Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 4ον)



«Ὦ ξεῖν' εὐυδρὸν πότ'έναίομεν ἄστυ Κορίνθου,
νῦν δ'ἄμ' Αἴαντος νᾶσος ἔχει Σαλαμίς,
ἐνθάδε Φοινίσσας νῆας καὶ Πέρσας ἑλόντες,
καὶ Μήδους, ἱερὰν Ἑλλάδα ῥυσάμεθα», Πλούταρχος, Περὶ τῆς Ἡροδότου κακοηθείας, 39

( = Ὦ ξένε, κάποτε στῆς Κορίνθου τὴν πόλιν μὲ τὰ ὡραῖα νερὰ κατοικούσαμε,
τώρα μᾶς κρατᾶ ἡ νῆσος τοῦ Αἴαντος, ἡ Σαλαμίς, 
ἐδῶ τῶν Φοινίκων τὰ πλοῖα καὶ τοὺς Πέρσες καὶ τοὺς Μήδους καταστρέφοντας,
τὴν ἱερὰ Ἑλλάδα σώσαμε).

Αὐτοὶ οἱ στίχοι ἀνεγράφησαν στὴν στήλη ποὺ ἔστησαν οἱ Κορίνθιοι πρὸς τιμὴν τῶν νεκρῶν τους στὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος. 

ΜΕΡΟΣ 4ο

Ο ΞΕΡΞΗΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΣΤΟ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΝ, ΠΡΟΗΛΑΥΝΕ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΝΟΤΟΝ. ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ ΤΙΣ ΠΛΑΤΑΙΕΣ  ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΤΩΝ ΘΕΣΠΙΕΩΝ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΥ ΥΠΕΤΑΣΣΟΝΤΟ. ΣΤΙΣ 21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 480 Π.Χ. Η ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΚΥΡΙΕΥΘΗΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΞΕΡΞΗ. ΟΙ ΛΙΓΟΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑΝ ΠΙΣΩ ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥΝ ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥΣ, ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΑ ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΡΚΟΝ ΤΟΥΣ, ΕΣΦΑΓΙΑΣΘΗΣΑΝ. ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΣΥΖΗΤΟΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΝ, ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΒΡΑΧΟΝ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΑ ΦΛΕΓΕΤΑΙ· ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΑΔΟΣ ΑΘΗΝΑΣ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΦΛΟΓΕΣ…ΗΡΩΕΣ ΜΙΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ…

ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΠΡΟΚΑΛΟΥΣΕ ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΟΝ, ΤΑΡΑΧΗ, ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΘΛΙΨΙΝ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΝΕΜΕΣΙΝ ΣΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ. ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΑΡΧΙΣΑΝ ΝΑ ΔΙΑΤΑΖΟΥΝ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΝ ΤΑ ΠΛΟΙΑ. ΕΙΧΑΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΠΩΣ ΘΑ ΤΟΥΣ ΕΞΟΝΤΩΝΑΝ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣΑΝ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΙΣΘΜΟΝ. Ο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΟΣΟΝ ΨΥΧΡΑΙΜΟΣ ΗΤΑΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΛΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΝ, ΤΟΥΣ ΣΥΓΚΡΑΤΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΕΙΣΕΙ ΜΕ ΟΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΔΩΣΟΥΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΑΞΙΖΕΙ.


ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ/ΔΙΑΦΩΝΙΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ-ΕΥΡΥΒΙΑΔΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΕΞΑΧΘΕΙ Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ

(Πλούταρχος, Θεμιστοκλῆς, 11,1- 11,6)

«Ἐπειδὴ κατάλαβε (ὁ Θεμιστοκλῆς) ὅτι οἱ πολίτες ἤθελαν ἐπιμόνως τὸν Ἀριστείδη καὶ εἶχαν τὸν φόβον μήπως αὐτὸς ἐρεθισμένος ἀπὸ τὴν ὁργή του προσχωρήσει στοὺς βαρβάρους καὶ βλάψει ἑλληνικὰ συμφέροντα (γιατὶ ὅπως εἴπαμε, εἴχε ἐξοστρακιστεῖ πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμον, κυνηγημένος γιὰ κομματικοὺς λόγους ἀπὸ τὸν Θεμιστοκλῆ) ὑποβάλλει ἔγγραφη πρότασιν στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου νὰ ἐπιτραπεῖ σὲ ὅσους ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ γιὰ ὁρισμένον χρόνον, νὰ ἐπιστρέψουν γιὰ νὰ πράττουν καὶ νὰ συμβουλεύουν καὶ αὐτοὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πολίτες ὅ,τι κρίνουν καλλίτερον γιὰ τὴν Ἑλλάδα.

( Ὄστρακον στὸ ὁποῖον ἀναγράφεται τὸ ὄνομα τοῦ Ἀριστείδου τοῦ Δικαίου, υἰοῦ τοῦ Λυσιμάχου)

Ὅταν ὁ Εὑρυβιάδης ποὺ χάριν στὸ μεγάλον κῦρος τῆς Σπάρτης εἶχε τὴν ἀρχηγία τοῦ στόλου, ποὺ ἦταν ὅμως ἄνθρωπος ἄτολμος μπροστὰ στὸν κίνδυνον, ἤθελε νὰ ξεκινήσουν καὶ νὰ τραβήξουν πρὸς τὸν Ἰσθμόν, ὅπου εἶχε συγκεντρωθεῖ καὶ τὸ πεζικὸν τῶν Πελοποννησίων, ὁ Θεμιστοκλῆς διετύπωσε ἀντίρρησιν. Καὶ τότε λέγουν πὼς εἰπώθησαν τὰ περίφημα λόγια ποὺ μνημονεύονται ὡς σήμερα. Δηλαδὴ ὅταν ὁ Εὑρυβιάδης τοῦ εἶπε 
«Θεμιστοκλῆ, στοὺς ἀγῶνες, ὅσους ξεκινοῦν πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους, τοὺς ῥαβδίζουν», ἀπεκρίθη ὁ Θεμιστοκλῆς «ναί, ἀλλὰ ὅσους μένουν πίσω δὲν τοὺς στεφανώνουν». Καὶ μόλις ἐκεῖνος σήκωσε τὸ ῥαβδί του γιὰ νὰ τὸν χτυπήσει, ὁ Θεμιστοκλῆς τοῦ λέει : «Πάταξον μέν, ἄκουσον δε ( =Χτύπησέ με, μὰ ἄκουσέ με!)»

…κάποιος εἶπε τότε πὼς ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς πατρίδα δὲν εἶναι σωστὸν νὰ συμβουλεύει ἐκείνους ποὺ ἔχουν πατρίδες νὰ τὶς ἐγκαταλείψουν καὶ νὰ ἀδιαφορήσουν γι' αὐτές. Σὲ αὐτὸν ὁ Θεμιστοκλῆς ἀντιστρέφοντας τὸν συλλογισμὸν ἀπεκρίθη :

«Ἑμεῖς βέβαια καημένε, τὰ σπίτια μας καὶ τὰ τείχη μας τὰ ἔχουμε ἀφήσει, διότι θαρροῦμε πὼς δὲν ἀξίζει νὰ γίνουμε δοῦλοι γιὰ ἄψυχα πράγματα· πάντως ὅμως ἑμεῖς ἔχουμε τὴν πιὸ μεγάλη ἀπὸ ὅλες τὶς ἑλληνικὲς πατρίδες : τὰ διακόσια πολεμικὰ πλοῖα ποὺ βρίσκονται ἐδῶ ἕτοιμα νὰ σᾶς βοηθήσουν, ἄν θέλετε νὰ σωθεῖτε μὲ αὐτά· μὰ ἄν μᾶς προδώσετε γιὰ δευτέρα φορὰ καὶ φύγετε ἀπὸ ἐδῶ, ἀμέσως θὰ μάθει ὁ κάθε Ἕλλην ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι ἔχουν καὶ πατρίδα ἐλευθέρα καὶ χώρα ὄχι κατωτέρα ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἔχασαν». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεμιστοκλέους ἔβαλαν σὲ ἔγνοια καὶ τρόμαξαν τὸν Εὑρυβιάδη, μήπως οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς ἀφήσουν καὶ φύγουν. 

…Λέγουν μερικοὶ πὼς τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε ὁ Θεμιστοκλῆς ἀπὸ τὸ κατάστρωμα τοῦ πλοίου γι' αὐτὰ ποὺ συζητήθηκαν, φάνηκε ξαφνικὰ μιὰ κουκουβάγια ( *ἱερὸν πτηνὸν τῆς στρατηγοῦ Ἀθηνᾶς, ποὺ πάντοτε βοηθοῦσε τοὺς Ἕλληνας) ποὺ πέταξε ἀπὸ τὴν δεξιὰ μεριὰ τῶν πλοίων καὶ κάθισε στὴν ἄκρη τῶν καταρτιῶν· τοῦτο ἀκόμη περισσότερον ἔκανε τοὺς Ἕλληνες νὰ ἀποδεχτοῦν τὴν γνώμη του καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ ναυμαχήσουν. Ἀλλὰ ὅταν ὁ στόλος τῶν ἐχθρῶν ἐφάνη στὴν Ἀττικὴ καὶ πλέοντας πρὸς τὸ λιμάνι τοῦ Φαλήρου σκέπασε τὰ ἀκρογιάλια ὁλόγυρα καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς μὲ τὸ πεζικόν του κατέβηκε στὴν θάλασσα καὶ τὸν εἶδαν μὲ συγκεντρωμένον τὸν στρατόν του, γιατὶ ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ μαζεύτηκαν σὲ ἕνα μέρος, τότε πιὰ σβήστηκαν ἀπὸ τὸ μυαλὸ τῶν Ἑλλήνων τὰ λόγια τοῦ Θεμιστοκλέους. Οἱ Πελοποννήσιοι ἔστρεφαν πάλι τὰ βλέμματά τους μὲ ἀνησυχία πρὸς τὸν Ἰσθμὸν καὶ θύμωναν, ἄν κανένας τοὺς ἔκανε ἄλλη πρότασιν· ἔτσι ἀπεφάσισαν νὰ φύγουν τὴν νύχτα καὶ ἐδόθη διαταγὴ στοὺς κυβερνῆτες γιὰ τὸ ξεκίνημα τῶν πλοίων. Στὴν περίπτωσιν αὐτὴ ὁ Θεμιστοκλῆς, καταλυπημένος ἀπὸ τὴν σκέψιν ὅτι οἱ Ἕλληνες, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν βοήθεια ποὺ τοὺς προσφέρουν ὁ τόπος καὶ τὰ στενά, ἔμελλον νὰ σκορπιστοῦν στὶς πόλεις τους, σκέφτηκε καὶ σχεδίασε τὸ περίφημον τέχνασμα μὲ τὸν Σίκιννον».

ΑΚΟΜΗ ΕΝΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ

(Πλουτάρχου, Θεμιστοκλῆς, 12,1-12, 7)

«Ὁ Σίκιννος αὐτὸς ἦταν περσικῆς καταγωγῆς, αἰχμάλωτος πολέμου, μὰ ἀφοσιωμένος στὸν Θεμιστοκλῆ καὶ παιδαγωγὸς τῶν παιδιῶν του. Τὸν ἔστειλε λοιπὸν κρυφὰ στὸν Ξέρξη καὶ τοῦ ἔδωσε διαταγὴ νὰ πεῖ ὅτι ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων, προτιμᾶ νὰ ἐξυπηρετήσει τὰ συμφέροντα τοῦ βασιλέως καὶ γι' αὐτὸ σπεύδει νὰ τοῦ κάνει γνωστὸν ὅτι οἱ Ἕλληνες σκέπτονται νὰ φύγουν κρυφὰ καὶ τὸν προτρέπει νὰ μὴ τοὺς ἀφήσει νὰ φύγουν, παρὰ τὴν στιγμὴ ποὺ βρίσκονται σὲ ἀταξία καὶ εἶναι χωρὶς τὸ πεζικόν τους, νὰ ἐπιτεθεῖ καὶ νὰ καταστρέψει τὴν ναυτική τους δύναμιν. Ὁ Ξέρξης ποὺ πίστευσε πὼς αὐτὰ τοῦ τὰ ἔλεγε ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἀγαπᾶ, εὐχαριστήθηκε καὶ ἀμέσως ἔδωσε διαταγὴ στοὺς πλοιάρχους τὰ ἄλλα πλοῖα νὰ τὰ ἑτοιμάσουν μὲ ἡσυχία, ἀλλὰ μὲ διακόσια νὰ ξεκινήσουν ἀμέσως, γιὰ νὰ περικυκλώσουν ὅλο τὸ πέρασμα γύρω-γύρω καὶ νὰ περιζώσουν τὰ κοντινὰ νησιά, ὥστε νὰ μὴ ξεφύγει κανένας ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του».

(Θεμιστοκλῆς Νεοκλέους Φρεάριος)

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 2 ΠΡΩΗΝ ΕΧΘΡΩΝ (ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ-ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ) ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΤΟΥΣ

«Τὴν ὥρα ποὺ γίνονταν αὐτὰ ὁ Ἀριστείδης, ὁ υἰὸς τοῦ Λυσιμάχου, ποὺ πρῶτος τὰ κατάλαβε, ἦλθε στὴν σκηνὴ τοῦ Θεμιστοκλέους, μολονότι δὲν τὰ εἶχε καλὰ μαζί του καὶ μάλιστα ἐξαιτίας του εἶχε ἐξοστρακιστεῖ, καθῶς ἔχουμε πεῖ· καὶ μόλις ὁ Θεμιστοκλῆς βγῆκε ἀπὸ τὴν σκηνὴ καὶ παρουσιάστηκε μπροστά του, ὁ Ἀριστείδης τοῦ λέει ὅτι ὁ στόλος ἔχει περικυκλωθεῖ. Ὁ Θεμιστοκλῆς τότε ποὺ ἤξερε καὶ ἀπὸ ἄλλες περιστάσεις τὴν τιμιότητα τοῦ Ἀριστείδου καὶ χάρηκε τώρα γιὰ τὴν παρουσία του, τοῦ φανερώνει ὅσα ἔγιναν μὲ τὸν Σίκιννον καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν βοηθήσει γιὰ νὰ συγκρατήσουν τοὺς Ἕλληνες καὶ νὰ ἑνώσει τὶς προσπάθειές του καὶ αὐτὸς ποὺ οἱ Ἕλληνες τοῦ εἶχαν περισσότερη ἐμπιστοσύνη, γιὰ νὰ τοὺς πείσει νὰ ναυμαχήσουν στὰ στενά. Ὁ Ἀριστείδης ἐπαίνεσε τότε τὸν Θεμιστοκλῆ καὶ πῆγε ἀμέσως στοὺς ἄλλους στρατηγοὺς καὶ πλοιάρχους, παρακινώντας τούς νὰ πάρουν μέρος στὴν ναυμαχία. Ἐνῶ ὅμως ἐκεῖνοι δυσπιστοῦσαν ἀκόμη, ἐφάνη ξαφνικὰ ἕνα πολεμικὸν πλοῖον ἀπὸ τὴν Τένεδον ποὺ αὐτομολοῦσε ἀπὸ τοὺς Πέρσες μὲ ναύαρχον τὸν Παναίτιον καὶ ἔφερε τὴν εἴδησιν ὅτι βρίσκονται κυκλωμένοι. Τότε πιὰ ἐξοργισμένοι οἱ Ἕλληνες ἠναγκάσθησαν νὰ ῥιχτοῦν στὸν κίνδυνον».

Ἡ συνέχεια ἐδῶ:



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (