Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ (ΜΕΡΟΣ 2ον)



«Ἄγετε ὦ Σπάρτας εὐάνδρου

κῶροι πατέρων πολιατᾶν,

λαιᾷ μὲν ἴτυν προβάλεσθε,

δόρυ δ'εὐτόλμως πάλλοντες

μὴ φειδομένοι τᾶς ζωᾶς,

οὐ γὰρ πάτριον τᾶς Σπάρτας», Τυρταῖος, Ἐμβατήρια

[ = Εμπρὸς τῆς εὐάνδρου ( =μὲ τοὺς γενναίους ἄνδρες) Σπάρτης

τέκνα πατέρων πολιτῶν,

ἀριστερά/μὲ τὸ ἀριστερὸ τὴν ἀσπίδα προβάλλετε,

τὸ δόρυ μὲ τόλμη πάλλετε/ὑψῶστε

μὴ φειδόμενοι τῆς ζωῆς,

( γιατί) δὲν εἶναι πατροπαράδοτον στὴν Σπάρτη ]


ΜΕΡΟΣ 2ον

ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ

(Ἡροδότου, Ἱστορίαι, 7,20/ 7,22/ 7,35/ 7,38-39/ 7,56/ 7,58/ 7,60)

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΞΕΡΞΟΥ

«Γιατὶ γιὰ τέσσερα ὁλόκληρα χρόνια, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἅλωσιν τῆς Αἰγύπτου, ἠσχολεῖτο μὲ τὴν συγκρότησιν τοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος καὶ τὸν ἐφοδιασμόν του· κι ὅταν ὁ πέμπτος χρόνος ἦταν πρὸς τὸ τέλος του, ἐξεστράτευσε μὲ πολυάριθμη στρατιωτικὴ δύναμιν. 

Γιατὶ ποιό ἔθνος δὲν ὡδήγησε ὁ Ξέρξης ἀπὸ τὴν Ἀσία ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος; Καὶ ποιό τρεχούμενον νερὸ δὲν στέρεψε ὁ στρατός του γιὰ νὰ ξεδιψάσει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νερὸ τῶν μεγάλων ποταμῶν; 

Κι ἀπ' τὴν ἄλλη κάπου τρία χρόνια προτοῦ ξεκινήσουν, ἐπειδὴ στὴν προηγουμένη ἐκστρατεία ὁ στόλος τους καθῶς ἔκανε τὸν γύρω τοῦ Ἄθω συνετρίβη, ἠσχολήθησαν μὲ τὸ ἔργον στὸν Ἄθω, δηλαδὴ στὸν Ἐλαιοῦντα τῆς Χαλκιδικῆς ἦταν ἀραγμένες τριήρεις καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινώντας στρατιῶτες ἀπὸ κάθε ἔθνος ἔσκαπτον, μὲ φόβητρον τὸ μαστίγιον ἀπὸ πάνω τους, σὲ διαδοχικὲς βάρδιες. Καὶ ἔσκαπτον καὶ οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἄθω. 

Λοιπὸν αὐτοὶ στοὺς ὁποίους εἶχε ἀνατεθεῖ τὸ ἔργον τῆς γέφυρας, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἄβυδον προχωροῦσαν πρὸς αὐτὴν τὴν γλῶσσα τῆς ἀκτῆς. Στὴν γέφυρα ποὺ ἔδεναν μὲ κάβους ἀπὸ λευκὸν λινάρι, δούλευαν οἱ Φοίνικες· στὴν ἄλλη μὲ κάβους ἀπὸ πάπυρον οἱ Αἰγύπτιοι. Καὶ ἡ ἀπόστασις ἀπὸ τὴν Ἄβυδον ὡς τὴν ἀπέναντι στεριὰ ἦταν ἑπτὰ στάδια. Λοιπὸν ἐνῶ τὸ πέρασμα εἶχε γεφυρωθεῖ, ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα, ποὺ τὰ ἔκανε ὅλα κομμάτια καὶ τὰ διασκόρπισε... 

Κι ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Ξέρξης, ἀγανάκτησε καὶ διέταξε νὰ μαστιγώσουν τὸν Ἑλλήσποντον τριακόσιες φορὲς καὶ νὰ ῥίξουν στὰ ἀνοιχτὰ ἕνα ζευγάρι χειροπέδες. Ἄκουσα ἐπίσης πὼς πέρα ἀπὸ αὐτὰ ἔστειλε στιγματιστὲς γιὰ νὰ τοῦ χαράξουν στίγματα. Κι ἔδινε ἐντολή, τὴν ὥρα ποὺ τὸν μαστίγωναν νὰ τοῦ λέγουν λόγια βάρβαρα καὶ ἀθεόφοβα… 

Βάδιζε ἐπικεφαλῆς τοῦ στρατοῦ του (ὁ Ξέρξης), ὅταν ὁ Λυδὸς Πύθιος τρομοκρατημένος ἀπὸ τὸ οὐράνιον φαινόμενον, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ θάρρος ποὺ τοῦ ἔδιναν τὰ δῶρα, παρουσιάστηκε στὸν Ξέρξη καὶ τοῦ μίλησε ἔτσι : «Ἀφέντη μου, θὰ ἤθελα νὰ ζητήσω ἀπὸ σένα μία χάριν, ποὺ σὲ σένα δὲν στοιχίζει πολύ νὰ μὲ ἐξυπηρετήσεις, γιὰ μένα ὅμως ἔχει μεγάλη σημασία». Κι ὁ Ξέρξης μὲ τὴν ἰδέα πὼς θὰ τοῦ ζητοῦσε ὅποια ἄλλη χάριν, ὄχι ὅμως αὐτὸ ποὺ τοῦ ζήτησε, εἶπε πὼς θὰ τὸν ἐξυπηρετήσει καὶ λοιπόν, τὸν προσέταζε νὰ πεῖ μπροστὰ σὲ ὅλους τὸ αἴτημά του. Κι ὁ ἄλλος ἀκούγοντας αὐτὰ πῆρε θάρρος καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς : «Ἀφέντη μου, τυγχάνει νὰ ἔχω πέντε υἰοὺς καὶ ἦρθαν ἔτσι τὰ πράγματα ποὺ ὅλοι τους λαμβάνουν μέρος στὴν ἐκστρατεία σου ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος…Τώρα, τοὺς τέσσερεις πάρ' τους μαζί σου καὶ ἐπιτυγχάνοντας τοὺς σκοπούς σου, νὰ γυρίσεις πίσω μὲ τὸ καλό…

Ὁ Ξέρξης ἔγινε ἔξω φρενῶν...ἀμέσως διέταξε τοὺς ἁρμοδίους γιὰ τὴν ἐκτέλεσιν νὰ βροῦν χωρὶς ἀναβολὴ τὸν μεγαλύτερον υἰὸν τοῦ Πυθίου καὶ νὰ τοῦ σχίσουν τὸ σῶμα στὰ δύο, κι ἀφοῦ τὸ σχίσουν, νὰ στήσουν τὸ ἕνα ἥμισυ τοῦ σώματός του στὴν δεξιὰ πλευρὰ τοῦ δρόμου καὶ τὸ ἄλλο, στὴν ἀριστερά, κι ἀπὸ ἀνάμεσά τους νὰ περάσει ὅλος ὁ στρατός... 

Κι ὁ Ξέρξης, ὅταν πέρασε ἀπέναντι, στὴν Εὐρώπη, παρεκολούθη τὸν στρατόν του ποὺ διέβαινε μὲ τὸ μαστίγιον ἀπὸ πάνω του...Τὸ πέρασμα τοῦ στρατοῦ κράτησε ἑπτὰ ἡμέρες κι ἑπτὰ νύκτες, χωρὶς καμμία ἀνάπαυλα».

(Τοιχογραφία στὰ Σοῦσα, στὴν ὁποία ἀπεικονίζονται οἱ «Ἀθάνατοι», τὸ ἐπίλεκτον σῶμα τοῦ περσικοῦ στρατοῦ)

ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΞΕΡΞΟΥ (Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΚΑΙ Ο ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥΣ)

(Ἡροδότου, Ἱστορίαι, 7,60-69/ 7,71-80)

«…Κι ἀπὸ ἐκεῖ ἀκολουθώντας ἕναν γύρον τὴν ἀκτὴ τοῦ κόλπου, ποὺ λέγεται Μέλας καὶ διαβαίνοντας τὸν ποταμὸν Μέλανα, ποὺ τὰ νερά του δὲν στάθηκαν ἀρκετὰ γιὰ νὰ ξεδιψάσουν τὸν στρατόν, ἀλλὰ στέρεψαν...Τώρα, γιὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν στρατιωτῶν ποὺ ἔδωσε κάθε ἔθνος, δὲν μπορῶ νὰ κάνω λόγον μὲ βεβαιότητα (γιατὶ κανεὶς δὲν τὸν αναφέρει), ὁ συνολικὸς ὅμως ἀριθμὸς τοῦ πεζικοῦ ὑπολογίστηκε σὲ ἕνα ἑκατομμύριον ἑπτακόσιες χιλιάδες (1.700.000).

Τὰ ἔθνη ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν ἐκστρατεία ἦταν τὰ ἑξῆς : οἱ ΠΕΡΣΕΣ, μὲ τὴν ἀκόλουθη ἐξάρτυσιν : στὸ κεφάλι φοροῦσαν τὶς λεγόμενες τιάρες (σκουφιὰ μαλακά), κι ἦταν ντυμένοι μὲ χιτῶνες πολυχρώμους, μὲ μεγάλα μανίκια, καὶ μὲ θώρακες ἀπὸ σιδερένια λέπια, σὰν ψαριοῦ, καὶ γύρω ἀπὸ τὰ σκέλια τους ἀναξυρίδες· καὶ εἶχαν ἀντὶ γιὰ ἀσπίδες, τὰ γέρρα, ποὺ ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τους ἐκρέμωντο οἱ φαρέτρες· κι εἶχαν δόρατα κοντά, ἀλλὰ τὰ τόξα τους ἦταν μεγάλα καὶ τὰ βέλη τους ἀπὸ καλάμι· κι ἀκόμα εἶχαν κοντὰ μαχαίρια κρεμασμένα ἀπὸ τὴν ζώνη τους τα τόξα τους ήταν μεγάλα και τα βέλη τους από καλάμι· κι ακόμα είχαν κοντομάχαιρα κρεμασμένα απ᾽ την ζώνη τους δίπλα στὸν δεξιὸν μηρόν.

Στὰ παλαιὰ χρόνια οἱ Ἕλληνες τοὺς ὠνόμασαν ΚΗΦΗΝΕΣ, ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΟΜΩΣ ΩΝΟΜΑΖΟΝ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΤΟΥΣ ΑΡΤΑΙΟΥΣ (ἔτσι τοὺς ὠνόμαζον καὶ οἱ γείτονές τους). ΑΛΛΑ ΟΤΑΝ Ο ΠΕΡΣΕΥΣ, Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΔΑΝΑΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΟΣ ΠΗΓΕ ΣΤΟΝ ΚΗΦΕΑ, ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΒΗΛΟΥ ΚΑΙ ΠΗΡΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΤΗΝ ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ, ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΥΙΟΝ ΠΟΥ ΤΟΝ ΩΝΟΜΑΣΕ ΠΕΡΣΗ ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕ ΕΚΕΙ· διότι ἔτυχε νὰ μὴν ἀποκτήσει ὁ Κηφεὺς ἀρσενικὸν παιδί. ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΠΗΡΑΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ. 

(Πέρσες στρατιῶτες)

Καὶ οἱ ΜΗΔΟΙ ἐλάμβανον μέρος στὴν ἐκστρατεία, ἔχοντας τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐξάρτυσιν· γιατὶ ἡ ἐξάρτυσις αὐτὴ εἶναι μηδικὴ καὶ ὄχι περσική. Οἱ Μῆδοι λοιπὸν εἶχαν ἀρχηγόν τους τὸν Τιγράνη, ἀπὸ τοὺς Ἀχαιμενίδες· ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΟΝ ΚΑΙΡΟΝ ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΟΥΣΕ ΑΡΙΟΥΣ. ΟΤΑΝ ΟΜΩΣ Η ΜΗΔΕΙΑ, ΚΟΛΧΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ (*κόρη του βασιλέως Αἰήτη καὶ ἀνηψιὰ τῆς Κίρκης, ἀπὸ τὴν Κολχίδα. Σύντροφος τοῦ Ἰάσονος), ΕΦΤΑΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΡΙΩΝ, ΗΛΛΑΞΟΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ. Αὐτὰ λέγουν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους οἱ Μῆδοι. 

Καὶ οἱ ΚΙΣΣΙΟΙ ἐλάμβανον μέρος στὴν ἐκστρατεία μὲ ἐξάρτυσιν ἐντελῶς ἴδια μὲ τὴν περσική, ἀντὶ ὅμως τιάρες φοροῦσαν μίτρες (Γράφει ὁ Στ. Βυζάντιος στὰ «Ἐθνικά» (583), στὸ λῆμμα «Σοῦσα», σχετικῶς μὲ τὴν ὀνομασία τῶν Κισσίων «Σοῦσα, πόλις ἐπίσημος Περσική, Μέμνονος κτίσμα. κέκληται δὲ ἀπὸ τῶν κρίνων, ἃ πολλὰ ἐν τῇ χώρᾳ πεφύκει ἐκείνῃ, σοῦσόν τε αὐτὸ καλοῦσιν οἱ βάρβαροι. οἱ πολῖται Σούσιοι, οὓς καὶ Κισσίους φησὶ κεκλῆσθαι, ἀπὸ Κισσίας τῆς μητρὸς Μέμνονος. καὶ Σουσιανή ἡ χώρα, καὶ κώμη Σουσιανή» )... 

Καὶ οἱ ΥΡΚΑΝΙΟΙ ἦταν ὁπλισμένοι ὅπως οἱ Πέρσες, καὶ εἶχαν ἀρχηγὸν τὸν Μεγάπανον, αὐτὸν ποὺ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐκστρατεία ἔγινε διοικητὴς τῆς Βαβυλῶνος. 

Καὶ οἱ ΑΣΣΥΡΙΟΙ ἐξεστράτευσαν φορώντας στὸ κεφάλι χάλκινα κράνη, μὲ μία πλέξιν βαρβαρικὴ ποὺ δὲν εἶναι εὔκολον νὰ περιγραφεῖ, εἶχαν ὅμως ἀσπίδες καὶ δόρατα καὶ κοντὰ μαχαίρια παρόμοια μὲ τῶν Αἰγυπτίων κι ἀκόμη ξύλινα ῥόπαλα ἐνισχυμένα μὲ σιδερένια καρφιὰ καὶ θώρακες ἀπὸ λινάρι. Αὐτοὺς οἱ Ἕλληνες ΤΟΥΣ ΩΝΟΜΑΖΟΝ ΣΥΡΙΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΤΟΥΣ ΑΠΕΚΑΛΟΥΝ ΑΣΣΥΡΙΟΥΣ (Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ἦταν καὶ οἱ ΧΑΛΔΑΙΟΙ).

(Ἀσσύριοι στρατιῶτες)

Καὶ οἱ ΒΑΚΤΡΙΟΙ ἐξεστράτευσαν φορώντας κάλυμμα τῆς κεφαλῆς παρόμοιον μὲ τῶν Μήδων, ἀλλὰ τὰ τόξα ἦταν τοῦ τόπου τους, ἀπὸ μπαμποῦ καὶ τὰ δόρατά τους κοντά…

Καὶ οἱ ΣΑΚΕΣ, ΣΚΥΘΕΣ, φοροῦσαν στὸ κεφάλι κυρβασίες ποὺ κατέληγον σὲ μύτη, κρατιοῦνταν ὄρθιες καὶ στέρεες· ἦταν ντυμένοι μὲ ἀναξυρίδες· τόξα καὶ κοντὰ μαχαίρια εἶχαν τοῦ τόπου τους κι ἀκόμα κρατοῦσαν πολεμικὸν πέλεκυ, την σάγαριν. Αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ ἦταν Ἀμύργιοι Σκύθες, τοὺς ἀπεκάλουν Σάκες ( *Ὁ Στ. Βυζάντιος στὰ «Ἐθνικά», 578 ἀναφέρει σχετικῶς μὲ τὴν ὀνομασία τους «Σκύθαι δὲ ἀπὸ Σκύθου παιδὸς Ἡρακλέους, τινὲς δὲ ἀπὸ τοῦ σκύζεσθαι» ). 

Οἱ ΙΝΔΟΙ πάλι, ντυμένοι μὲ ῥοῦχα φτιαγμένα ἀπὸ ξύλινο νῆμα, εἶχαν τόξα ἀπὸ μπαμποῦ καὶ βέλη ἀπὸ καλάμι μὲ σιδερένια μύτη…

Οἱ ΑΡΙΟΙ πάλι ἦταν ὁπλισμένοι μὲ τόξα μηδικά, σὲ ὅλα τὰ ἄλλα ὅμως εἶχαν τὴν ἐξάρτυσιν τῶν Βακτρίων…

(Σκύθης στρατιώτης)

Τώρα, οἱ ΠΑΡΘΟΙ καὶ οἱ ΧΟΡΑΣΜΙΟΙ και οἱ ΣΟΓΔΟΙ καὶ οἱ ΓΑΝΔΑΡΙΟΙ καὶ οἱ ΔΑΔΙΚΕΣ ἐλάμβανον μέρος στὴν ἐκστρατεία ἔχοντας τὴν ἴδια ἐξάρτυσιν μὲ τοὺς Βακτρίους…

Καὶ οἱ ΚΑΣΠΙΟΙ, ντυμένοι μὲ προβιὲς ζώων, ἔπαιρναν μέρος στὴν ἐκστρατεία ἔχοντας τόξα τοῦ τόπου τους, ἀπὸ μπαμποῦ, καὶ ἀκινάκες ( *ξίφος εὐθὺ καὶ κοντό).

Καὶ οἱ ΣΑΡΑΓΓΕΣ, φοροῦσαν ῥοῦχα ποὺ ἐντυπωσίαζαν μὲ τὰ ζωηρὰ χρώματά τους, καὶ ὑποδήματα ψηλὰ ὡς τὸ γόνατον καὶ τόξα καὶ δόρατα μηδικά…

Οἱ ΠΑΚΤΥΕΣ πάλι φοροῦσαν προβιὲς ζώων καὶ κρατοῦσαν τόξα καὶ κοντὰ μαχαίρια τοῦ τόπου τους. 

Καὶ οἱ ΟΥΤΙΟΙ καὶ οἱ ΜΥΚΙΟΙ καὶ οἱ ΠΑΡΙΚΑΝΙΟΙ εἶχαν τὴν ἐξάρτυσιν τῶν Πακτύων…

Καὶ οἱ ΑΡΑΒΙΟΙ φοροῦσαν κελεμπίες μὲ ζώνη στὴν μέση καὶ εἶχαν τόξα κυρτὰ στὸν δεξιόν τους ὦμον, μὲ μεγάλον μῆκος ( * Ἡ Βαβυλωνία σμίγοντας μὲ τὸν Ἀπόλλωνα γέννησε τὸν Ἄραβον).  

Καὶ οἱ ΑΙΘΙΟΠΕΣ ( * < αἴθω =καίω + ὄψ, οἱ καμμένοι στὴν ὄψιν, μελαμψοί, μαῦροι. Ὁ Θεοδέκτης δὲ παρατηρεῖ πὼς «ὁ ἥλιος αἴτιος τοῦ μέλανας εἶναι τοὺς Αἰθίοπας» ), φορώντας τομάρια πανθήρων καὶ λεόντων, εἶχαν τόξα φτιαγμένα ἀπὸ κλαδιὰ φοινικιᾶς, μὲ μεγάλον μῆκος, ὄχι μικρότερα ἀπὸ τέσσερεις πήχεις, ποὺ τὰ ὥπλιζον μὲ μικρὰ βέλη ἀπὸ καλάμι ποὺ ἡ μύτη τους, ἀντὶ γιὰ σίδερον, ἦταν ἀπὸ πέτρα ποὺ τὴν ἔκαναν μυτερή· μὲ αὐτὴν τὴν πέτρα χαράζουν καὶ τοὺς σφραγιδολίθους τους· καὶ εἶχαν ἐπίσης δόρατα ποὺ ἡ αἰχμή τους ἦταν ἀπὸ κέρατον ἐλαφιοῦ ποὺ τὸ ἔκαναν μυτερὸν σὰν ξίφος· καὶ εἶχαν καὶ ῥόπαλα ἐνισχυμένα μὲ καρφιά. Μπαίνοντας στὴν μάχη ἔβαφαν τὸ σῶμα τους, τὸ μισὸν μὲ γύψον καὶ τὸ ἄλλο μισὸν μὲ κοκκινόχωμα. 

Οἱ ΛΙΒΥΕΣ πάλι βάδιζαν ντυμένοι μὲ φορεσιὲς ἀπὸ προβιὲς καὶ ὁπλισμένοι μὲ ἀκόντια ποὺ ἡ αἰχμή τους σκληρύνθηκε στὴν φωτιά ( * Ὁ υἰὸς τοῦ Διὸς κὶ τῆς Ἀργείας Ἰοῦς, Ἔπαφος μὲ τὴν κόρη τοῦ Νείλου, Μέμφιν, ἔκαναν τὴν Λιβύη < λίψ =ὁ νοτιοδυτικὸς ἄνεμος, τὸ ῥεῦμα < λείβω =στάζω/ «Ἔπαφος δὲ βασιλεύων Αἰγυπτίων γαμεῖ Μέμφιν τὴν Νείλου θυγατέρα, καὶ ἀπὸ ταύτης κτίζει Μέμφιν πόλιν, καὶ τεκνοῖ θυγατέρα Λιβύην, ἀφ᾽ ἧς ἡ χώρα Λιβύη ἐκλήθη», Βιβλιοθήκη, Β', 1,4, Ἀπολλόδωρος).  

Καὶ οἱ ΠΑΦΛΑΓΟΝΕΣ ἐλάμβανον μέρος στὴν ἐκστρατεία φορώντας στὸ κεφάλι κράνη πλεκτά· οἱ ἀσπίδες τους ἦταν μικρὲς καὶ τὰ δόρατά τους κοντά· καὶ εἶχαν ἀκόμη ἀκόντια καὶ κοντὰ μαχαίρια, ἐνῶ στὰ πόδια τους φοροῦσαν ὑποδήματα τοῦ τόπου τους, ποὺ τὸ ὕψος τους ἔφτανε ὡς τὴν μέση τῆς κνήμης τους. 

Καὶ οἱ ΛΙΓΥΕΣ καὶ οἱ ΜΑΤΙΗΝΟΙ καὶ οἱ ΜΑΡΙΑΝΔΥΝΟΙ καὶ οἱ Σύριοι ἔπαιρναν μέρος στὴν ἐκστρατεία ἔχοντας τὴν ἴδια ἐξάρτυσιν μὲ τοὺς Παφλαγόνες. Οἱ Σύριοι ποὺ ἀναφέραμε ἀποκαλοῦνται ἀπὸ τοὺς Πέρσες, Καππαδόκες ( *Ἡ κόρη τοῦ Ἀσωποῦ, Σινώπη ἔσμιξε μὲ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ γέννησε τὸν Σύρον)…

( Ὁ πολυεθνικὸς στρατὸς τοῦ Ξέρξου)

Καὶ οἱ ΦΡΥΓΕΣ εἶχαν ἐξάρτυσιν ὁλόιδια μὲ τοὺς Παφλαγόνες, μὲ κάτι λίγες διαφορὲς μονάχα. Καὶ, ὅπως λέγουν οἱ Μακεδόνες, ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΦΡΥΓΕΣ ΩΝΟΜΑΖΟΝΤΑΝ ΒΡΙΓΕΣ, ΟΣΟΝ ΚΑΙΡΟΝ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ· ΟΤΑΝ ΟΜΩΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ, ΑΛΛΑΞΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ. 

Οἱ ΑΡΜΕΝΙΟΙ πάλι εἶχαν ἐξάρτυσιν παρόμοια μὲ τοὺς Φρύγες, ἀφοῦ ἦταν ἄποικοι τῶν Φρυγῶν ( *«Ἀρμενία, χώρα πλησίον τῶν Περσῶν, ἀπὸ Ἀρμένου Ῥοδίου», Ἐθνικά, 123, Στ. Βυζάντιος. Ὁ Στράβων ἐτυμολογεῖ τὴν Ἁρμενία ἐκ τοῦ ἀργοναύτου, Ἁρμένου «τὸν δὲ Ἄρμενον εἶναι ἐξ Ἀρμενίου πόλεως τῶν περὶ τὴν Βοιβηίδα λίμνην μεταξὺ Φερῶν καὶ Λαρίσης͵ τοὺς σὺν αὐτῶι τε οἰκίσαι τήν τε Ἀκιλισηνὴν καὶ τὴν Συσπιρῖτιν ἕως Καλαχανῆς καὶ Ἀδιαβηνῆς͵ καὶ δὴ καὶ τὴν Ἀρμενίαν ἐπώνυμον καταλιπεῖν», Γεωγραφικά, 11,4,8)…

Καὶ οἱ ΛΥΔΟΙ εἶχαν ὅπλα ὁλόιδια μὲ τὰ ἑλληνικά. Λοιπόν, τὸν παλαιὸν καιρὸν οἱ Λυδοὶ ὠνομάζοντο Μαίονες, ΑΛΛΑ ΗΛΛΑΞΟΝ ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΠΗΡΑΝ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟΝ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΥΔΟΝ, ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΑΤΥΟΣ ( *«Ἐκ δὲ Ἄτυος καὶ Καλλιθέας τῆς Χωραίου Λυδὸν φῦναι καὶ Τυρρηνόν· καὶ τὸν μὲν Λυδὸν αὐτοῦ καταμείναντα τὴν πατρῴαν ἀρχὴν παραλαβεῖν καὶ ἀπ´ αὐτοῦ Λυδίαν τὴν γῆν ὀνομασθῆναι· Τυρρηνὸν δὲ τῆς ἀποικίας ἡγησάμενον πολλὴν κτήσασθαι τῆς Ἰταλίας καὶ τοῖς συναραμένοις τοῦ στόλου ταύτην θέσθαι τὴν ἐπωνυμίαν», Ῥωμαϊκὴ ἀρχαιολογία, 27,2. Ἀδελφὸς τοῦ Λυδοῦ ἦταν ὁ Τυρρηνός, ἐξ οὗ καὶ ἡ συγγένεια τῶν Τυρρηνῶν, ἤτοι Ἐτρούσκων μὲ τοὺς Λυδούς. Σπουδαῖον εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς πὼς ὁ Ὅμηρος δὲν τοὺς ἀποκαλεῖ Λυδούς, ἀλλὰ τοὺς μνημονεύει μὲ τὸ πανάρχαιον ὄνομά τους, ἤτοι Μαίονες. Τὸ παρέβλεψε ἄραγε καὶ αὐτὸ ὁ ποιητής, ὅπως καὶ ἄλλα τοπωνύμια ποὺ τὰ μνημονεύει μὲ τὸ πρῶτον ὄνομά τους, ἤ μήπως πρέπει νὰ ψάξει κανεὶς πολλοὺς -τουλάχιστον- αἰῶνες πρὶν τὴν «ἐπίσημη» χρονικὴ τοποθέτησιν τοῦ Ὁμήρου γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ἀλήθεια, ὡς πρὸς τὸ πότε ἔζησε ὁ Ὅμηρος καὶ συνέγραψε τὰ ἀριστουργήματά του; ).   

Καὶ οἱ ΜΥΣΟΙ φοροῦσαν στὸ κεφάλι κράνη τοῦ τόπου τους καὶ εἶχαν μικρὲς ἀσπίδες καὶ ἀκόντια ποὺ τὴν αἰχμή τους τὴν εἶχαν σκληρύνει μὲ φωτιά·…εἶναι ἄποικοι τῶν Λυδῶν καὶ πῆραν τὸ ὄνομα Ὀλυμπιανοὶ ἀπὸ τὸ ὄρος Ὄλυμπος ( * «Μυσία, χώρα καὶ πόλις. Λυδοὶ δὲ τὴν ὀξύην, μυσὸν φασί», Ἐθνικά,  464, Στ. Βυζάντιος)... 

Στὴν ἐκστρατεία ἐλάμβανον μέρος καὶ οἱ ΘΡΑΚΕΣ φορώντας στὸ κεφάλι σκούφους ἀπὸ δέρμα ἀλεποῦς· καὶ ἦταν ντυμένοι μὲ χιτῶνες καὶ ἀπὸ πάνω φοροῦσαν πολύχρωμες κελεμπίες, ἐνῶ στὰ πέλματα καὶ τὶς κνῆμες τους εἶχαν ὑποδήματα ἀπὸ δέρμα μικροῦ ἐλαφιοῦ· κρατοῦσαν ἀκόμη ἀκόντια καὶ πέλτες καὶ μικρὰ μαχαίρια.  ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΜΕ ΤΟ ΠΟΥ ΔΙΕΒΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ ΩΝΟΜΑΣΤΗΚΑΝ ΒΙΘΥΝΟΙ ( * < βίθυν-βίδην, βίδη =κροῦσμα, κρότος βλ. Ἡσύχιος), ΕΝΩ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ, ΟΠΩΣ ΛΕΓΟΥΝ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΟΝΟΜΑΖΟΝΤΑΝ ΣΤΡΥΜΟΝΙΟΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣΑΝ ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΣΤΡΥΜΟΝΟΣ· ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΤΙ ΤΟΥΣ ΣΗΚΩΣΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΒΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥΣ ΟΙ ΤΕΥΚΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΣΟΙ...

(Θρᾶξ πολεμιστής)

Καὶ οἱ ΠΙΣΙΔΕΣ εἶχαν μικρὲς ἀσπίδες ἀπὸ ἀκατέργαστον δέρμα βοδιῶν καὶ ὁ καθένας τους κρατοῦσε δύο κυνηγετικὰ δόρατα ἀπὸ ἐργαστήρι τῆς Λυδίας καὶ φοροῦσε στὸ κεφάλι χάλκινον κράνος ποὺ ἐπάνω του εἶχαν κολλήσει χάλκινα αὐτιὰ καὶ κέρατα βοδιῶν καὶ τὸ σκέπαζε λοφίον· τὶς κνῆμες τπων ποδιῶν τους τὶς εἶχαν τυλιγμένες μὲ λωρίδες κόκκινου ὑφάσματος ( «οἱ Πισίδαι πρότερον Σόλυμοι, ἀπὸ Σολύμου τοῦ Διὸς καὶ Χαλδήνης. ἔστι δὲ ἔθνος βάρβαρον κατοικοῦν παρὰ τὴν Ἄσπενδον καὶ τὴν Κιλικίαν. εἴρηται δὲ ἀπὸ Πισίδου», Ἐθνικά, 524, Στ. Βυζάντιος)…

Καὶ οἱ Μαίονες Καβαλεῖς, ποὺ ἀποκαλοῦνται ΛΑΣΟΝΙΟΙ, εἶχαν τὴν ἴδια ἐξάρτυσιν μὲ τοὺς Κίλικες ( * υἰὸς τοῦ Ἀγήνορος καὶ τῆς Τηλεφάσσης καὶ ἄρα ἀδελφὸς τοῦ Κάδμου, τῆς Εὐρώπης, τοῦ Φοίνικος...ἐγκατεστάθη στὴν Κιλικία, δίνοντάς της τὸ ὄνομά του), ποὺ θὰ τὴν περιγράψω ὅταν, στὴν σειρὰ τῆς ἐξιστορήσεώς μου, φτάσω στὸ τάγμα τῶν Κιλίκων. 

Καὶ οἱ ΜΙΛΥΕΣ κρατοῦσαν κοντὰ δόρατα καὶ φοροῦσαν ῥοῦχα ποὺ τὰ συγκρατοῦσαν πόρπες· μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν τόξα τῆς Λυκίας καὶ φοροῦσαν στὸ κεφάλι καλύμματα ἀπὸ κατεργασμένον δέρμα ( * «Μιλύαι, οἱ πρότερον Σόλυμοι, ὡς Τιμαγένης πρώτῳ βασιλέων. καὶ ἡ χώρα Μιλυάς ὡς Μινυάς. λέγονται καὶ Μίλυες. ἀπὸ Μιλύης τῆς γυναικὸς Σολύμου καὶ ἀδελφῆς, ὕστερον δὲ Κράγου γυναικός», Ἐθνικά, 453, Στ. Βυζάντιος)…

Οἱ ΜΟΣΧΟΙ πάλι φοροῦσαν στὸ κεφάλι ξύλινα κράνη, κρατοῦσαν ἀσπίδες καὶ δόρατα μικρά, ἀλλὰ μὲ μεγάλη αἰχμή ( «Μόσχοι, Κόλχων ἔθνος προσεχὲς τοῖς Ματιηνοῖς», Ἐθνικά, 457. Στ. Βυζάντιος). 

Οἱ ΤΙΒΑΡΗΝΟΙ, οἱ ΜΑΚΡΩΝΕΣ καὶ οἱ ΜΟΣΣΥΝΟΙΚΟΙ ( *φυλὲς ποὺ κατοικοῦσαν στὸν Πόντον) ἐξεστράτευσαν μὲ ἐξάρτυσιν παρόμοια μὲ τοὺς Μόσχους. 

Καὶ οἱ ΜΑΡΕΣ εἶχαν στὸ κεφάλι τους πλεκτὰ κράνη τοῦ τόπου τους καὶ μικρὲς δερμάτινες ἀσπίδες καὶ ἀκόντια. 

Καὶ οἱ ΚΟΛΧΟΙ φοροῦσαν στὸ κεφάλι τους ξύλινα κράνη καὶ κρατοῦσαν μικρὲς ἀσπίδες ἀπὸ ἀκατέργαστον δέρμα βοδιῶν καὶ δόρατα κοντά, ἐπίσης καὶ μαχαῖρες… 

Οἱ ΑΛΑΡΟΔΙΟΙ καὶ οἱ ΣΑΣΠΕΙΡΕΣ ( *φυλὲς ποὺ κατοικοῦσαν στὸν Πόντον) ἐξεστράτευαν μὲ ὁπλισμὸν παρόμοιον μὲ τῶν Κόλχων.

Καὶ ἀπὸ τὴν Ἐρυθρᾶ θάλασσα ( *τὸ ὄνομά της τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Ἐρύθρα τὸν Κρῆτα) ἀκολουθοῦσαν τὸν βασιλέα στὴν ἐκστρατεία, ντυμένοι καὶ ὁπλισμένοι ὁλόιδια μὲ τοὺς Μήδους, οἱ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΙ ΛΑΟΙ...Αὐτοὶ λοιπὸν ῆταν οἱ λαοὶ ποὺ ἐξεστράτευαν ἀπὸ τὴν στεριὰ καὶ παρετάχθησαν στὸ πεζικόν…»

Ἡ συνέχεια ἐδῶ:

https://etymo-logiki.blogspot.com/2020/06/3.html


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (