Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 6ον)


Η ΚΑΤΑΡΡΙΨΙΣ ΤΩΝ ΑΙΣΧΙΣΤΩΝ ΨΕΥΔΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΡΟΚΛΟΝ

Ὅσοι ἔχουν διαβάσει τὴν Ἰλιάδα, θὰ παρετήρησαν πὼς σελίδες ὁλόκληρες ἀφιερώνονται στὴν ΜΗΝΙΝ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ -καὶ τὰ παρεπόμενά της- ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΤΟΥ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΤΟΥ ΒΡΙΣΗΙΔΑ.
Θὰ διαβάσουν ὅτι ὁ Πηλείδης Ἀχιλλεὺς βρίζει ἀσυστόλως καὶ κατὰμουτρα τὸν Ἀτρείδη γι’αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔκανε («ἀναιδείην ἐπιειμένε, κερδαλεόφρον», Ἰλ., Α,149/ «ὦ μέγ᾽ ἀναιδές…κύνωπα», Α,158-9/«οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ᾽ ἔχων, κραδίην δ᾽ ἐλάφοιο», Α,225/ «δημοβόρος βασιλεύς, ἐπεὶ οὐτιδανοῖσιν ἀνάσσεις», Α,231/).

Μάλιστα ἀπὸ τὸν μέγα θυμὸν τοῦ ὠκυπόδου Ἀχιλλέως πρὸς τὸν βασιλέα Ἀγαμέμνονα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ξεκινοῦν ἀμέτρητα πάθη γιὰ τοὺς Ἀχαιούς, ἔχουμε καὶ φοβερὲς στιχομυθίες γιὰ τὸ πόσον ἀντρίκια καὶ ἀρρενωπὰ ἀντιμετώπιζαν ὅσους τολμοῦσαν νὰ τοὺς πάρουν τὶς ἀγαπημένες τους παλλακίδες. 
 
Ἀκόμα, ὁ Ὅμηρος γράφει παρακάτω στὴν ἴδια ῥαψωδία πὼς τράβηξε καὶ τὸ σπαθί του ὁ Πηλείδης γιὰ νὰ σκοτώσει τὸν Ἀτρείδη, ἐξ αἰτίας τοῦ χόλου ποὺ δημιουργήθηκε στὴν ψυχή του (Α,190-4), γιατὶ ὅπως μᾶς ἐνημερώνει ἐκτὸς τῶν ἄλλων στὴν συζήτησιν του μὲ τὸν Ὀδυσσέα στὴν ῥαψωδία Ι (328-373), ὅσες χώρες ἔχει καταπατήσει πάντοτε ἔπαιρνε λάφυρα καὶ θησαυροὺς καὶ πάντοτε ὑπακούοντας τὰ ἔδινε στὸν Ἀγαμέμνονα κι ἐκεῖνος τὰ ἐδέχετο καὶ τὰ ἐμοίραζε καὶ στοὺς πολεμάρχους, καὶ τώρα ἐνῶ στοὺς ἄλλους πάντα τὰ ἄφηνε, σ’αὐτὸν πῆρε τὴν πολυαγαπημένη του, καὶ μάλιστα παραπονούμενος ἀναρωτᾶται :
«Μόνον οἱ Ἀτρεῖδες δηλαδὴ ἀγαποῦν σ’αὐτὸν τὸν κόσμον;
Κάθε ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων ἄνδρας ἀγαπᾶ καὶ φροντίζει τὴν γυναῖκα του, ΚΑΙ ΕΓΩ ΑΥΤΗΝ, ἄν καὶ λάφυρον πολέμου, ΤΗΝ ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΟΛΟΨΥΧΑ»
.
Ἀφήνοντας νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι ὁ Ἀγαμέμνων καὶ ὁ ἀδελφός του ξεσήκωσαν ὁλόκληρον πόλεμον γιὰ τὴν Ἑλένη, κι αὐτὸς λοιπὸν τώρα ἀγαπᾶ καὶ δὲν θὰ κάνει πίσω. 

Συνεχίζει λέγοντας στὸν Ὀδυσσέα, πὼς καὶ ἀπὸ τὴν Τροία θὰ φορτώσει στὰ καράβια του χρυσόν, χαλκὸν ΚΑΙ ΩΡΑΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (Ι, 365-6) καὶ θὰ τὰ πάει στὴν Φθία, ἀλλὰ τοῦ λείπει τὸ βραβεῖον του, ἡ Βρισηίς, γι’αὐτὸ καὶ συμβουλεύει ὅλα αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν νὰ τὰ πεῖ δημοσίως καὶ στοὺς ἄλλους Ἀχαιούς, γιὰ νὰ ἀγανακτήσουν καὶ νὰ μὴ τολμήσει ὁ «ἐφυβρίζων, ἀναιδής» Ἀτρείδης νὰ τὸ κάνει καὶ σὲ ἄλλους.

Ἔπειτα, ἄν οἱ καταπυγονόπληκτοι μποῦν στὸν κόπον νὰ ἀσχοληθοῦν καὶ λίγο μὲ τὸ σύγγραμμα τοῦ Ὁμήρου, ἀντὶ νὰ σπαταλοῦν τὸν χρόνον τους στὸ νὰ ἀναπαράγουν ἀβάσιμες ἀσυναρτησίες, μποροῦν νὰ διαπιστώσουν πὼς ὄχι μόνον ὁ Ἀχιλλεὺς τσακώθηκε ἄγρια μὲ τὸν Ἀτρείδη, ἀλλὰ καὶ ὅτι ὡς ἐκδίκησιν ἀποσύρθηκε καὶ ἀπὸ τὸν πόλεμον. 

Ὕστερα, ὅταν βρίσκει ἡ μητέρα του Ἀχιλλέως, Θέτις, τὸ τέκος της στεναχωρεμένον καὶ θυμωμένον, αὐτὸς τῆς ἀνοίγει τὴν καρδιά του σὰν «μικρὸ παιδί» καὶ τῆς ζητᾶ νὰ μεσολαβήσει στὸν Δία, ὥστε νὰ συντρίψει τοὺς Ἀχαιούς στὸν πόλεμον κατὰ τῶν Τρώων. Τῆς λέει μάλιστα πὼς ἔτσι θὰ «χαροῦν» -εἰρωνικῶς- τὸν βασιλιά τους οἱ Ἀχαιοί καὶ πὼς θὰ «μάθει ὁ Ἀγαμέμνων νὰ ἀψηφᾶ τῶν Ἀχαιῶν τὸν πρῶτον», (Α, 362-410).


(Ὁ ξανθὸς Μενέλαος)

Ἔπιπλέον κι ὁ ἄλλος ὁ Ἀτρείδης, ὁ Μενέλαος, ὅταν θέλει νὰ προσβάλει τοὺς ἄνδρες του γιὰ κάποια τους ἀποτυχία τοὺς ἀποκαλεῖ ὄχι Ἄχαιούς, ἀλλὰ Ἀχαιίδες («ὦ πέπονες, κάκ᾽ ἐλέγχε᾽, Ἀχαιΐδες, οὐκέτ᾽ Ἀχαιοί», Β,235/ Η,96). Τὰ ἴδια κάνει καὶ ὁ Ἔκτωρ («νῦν δέ σ᾽ ἀτιμήσουσι· γυναικὸς ἄρ᾽ ἀντὶ τέτυξο», Θ, 163), ὅπως καὶ ἑμεῖς σήμερα, ὅταν θέλουμε νὰ προσβάλλουμε ἕναν δειλὸν πολεμιστή, λέμε πὼς πολεμᾶ σὰν γυναίκα!

Τώρα πῶς γίνεται ὁ ποιητὴς ποὺ ἐξύμνησε ὅσο κανεῖς ἄλλος τὸν Ἀχιλλέα, ἕναν ΑΝΔΡΑ, γιὰ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴν πολεμικὴ ἀρετή του, νὰ καταλαβαίνουν κάποιοι πὼς εἶναι ὁ ἴδιος ποιητὴς ποὺ ἔχανε τὸν χρόνον του μὲ ἕναν ἄξιον εἰρωνείας, εἶναι ἀπορίας ἄξιον!

Πῶς γίνεται ἕνας «λελυγισμένος» νὰ εἶναι -ὁ μόνος- ἀπαραίτητος γιὰ νὰ εἶναι νικηφόρος ὁ πόλεμος, ἀκόμα δὲν μᾶς ἀπήντησαν…
Πῶς γίνεται αὐτὸς ὁ, κατὰ κάποιους φαντασιοπλήκτους, ἐξήκεστος νὰ ξεσηκώνει ὁλόκληρη ἐπανάστασιν σὲ ὁλόκληρον Ἀγαμέμνονα γιὰ μιὰ γυναῖκα, ἐπίσης δὲν ἐδόθη ποτὲ κάποια ἀπάντησις...
Πῶς σχολιάζουν τὸν ἔρωτα τοῦ Ἀχιλλέως γιὰ τὴν Ἀμαζόνα Πενθεσίλεια, ἀκόμα δὲν μᾶς λένε…ὅπως δὲν μᾶς λένε καὶ γιὰ καμμία ἄλλη ἐκ Πανδήμου Ἀφροδίτης ἐρωμένη του…
Πῶς κατάφερε ὁλόκληρον Ὀδυσσέα νὰ τὸν κάνει νὰ τὸν ἀποκαλεῖ «θεοείκελον», «φέρτατον Ἀχαιῶν», καλλίτερον κι ἀπὸ τὸν ἴδιον, (Τ, 155, 217) καὶ ἄλλα πολλὰ, ποὺ μόνον κίναιδον δὲν διαγράφουν, εἶναι ἀκόμα μία ἄλυτη ἀπορία!

Τὸ μόνον καὶ τὸ ὁποῖον τοὺς ἀκοῦς νὰ ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς εἶναι πὼς εἶχε σαρκικὲς σχέσεις! μὲ τὸν παιδικόν του φίλον, ἐξάδελφον καὶ ἐραστή του, Πάτροκλον… Καὶ ἄν κάποιος κρίνει μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα περὶ «ἐραστοῦ» καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν τεράστια σημασία ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ λέξις κάποτε, θὰ πέσει στὴν παγίδα νὰ συμμεριστεῖ τὶς ἀνοησίες μερικῶν. Ἄν ὅμως τύχει καὶ τοὺς ῥωτήσει γιὰ νὰ μάθει ἀπὸ ποῦ τὸ συμπεραίνουν αὐτό, συνήθως ἀναφέρουν 2-3 γεγονότα ποὺ ἔχουν ἀποστηθίσει γιὰ νὰ λένε.


(Τὸ κύπελλο τοῦ Σωσίου) 

Τὸ πρῶτον εἶναι τὸ ὅτι ὑπάρχει ἕνα κύπελλον («τὸ κύπελλον τοῦ Σωσίου», τὸ ὁποῖον ἐκτίθεται στὸ μουσεῖον Ἅλτες στὸ Βερολίνο) τὸ ὁποῖον δεικνύει τὸν Ἀχιλλέα νὰ περιποιεῖται τὸ τραυματισμένο χέρι τοῦ παιδικοῦ του φίλου, Πατρόκλου (βλ. φωτογραφία), ἄρα κατὰ τὴν λογική τους, ὅταν ἕνας πολεμιστὴς περιποιεῖται ἕναν συμπολεμιστή του (καὶ δὴ ἕναν ἄνθρωπον ποὺ μεγάλωσαν ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ μαζί, σὰν ἀδέλφια καὶ δὴ ἕναν συγγενῆ του*), τοῦ ἀποδεικνύει πὼς ἴσως θέλει κάτι παραπάνω!

Ἀκόμη, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ εἰπωθεῖ πὼς ἦταν τόσο καλοὶ φίλοι καὶ ὑπῆρχε τέτοια ἐκτίμησις μεταξύ τους, ποὺ ὅταν ὁ Ἀχιλλεὺς κατέστρεψε τὴν Λυρνησσόν, τὴν πόλιν ποὺ ἐβασίλευε ὁ σύζυγος τῆς Βρισηίδος, Μύνης, σκότωσε καὶ τὸν ἴδιον καὶ τὰ ἀδέλφια της καὶ ἐκείνη τὴν πῆρε αἰχμάλωτη, καθῶς ἦταν σὰν χρυσὴ Ἀφροδίτη (Τ, 282). Ὁ Πάτροκλος γιὰ νὰ τὴν ἡρεμήσει καὶ νὰ τὴν παρηγορήσει γιὰ τὸ κακὸν ποὺ τὴν βρῆκε, τῆς ἔταξε πὼς ΘΑ ΤΗΝ ΠΑΝΤΡΕΨΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΑΓΩΓΕΑ ΤΗΣ, τὸν ὐιὸν τοῦ ἐξαδέλφου του, δηλαδὴ τὸν ΑΧΙΛΛΕΑ ΚΑΙ ΘΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ ΣΤΗΝ ΦΘΙΑ, ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ, ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΙ ΧΑΡΕΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΟΙ ΜΥΡΜΙΔΟΝΕΣ (Τ, 295-300).

(*Ὁ Αἰακὸς, παπποὺς τοῦ Ἀχιλλέως μὲ τὸν Μενοίτιον, πατέρα τοῦ Πατρόκλου, ἦταν ἀδέλφια).

Ὕστερα, ἐκθέτουν ἄλλο ἕνα ἐπιχείρημα πὼς ὅταν ὁ Μενοίτιος (πατὴρ τοῦ Πατρόκλου) ἔδωσε στὸν Πηλέα τὸν Πάτροκλον, γιὰ νὰ τὸν μεγαλώσει σὰν παιδί του, ὁ Πάτροκλος λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν μεγαλύτερος ἡλικιακῶς, ἦταν πρότυπον στὰ μάτια τοῦ Ἀχιλλέως. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ξεπηδᾶ ὁλόκληρη ἐπιχειρηματολογία περὶ κιναιδείας! Ἐπίσης οἱ λακκοπρωκτόφιλοι καὶ ἔκφυλοι ἐμμένουν στὸ ὅτι ὁ Ἀχιλλεὺς ἦταν ἐρώμενος τοῦ Πατρόκλου καὶ μάλιστα λέγουν πὼς αὐτὸ τὸ παραδέχονται ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι, ἀλλὰ ἀνάθεμα κι ἀν ξέρουν τί σημαίνει ἐραστὴς καὶ τί ἐρώμενος!

Ἀλλὰ τὸ «σπουδαιότερον ἐπιχείρημα» εἶναι κάποιοι στίχοι τῆς Ἰλιάδος. Τὰ χωρία αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς (συνήθως, διότι ἡ φαντασία τους μπορεῖ νὰ βρεῖ κι ἄλλες «ἀποδείξεις» στὸ μέλλον) :

«πείθεο δ᾽ ὥς τοι ἐγὼ μύθου τέλος ἐν φρεσὶ θείω,
ὡς ἄν μοι τιμὴν μεγάλην καὶ κῦδος ἄρηαι
πρὸς πάντων Δαναῶν, ἀτὰρ οἱ περικαλλέα κούρην
ἂψ ἀπονάσσωσιν, ποτὶ δ᾽ ἀγλαὰ δῶρα πόρωσιν.
ἐκ νηῶν ἐλάσας ἰέναι πάλιν· εἰ δέ κεν αὖ τοι
δώῃ κῦδος ἀρέσθαι ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης,
μὴ σύ γ᾽ ἄνευθεν ἐμεῖο λιλαίεσθαι πολεμίζειν
Τρωσὶ φιλοπτολέμοισιν· ἀτιμότερον δέ με θήσεις·», Π, 83-90. 

Γενικότερα νὰ ἀναφερθεῖ πὼς ὁλόκληρη ἡ ῥαψωδία αὐτὴ θεωρεῖται «ὕποπτη», διότι ὅταν βλέπει ὁ Πάτροκλος τοὺς Ἀργῖτες νὰ κατακερματίζονται, λογοφέρνει μὲ τὸν Ἀχιλλέα καὶ τὸν προσβάλλει, μήπως καὶ τὸν πείσει νὰ βγεῖ στὸν πόλεμον (ὁ Πηλείδης ἔχει πεισμώσει ὅπως εἴδαμε ποὺ τοῦ ἔκλεψε ὁ Ἀγαμέμνων τὴν Βρισηίδα του καὶ δὲν πάει νὰ βοηθήσει). Τέλος πάντων, ἀφοῦ τὸν βλέπει ἀμετανόητον, τοῦ λέει νὰ τοῦ δώσει τὴν πανοπλία του καῖ νὰ βγεῖ ὁ ἴδιος στὸν πόλεμον σὰν Ἀχιλλεύς, μήπως καὶ βλέποντάς τον ἀπὸ μακριὰ οἱ Τρῶες ἀφήσουν τὸν πόλεμον (Τόσον τρομερὸς ἦταν ὁ Ἀχιλλεύς, ποὺ ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ ἀνδρεῖοι Τρῶες, πρὶν τὰ βάλουν μαζί του, τὸ σκέπτονταν καλὰ!). 

Ὁ Ἀχιλλεύς, ἀφοῦ τοῦ δίνει τὴν πανοπλία, γιατὶ οἱ Τρῶες ἦταν ἕτοιμοι νὰ τοὺς κάψουν τὰ καράβια τοῦ γυρισμοῦ, τοῦ λέει νὰ μὴν τὸν ντροπιάσει μπρὸς στοὺς Ἀργῖτες καὶ νὰ τοῦ γυρίσουν τὴν ὄμορφή του κόρη καὶ πλούσια δῶρα. Τὸ σημεῖον ποὺ ἑστιάζουν οἱ εὐρυπρωκτόφιλοι εἶναι ὅταν τοῦ λέει πὼς ὅταν καταφέρει νὰ ἀπομακρύνει τὸν ἐχθρὸν ἀπὸ τὰ πλοῖα, νὰ γυρίσει πίσω καὶ νὰ μὴ συνεχίσει ἐπαγαλλόμενος ἀπὸ τὸν πόλεμον πρὸς τὸ Ἴλιον καὶ νὰ πολεμᾶ μονάχος τοὺς φιλοπολέμους Τρῶες, χωρὶς νὰ εἶναι ὁ ἴδιος δίπλα του (καθῶς τὸ Ἴλιον δὲν θὰ ἔπεφτε χωρὶς τὸν Ἀχιλλέα) καὶ τὸν κάνει ἔτσι νὰ φανεῖ λιγότερον ἄξιος τιμῶν!

Κι ὅμως αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς «τρανὲς ἀποδείξεις» ὁρισμένων, πὼς ὁ Πηλείδης μὲ τον Μενοιτιάδη εἶχαν κάτι παραπάνω ἀπὸ μία δυνατὴ καὶ χρόνια φιλία!

Ἔχει ὅμως καὶ ἄλλους στίχους ποὺ βρίσκουν ὡς λαβὴ οἱ ἡταιρηκότες γιὰ νὰ προσάψουν στοὺς δύο αὐτοὺς μεγάλους ἥρωες παρὰ φύσιν δραστηριότητα. Αὐτοὶ εἶναι λίγο παρακάτω (Π, 95-100), ὅπου γράφει ὁ Ὅμηρος : 

«ἀλλὰ πάλιν τρωπᾶσθαι, ἐπὴν φάος ἐν νήεσσι
θήῃς, τοὺς δ᾽ ἔτ᾽ ἐᾶν πεδίον κάτα δηριάασθαι.
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
μήτε τις οὖν Τρώων θάνατον φύγοι, ὅσσοι ἔασι,
μήτε τις Ἀργείων, νῶϊν δ᾽ ἐκδῦμεν ὄλεθρον,
ὄφρ᾽ οἶοι Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα λύωμεν». 

Τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ὁ Ἀχιλλεύς εἶναι νευριασμένος καὶ ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν κατάστασιν, ποὺ τοῦ στέρησαν τὸ γέρας του καὶ παρ’ὅτι δείχνουν νὰ ἡττῶνται, δὲν βλέπει τὸν Ἀγαμέμνονα νὰ κάνει πίσω στὸν τσακωμόν τους, γεννᾶ νέα σενάρια στὴν φαντασία μερικῶν.
Ὁ Πηλείδης λέει στὸν Πάτροκλον, ὡς προανεφέρθη, πὼς ὅταν καταφέρει ὁ Πάτροκλος νὰ σώσει τὰ καράβια, νὰ γυρίσει ἀμέσως πίσω καὶ νὰ ἀφήσει τοὺς ἄλλους νὰ πολεμοῦν μόνοι τους. Ἀκόμα, ὁ Ἀχιλλεὺς ἐπικαλεῖται τὸν Δία, τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἀθηνᾶ, νὰ μὴ ξεφύγει κανένας Τρὼς καὶ κανένας Ἀργεῖος τὸν θάνατον, κι ἄς δώσουν νὰ σωθοῦν μονάχα αὐτοὶ οἱ δύο.

Τὸ ὅτι παρακαλεῖ ἐν ὀλίγοις να σωθοῦν μόνον αὐτὸς καὶ ὁ παιδικός φίλος του, Πάτροκλος εἶναι τρομερὸν στοιχεῖον ἀποδείξεως τῶν λεγομένων περὶ ἐκφυλιστικῶν διαθέσεων!

Ἔπειτα, οἱ βαδόπληκτοι φτάνουν στὴν ῥαψωδία Ψ, ὑπερπηδώντας σκηνὲς ὑψηλοῦ ἐπιπέδου φιλίας. Προηγουμένως, ὁ Πάτροκλος ἔχει σκοτωθεῖ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἕκτορος, ὁ ὁποῖος τὸν ἔχει ἀφήσει ἄταφον, ὁ Ἀχιλλεὺς ἔχει μάθει τὰ δυσάρεστα, ἔχει θρηνήσει γιὰ τὸν φίλον του κατὰ τὸ ἔθιμον (στὸν θρῆνον του, τοῦ συμπαραστέκονται ἡ μήτηρ του, ὁ Ἀντίλοχος καὶ οἱ Νηρηίδες καὶ ὀδύρονται, χτυποῦν τὰ στήθη τους· ὁ Ἀχιλλεὺς ὁλοφυρόμενος, πετάει σκόνη στὸ πρόσωπόν του καὶ τραβᾶ τὰ μαλλιά του, τιμώντας ἔτσι τὸν νεκρόν) κι ἔχει ὁρκιστεῖ πὼς ἀφοῦ δὲν τὸν βοήθησε τότε ποὺ τοῦ ζήτησε νὰ βγεῖ στὸν πόλεμον, θὰ βγεῖ τώρα καὶ θὰ πάρει ἐκδίκησιν γιὰ τὸν νεκρόν, βάζοντας στὴν ἄκρη τὸν πόνον του γιὰ τὸ γλυκόν του γέρας, τὴν ὄμορφη Βρισηίδα. 

Λέει στὴν μητέρα του ποὺ ξέρει πὼς σύντομα θὰ θρηνήσει τὸν υἰόν της, πὼς δὲν ὤφελεῖ σὲ τίποτα νὰ ζεῖ καὶ νὰ περιφέρεται ἁπλῶς δίπλα στὶς νῆες ὡς ἄχθος ἀρούρης, ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει γλυτώσει ΤΟΝ ΦΙΛΟΝ ΤΟΥ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥ ΕΚΤΟΡΟΣ ΤΗΝ ΛΟΓΧΗΝ! Ἡ Θέτις ἀποδέχεται τὴν μοῖρα ποὺ ὁ ἴδιος διάλεξε καὶ πάει στὸν Ἥφαιστον νὰ τοῦ ἑτοιμάσει καινούργια πανοπλία. 

Καὶ εἶναι χρήσιμον νὰ σημειωθεῖ πὼς ἡ μήτηρ του, τοῦ εἶχε πεῖ πὼς ἤ θὰ ζήσει εὐτυχισμένος καὶ θὰ πεθάνει ὡς ἄσημος γέρος, ἤ ἄν ἀποφασίσει νὰ πολεμήσει στὴν Τροία θὰ πεθάνει νέος, ἀλλὰ ἡ «φήμη του θὰ εἶναι αἰώνια»…ὅπως κι ἔγινε.  

(Σημ. : Αὐτὸς ὁ φόβος τῆς Θέτιδος, διότι μέσα της ἤξερε ὅτι θὰ ἔχανε τὸν υἰόν της νέον στὸν πόλεμον, τὴν ὡδήγησε στὴν Σκύρον, ὅπου πῆρε τὸν μικρόν της Ἀχιλλέα νὰ τὸν κρύψει στὸ παλάτι τοῦ βασιλέως Λυκομήδη μεταμφιεσμένον σὲ κορίτσι, γιὰ νὰ μὴ γίνει ποτὲ ἀντιληπτός. Ὅμως ἡ Θέτις δὲν τὰ κατάφερε καθῶς ἀφ' ἑνὸς ὁ νεαρὸς Ἀχιλλεὺς ἦταν «ἄτακτος» μὲ τὰ κορίτσια καὶ μάλιστα ἔκανε καὶ τὸν Νεοπτόλεμον-Πύρρον μὲ τὴν κόρη τοῦ Λυκομήδου, τὴν Διηδάμεια -δυστυχῶς γιὰ τοὺς κιναιδοπλήκτους ὑπάκουε στὴν φύσιν του καὶ δὲν ἄφηνε θηλυκὴ γιὰ θηλυκή-, ἀφ' ἑτέρου ἔγινε ἀντιληπτὸς ἀργότερα καὶ ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα, ποὺ ὡς πολύτροπος εἶχε κρύψει ἀνάμεσα σὲ κοσμήματα ποὺ προορίζονταν γιὰ τὶς κόρες τοῦ Λυκομήδου, ἕνα σπαθί, ὥστε νὰ «ξετρυπώσει» τὸν καλῶς κρυμμένον ὑπὸ τῆς μητρός του Αἰακίδη. Αὐτὸ τὸ σπαθὶ λοιπὸν ἦταν ποὺ τὸν πρόδωσε, διότι ἐντυπωσίασε τὸν ἔφηβον Ἀχιλλέα, ποὺ ἀπὸ τότε μάνιαζε ἡ ἀνδρεία καρδιά του γιὰ τὴν τέχνη τοῦ Ἄρεως).  

Αὐτὸ τὸ μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν Ὅμηρον (Ι, 410-6), ἀφοῦ λίγο πιὸ πρὶν (Ι, 393-9) διαβάζουμε νὰ λέει ὁ Ἀχιλλεὺς πὼς ἄν τὸν βοηθήσουν οἱ θεοὶ καὶ γυρίσει στὴν πατρίδα του, Φθία, ἐκεῖ θὰ τὸν περιμένει ὁ πατήρ του καὶ θὰ τὸν ΝΥΜΦΕΥΣΕΙ μὲ ΟΠΟΙΑ ΚΟΠΕΛΑ ΘΕΛΕΙ, ΓΙΑΤΙ ΛΕΕΙ ΟΠΟΙΑ ΘΕΛΕΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΕΧΕΙ ΣΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ ΤΟΥ, ΕΝΝΟΩΝΤΑΣ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ (ἄκοιτις < ἐπιτατικὸν ἀ + κοίτη, ἡ σύζυγος). 

Πρέπει ἐπίσης νὰ ἀναφερθεῖ πὼς ἐθεωρεῖτο μεγάλη ὕβρις γιὰ τὸν νεκρὸν νὰ τὸν ἀφήσεις ἄταφον, καὶ ὅπως βλέπουμε καὶ ἀπὸ ἄλλα συγγράμματα τῆς ἀρχαίας μας γραμματείας (ὁλόκληρη Ἀντιγόνη, ἔγραψε ὁ Σοφοκλῆς μὲ θέμα τὴν ὕβριν αὐτή), αὐτὸ ἐσήμαινε πὼς δὲν μποροῦσε νὰ περάσει στὸν κάτω κόσμον, νὰ ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή του ποὺ λέμε σήμερα.

Γνωρίζοντας περιληπτικὰ αὐτά, φτάνουμε στοὺς στίχους 65-100, ποὺ κάποιοι βλέπουν μὲ ἄλλο μάτι. Αὐτοὶ ἀναφέρουν:

«ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Πατροκλῆος δειλοῖο,
πάντ᾽ αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ᾽ ἐϊκυῖα
καὶ φωνήν, καὶ τοῖα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο·
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν: 

«εὕδεις, αὐτὰρ ἐμεῖο λελασμένος ἔπλευ, Ἀχιλλεῦ.
οὐ μέν μευ ζώοντος ἀκήδεις, ἀλλὰ θανόντος·
θάπτέ με ὅττι τάχιστα, πύλας Ἀΐδαο περήσω.
τῆλέ με εἴργουσι ψυχαί, εἴδωλα καμόντων,
οὐδέ μέ πω μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο ἐῶσιν,
ἀλλ᾽ αὔτως ἀλάλημαι ἀν᾽ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ.
καί μοι δὸς τὴν χεῖρ᾽, ὀλοφύρομαι· οὐ γὰρ ἔτ᾽ αὖτις
νίσομαι ἐξ Ἀΐδαο, ἐπήν με πυρὸς λελάχητε.
οὐ μὲν γὰρ ζωοί γε φίλων ἀπάνευθεν ἑταίρων
βουλὰς ἑζόμενοι βουλεύσομεν, ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν κὴρ
ἀμφέχανε στυγερή, ἥ περ λάχε γιγνόμενόν περ·
καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ μοῖρα, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
τείχει ὕπο Τρώων εὐηφενέων ἀπολέσθαι.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι, αἴ κε πίθηαι·
μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ᾽, Ἀχιλλεῦ,
ἀλλ᾽ ὁμοῦ, ὡς τράφομέν περ ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν,
εὖτέ με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος
ἤγαγεν ὑμέτερόνδ᾽ ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς,
ἤματι τῷ, ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος,
νήπιος, οὐκ ἐθέλων, ἀμφ᾽ ἀστραγάλοισι χολωθείς·
ἔνθα με δεξάμενος ἐν δώμασιν ἱππότα Πηλεὺς
ἔτραφέ τ᾽ ἐνδυκέως καὶ σὸν θεράποντ᾽ ὀνόμηνεν·
ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι
χρύσεος ἀμφιφορεύς, τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ.» 

Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«τίπτε μοι, ἠθείη κεφαλή, δεῦρ᾽ εἰλήλουθας,
καί μοι ταῦτα ἕκαστ᾽ ἐπιτέλλεαι; αὐτὰρ ἐγώ τοι
πάντα μάλ᾽ ἐκτελέω καὶ πείσομαι ὡς σὺ κελεύεις.
ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι· μίνυνθά περ ἀμφιβαλόντε
ἀλλήλους ὀλοοῖο τεταρπώμεσθα γόοιο.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσιν,
οὐδ᾽ ἔλαβε· ψυχὴ δὲ κατὰ χθονὸς ἠΰτε καπνὸς
ᾤχετο τετριγυῖα» ».

Ἐδῶ ὁ Ὅμηρος περιγράφει τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Ἀχιλλεὺς βρίσκεται στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ θρηνεῖ τὸν Πάτροκλον καὶ ὅταν τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, βλέπει τὴν ψυχὴ τοῦ παιδικοῦ του φίλου νὰ τοῦ λέει : 

«Κοιμᾶσαι Ἀχιλλεῦ, κι ἐμένα μὲ ξέχασες ὄχι ὅσο ζοῦσα, ἀλλὰ θανόντα μὲ ἄφησες ἀκηδῆ  ( =ἀπεριποίητο, ἄταφον). Θάψε με δίχως καθυστέρησιν, γιὰ νὰ διαβῶ τὶς πύλες τοῦ Ἅδου. Μακριὰ μὲ διώχνουν οἱ ψυχές, εἴδωλα τῶν πεθαμένων, νὰ μὴ διαβῶ τὸν ποταμὸν καὶ τὶς σμίξω, γι’αὐτὸ καὶ περιφέρομαι μπροστὰ στὶς μεγάλες πύλες τοῦ Ἅδου. Δώσ’ μου τὸ χέρι, θρηνῶ· δὲν θὰ ξαναγυρίσω ἀπὸ τὸν Ἅδη, ἀφοῦ μὲ βάλετε στὴν πυρὰ τοῦ τάφου. Δὲν θὰ μπορέσουμε πλεόν μακριὰ ἀπὸ φίλους καὶ συντρόφους, ζωντανοὶ νὰ τὰ λέμε ὅπως πρίν. Κι ἐμένα ἡ μαύρη μοῖρα (κῆρα) μὲ ἅρπαξε ἀπὸ τὴν γέννησίν μου, κι ἐσένα θεόμορφε Ἀχιλλεῦ σοῦ ὥρισε νὰ χαθεῖς κάτω ἀπὸ τὸ κάστρον τῶν ἀνδρειωμένων Τρώων. Κι ἄλλο ἀκόμα θὰ σοῦ πῶ κι ἐλπίζω νὰ τὸ ἀκούσεις, τὰ ὁστᾶ μου μὴ τεθοῦν μακριὰ ἀπὸ τὰ δικά σου, ἀλλὰ ὅπως μὲ ἀνέθρεψαν μαζί σου, ὅταν παιδὶ μὲ ἔφερε ὁ πατὴρ ἀπὸ τὸν Ὀποῦντα στὴν οικία σου, λόγῳ λυγερῆς ἀνδροφονίας, ὅταν τοῦ Ἀμφιδάμαντος σκότωσα τὸν παῖδα ἀκουσίως, ὅταν θύμωσα μαζί του στοὺς ἀστραγάλους ( =εἶδος παιχνιδιοῦ, τὰ πεντόβολα). ΚΙ ΑΦΟΥ ΜΕ ΕΔΕΧΘΗ Ο ΑΛΟΓΑΤΑΡΗΣ ΠΗΛΕΥΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙΚΟΝ ΤΟΥ, ΜΕ ΟΡΙΣΕ ΑΚΟΛΟΥΘΟΝ/ΘΕΡΑΠΟΝΤΑ ΣΟΥ. ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΤΩΡΑ ΤΑ ΟΣΤΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΜΑΣ ΑΣ ΤΑ ΚΑΛΥΨΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΑΜΦΟΡΕΥΣ/ΘΗΚΗ, ΠΟΥ ΣΟΥ ΕΔΩΣΕ Η ΣΕΒΑΣΤΗ ΣΟΥ ΜΑΝΑ».  

Αὐτὸ τὸ αἴσθημα φιλίας καὶ ἀγάπης ποὺ ἑνώνει δύο παιδικοὺς φίλους, ποὺ μεγάλωσαν μαζί, ἔπαιζαν μαζί, διάβαζαν μαζί, πολεμοῦσαν καὶ ἐξησκοῦντο στὰ πολεμικά μαζί, βοηθοῦσε καὶ συνεβούλευε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κ.ἄ πολλὰ, ἔρχονται τώρα κάποιοι νὰ τὸ μεταφράσουν καὶ νὰ τὸ ὑποβιβάσουν σὲ κάτι τὸ χυδαῖον. Γιατί; Ἐπειδὴ τοῦ ζητᾶ νὰ εἶναι μαζὶ καὶ στὸν θάνατον, ὅπως πολλοὶ ζητοῦν νὰ θαφτοῦν μέχρι σήμερα μαζί μὲ ἀγαπημένα τους πρόσωπα!

Τὸ ἑπόμενον ποὺ παρερμηνεύουν κάποιοι εἶναι καὶ τὰ λόγια τοῦ Ἀχιλλέως ποὺ τοῦ ἀπαντᾶ : 

«Πιστέ μου φίλε/ Ἠθεῖε, τί σὲ ἔσπρωξε καὶ ἦλθες ἐδῶ σὲ μένα καὶ μοῦ παραγγέλλεις ἕκαστον ἀπὸ αὐτά; Ὅμως θὰ σὲ ὑπακούσω καὶ θὰ γίνουν ὅλα ὅπως κελεύεις. Ἀλλὰ ἔλα πιὸ κοντά, μιὰ στιγμὴ νὰ ἀγκαλιαστοῦμε καὶ μαζὶ τὸν ὁλόπικρον θρῆνον νὰ εὐχαριστηθοῦμε. Αὐτὰ εἶπε κι ἅπλωσε τὰ χέρια του, μὰ δὲν τὸν ἔπιασε. Ἡ ψυχή ἔφυγε σὰν καπνὸς πρὸς τὴν γῆ τρίζοντας».

Τώρα τί τὸ ἄξιον νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς σημεῖον κιναιδείας, ἔχει τὸ νὰ θέλει κάποιος, καὶ δὴ στὸν ὕπνον του, νὰ ἀγκαλιάσει γιὰ τελευταία φορὰ τὸν παιδικόν του φίλον, εἶναι νὰ ἀπορεῖς καὶ πάλι!
Τὸ ἄλλον ἐπιχείρημα-δῆθεν 
ἀπόδειξις τῆς διαστροφικῆς τους σχέσεως! εἶναι πὼς ὁ Ὅμηρος ἐπιλέγει νὰ χρησιμοποιήσει... δυϊκόν ἀριθμόν (νῷν) στὸ σημεῖον ποὺ ἀναφέρεται στὰ ὀστᾶ! Καὶ εἰλικρινῶς ἀμφιβάλλω ἄν μπορεῖ κάποιος ποὺ ξέρει τὰ βασικὰ περὶ ἑλληνικῆς γλώσσης νὰ κατανοήσει τὴν καταπυγόνια αὐτὴν «λογική». Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἄς κάνουν τὸν κόπον οἱ ἐξώλεις νὰ ἀνοίξουν τὸ ὁποιοδήποτε βιβλίον ἑλληνικῆς γραμματικῆς, νὰ πληροφορηθοῦν πὼς ὅταν πρόκειται γιὰ δύο (2) καὶ ὄχι γιὰ πλῆθος πραγμάτων, χρησιμοποιοῦσαν δυικὸν καὶ ὄχι πληθυντικὸν ἀριθμόν! Εφ' ὅσον ἀναφέρεται στὰ ὀστᾶ 2 ἀνθρώπων ὁ Ὅμηρος ὀρθῶς γράφει «νῷν» καὶ ὄχι «ἡμῶν». Δὲν σημαίνει πὼς ὅπου χρησιμοποιεῖ κάποιος δυικὸν ἀριθμὸν τὸ κάνει γιὰ νὰ ὑπονοήσει σεξουαλικὴ σχέσιν! 


(Ὁ Πάτροκλος νεκρὸς στὰ χέρια τοῦ Μενελάου)

Ὅμως τὸ σημεῖον τὸ πιὸ σύνηθες καὶ τὸ πιὸ «πειστικόν», κατὰ τὴν γνώμην τῶν ἐκφυλισμένων, βρίσκεται στὴν ῥαψωδία Ω (6) : 

«Πατρόκλου ΠΟΘΕΩΝ ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ».

Αὐτὸ τὸ «ποθέων» τὸ ἀποδίδουν ὡς ἐρωτικὸν πόθον. Ὅμως κάποιος πρέπει νὰ τοὺς ἐνημερώσει πὼς πόθος δὲν σημαίνει αὐτὸ ποὺ θέλουν νὰ ἐννοοῦν, οὔτε ἡ ἔννοια του εἶναι αὐτὴ στὴν ὁποία ἔχει περιορισθεῖ σήμερα καὶ ἀφορᾶ μόνον στὴν σαρκικὴ ἀπόλαυσιν. 

ΠΟΘΟΣ/ΠΟΘΗ εἶναι ἡ ἐπιθυμία γιὰ κάποιον/κάτι ποὺ σοῦ λείπει. Καὶ τὸ παιδί του νὰ τοῦ ἔλειπε ἤ ἡ μήτηρ του, πάλι «πόθος» θὰ ἐλέγετο. Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως προέρχεται ἐκ τοῦ «πόθι (ἐστί;)», δηλαδή «ποῦ εἶναι;» καὶ τὰ γράφει καὶ ὁ Πλάτων αὐτὰ στὸν Κρατύλον (420) :

«τοῦ ἄλλοθι που ὄντος καὶ ἀπόντος, πόθος ἐπωνόμασται». 

Τὸ γράφει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος στὴν Ὀδύσσεια (ο,514) : 

«οὐ γὰρ ξενίων ποθή» ( =δὲν ὑπάρχει ΕΛΛΕΙΨΙΣ τῶν ὅσων χρειάζονται γιὰ φιλοξενία). 

Ὁμοίως καὶ ὁ Ἀριστοφάνης, ὅταν βάζει τὴν Λυσιστράτη στὸ ὁμώνυμον ἔργον του, 
νὰ ῥωτήσει τὶς ὑπόλοιπες γυναῖκες ἄν τοὺς ΛΕΙΠΟΥΝ οἱ πατέρες τῶν παιδιῶν τους ποὺ εἶναι στὸν πόλεμον, λέγει «τοὺς πατέρας οὐ ΠΟΘΕΙΤΕ τοὺς τῶν παιδίων ἐπὶ στρατιᾶς ἀπόντας;». 

Ἐν ὀλίγοις καὶ ἄν διαβάσει κάποιος καὶ τὰ προηγούμενα ἀπὸ αὐτὸν τὸν στίχον, διαβάζει γιὰ ἕναν Ἀχιλλέα ποὺ δὲν τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, διότι κλαίει ἐνθυμούμενος τὸν φίλον του καὶ ὅλα ὅσα πέρασαν μαζὶ στοὺς φρικτοὺς πολέμους καὶ σὲ στεριὰ καὶ σὲ θάλασσα, ἐνθυμούμενος τὴν ἀνδρεία του καὶ τὸ μένος ποὺ τὸν διακατεῖχε. Ἀντιθέτως παρακάτω στὴν ῥαψωδία Ω (675-6) ὁ Ἀχιλλεὺς δείχνει νὰ ἡρεμεῖ ἔχοντας στὸ κρεββάτι του τὴν ἀγαπημένη του, τὴν κόρην τοῦ Βρισέως.


Πάρ' ὅλ' αὐτά, πολλῶν ἡ φαντασία δὲν σταματᾶ καὶ ἄλλοι ἐπικαλοῦνται στίχους ἀπὸ διάφορα βιβλία «
incerti auctoris»· ἄλλοι κατασκευάζουν ἀγγεῖα καὶ «στοιχεῖα» ἤ βλέπουν ἀνδρόγυνον καὶ ὀνειρώσσουν πὼς βλέπουν ἄλλα· ἄλλοι «ἀνασυνθέτουν» ὁλόκληρα συγγράμματα ἀπὸ 2-3 σπαράγματα (fragmenta), μόνον καὶ μόνον γιατὶ κάτι μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ ἔτσι· ἄλλοι παραμερίζουν γραμματικοὺς κανόνες καὶ πότε-πότε δίδουν τὴν δική τους θεωρία ἐπὶ τοῦ τί ἤθελε νὰ πεῖ ὁ ποιητής, κ.ἄ πολλά. 

Κι ἄς μὴ ξεχνᾶμε καὶ τὴν Ἀχίλλειον πτέρνα τοῦ... Ἀχιλλέως, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴν νεωτέρα κόρη τοῦ Πριάμου, τὴν πανέμορφη Πολυξένη, τὴν ὁποία ὁ Ἀχιλλεὺς ἐρωτεύτηκε παράφορα καὶ λόγῳ αὐτῆς ἔχασε τὴν ζωή του. Ὅσα δὲν κατάφεραν νὰ ἐπιτύχουν οἱ ἀρηίφιλοι Τρῶες μὲ τὸν γενναῖον Ἀχιλλέα, τὸ κατάφερε μιὰ Τρωάδα ἀκουσίως μὲ τὴν ὀμορφιά της. Περισσότερα γιὰ τὴν σχέσιν Πολυξένης-Ἀχιλλέως ἀναφέρονται ἀναλυτικῶς καὶ μὲ ἀναφορὰ σὲ πηγὲς τῆς γραμματείας μας, στὸ ἄρθρον : 



Τὸ 7ον μέρος ἐδῶ: https://etymo-logiki.blogspot.com/2021/04/7.html

Οἱ πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: <<Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΟΙ ΚΙΝΑΙΔΟΙ>>, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΛΕΥΡΗΣ, <<ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ: Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ>>, ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, <<ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΕΙΡΗΝΗ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, <<ΝΕΦΕΛΑΙ>>, ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ,  <<ΚΑΤΑ ΤΙΜΑΡΧΟΥ>>, ΑΙΣΧΙΝΗΣ,  <<ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΡΕΣΒΕΙΑΣ>>, ΑΙΣΧΙΝΗΣ, <<ΓΟΡΓΙΑΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ, <<ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ>>, ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΤΥΡΙΟΣ, <<ΗΘΙΚΑ, ΤΑ ΠΑΛΑΙΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΑ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΠΟΙΚΙΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΑΙΛΙΑΝΟΣ, <<ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ/ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>, <<ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT>>, <<ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ>>, ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, <<ΚΑΤΑ ΑΝΔΡΟΤΙΩΝΟΣ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ>>, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, <<ΚΑΤΑ ΜΕΙΔΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΟΝΔΥΛΟΥ>>, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, <<ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ>>, ARNALDO BISCARDI, <<ΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΣΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ>>, DOUGLAS MAC DOWELL, <<ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΕΣ>>, ΑΘΗΝΑΙΟΣ, <<ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΑ>>, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ>>, ΑΡΡΙΑΝΟΣ, <<ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ>>, ΞΕΝΟΦΩΝ, <<ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ>>, ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, <<ΙΛΙΑΔΑ>>, ΟΜΗΡΟΣ, <<ΟΔΥΣΣΕΙΑ>>, ΟΜΗΡΟΣ, <<ΚΡΑΤΥΛΟΣ>>, ΠΛΑΤΩΝ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΟΜΠΗΙΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΡΩΜΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ>>, ΔΙΩΝ ΚΑΣΣΙΟΣ, <<ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ>>, ΟΒΙΔΙΟΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ καὶ ἀπὸ τὸ ἱστολόγιον «palaixthonwordpress» . Θερμὰ εὐχαριστήρια καὶ στὸν κ. Ἀπόστολο Γονιδέλλη ποὺ μὲ τὸ συνολικὸν ἔργον του συνέβαλε στὸ ἀπόσπασμα περὶ τριβάδων.
 Ἡ ἔρευνα, ἡ σύνταξις καὶ ἡ συγγραφὴ ἔγινε ἀπὸ τὴν ἘΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ (Κωνσταντῖνα Ἀ.)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (