Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ «ΑΙΓΕΣ» ΚΑΙ Ο ΗΡΟΣΤΡΑΤΟΣ



ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ»

2,1-2,6/ 3,1-3,2/ 3,5-3,9

Τὸ μεταφορτώνω κομμάτι-κομμάτι καὶ ἐντὸς παρενθέσεων, στὴν σύγχρονη ἀπόδοσιν,  παραθέτω σημειώσεις νοηματικὲς καὶ ἐτυμολογικές, στὰ «δύσκολα» σημεῖα γιὰ νὰ γίνει πιὸ κατανοητόν, ὅταν διαβαστεῖ -εὐελπιστῶ- μόνον ἀπὸ τὸ πρωτότυπον.

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
Ἀλέξανδρος ὅτι τῷ γένει πρὸς πατρὸς μὲν ἦν Ἡρακλείδης ἀπὸ Καράνου, πρὸς δὲ μητρὸς Αἰακίδης ἀπὸ Νεοπτολέμου, τῶν πάνυ πεπιστευμένων ἐστί. Λέγεται δὲ Φίλιππος ἐν Σαμοθρᾴκῃ τῇ Ὀλυμπιάδι συμμυηθείς, αὐτός τε μειράκιον ὢν ἔτι κἀκείνης παιδὸς ὀρφανῆς γονέων ἐρασθῆναι, καὶ τὸν γάμον οὕτως ἁρμόσαι, πείσας τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς Ἀρύββαν.

ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ (ἐντὸς παρενθέσεων ἐτυμολογικές-νοηματικὲς σημειώσεις) :
Ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι ὡς πρὸς τὸ γένος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πατρός του ἦταν Ἡρακλείδης (κατήγετο ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ) ἀπὸ τὸν Κάρανο [τετράκις ἐγγονὸν τοῦ Ἡρακλέους ἀπὸ τὸν πατέρα του, Τήμενο, βασιλέα τοῦ Ἄργους. Συγκεκριμένα ἡ σειρὰ ἦταν Ἡρακλῆς-Ὕλλος-Κλεοδαῖος-Ἀριστόμαχος-Τήμενος-Κάρανος. Ὁ Κάρανος ὡς ὄνομα σημαίνει ἀρχηγὸς ἐκ τῆς κάρας ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ. Ὁ ἀπόγονος τοῦ Τημένου, Κάρανος συνέστησε τὸ μακεδονικὸν βασίλειον. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του, ὁ ἴδιος μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἐπιδόξους διαδόχους ἦρθαν σὲ σύγκρουσιν γιὰ τὸν θρόνον. Ὅταν ἡττήθηκε ἀπὸ τὸν Φείδωνα ἔψαχνε νὰ βρεῖ νὰ στήσει ἀλλοῦ τὸ δικό του βασίλειον, γι’αὐτὸ συνεβουλεύθη τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν. Ὁ χρησμὸς ἔλεγε τὰ ἑξῆς:

 «
Ἐστὶ ( =ὑπάρχει) κράτος βασίλειον ἀγαυοῖς ( =στοὺς ἐνδόξους, ἐπιφανεῖς< ἐπιτ. ἄ+ γαίω=καυχώμαι, χαίρομαι) Τημενίδαισι ( =Τημενίδες) γαίης πλουτοφόροιο ( =γῆς πολὺ εὐφόρου, φερούσης πλοῦτον). Δίδωσι ( =τὸ δίδει) γὰρ αἰγίοχος Ζεύς ( =ὁ ἔχων τὴν αἰγίδα, Ζεύς). Ἀλλ' ἴθ ( ἴθι =πήγαινε) ' ἐπειγόμενος ( βλ.ἐπειγόντως) Βοττηίδα ( = πρὸς τὴν γῆ τῶν Βοττιέων, -περιοχὴ στὴν Πέλλα-) πρὸς πολύμηλον ( < πολλά + μῆλα =τὰ πρόβατα, πρὸς τὴν πολύβοσκη). Ἔνθα ( =ἐκεῖ) δ' ἄν ἀργικέρωτας ἴδῃς ( =ὅταν δεῖς μὲ ἀργυρὰ, ἀστραφερὰ κέρατα) χιονώδεας αἴγας ( =αἶγες, γίδες λευκὲς σὰν τὸ χιόνι) εὐνηθέντας ὕπνῳ ( < εὐνή =τὸ κρεββάτι, εὐνάζω =κοιμῶμαι, νὰ πλαγιάζουν γιὰ ὕπνον) κείνης χθονὸς ( =σὲ ἐκείνη τὴν ὁμαλὴ γῆ, χθόνα) ἐν δαπέδοισι θύε ( =θυσίαζε στὸ ἐπίπεδο μέρος ἀυτῆς τῆς γῆς) θεοῖς μακάρεσι ( =στοὺς μακάριους θεούς) καὶ ἄστυ κτίζε πόληος ( =καὶ χτίζε τὸ ἄστυ, βασίλειον τῆς πόλεως/κράτους).»

Μετὰ ἀπὸ αὐτό, κινήθηκε πρὸς στὸν Βορρᾶ μέχρι ποὺ συνάντησε μία κοιλάδα μὲ πολλὲς αἶγες, ὅπως τοῦ ἔλεγε ὁ χρησμός. Ἐκεῖ λοιπὸν κατάλαβε πὼς ἔπρεπε νὰ χτίσει τὸ βασίλειον/τὴν πόλιν του, ἡ ὁποία ἀπὸ τότε καὶ γιὰ ταὸν προαναφερθέντα λόγον ὠνομάστηκε ΑΙΓΕΣ ].

καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητρός του (ὁ Ἀλέξανδρος) ἦταν Αἰακίδης (ἀπόγονος τοῦ Αἰακοῦ, παπποῦ τοῦ Ἀχιλλέως) ἀπὸ τὸν Νεοπτόλεμον ( =υἰὸς τοῦ Ἀχιλλέως, ἀλλοιῶς Πύρρος, ἐπειδὴ ἦταν κοκκινομάλλης. Νεοπτόλεμος < νέος +πόλεμος, ἐπειδὴ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του, ὁ Πύρρος βγῆκε νέος στὸν πόλεμον κατὰ τῶν Τρώων), αὐτὸ εἶναι πεπιστευμένον ( < πρκ τοῦ πιστεύω, ἔχει πιστευθεῖ, ἄρα εἶναι γενικῶς ἀποδεκτόν).

Λέγεται δὲ ὅτι ὁ Φίλιππος συμμυηθείς ( < σύν +μυοῦμαι, μυούμενος μαζί) μὲ τὴν Ὀλυμπιάδα -στὰ μυστήρια στὴν- Σαμοθράκη (ἐννοεῖ τὰ Καβείρια), ὁ ἴδιος ἦταν μειράκιον ( =νεαρὸς ἀνὴρ ἡλικίας ἀπὸ 14 ἔως 21 ἐτῶν) καὶ ἐκείνη ὀρφανὴ παῖς ( ὁ,ἡ παῖς=παιδί) ἀπὸ γονεῖς, τὴν ἐρωτεύτηκε καὶ ἥρμοσε (=τακτοποίησε) ἀμέσως τὸν γάμον, ἀφοῦ ἔπεισε τὸν ἀδελφόν της, Ἀρύββαν. 

(Αἰγές)

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
Ἡ μὲν οὖν νύμφη πρὸ τῆς νυκτός, ᾗ συνείρχθησαν εἰς τὸν θάλαμον, ἔδοξε βροντῆς γενομένης ἐμπεσεῖν αὐτῆς τῇ γαστρὶ κεραυνόν, ἐκ δὲ τῆς πληγῆς πολὺ πῦρ ἀναφθέν, εἶτα ῥηγνύμενον εἰς φλόγας πάντῃ φερομένας διαλυθῆναι. Ὁ δὲ Φίλιππος ὑστέρῳ χρόνῳ μετὰ τὸν γάμον εἶδεν ὄναρ αὑτὸν ἐπιβάλλοντα σφραγῖδα τῇ γαστρὶ τῆς γυναικός· ἡ δὲ γλυφὴ τῆς σφραγῖδος ὡς ᾤετο λέοντος εἶχεν εἰκόνα. Τῶν δ᾽ ἄλλων μάντεων ὑφορωμένων τὴν ὄψιν, ὡς ἀκριβεστέρας φυλακῆς δεομένων τῷ Φιλίππῳ τῶν περὶ τὸν γάμον, Ἀρίστανδρος ὁ Τελμησσεὺς κύειν ἔφη τὴν ἄνθρωπον· οὐθὲν γὰρ ἀποσφραγίζεσθαι τῶν κενῶν· καὶ κύειν παῖδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν. Ὤφθη δέ ποτε καὶ δράκων κοιμωμένης τῆς Ὀλυμπιάδος παρεκτεταμένος τῷ σώματι, καὶ τοῦτο μάλιστα τοῦ Φιλίππου τὸν ἔρωτα καὶ τὰς φιλοφροσύνας ἀμαυρῶσαι λέγουσιν, ὡς μηδὲ φοιτᾶν ἔτι πολλάκις παρ᾽ αὐτὴν ἀναπαυσόμενον, εἴτε δείσαντά τινας μαγείας ἐπ᾽ αὐτῷ καὶ φάρμακα τῆς γυναικός, εἴτε τὴν ὁμιλίαν ὡς κρείττονι συνούσης ἀφοσιούμενον…

ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ:
Ἡ νύφη οὖν ( =λοιπὸν) πρὶν τὴν νύχτα, ᾗ ( < δοτικὴ τῆς ἀντωνυμίας ἥ, =στὴν ὁποία) συνείρχθησαν ( < συνέργομαι =συνδέομαι, βλ. συνέργεια, ἐδῶ =συνδέθηκαν) στὸν θάλαμον ( =δωμάτιον ποὺ βρίσκεται τὸ κρεββάτι, ὑπνοδωμάτιο < θαλάμη =ἡ φωλιά ἰχθύων), ἔδοξε ( =νόμιζε, τῆς φάνηκε) ἀφοῦ ἔγινε βροντή/βρόντηξε, πὼς ἔπεσε κεραυνὸς στὴν γαστέρα ( =κοιλιά) αὐτῆς, καὶ ἀπὸ τῆς πληγῆς ( =χτυπήματος, < πλήττω) πὼς πολὺ πύρ ( =μεγάλη φωτιά) ἤναψε, (ἔπ)ειτα ῥηγνύμενον ( < ῥήγνυμι =σπάω, ἐδῶ ἀφοῦ ἔσπασε, «ἔσκασε» σε) φλόγες φερόμενες ( =μὲ φόρα) πρὸς πάσα κατεύθυνσιν, διαλύθηκε.

Ὁ δὲ Φίλιππος σὲ μετέπειτα/ὕστερον χρόνον μετὰ τὸν γάμον εἶδε ὄνειρο αὐτόν ( =τὸν ἴδιον) νὰ ἐπιβάλλει ( < ἐπί +βάλλω, νὰ βάζει ἐπί) τῆς γαστρὸς τῆς γυναικός του σφραγίδα· ἡ δὲ γλυφή ( < γλύφω =σκαλίζω, τὸ ἀποτύπωμα τῆς σφραγίδος) (ὅπ)ως νόμιζε ( =ᾤετο < οἴομαι =νομίζω, προαισθάνομαι) εἶχεν εἰκόνα λέοντος.

Κι ἐνῶ βλέποντας μὲ ὑποψία ( βλ. ὑφορῶμαι) οἱ ἄλλοι μάντεις τὴν ὄψιν ( ἐδῶ =τὸ ὄνειρον, αὐτὸ ποὺ εἶδε), ὡς δηλοῦσα ὅτι πρέπει νὰ φυλάσσεται περισσότερον ὁ Φίλιππος στὰ περὶ τοῦ γάμου του, ὁ Ἀρίστανδρος ὁ Τελμησσεὺς ( ἡ Τελμισσὸς ἦταν πόλις τῆς Λυκίας) εἶπε πὼς ἡ ἄνθρωπος (ἐνν. τὴν Ὀλυμπιάδα) ἦταν ἔγκυος· διότι τὰ κενὰ -ἀγγεῖα- δὲν μπορεῖς νὰ τὰ σφραγίσεις · καὶ πὼς ἔκυε ( < κύω =φουσκώνω, φέρω κῦμα=φούσκωμα, βλ. ἔγ-κυος, δηλ. κυοφοροῦσε) παῖδα θυμοειδῆ καὶ μὲ φύσιν λεοντώδη.

Ὤφθη ( < ἀόρ. τοῦ ὁρᾶν, =εἶδε) (κά)ποτε καὶ δράκοντα ( =φίδι) ἐνῶ κοιμόταν ἡ Ὀλυμπιὰς νὰ εἶναι ἐκτεταμένος δίπλα στὸ σῶμα της,καὶ τοῦτο λέγου(σι)ν πὼς μάλιστα ( =πάρα πολύ < ὑπερθετικὸς βαθμός τοῦ μάλα =πολύ/ μάλα-μάλλον-μάλιστα) ἀμαύρωσε τὸν ἔρωτα καὶ τὶς φιλοφροσύνες τοῦ Φιλίππου, ἔτσι ποὺ νὰ μὴ φοιτᾶ ( =συχνάζω) πολλάκις δίπλα της νὰ ἀναπαυθεῖ, εἴτε γιατὶ ἐδέετο ( =ἐφοβεῖτο < δείδω) γιὰ τινά ( =κάποια) μαγεία κατά αὐτοῦ καὶ φάρμακα τῆς γυναικός του, εἴτε τὴν ὁμιλία της ( < ὁμοῦ +ἴλλω, =ἡ συντροφιά, συνουσία) νὰ συναναστρέφεται τὴν θεωροῦσε περισσότερον/καλλίτερα ὡς ἀνήκουσα σὲ κάτι ἀνώτερον, ὅσιον.


ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
Οὐ μὴν ἀλλὰ Φιλίππῳ μὲν μετὰ τὸ φάσμα πέμψαντι Χαίρωνα τὸν Μεγαλοπολίτην εἰς Δελφοὺς χρησμὸν κομισθῆναι λέγουσι παρὰ τοῦ θεοῦ, κελεύοντος Ἄμμωνι θύειν καὶ σέβεσθαι μάλιστα τοῦτον τὸν θεόν· ἀποβαλεῖν δὲ τῶν ὄψεων αὐτὸν τὴν ἑτέραν, ἣν τῷ τῆς θύρας ἁρμῷ προσβαλών, κατώπτευσεν ἐν μορφῇ δράκοντος συνευναζόμενον τῇ γυναικὶ τὸν θεόν….

Ἐγεννήθη δ᾽ οὖν Ἀλέξανδρος ἱσταμένου μηνὸς Ἑκατομβαιῶνος, ὃν Μακεδόνες Λῷον καλοῦσιν, ἕκτῃ, καθ᾽ ἣν ἡμέραν ὁ τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος ἐνεπρήσθη νεώς· ᾧ γ᾽ Ἡγησίας ὁ Μάγνης ἐπιπεφώνηκεν ἐπιφώνημα κατασβέσαι τὴν πυρκαϊὰν ἐκείνην ὑπὸ ψυχρίας δυνάμενον· εἰκότως γὰρ ἔφη καταφλεχθῆναι τὸν νεών, τῆς Ἀρτέμιδος ἀσχολουμένης περὶ τὴν Ἀλεξάνδρου μαίωσιν. Ὅσοι δὲ τῶν μάγων ἐν Ἐφέσῳ διατρίβοντες ἔτυχον, τὸ περὶ τὸν νεὼν πάθος ἡγούμενοι πάθους ἑτέρου σημεῖον εἶναι, διέθεον, τὰ πρόσωπα τυπτόμενοι καὶ βοῶντες ἄτην ἅμα καὶ συμφορὰν μεγάλην τῇ Ἀσίᾳ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τετοκέναι. Φιλίππῳ δ᾽ ἄρτι Ποτείδαιαν ᾑρηκότι τρεῖς ἧκον ἀγγελίαι κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἡ μὲν Ἰλλυριοὺς ἡττῆσθαι μάχῃ μεγάλῃ διὰ Παρμενίωνος, ἡ δ᾽ Ὀλυμπίασιν ἵππῳ κέλητι νενικηκέναι, τρίτη δὲ περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου γενέσεως. Ἐφ᾽ οἷς ἡδόμενον ὡς εἰκὸς ἔτι μᾶλλον οἱ μάντεις ἐπῆραν, ἀποφαινόμενοι τὸν παῖδα τρισὶ νίκαις συγγεγεννημένον ἀνίκητον ἔσεσθαι.

ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ:
Λένε πὼς μετὰ τὸ φάσμα ( < φαίνομαι, τὸ ὄραμα ποὺ τοῦ ἐφάνη) ἔπεμψε ὁ Φίλιππος στοὺς Δελφοὺς τὸν Χαίρωνα τὸν Μεγαλοπολίτην, ὁ ὁποῖος ἔφερε χρησμὸν ἀπὸ τὸν θεόν, ποὺ τὸν κέλευε ( =διέταζε, βλ. κελευστής) νὰ θύσει ( =θυσιάσει) στὸν Ἄμμωνα καὶ νὰ σέβεται μάλιστα ( =πάρα/πιὸ πολύ) αὐτὸν τὸν θεόν. Ὅτι θὰ χάσει τὴν μία ἀπὸ τὶς ὄψεις του ( =μάτια του) αὐτήν, τὴν ὁποία ἔβαλε πρὸς τὸν ἁρμὸν ( =χαραμάδα, < ἀραρίσκω) τῆς θύρας καὶ κατώπτευσε ( =κατασκόπευσε) μὲ μορφὴ φιδιοῦ νὰ συνευνάζεται ( =εἶμαι στὴν ἴδια εύνή, κρεββάτι) ὁ θεὸς μὲ τὴν γυναῖκα του.

Γεννήθηκε λοιπὸν ὁ Ἀλέξανδρος, τὴν ἔκτη ἰσταμένου (ἐνν. ἀπὸ τὴν ἀρχή) τοῦ μηνὸς Ἑκατομβαιῶνος, τὸν ὁποῖον οἱ Μακεδόνες ἐκάλουν Λῷον (ἀντιστοιχεῖ στὰ τέλη Ἰουνίου, ἀρχὲς Ἰουλίου. Ὁ Ἑκατομβαιῶν ἦταν ὁ πρῶτος μὴν τοῦ ἔτους, ὁπότε συμπεραίνουμε πὼς γεννήθηκε λίγο πρὶν τὴν τότε «πρωτοχρονιά»), τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ νεώς ( =ναός, < ναίω =κατοικῶ) τῆς Ἀρτέμιδος τῆς Ἐφέσου* (ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου) ἐνεπρήσθη ( < ἐμπίπρημι =κάηκε, βλ. ἐμπρησμός)· γιὰ τὸ ὁποῖον -γεγονός- ὁ Μάγνης Ἡγησίας ἐπεφώνησε ἐπιφώνημα τόσο ψυχρόν ( =«κρύον») ποὺ ἐδύνατο νὰ σβήσει τὴν πυρκαϊά. Εἶπε πὼς εἶναι φυσικὸν ποὺ κατεφλέχθη ὁ ναὸς, ἀφοῦ ἡ Ἄρτεμις ἦταν ἀπασχολουμένη μὲ τὴν μαίωσιν ( =γέννα,ξεγέννημα, βλ. μαῖα) τοῦ Ἀλεξάνδρου.

Ὅσοι ἐκ τῶν μάγων ἔτυχον νὰ διατρίβουν ( =νὰ μένουν, περνοῦν τὸν χρόνον τους) στὴν Ἔφεσον, ἀφοῦ ἐξέλαβαν τὸ πάθος ( =πάθημα < πάσχω) τοῦ ναοῦ, ὡς σημεῖον ( =σημάδι) ἄλλου πάθους, διέθεον ( < διά +θέω=τρέχω, ἔτρεχαν πάνω-κάτω) τὰ πρόσωπα τύπτοντες ( =χτυπώντας) καὶ βοώντας πὼς γέννησε (τετοκέναι < πρκ. τίκτω, βλ. τέκνον, τόκος) ἄτη ( =ὄλεθρον) καὶ μεγάλη συμφορὰ ἐκείνη ἡ ἡμέρα γιὰ τὴν Ἀσία.

Στὸν Φίλιππον ποὺ ἄρτι ( =μόλις) εἶχε κυριεύσει τὴν Ποτίδαιαν, τρεῖς ἦκον ( =ἔφτασαν) ἀγγελίες ταυτόχρονα. Ἡ μὲν ὅτι οἱ Ἰλλύριοι ἡττήθησαν σὲ μεγάλη μάχη διὰ τοῦ Παρμενίωνος, ἡ δὲ ὅτι ἐνίκησε στὰ Ὀλύμπια ὁ κέλλης ( < κέλλω =τρέχω γρήγορα) ἵππος του ( Ὀλύμπια=Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες, πράγματι στὴν 106η Ὀλυμπιάδα, τὸ 356 π.Χ, ὁ Φίλιππος Β’ τῆς Μακεδονίας εἶναι γεγραμμένος ὡς νικητὴς στὸν κέλλη ἵππον), καὶ ἡ τρίτη ἡ -εἴδησις ποὺ ἔφτασε ἦταν- περὶ γεννήσεως τοῦ Ἀλεξάνδρου.

Ἐχάρη (ἥδομαι =εὐχαριστιέμαι, εὐφραίνομαι, βλ. ἡδύς, ἡδύποτο, ἡδονή) δὲ γι’αὐτές, ὅπως ἦταν ἑπόμενον, καὶ τὴν χαρά του ηὔξησαν μᾶλλον ( =ἀκόμα περισσότερον) οἱ μάντεις, λέγοντες ὅτι τὸ παιδί, γεννηθὲν συγχρόνως μετὰ ἀπὸ τρεῖς νίκες, θὰ εἶναι ἀνίκητον.


(*Γιὰ τὴν ἱστορία ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσον πυρπολήθηκε ἀπὸ τὸν Ἡρόστρατο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνέπρησε, γιατὶ ἤθελε μὲ κάποια πράξιν του νὰ μείνει τὸ ὄνομά του ἀθάνατον. Μετὰ τὴν πράξιν του οἱ Ἕλληνες τὸν θανάτωσαν, ἀπαγορεύοντας κάθε μνεία στὸ ὄνομά του. Κι ἄν γιὰ κάτι εἶναι γνωστὸς σήμερα εἶναι γιὰ τὸ ὅτι τὸ ὄνομά του ἔγινε συνώνυμον τοῦ ἀμοραλισμοῦ, τῆς ἡθικῆς καταπτώσεως καὶ συμπεριφορᾶς τῶν ἀτόμων ποὺ θὰ ἔκαναν τὰ πάντα, γιὰ νὰ κερδίσουν λίγη φήμη). 


Συνέχεια: https://etymo-logiki.blogspot.com/2021/05/blog-post_20.html

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (