Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΥΦΥΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΟΥΚΕΦΑΛΑΣ
Γράφει ὁ Πλούταρχος στὸ «Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος,
5,1-5,6/ 6,1-6,8/ 9,1-9,4»:
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
«Τοὺς δὲ παρὰ τοῦ Περσῶν βασιλέως πρέσβεις ἥκοντας ἀποδημοῦντος Φιλίππου
ξενίζων καὶ γενόμενος συνήθης, οὕτως ἐχειρώσατο τῇ φιλοφροσύνῃ καὶ τῷ μηδὲν ἐρώτημα
παιδικὸν ἐρωτῆσαι μηδὲ μικρόν, ἀλλ᾽ ὁδῶν τε μήκη καὶ πορείας τῆς ἄνω τρόπον ἐκπυνθάνεσθαι,
καὶ περὶ αὐτοῦ βασιλέως ὁποῖος εἴη πρὸς τοὺς πολέμους, καὶ τίς ἡ Περσῶν ἀλκὴ καὶ
δύναμις, ὥστε θαυμάζειν ἐκείνους καὶ τὴν λεγομένην Φιλίππου δεινότητα μηδὲν
ἡγεῖσθαι πρὸς τὴν τοῦ παιδὸς ὁρμὴν καὶ μεγαλοπραγμοσύνην».
ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ (ἐντὸς παρενθέσεων ἐτυμολογικὲς
καὶ νοηματικὲς σημειώσεις, ὥστε νὰ γίνει κατανοητὸν, ὅταν διαβαστεῖ ἀπὸ τὸ πρωτότυπον):
Τοὺς πρέσβεις τοὺς παρὰ τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν ( =αὐτοὺς ποὺ ἦταν παρὰ/δίπλα στὸν
Πέρση βασιλέα, ἄρα Πέρσες πρέσβεις), τοὺς ἥκοντας ( < ἥκω =φθάνω, τοὺς ἀφιχθέντες/ἐλθόντες),
ἐνῶ ἀπουσίαζε ( =ἀποδημοῦντος) ὁ Φίλιππος, τοὺς ξένιζε ( =φιλοξενοῦσε -ὁ Ἀλέξανδρος-
) καὶ γενόμενος συνήθης ( =ἀφοῦ γινόταν συνήθης, δηλαδὴ ἀφοῦ ἀποκτοῦσε οἰκειότητα
μαζί τους), οὔτως ( =τόσο πολύ) τοὺς ὑπέτασσε/ἔκανε τοῦ χεριοῦ του/κατέθελγε (
=ἐχειρώσατο < χείρ=τὸ χέρι) μὲ τὴν φιλοφροσύνη καὶ μὲ τὸ ὅτι δὲν ἐρωτοῦσε μηδένα
ἐρώτημα παιδικόν (ποὺ ταιριάζει σὲ νοῦν μικροῦ παιδιοῦ, παιδαριῶδες, σημ.: παρ’ὅτι
ἦταν παιδὶ ἀκόμη), οὔτε μικρὸν (ἐννοεῖ σὲ σημασία, κάτι τὸ βλακῶδες), ἀλλὰ ἀποζητοῦσε
νὰ μάθει ( =ἐκπυνθάνεσθαι < ἐκ + πυνθάνομαι = ζητῶ νὰ μάθω, βλ. Πυθώ=οἱ Δελφοί
καὶ Πυθία, ποὺ πληροφοροῦσαν διὰ χρησμῶν, ὅσους ζητοῦσαν νὰ μάθουν, ἔψαχναν ἀπαντήσεις)
τὰ μήκη τῶν ὁδῶν καὶ τὸν τρόπον τῆς (ὁδοι)πορείας στὴν Ἄνω (Ἀσία, στὰ βάθη τῆς Άσίας)
καὶ περὶ τοῦ βασιλέως ὁποῖος [ =τί εἶδους ἄνθρωπος/ποιός εἶναι ὡς πρὸς τὰ πολεμικά
(ζητοῦσε πληροφορίες περὶ τοῦ βασιλέως, γιὰ νὰ μάθει τὴν στρατηγική του, τὸν χαρακτῆρα
του, τὶς συνήθειές του στὸν πόλεμον)] καὶ τίς ( =ποιά; ) εἶναι ἡ ἀλκή ( < ἀλέξω
=ἀποκρούω, βλ. ἐπ-άλξεις, ἡ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἰσχύς, ἡ γενναιότητα) καὶ ἡ δύναμις
(συμπεριλαμβάνεται καὶ ἡ ὁπλικὴ δύναμις) τῶν Περσῶν, ὥστε ἐκείνοι νὰ
-τόν-θαυμάζουν, καὶ τὴν λεγόμενη ἱκανότητα/δεινότητα τοῦ Φιλίππου νὰ ἡγοῦνται (
=νὰ θεωροῦν) μηδέν ( =τίποτα, τιποτένια) πρὸς τὴν ὁρμὴ καὶ μεγαλοπραγμοσύνη τοῦ
παιδιοῦ.
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
«Ὅσάκις γοῦν ἀπαγγελθείη Φίλιππος ἢ πόλιν ἔνδοξον ᾑρηκὼς ἢ μάχην τινὰ περιβόητον νενικηκώς, οὐ πάνυ φαιδρὸς ἦν ἀκούων, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἡλικιώτας ἔλεγεν· «ὦ παῖδες, πάντα προλήψεται ὁ πατήρ, ἐμοὶ δ᾽ οὐδὲν ἀπολείψει μεθ᾽ ὑμῶν ἔργον ἀποδείξασθαι μέγα καὶ λαμπρόν». Οὐ γὰρ ἡδονὴν ζηλῶν οὐδὲ πλοῦτον, ἀλλ᾽ ἀρετὴν καὶ δόξαν, ἐνόμιζεν, ὅσῳ πλείονα λήψεται παρὰ τοῦ πατρός, ἐλάττονα κατορθώσειν δι᾽ αὑτοῦ. Διὸ τοῖς πράγμασιν αὐξομένοις καταναλίσκεσθαι τὰς πράξεις εἰς ἐκεῖνον ἡγούμενος, ἐβούλετο μὴ χρήματα μηδὲ τρυφὰς καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλ᾽ ἀγῶνας καὶ πολέμους καὶ φιλοτιμίας ἔχουσαν ἀρχὴν παραλαβεῖν».
ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ:
Ὁσάκις
( =κάθε φορά) γοῦν ( =λοιπόν) ποὺ ἀπηγγέλειτο ( =ἔφτανε εἴδησις) ἤ ὅτι ὁ Φίλιππος πόλιν ἔνδοξον ἔχει κυριεύσει ( =ᾑρηκώς < μτχ ἐνεργ. πρκ αἱρῶ =καταλαμβάνω, κυριεύω) ἤ ὅτι ἔχει νικήσει ( =νενικηκώς, μτχ ἐνεργ. πρκ) κάποια μάχη περιβόητον, καθόλου (οὐ πάνυ = πάρα πολύ ὄχι) φαιδρὸς ( =χαρούμενος, < φῶς , διότι ὅταν χαίρεσαι γεμίζεις φῶς, βλ. καὶ γέλιο -ἠέλιος/ἥλιος) ἦταν ἀκούγοντας -τὴν εἴδησιν-, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἡλικιώτας ( =συνομιλήκους του) ἔλεγεν: «παῖδες, τὰ πάντα θὰ προλάβει ( =προλήψεται > μελ. προλαμβάνω) ὁ πατήρ, καὶ σὲ μένα ( =ἐμοί) οὐδὲν θὰ ἀπολείψει ( =θὰ ἀφήσει πίσω > μελ. ἀπολείπω) νᾶ ἐπιδείξω ( =ἀποδείξασθαι)
μαζί μὲ ἐσᾶς ( μετά + ὑμῶν) ἔργον μεγάλον καὶ λαμπρόν».
Δὲν ζήλευε/ἐπιθυμοῦσε οὔτε τὴν ἡδονήν, οὔτε τὸν πλοῦτον,
ἀλλὰ πίστευε πὼς ὅση περισσότερην ἀρετὴν καὶ δόξαν λήψεται ( μέλ. τοῦ λαμβάνω,
=θὰ λάβει) παρὰ τοῦ πατρός του, τόσον λιγότερη ( =ἐλάττονα) θὰ κατόρθωνε ἀπὸ μόνος
του.
Διό ( =γι’αὐτὸ) φρονοῦσε ( =ἡγούμενος < ἡγοῦμαι) ὅτι ὅσο ηὔξαναν τὰ πράγματα,
καταναλίσκονται (=καταναλώνονται, ἐξαντλοῦνται) οἱ πράξεις (ποὺ ἀντιστοιχοῦν)
σὲ ἐκεῖνον, κι ἐβούλετο ( =ἤθελε) ὄχι χρήματα, μήδε τρυφές ( < θρύπτω=θρυμματίζω,
ἐξασθενῶ, =χλιδές, ἀβρότητες, ὅσα σὲ κάνουν τρυφερό, ἁπαλό, μαλθακό, βλ. τρυφηλότητα)
καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ νὰ παραλάβει μία ἐξουσία ποὺ θὰ ἔχει άγῶνες, πολέμους καὶ φιλοτιμίες
( =πράξεις ποὺ θὰ ἀποσκοποῦσαν στὴν ἀπόδοσιν τιμῆς).
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
«Φιλίππου δὲ στρατεύοντος ἐπὶ Βυζαντίους, ἦν μὲν ἑκκαιδεκέτης ὁ Ἀλέξανδρος, ἀπολειφθεὶς
δὲ κύριος ἐν Μακεδονίᾳ τῶν πραγμάτων καὶ τῆς σφραγῖδος, Μαίδων τε τοὺς ἀφεστῶτας
κατεστρέψατο, καὶ πόλιν ἑλὼν αὐτῶν, τοὺς μὲν βαρβάρους ἐξήλασε, συμμείκτους δὲ κατοικίσας,
Ἀλεξανδρόπολιν προσηγόρευσεν».
ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ:
Ὅταν ὁ Φίλιππος (ἐξ)ἐστράτευε ἐπὶ ( =κατά) τῶν Βυζαντίων, ἦν ( =ἦταν) ἑκκαιδεκέτης
( < ἕξι +καί + δέκα + ἔτος, δεκαέξι ἐτῶν. Στὰ ἀρχαῖα χρόνια οἱ ἀριθμοὶ ἐλέγοντο
ἀνάποδα ἀπὸ ὅτι σήμερα. Πρῶτα οἱ μονάδες, μετὰ οἱ δεκάδες κοκ, ὅπως διατηρεῖται
ἀκόμα καὶ σήμερα στοὺς ἀριθμούς ἕνδεκα καὶ δώδεκα) ὁ Ἀλέξανδρος, (καί) ἀπολειφθείς
( < ἀπολείπομαι, =μένω πίσω, ἔμεινε πίσω) στὴν Μακεδονία κύριος (
=κυρίαρχος) τῶν πραγμάτων καὶ τῆς σφραγίδος,
κατεστρέψατο ( μέσον ῥῆμα καταστρέφομαι < κατά + στρέφομαι, στρέφομαι ἐναντίον,
ὑποτάσσω μὲ τῆν βία, =καθυπέταξε) τοὺς ἀφεστῶτας ( < ἀπὸ + ἵστημι, =ἀποστατημένους)
Μαίδους ( =θρακικὸν ἔθνος ὅμορον τῶν Μακεδόνων) καὶ ἑλῶν ( =κυριεύσας < εἷλον
< ἀορ. αἱρῶ = καταλαμβάνω, κυριεύω, ἁρπάζω βλ. ἕλωρ =λεία, λάφυρον) τὴν
πόλιν αὐτῶν, τοὺς μὲν βαρβάρους ἐξήλασε ( < ἐξελαύνω =διώχνω βιαίως, ἐκδιώκω)
καὶ κατοικίσας ( < κατοικίζω =στέλνω κάποιον νὰ ἐγκατασταθεῖ κάπου, ἀποικίζω)/ἀφοῦ
ἔστειλε νὰ ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ (συμ)μεικτὸν πληθυσμόν, προσηγόρευσε ( =ὠνόμασε) αὐτὴν
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΙΝ ( =Δὲν ἐννοεῖ τὴν σημερινὴ Ἀλεξανδρούπολιν, ἀλλὰ τόπον στὴν ἄνω
κοιλάδα τοῦ Στρυμόνος ποταμοῦ, ποὺ ἐξετείνετο μὲ σημερινὰ δεδομένα ἀπὸ τὸ
βορειότερον τμῆμα τῆς Μακεδονίας μέχρι καὶ τὸν νότον τῆς Βουλγαρίας).
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ:
«Ἐπεὶ δὲ Φιλονίκου τοῦ Θεσσαλοῦ τὸν Βουκεφάλαν ἀγαγόντος ὤνιον τῷ Φιλίππῳ τρισκαίδεκα
ταλάντων, κατέβησαν εἰς τὸ πεδίον δοκιμάσοντες τὸν ἵππον, ἐδόκει τε χαλεπὸς εἶναι
καὶ κομιδῇ δύσχρηστος, οὔτ᾽ ἀναβάτην προσιέμενος οὔτε φωνὴν ὑπομένων τινὸς τῶν περὶ
τὸν Φίλιππον, ἀλλ᾽ ἁπάντων κατεξανιστάμενος, δυσχεραίνοντος δὲ τοῦ Φιλίππου καὶ
κελεύοντος ἀπάγειν ὡς παντάπασιν ἄγριον καὶ ἀκόλαστον, παρὼν ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν·
«οἷον ἵππον ἀπολλύουσι, δι᾽ ἀπειρίαν καὶ μαλακίαν χρήσασθαι μὴ δυνάμενοι,» τὸ μὲν
οὖν πρῶτον ὁ Φίλιππος ἐσιώπησε·
πολλάκις δ᾽ αὐτοῦ παραφθεγγομένου καὶ περιπαθοῦντος, «ἐπιτιμᾷς σὺ» ἔφη «πρεσβυτέροις ὥς τι πλέον αὐτὸς εἰδὼς ἢ μᾶλλον ἵππῳ χρήσασθαι δυνάμενος;» «τούτῳ γοῦν» ἔφη «χρησαίμην ἂν ἑτέρου βέλτιον». «Ἄν δὲ μὴ χρήσῃ, τίνα δίκην τῆς προπετείας ὑφέξεις;» «ἐγὼ νὴ Δί᾽» εἶπεν «ἀποτείσω τοῦ ἵππου τὴν τιμήν». Γενομένου δὲ γέλωτος, εἶθ᾽ ὁρισμοῦ πρὸς ἀλλήλους εἰς τὸ ἀργύριον, εὐθὺς προσδραμὼν τῷ ἵππῳ καὶ παραλαβὼν τὴν ἡνίαν, ἐπέστρεψε πρὸς τὸν ἥλιον, ὡς ἔοικεν ἐννοήσας ὅτι τὴν σκιὰν προπίπτουσαν καὶ σαλευομένην ὁρῶν πρὸ αὑτοῦ διαταράττοιτο. Μικρὰ δ᾽ αὐτῷ παρακαλπάσας καὶ καταψήσας, ὡς ἑώρα πληρούμενον θυμοῦ καὶ πνεύματος, ἀπορρίψας ἡσυχῇ τὴν χλαμύδα καὶ μετεωρίσας αὑτόν, ἀσφαλῶς περιέβη. Καὶ μικρὰ μὲν περιλαβὼν ταῖς ἡνίαις τὸν χαλινόν, ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῦ προσανέστειλεν· ὡς δ᾽ ἑώρα τὸν ἵππον ἀφεικότα τὴν ἀπειλήν, ὀργῶντα δὲ πρὸς τὸν δρόμον, ἀφεὶς ἐδίωκεν, ἤδη φωνῇ θρασυτέρᾳ καὶ ποδὸς κρούσει χρώμενος. Τῶν δὲ περὶ τὸν Φίλιππον ἦν ἀγωνία καὶ σιγὴ τὸ πρῶτον· ὡς δὲ κάμψας ὑπέστρεψεν ὀρθῶς σοβαρὸς καὶ γεγηθώς, οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ἀνηλάλαξαν, ὁ δὲ πατὴρ καὶ δακρῦσαί τι λέγεται πρὸς τὴν χαράν, καὶ καταβάντος αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φιλήσας «ὦ παῖ» φάναι, «ζήτει σεαυτῷ βασιλείαν ἴσην· Μακεδονία γάρ σ᾽ οὐ χωρεῖ»».
ΑΠΟΔΕΔΟΜΕΝΟΝ:
Ὅταν ὁ Φιλόνικος ὁ Θεσσαλός (ἔμπορος ἵππων) ἤγαγε ( <
ἄγω =φέρ(ν)ω, τὸ «ἄγειν» χρησιμοποιεῖται περισσότερον γιὰ τὰ ἔμφυχα ἐνῶ τὸ «φέρειν» γιὰ τὰ ἄψυχα) στὸν Φίλιππον τὸν Βουκεφάλα, γιὰ νὰ τὸν (ψ)ωνήσει [ <
ὠνοῦμαι ( =ἀγοράζω) < Fῶνος ( =ἀντίτιμον, βλ. vendre, vent, vendita ( = πωλῶ/πώλησις)] ἔναντι δεκατριῶν ταλάντων ( =78 χιλιάδων τότε δραχμῶν), κατέβηκαν στὴν πεδιάδα γιὰ νὰ δοκιμάσουν τὸν ἵππον, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο χαλεπός ( =δύσκολος) καὶ ἐντελῶς ( =κομιδῇ) δύσχρηστος (δύσκολος νὰ χρησιμοποιηθεῖ, ἀτίθασος), ἀφοῦ οὔτε προσιέμενος ( =ἀποδεχόμενος) ἀναβάτη ἦταν ( ἐνν. οὔτε ἀνείχετο κάποιον νὰ ἀνεβεῖ ἐπάνω του), οὔτε ὑπέμενε τὴν φωνὴν κανενὸς ἀπὸ τοὺς -ἀνθρώπους- τοῦ Φιλίππου, ἀλλὰ ἦταν κατεξανιστάμενος
( < κατά
+ ἐκ + ἀνά + ἵσταμαι, =ἐξεγείρομαι, ἐπαναστατῶ) πρὸς ἅπαντες/ὅλους.
Καὶ ἐνῶ ὁ Φίλιππος δυσανασχέτησε ( =ἐδυσχεράνθη) ἐκέλευσε ( =διέταξε) νὰ τὸν ἀπαγάγουν ( <
ἀπό + ἄγω, =ὁδηγῶ μακριὰ καὶ κρατῶ, ἀπομακρύνω) ὡς παντάπασι ( =παντελῶς) ἄγριον καὶ ἀκόλαστον/ἀτίθασον, ὁ Ἀλέξανδρος ποὺ ἦταν παρὼν εἶπε:
«Τί ἄλογον χάνουν ( =ἀπολλύουσι, βλ. ἀπώλεια), ἐπειδὴ δὲν δύνανται νὰ τὸν μεταχειρισθοῦν λόγω ἀπειρίας καὶ μαλακίας ( =μαλθακότητος)!» .
Στὴν ἀρχὴ ὁ Φίλιππος ἐσιώπησε. Ἐπειδὴ ὅμως πολλὲς φορὲς ( =πολλάκις)-ὁ Ἀλέξανδρος- παρέφθεγγε ( =ἐξεστόμιζε, ἔλεγε δίπλα σὲ αὐτὸν) τὰ ἴδι καὶ τὰ ἴδια καὶ ἦταν περιπαθὴς ( =εἶχε ἔντονα -ἀρνητικά- συναισθήματα, ἦταν ταραγμένος) -τοῦ- εἶπε :
«Ἐπιτιμᾶς
( ἀρχ. σημ. =ἐπιβάλλω ποινή)/Κατηγορεῖς ἐσύ, μεγαλυτέρους/πρεσβυτέρους ὡς ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ξέρεις ( =εἰδώς < οἶδα =ξέρω) περισσότερα ἤ ὡς νὰ ξέρεις νὰ μεταχειρίζεσαι περισσότερον καλὰ ἵππον -ἀπὸ αὐτούς-» ;
«Τοῦτον γοῦν ( =τουλάχιστον)» εἶπε «θὰ μποροῦσα νὰ τὸν μεταχειρισθῶ καλλίτερα ἀπὸ -ὁποιονδήποτε- ἄλλον».
«Κι ἄν δὲν τὸ μεταχειρισθεῖς, ποιά τιμωρία πρέπει νὰ ὑποστεῖς ( =ὑπέχω, μελ. ὑφέξω) γιὰ τὴν προπέτειά σου»;
«Ἐγώ, μὰ τὸν Δία», εἶπε,«θὰ αποτείσω ( =καταβάλλω < ἀποτίω) τὴν τιμὴν ( =τὸ ἀντίτιμον) τοῦ ἵππου».
Καὶ τότε «ἔπεσε γέλιο», κι ἀφοῦ ἔγινε συμφωνία γιά/ὁρίστηκε μεταξύ τους τὸ σχετικὸν μὲ τὰ χρήματα, προσέδραμεν/ἔτρεξε πρὸς τὸ ἄλογον, ἔπιασε τὰ χαλινάρια/ἡνία καὶ τὸ ἔστρεψε πρὸς τὸν ἥλιον, ἐπειδὴ κατάλαβε, ὡς φαίνεται πὼς ὁ ἵππος ἔβλεπε τὴν σκιὰν προσπίπτουσα ( =νὰ πέφτει μπροστά του) καὶ σαλεύουσα ( =καὶ νὰ κινείται, νὰ σαλεύει) κι ἐταράσσετο.
Κι ἀφοῦ παρακάλπασε ( =ἔτρεξε πεζὸς δίπλα στὸ ἄλογον, ἐνῶ αὐτὸ κάλπαζε) καὶ τὸ κατέψησε ( <
καταψάω = ψηλαφῶ ἐλαφρά, χαϊδεύω, = τὸ χαΐδευε γιὰ νὰ τὸ καθησυχάσει), καθῶς τὸ ἔβλεπε γεμάτο θυμὸ καὶ πνεῦμα ( ἐνν. ὁρμητικότητα), πέταξε ἡσύχως τὴν χλαμύδα του καὶ ἀναπηδήσας περιέβη ( = ἵππευσε) -αὐτόν- μὲ ἀσφάλεια. Καῖ τραβώντας λίγο τὰ χαλινάρια του, ἔσφιξε τὸν χαλινὸν χωρὶς νὰ τὸν πλήξει (ἐνν. μαστιγώσει) ἤ νὰ τὸν σπαράξει ( =προκαλῶ σπασμόν) διὰ τοῦ πτερνιστῆρος. Ὅταν εἶδε ὅτι ὁ
ἵππος ἄφησε τὴν ἀπειλὴ ( =σταμάτησε νὰ εἶναι ἀπειλητικός) καὶ ὀργοῦσε ( =εἶχε ἔντονη ἐπιθυμία) νὰ τρέξει, ἀφίεις ( <
ἀφίημι
=ἀφήνω,
χαλαρώνοντας τὰ χαλινάρια) τὸν ἐδίωκεν ( =βάζω σὲ κίνησιν) φωνάζοντας πιὰ πιὸ δυνατὰ (θρασυτέρως) καὶ κρούοντάς το ( =χτυπῶντας το) μὲ τὸ πόδι του.
Στὴν ἀρχὴ οἱ περί/γύρω ἀπὸ τὸν Φίλιππον ἀγωνιοῦσαν καὶ σιωποῦσαν. Ὅταν ὅμως ἔστριψε καὶ γύρισε πίσω σοβαρὸς καὶ γεγηθώς ( =χαρούμενος < γαίω/γηθέω, βλ. gay, gai),
οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ἠλάλαξαν ( =ζητωκραύγαζαν, βλ. ἀλαλαγμός), ὁ δὲ πατήρ του λέγεται πὼς δάκρυσε ἀπὸ χαρά καὶ ἀφοῦ κατέβηκε -ὁ Ἀλέξανδρος- ἀπὸ τὸ ἄλογον τοῦ, τοῦ φίλησε τὸ κεφάλι καὶ τοῦ εἶπε:
«ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΝΑ ΖΗΤΗΣΕΙΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΙΣΑΞΙΟΝ ΜΕ ΣΕΝΑ, ΓΙΑΤΙ
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΕΝ ΣΕ ΧΩΡΑΕΙ».
…
Καὶ τὸ ἀναζήτησε, τὸ διεκδίκησε, πολέμησε πρῶτος
πάντα σὲ κάθε μάχη, καὶ τὰ κατάφερε ὅσες φορές -ἑκατοντάδες τῷ ἀριθμῷ- κι ἄν
πολέμησε. Τὸ ἐφηβικό του ὄνειρο ἔγινε πραγματικότητα, χαρίζοντας στοὺς συμπατριῶτες
του συγχρόνους του καὶ μεταγενεστέρους τὴν τιμὴ νὰ λένε πὼς κατάγονται ἀπὸ τὸ ἴδιο
ἔθνος μὲ ἐκεῖνον. Τοῦ τὸ χρωστᾶμε…καὶ σὲ αὐτὸν καὶ σὲ ὅσους ἔπεσαν γιὰ νὰ
παραμείνει ἡ Μακεδονία αὐτὸ ποῦ ἀπὸ ἱδρύσεώς της ἦταν, ΕΛΛΗΝΙΚΗ.
συνέχεια: https://etymo-logiki.blogspot.com/2021/05/blog-post_22.html
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου