῶ οἱ Κρῆτες τοὺς ὠνόμαζον ΑΠΟΔΡΟΜΟΥΣ, ὡς μὴ ἔχοντες λόγῳ τοῦ πολὺ νεαροῦ τῆς ἡλικίας τους δικαίωμα νὰ λάβουν μέρος στὸν κοινὸν ἀγῶνα δρόμου. Γιὰ τὸν ἴδιον λόγον ἀπόδρομοι ἦταν καὶ οἱ γηραιοί. 

Ὁ μὴ εὑρισκόμενος ἐπὶ τῆς ἥβης, ἀλλὰ πλησίον αὐτῆς, δηλαδὴ λίγο πρὶν γίνει ἔφηβος, λέγεται ΠΑΡΗΒΟΣ ( < παρά + ἥβη), ἐνῶ ὁ μὴ ἀκόμη πάρηβος-ἔφηβος λέγεται ΑΝΗΒΟΣ ( < στερ. ἀν + ἥβη, ὁ ἀγένειος νεανίας)/ ΜΕΛΛΕΦΗΒΟΣ ( < μέλλω + ἔφηβος)/ ΠΡΟΣΗΒΟΣ ( < πρός + ἥβη). ΑΚΡΗΒΟΣ/ ΑΚΡΗΒΗΣ εἶναι ὁ εὑρισκόμενος εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἥβης νεανίας καὶ λέγεται καὶ ΠΡΩΘΗΒΗΣ ( < πρῶτος +ἥβη, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ ἀκμῇ τῆς ἥβης). Ὁ ὑπερβὰς τὴν ἥβην λέγεται ΑΦΗΒΟΣ ( < ἀπό + ἥβη) καὶ ὁ ἐξελθὼν αὐτῆς ΕΞΗΒΟΣ

Τὰ ΑΓΟΡΙΑ ( < ἄγουρος, < ἄωρος) ποὺ λέγουμε σήμερα εἶναι κυριολεκτικῶς ΑΩΡΟΙ/ ΑΓΟΥΡΟΙ ἄνδρες. ΚΕΣΤΕΡ ( < προφανῶς ἐκ τοῦ κέστρος =ἡ τραχύτης τῆς γλώσσης καὶ ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν σπερμάτων) ἐλεγέτο ὁ νεανίας στὸ Ἄργος (Ἡσύχιος). Ὁ ΜΕΛΟΠΟΣΙΣ εἶναι ὁ μέλλων πόσις, ὁ μέλλων νὰ γίνει σύζυγος, κύριος. 

Ἡ νεαρὰ κόρη ὀνομάζεται ΠΑΡΘΕΝΟΣ. Κατ' ἄλλους γραμματικοὺς ἐκ τοῦ πόρτις =νεαρὰ δάμαλις, «ἡ ἄρτι πορεύεσθαι δυναμένη», πόρτις > πόρσις > παρσένος > παρθένος. Κατὰ τὸν Φιλόξενον ὅμως καὶ τὸ πιθανότερον προέρχεται ἐκ τοῦ παραθήνη ( < παρά + θάω =θηλάζω) > παρθήνη > παρθένος. «Ἡ περὶ ταύτην τὴν ἡλικίαν οὖσα, καθ' ἥν ὥραν ἔχει ἐκθρέψαι καὶ ἐκτῆσθαι μαστούς. Τὰς μικρὰς παῖδας οὐ προσαγορεύομεν παρθένους, ἀλλὰ τὰς ἰούσας ἤδη ἐπὶ τὸ γυναῖκας εἶναι». Ἡ κόρη ἀποκαλεῖται καὶ ΣΤΕΛΛΑΝΔΡΑ, ὡς ἑτοιμάζουσα (στέλλω =ἑτοιμάζω) ἄνδρας. 

Ἔπειτα ὁ νεανίσκος γίνεται ἀνὴρ καὶ ἡ νεαρά, γυνή. Ὁ ΑΝΗΡ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν ἄνω + αἴρω ( =σηκώνω, ὁ πράττων ἐπί τῇ ἀνατάσει τῆς οἰκογενείας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας). Τὸ γράμμα -ρ στὸ τέλος δὲν ἐτέθη τυχαίως, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑποδείξει ῥοὴ καὶ ὁρμή. Διότι χρειάζεται ὁρμὴ καὶ θάρρος γιὰ νὰ ἐξυψώσεις τὸν οἶκον σου, τὸ γένος σου, τὴν πατρίδα σου.

Τοὺς ἀποκαλοῦσαν καὶ ΟΡΕΙΝΕΣ ( < ὄρνυμι =σηκώνω, ὑψώνω, βλ. ὄρος) ἀλλὰ ἦταν καὶ ΑΡΡΕΝΕΣ/ΑΡΣΕΝΕΣ [κατὰ κάποιους ἀπὸ τὰ ἄρω, ἀραρίσκω =συνδέω, αρμόζω («ὁ ἐπὶ θῆλυ συναπτόμενος») καὶ κατ’ ἄλλους ἀπὸ τὸ ἄρδω =ἀρδεύω («ὁ ἐκχύνων γονιμοποιὸν ὑγρόν»)]. Ἄλλωστε λόγῳ τοῦ γονιμοποιητικοῦ ὑγροῦ ποὺ φέρει φύσει, ὡς τέκνον ὠνομάσθη καὶ ΥΙΟΣ/ ΥΙΙΣ/ ΥΙΕΥΣ/ ΓΥΙΟΣ, [ἐκ τοῦ ὕω ( =βρέχω) + ἰός ( < εἴμι =ἔρχομαι), ὁ φέρων ὑετόν ( =βροχή), ὑγρόν, ἤτοι σπέρμα. Ἀλλὰ ἄν τρέψουμε τὴν δασεῖα σέ -φ λέγεται καὶ ΦΥΟΣ ( ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ φύει)], σὲ ἀντίθεσιν μὲ τὸ ΘΗΛΥ [ἀπὸ τὸ θάλλω ( =ἀνθίζω, ἀκμάζω), διότι τὸ θῆλυ εἶναι ὑπεύθυνον καὶ φύσει ἱκανὸν νὰ θηλάσει τὸ μωρὸν καὶ νὰ τὸ αὐξήσει, ὅταν τὸ βγάλει ἀπὸ τὴν κοιλιά του]. 

Τὸ θήλυ τέκος ὀνομάζεται ΘΥΓΑΤΗΡ, σημαίνοντας κυριολεκτικῶς αὐτὴ ποὺ διαθέτει Θέσιν γιὰ τὸ Ὑγρόν στὴν ΓΑΣΤΕΡΑ (=κοιλιά) της («Τὰ θήλεα ἔχει ὑποδοχὴν τὴν ὑστέραν», Περὶ ζώων γενέσ., Ἀριστοτέλης).

Ἡ δὲ ΓΥΝΗ κατὰ τὸν Πλάτωνα (Κρατύλος, περὶ ὀνομάτων ὀρθότητος) ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «γονή, παρὰ τὸ γεννᾶν». Ἄλλη θεωρία εἶναι ἀπὸ τό «παρὰ τὴν γῆν ἐοικέναι (εἴκω = ὁμοιάζω)». Γιατὶ ὅπως ἡ γῆ ὀργώνεται μὲ τὸ ὑνὶ καὶ σπείρεται καὶ γεννᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν γυναῖκα. Γι΄αὐτὸ καὶ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ὀνομασίες τῆς μήτρας εἶναι καὶ ἄρουρα. 

Ὡς πρὸς τὸ ΓΗΡΑΣ, αὐτὸ δηλοῖ καὶ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ «εἰς τὴν γῆν ὁρᾶν»«τὸ παρὰ τὴν γῆν νεύειν, ἤ παρὰ τὸ εἰς γῆν ῥέειν», (Ὡρίων). Ὁ γέρων δηλαδὴ βαδίζοντας κυπτὸς βλέπει, νεύει πρὸς τὴν γῆν, πρὸς τὴν ὁποία ἤδη ῥέει. «Τὸ δὲ γῆρας νόσον φυσικήν», γράφει ὁ Ἀριστοτέλης (Περὶ ζώων γενέσεως, Ε', 4,784). Ἄλλοι τὸ ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ κῆρα ( =φθορά). 

Ἐκ τοῦ γήρως, σχηματίζεται ὁ ΓΕΡΟΣ, ἀλλὰ καὶ τὸ ΓΕΡΑΣ ( =βραβεῖον), διότι κάποτε ἀκολουθοῦσε «τοῖς γέρουσι ἡ τιμή». «Γέρας ἐστὶ γερόντων», γράφει στὴν Ἰλιάδα (Δ', 323) ὁ Ὅμηρος. Τὸ γέρας εἶναι δῶρον τιμῆς, τὸ ὁποῖον οἱ ἀρχηγοί (γέροντες) ἐλάμβανον ἐκ τῶν λαφύρων, πρὶν αὐτὰ μοιρασθοῦν στοὺς ὑπολοίπους. Ἐξ αὐτῆς τῆς λογικῆς καὶ ὁ «γερούσιος οἶνος», τὸ ὁποῖον λέγεται γιὰ τὸν καλλίτερον οἶνον, τὸν ἄξιον νὰ δοθεῖ σὲ γέροντα. Ἡ ΓΡΑΙΑ εἶναι ἡ εἰς τὴν γῆν ῥέουσα. 

ΩΜΟΓΕΡΩΝ ( < ὠμός =πρόωρος + γέρων) εἶναι ὁ γέρων μέν, ἀλλὰ δραστήριος. Ὁ ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ ( < πρό-ς- + βαίνω) ποὺ ἀναφέρει ὁ Πολυδεύκης εἶναι ὁ προβεβηκώς τῇ ἡλικίᾳ. Λέγεται καὶ ΑΠΟΔΡΟΜΟΣ/ ΑΠΟΜΑΧΟΣ, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι προηγοῦνται νὰ βγοῦν στὴν μάχη οἱ νεώτεροι ἀπὸ αὐτόν. 

Ὕστερα, ἀκολουθεῖ ὁ ΑΦΗΛΙΞ ( < ἀπό + ἡλικία), δηλαδὴ ὁ ἡλικιωμένος, ὁ ἔχων ὁλοκληρώσει σχεδὸν ὅλες τὶς ἡλικιακὲς φάσεις, ὅλες τὶς ἥλικες/περιφορές. Λέγεται καὶ ΠΑΡΗΛΙΞ ( < παρά + ἡλικία), ἀλλὰ καὶ ΠΕΛΙΟΣ ( =γκρίζος), λόγῳ τῶν γκρίζων μαλλιῶν του. 

Τέλος ὁ εὑρισκόμενος σὲ βαθειὰ γεράματα λέγεται καὶ ΒΑΘΥΓΗΡΩΣ, ΠΑΓΓΗΡΩΣ ( < πᾶν + γήρας), ΥΠΕΡΓΗΡΩΣ. Καὶ ὁ εὑρισκόμενος στὸ ἔσχατον γῆρας λέγεται ΕΣΧΑΤΟΓΗΡΩΣ (σήμερα λέγεται ἐκ παραφθορᾶς ΣΚΑΤΟΓΕΡΟΣ, προκαλώντας σύγχυσιν ὡς πρὸς τὴν ἐτυμολογία του, ἀλλὰ ἀκολούθως καὶ ὡς πρὸς τὴν ἔννοιά του). 


Συναφὲς ἄρθρον : ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΕΝΑΣ ΙΕΡΟΣ ΘΕΣΜΟΣ

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΕΡΙ ΖΩΩΝ ΓΕΝΕΣΕΩΣ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΚΟΥΣΤΩΝ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ», «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ», ΥΠΕΡΕΙΔΗΣ, «ΑΠΑΝΤΑ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ», Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ, ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (