Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΜΕΡΟΣ 10ον)

 


ΠΕΡΙ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

«Χειρουργία ἐστὶ χειρῶν ἀτρόμων ὀξεῖα κίνησις, μετ’ ἐμπειρίας. Ἔντεχνος πρᾶξις ἐν ἰατρικῇ, διὰ χειρῶν ἤ ὀργάνων περιγινομένη», Περὶ ὅρων ἰατρικῆς, Γαληνός

«Τὰ δὲ εἰς εἰς χειρουργίην κατ’ ἰητρεῖον·
ὁ ἀσθενῶν· ὁ δρῶν· οἱ ὑπηρέται· τὰ ὄργανα· τὸ φῶς·
ὅκου ὅκως· ὅσα ὅκως·
ὅκου τὸ σῶμα, τὰ ἅρμενα·
ὁ χρόνος· ὁ τρόπος· ὁ τόπος»
, Ἱπποκράτης, Κατ’ ἰητρεῖον, 2

( =Τὰ ἀπαραίτητα πρὸς χειρουργίαν κατ’ ἰατρεῖον εἶναι ὁ ἀσθενῶν, ὁ χειρουργός, οἱ βοηθοῖ, τὰ χειρουργικὰ ἐργαλεῖα, τὸ φῶς, ὅπου καὶ ὅπως -πρέπει-, ὅσα καὶ ὅπως -χρειάζονται-. Ὅπου τὸ σῶμα ἐκεῖ καὶ τὰ ἅρμενα, -καθορίζεται- ὁ χρόνος, ὁ τρόπος, ὁ τόπος). 

Καὶ ὅταν ὁ Ἱπποκράτης γράφει «ἅρμενα» τὸ ἕννοεῖ κυριολεκτικῶς, τὰ ὅπλα· αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ ἁρμ-όζουν στὸν καθέναν. Και γιὰ τὸν χειρουργὸν ὅπλα του εἶναι τὰ ἐργαλεῖα του. Αὐτὰ ἁρμόζουν στὴν «μάχη» του, μὲ τὸν ἴδιον τρόπον ποὺ ἁρμόζουν στὸν ὁπλίτη τὰ δικά του ἅρμενα, στὴν ναῦν ὁ δικός της πολεμικὸς ἐξοπλισμός, ποὺ θὰ τὴν κάνει νὰ ἁρμενίζει στὶς θάλασσες ( ἐξ οὗ καὶ ὁ στρατὸς ἐλέχθη ὑπὸ τῶν βαρβάρων «army» ) κοκ.

Καὶ ὅπως λέει ὁ ἴδιος στοὺς «Ἀφορισμούς» (7, 87) «ὅσα τὰ φάρμακα δὲν θεραπεύουν, τὰ θεραπεύει ὁ σίδηρος…», ἐννοῶντας πὼς ἀκεστήρ ( =θεραπευτής, σωτήρας) εἶναι πλέον τὰ χειρουργικὰ ἐργαλεῖα. Ἄλλωστε τὸ κρύβει καὶ τὸ ἔτυμον τοῦ ἀκεστῆρος, ὁ ὁποῖος ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «ἀκίς» ( =αἰχμή). Τὸ ἄκος ( =ἡ θεραπεία) σχετίζεται μὲ τὴν ἀκίδα καὶ τὴν αἰχμηρότητα -τῶν χειρουργικῶν έργαλείων- , διότι ὁ ἀκεστὴρ «ἐκ δι’ ὠξυμένου σιδηρίου θεραπεύειν» (Μέγα Ἐτυμολογικόν).

Μεγάλος χειρουργὸς καὶ ῥιζοτόμος ὑπῆρξε ὁ κένταυρος Χείρων, διδάσκαλος πολλῶν μεγάλων ἰατρῶν καὶ ἡρώων ( μεταξὺ αὐτῶν ὁ Ἀσκληπιός, ὁ Ἀχιλλεύς, ὁ Παλαμήδης…« ἐμπειρίαν δέ τινα οἱ παλαιοὶ εἶχον φαρμάκων καὶ βοτάνων οἷα παρ’  Ἕλλησι Χείρων ὁ Κένταυρος ἠπίστατο καὶ οἱ ὑπὸ τούτου παιδευθέντες ἥρωες», Γαληνός ), ὁ ὁποῖος ἄλλωστε κρύβει καὶ τὴν ἰδιότητά του στὸ ὀνομά του ( < χείρ). Ἡ Χειρωνὶς βίβλος, τὸ βιβλίον χειρουργικῆς, πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅπως καὶ οἱ «Χειρωνίδες ἄκραι», τὸ ὅρος Πήλιον (ὅπου βρίσκεται τὸ σπήλαιον τοῦ Χείρωνος), ἀπὸ τὸ ὁποῖον μάζευε τὰ βότανα καὶ τὰ θεραπευτικὰ φυτά, καὶ ὡς ἄριστος φαρμακοποιὸς ἔφτιαχνε τὰ ἀκεῖα του (βλ. χειρώνιον πάνακες), τὰ ὁποῖα ἔπασσε στοὺς χειρουργημένους. 

(Τὸ σπήλαιον τοῦ Χείρωνος) 

Ὡς πρὸς τὰ χειρουργικὰ ἐργαλεῖα, ὑπῆρχε πληθώρα ἀυτῶν γιὰ τὴν ἐπίτευξιν ἀκόμα καὶ τῶν πιὸ λεπτῶν ἐπεμβάσεων, διότι «πάνυ δ᾿ ἔστιν αἰσχρὸν μὴ ξυμβαίνειν ἀπὸ τῆς χειρουργίης ὅ τι θέλει», Ἱπποκράτης, Περὶ Ἰητροῦ, 6

Ἔτσι ἀνάμεσα στὰ διασωθέντα, γνωστὰ ἐργαλεῖα βρίσκουμε :

Τὴν ΑΡΔΙΟΘΗΡΑ, εἰδικὴ λαβίδα πρὸς ἐξαγωγὴ βελῶν.

Τὴν ΜΗΛΗ ( < μηλῶ =ψηλαφῶ < ἐκ τοῦ πιέζειν μῆλα, ἤτοι πρόβατα), ποὺ ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ τὴν ἐξέτασιν τραυματισμένων ἤ μὴ κοιλοτήτων. Καὶ ἀντιστοίχως καὶ ἡ ΑΠΥΡΗΝΟΜΗΛΗ, ἡ μὴ διαθέτουσα πυρῆνα, κόμβον.

Τὸν ΟΣΤΑΝΟΒΟΛΕΑ, χειρουργικὸν ἐργαλεῖον ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν ὀστῶν.

Τὴν ΟΣΤΑΓΡΑ, μὲ τὴν ὁποία ἤγρευαν συντρίμματα ὀστῶν. Ἐλέγετο καὶ ΟΣΤΕΟΛΟΓΟΣ, ΟΣΤΕΟΥΛΚΟΣ.

Τὸν ΠΕΡΙΛΑΒΕΑ, ἕνα εἶδος χειρουργικῆς λαβίδος. 

(Ὀδοντάγρα) 

Ἄλλα ἐργαλεῖα ἦταν ἡ ΡΥΑΣ (εἶδος καθετῆρος), ὁ ΚΙΡΣΟΤΟΜΟΣ (ποὺ τὸν χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὰ οἰδήματα στὶς φλέβες), ὁ ΕΞΑΚΡΟΣ (εἰδικὸς ἐπίδεσμος τῶν ἄνω ἄκρων), ἡ ΙΧΘΥΗ ( ἡ ἄκρη αὐτοῦ τοῦ ἐμβρυουλκοῦ θύμιζε τὰ λέπια ἰχθύων), ὁ ΕΝΤΕΡΟΦΥΛΑΞ, τὸ ΒΛΕΦΑΡΟΤΟΜΟΝ καὶ τὸ ΒΛΕΦΑΡΟΞΥΣΤΡΟΝ (μὲ τὸ ὁποῖον καθάριζαν τὶς βλεφαρίδες), ὁ ΕΜΒΡΥΟΥΛΚΟΣ ( < ἔμβρυον + ἕλκω), ὁ ΚΑΤΙΑΣ ( < καθίημι =ῥίχνω πρὸς τὰ κάτω, μὲ τὸ ὁποῖον ἐξήγαγαν τὰ νεκρὰ ἔμβρυα· ἐλέγετο καὶ ΚΕΦΑΛΟΚΛΑΣΤΗΣ < κεφάλι + κλάω =σπάζω σὲ μέρη), ἡ ΣΜΙΛΗ, τὸ ΣΚΟΛΟΠΟΜΑΧΑΙΡΙΟΝ (χειρουργικὸν μυτερὸν μαχαίρι < σκόλοψ), ἡ ΨΑΛΙΣ, ἡ ΩΤΟΓΛΥΦΙΣ (γλυφὶς μὲ τὴν ὁποία καθάριζαν τὰ αὐτιά τους), ὁ ΣΤΟΜΑΤΟΔΙΑΣΤΟΛΕΥΣ, ἡ ΟΔΟΝΤΑΓΡΑ (πρὸς ἐξαγωγὴν ὀδόντων, «Ἐξαιροῦσι ῥᾶον τοὺς ὀδόντας προσλαμβάνοντες ὀδοντάγραν», Ἀριστοτέλης, MX, 21,854), ὁ ΟΔΟΝΤΟΞΕΣΤΗΣ ( πρὸς ξέσιν/καθαρισμὸν τῶν ὀδόντων). 

(Σικύες)

Ὑπῆρχαν ἀκόμα οἱ ΣΙΚΥΕΣ (οἱ σημερινὲς βεντοῦζες, προφανῶς ἐλέγοντο ἔτσι λόγῳ τοῦ σχήματός τους), ὁ ΚΑΘΕΤΗΡ ( < καθίημι =βυθίζω, «συνέτρησεν εἰς τὸν οὐρητῆρα καὶ καθεὶς ἀργυροῦν καυλίσκον, τὰ περιττώματα τῶν ὑγρων ἐξεκόμιζε», Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορ. Βιβλιοθ., 32,11), τὸ ΣΠΛΗΝΙΟΝ (εἶδος ἐπιδέσμου), ἡ ΥΠΟΓΡΑΦΙΣ (προφανῶς μακρόστενον ἐργαλεῖον ποὺ ὡμοίαζε μὲ γραφίδα), τὸ ΕΞΑΛΕΙΠΤΡΟΝ (εἰδικὸν δοχεῖον ποὺ ἔβαζαν τὶς διάφορες ἀλοιφές), ἡ ΣΠΟΓΓΙΑ (τὸ σφουγγάρι), τὸ ΛΑΜΠΑΔΙΟΝ (ἐπίδεσμος γιὰ τραύματα), ἡ ΠΟΔΟΣΤΡΑΒΗ (εἶδος νάρθηκος τοῦ ποδός, ἡ τὰ ὑποστρέμματα κατευθύνουσα), ὁ ΜΗΝΙΓΓΟΦΥΛΑΞ (ἐργαλεῖον προφυλάττον τὴν μήνιγγα κατὰ τὴν διάρκεια ἐγχειρήσεως τοῦ κρανίου),ὁ ΚΛΥΣΤΗΡ ( =κλῦσμα), ὁ ΟΜΦΑΛΙΣΤΗΡ (πρὸς ἀποτομὴν τοῦ λῶρου), τὸ ΑΓΚΙΣΤΡΟΝ, ἡ ΒΕΛΟΝΗ, τὸ ΒΛΕΦΑΡΟΚΑΤΟΧΟΝ (πρὸς συγκράτησιν ἀνοιχτῶν τῶν βλεφάρων), ὁ ΚΑΤΟΠΤΗΡΕΔΡΟΔΙΑΣΤΟΛΕΥΣ (πρὸς ἐπόπτευσιν τῆς ἔδρας), ὁ ΚΑΥΤΗΡ (μὲ τὸν ὁποῖον καυτηρίαζαν τὰ τραύματα), τὸ ΚΕΦΑΛΟΤΡΥΠΑΝΟΝ καὶ τὰ διαφόρων εἰδῶν ΤΡΥΠΑΝΙΑ, ὁ ΚΡΑΝΙΟΚΛΑΣΤΗΣ, τὸ ΚΟΧΛΙΑΡΙΟΝ (κάτι σὰν κουτάλα), ὁ ΚΥΑΘΙΣΚΟΣΚΥΑΘΙΣΚΟΜΗΛΗ (χειρουργικὸν ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴ βελῶν ἤ ἄλλων βλημάτων ἀπὸ τὰ τραύματα), διάφορα εἴδη ΛΑΒΙΔΩΝ, τὸ  ΛΙΘΟΤΟΜΟΝ καὶ ὁ ΛΙΘΟΤΡΙΠΤΗΣ (ἐργαλεῖα βοηθητικὰ τῆς ἐξαγωγῆς λίθου ἀπὸ τὴν κύστη), ἡ ΣΦΕΝΔΟΝΗ (εἰδικὸς ἐπίδεσμος), ἡ ΜΗΛΩΤΡΙΣ ( εἰδικὸν ἐργαλεῖον μὲ τὸ ὁποῖον ἐξέταζαν φάρμακα, < μηλῶ), διαφορετικὰ εἴδη ΝΥΣΤΕΡΙΩΝ, ΜΑΧΑΙΡΩΝ, ΠΡΙΟΝΩΝ, ὁ ΠΤΕΡΥΓΟΤΟΜΟΣ (ὁ ὁποῖος χρησίμευε πρὸς τομὴ τῶν πτερυγίων τῶν ὀφθαλμῶν), ἡ ΡΙΖΑΓΡΑ (ἐργαλεῖον γιὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῶν ῥιζῶν τῶν ὀδόντων), ἡ ΣΠΑΘΟΜΗΛΗ, ὁ ΤΡΙΧΟΛΑΒΟΣ (κοινῶς τὸ τσιμπιδάκι), τὸ ΤΥΦΛΑΓΚΙΣΤΡΟΝ, ὁ ΦΛΕΒΟΤΟΜΟΣ, ὁ ΣΑΡΚΟΛΑΒΟΣ, τὸ ΞΥΣΤΡΟΝ, τὸ ΚΟΛΠΟΣΚΟΠΙΟΝ ( Στὸ Ἀσκληπιεῖον τοῦ Δίου Πιερίας ἀνευρέθη κολποσκόπιον τουλάχιστον τοῦ 2ου αἰ. π.Χ.) κ.ἄ.

(Κολποσκόπιον)

ΠΕΡΙ ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑΣ

Βέβαια γιὰ τὴν πραγματοποίησιν μίας ἐπεμβάσεως δὲν ἀρκοῦν μόνον τὰ χειρουργικὰ ἐργαλεῖα, ἀλλὰ χρειάζονται καὶ τὰ κατάλληλα φάρμακα.

«ὀϊστὸς ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ ἠλήλατο, κῆδε δὲ θυμόν. Τῷ δ᾿ ἐπὶ Παιήων ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ἱλιάς, Ε, 399-402

Φάρμακον σημαίνει συνάμα καὶ φαρμάκι καὶ ἴαμα («παρὰ τὸ φέρειν ἄκος καὶ ἄχος», βλ. κεφ. Ἀσκληπιός). Γνῶσις ποὺ ἔχει παραμείνει ὡς σήμερα, ὅπου τὸ φάρμακον καὶ τὸ φαρμάκι ἔχουν τὴν ἴδια ῥίζα. Φαρμακεὺς ἐλέγετο ὁ παρασκευάζων δηλητήρια, ἐνῶ φαρμακοποιὸς εἶναι ὁ παρασκευάζων ἰάματα.

Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὰ ἰάματα, πρέπει νὰ προσφέρονται σὲ συγκεκριμένη δοσολογία καὶ ὑπὸ συγκεκριμένες προϋποθέσεις ( «Καὶ τὰ ὠφέλιμα λυπηρὰ γίνεται, παρὰ τὴν κατὰ ποσότητα ἄμετρον χρῆσιν. Ἡ μὲν πρὸς ἀκρίβειαν μίξις τῶν ἁπλῶν φαρμάκων, ὠφέλιμον ποιεῖ τὸ συντεθὲν ῥοπῆς δὲ βραχυτάτης ἐνίοτε παροραθείσης, οὐ  μόνον οὐκ ὠφέλιμον ἀλλὰ καὶ βλαβερώτατον καὶ πολλάκις δηλητήριον», Σέξτος Ἐμπειρικός, Πυρρωνείων ὑποτυπώσεων, Α, 134). Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἄν πρέπει καὶ ὅταν πρέπει ( «ἀγαθὸν γὰρ φάρμακόν ἐστιν ἐνίοτε καὶ τὸ μηδὲν προσφέρειν», Περὶ ἄρθρων, 40, Ἱπποκράτης).

Καὶ φυσικῶς οἱ ἰατροὶ καὶ φαρμακοποιοὶ τῆς ἀρχαιότητος μιλῶντας γιὰ φάρμακα, ἀναφέροντο σὲ ἁπλᾶ ἤ σύνθετα σκευάσματα φυτικῆς ἤ ζωικῆς προελεύσεως καὶ ὄχι σὲ τεχνητὰ «χημικὰ»*1 παρασκευάσματα…

Ἐξ οὗ καὶ οἱ φαρμακοποιοὶ ἐλέγοντο καὶ ῥιζοτόμοι ( = οἱ τέμνοντες τὶς ῥίζες τῶν φυτῶν) καὶ παρασκευάσαντες ἐξ αὐτῶν, διάφορα ἄκεστρα.

ΑΚΕΣΤΡΑΑΚΕΙΑ ἦταν ἄλλη λέξις γιὰ τὰ φάρμακα, καθῶς ἔφεραν τὸ ἄκος ( =θεραπεία), ἐξ οὗ καὶ ἡ κόρη τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Πανάκεια, εἶναι ἡ τὰ πάντα θεραπεύουσα καὶ σήμερα «πανάκεια» θεωρεῖται κάθε τὶ ποὺ θεραπεύει κάθε νόσον.

Ἄλλες λέξεις χαρακτηρίζουσες τὰ φάρμακα ἦταν :

Τὸ ΙΑΜΑ, ΙΑΤΡΕΥΜΑ/ ΙΑΤΡΙΚΟΝ ( < ἰάομαι =θεραπεύω), τὸ ΑΛΕΞΙΦΑΡΜΑΚΟΝ ( ἦταν τὸ ἄκεστρον ποὺ ἐδίδετο κατὰ τῶν δηλητηρίων, τὸ ΑΝΤΙΔΟΤΟΝ, < ἀλέξω =ἀπομακρύνω + φαρμάκι), τὸ ΑΛΘΟΣ ( < ἀλθαίνω =θεραπεύω), ἡ ΑΡΗΞΙΣ ( =προσωρινὴ βοήθεια, < ἀρήγω =βοηθῶ, βλ. ἀρωγός), τὸ ΑΡΚΙΟΝ (νούσων, < ἄρκος =ἀμυντήριον), τὸ ΒΑΛΣΑΜΟΝ ( ἐκ τοῦ ὁμωνύμου φυτοῦ, ὅπερ ἐκ τοῦ βλαστάνω < βάλλω), τὸ ΝΟΣΗΛΙΟΝ (ψῆγμα, περιγράφει εἶδος χαπιοῦ), τὸ ΒΟΤΑΝΙΟΝ (φάρμακον ἐκ βοτάνης), τὸ ΑΝΤΙΤΟΜΟΝ (αὐτὸ ποὺ κόβεται γιὰ νὰ χρησιμοποιηθεῖ στὴν θεραπεία κακοῦ, «ἀντίτομα ὀδυνᾶν», Πίνδαρος), τὸ ΜΑΓΓΑΝΟΝ ( < μῆχος/μῆχαρ =ἄκος, κάτι ποὺ πρέπει νὰ μηχανευτεῖς), τὸ ΦΙΛΤΡΟΝ ( < φιλέω-ῶ, φάρμακον διεγεῖρον τὸν ἔρωτα), τὸ ΜΙΣΗΘΡΟΝ (τὸ ἀντίθετον τοῦ φίλτρου, ἐκ τοῦ μισῶ), τὸ ΦΟΡΒΙΟΝ (κατὰ τὸν Ἡσύχιον, ἐκ τοῦ φέρβω =τρέφω, ὅπερ ἐκ τοῦ θέρω =θερμαίνω), ἡ ΔΡΟΓΗ (ἀντιδάνειον ἐκ τοῦ λατινικοῦ drogia*2, ὅπερ ἐκ τοῦ tragemata κι αὐτὸ ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ τραγήματα < τραγηματίζω=μασσουλάω) κ.ἄ. 

Ὡς πρὸς τοὺς τύπους τῶν φαρμάκων στὴν ἀρχαία γραμματεία μας βρίσκουμε διάφορες λέξεις ἐνδεικτικὲς αὐτῶν, ποὺ ἀποδεικνύουν πὼς δὲν τοὺς ἔλειπε τίποτα. Ἔτσι συναντῶμεν τὰ ΚΑΤΑΠΟΤΙΑ ( < καταπίνω), ὅπου στὴν κατηγορία αὐτὴ συμπεριελαμβάνοντο διάφορα ΕΚΛΕΙΓΜΑΤΑ ( < ἐκλείχω =γλείφω, κατατρώγω)/ ΜΑΤΖΟΥΝΙΑ ( < μασσῶ), ὅπως οἱ ΤΡΟΧΙΣΚΟΙ (δισκία σὲ σχήμα κυκλικόν, περιέχοντα μέλι μὲ κάποιο βότανον, τὰ ὁποῖα ἔλιωναν βραδέως στὸ στόμα, κάτι σὰν τὴν σημερινὴ παστίλλια) καὶ τὰ ΣΦΑΙΡΙΑ ( ἐκλήθησαν ἔτσι λόγῳ τοῦ σχήματός τους, ἤτοι τὰ χάπια ἐκ τοῦ χάπτω).
Ἀκόμα ὑπῆρχαν τὰ ΠΟΤΗΜΑΤΑ, μετέπειτα ΜΕΛΙΤΩΜΑΤΑ/ ΣΙΡΟΠΙΑ [ < ἐκ τοῦ σεραπίου (κοινῶς τὸ σαλέπι), διότι εἶναι κατάλληλον γιὰ τὴν ἀνακούφισιν τοῦ βηχός, τοῦ στομαχοπόνου κ.ἄ].

Εὑρεῖα χρῆσιν στὴν φαρμακευτικὴ εἶχαν τὰ ΑΦΕΨΗΜΑΤΑ ( < ἀπὸ + ἕψω =βράζω)/ ΑΠΟΖΕΜΑΤΑ, τὰ ΕΓΧΥΜΑΤΑ (τὰ ὁποῖα ἐνέχεαν στὰ διάφορα ὄργανα) καὶ τὰ ΒΑΜΜΑΤΑ ( < βάπτω =βυθίζω) ἀπὸ διάφορα φυτά… Ὑπῆρχαν ἐπιπλέον διάφορες ΑΛΟΙΦΕΣ ( «παρὰ τὴν ἐξ αὐτοῦ ἁλέα, ὅ ἐστὶ θέρμανσις», Μέγα Ἐτυμολογικόν, διότι παράγουν θερμότητα λόγῳ τῆς τριβῆς τους μὲ τὸ σῶμα), ΚΟΛΛΥΡΙΑ ( =πολτός, πηλός < κόλλιξ, κολλύρα =κουλούρι), διάφορες κόνεις ( =σκόνες), ὅπως τὸ ΞΗΡΙΟΝ ( =ἀποξηραντικὴ κόνις γιὰ τὰ ἕλκη), τὸ ΜΑΝΝΩΔΕΣ ( < μάννα =μικρὸν τεμάχιον, κόκκος), τὸ ΕΥΑΦΙΟΝ ( < εὖ + ἅπτω, φάρμακον πρὸς ἐπάλειψιν).
Χρησιμοποιοῦσαν ἐπίσης ΕΜΠΛΑΣΤΡΑ (τὰ ὁποῖα συνήθως ἦταν μείγματα κηροῦ μὲ διάφορα φυτὰ σὲ σκόνη)/ ΕΠΙΘΕΜΑΤΑ ( < ἐπί + θέτω) ἤ καὶ σκέτα ΚΗΡΩΤΑ ( ὁ κηρωτής ἤ κηρωτόν ἐκ τοῦ κηρός, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἰταλικὸ «τσιρότο» ), ΜΑΛΑΓΜΑΤΑ (ποὺ εἶχαν ὡς βάσιν κάποιο ἔλαιον, ῥητίνη, κόμμι, λίπος καὶ μὲ τὰ ὁποῖα ἔκαναν μαλάξεις), ΚΑΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ ( πολτώδη σκευάσματα περιβεβλημένα ἀπὸ μαλακὸν ὕφασμα), ΒΑΛΑΝΟΥΣ ( =ὑπόθετα, λόγῳ τοῦ ὅτι τὸ σχῆμα τους ὁμοιάζει μὲ βελανίδι), ΟΔΟΝΤΟΣΜΗΓΜΑΤΑ ( =ὀδοντόκρεμες) κ.ἄ πολλά.

Ἐντυπωσιακὸν εἶναι πὼς εἶχαν λεπτομερῆ καὶ ἀκριβῆ γνῶσιν τῶν δυνατοτήτων τοῦ κάθε φαρμάκου καὶ ἤξεραν καὶ τὶς ἀκριβεῖς δοσολογίες γιὰ τὸ καλλίτερον δυνατὸν ἀποτέλεσμα. Ἔτσι ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες ὑποκατηγορίες φαρμάκων μὲ βάσιν τὴν χρησιμότητά τους, ὅπως ἦταν τὰ ΛΗΘΗΚΕΑ ( < λήθη), ποὺ ἦταν ἀγχολυτικά-χαλαρωτικὰ καὶ ἔκαναν τὸν ἀσθενῆ νὰ ξεχνᾶ τὰ βάσανά του, τὰ ΑΙΜΟΣΤΑΤΙΚΑ, τὰ ΤΟΞΙΚΑ ( < τόξον, μὲ τὰ ὁποῖα ἄλειφαν τὰ τόξα τους οἱ βάρβαροι*3 γιὰ νὰ ἐπιφέρουν σίγουρον θάνατον, ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξις «τοξικός» σημαίνει τὸν δηλητηριώδη), τὰ ΩΚΥΤΟΚΙΑ ( < ὠκύς =γρήγορος +τοκετός, φάρμακα ποὺ ἐπετάχυναν τὴν διαδικασία τοῦ τοκετοῦ), τὰ ΔΙΕΚΒΟΛΙΑ ( φάρμακα πρὸς ἐκβολὴ νεκροῦ ἐμβρύου) κοκ.

[*1 Ἡ «χημεία» προέρχεται ἐκ τοῦ λατ. «alchemia», ὅπερ ἐκ τοῦ ἀραβικοῦ «al-kimiya» καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν χυμεία, ἡ χύμευσις, ἤτοι ἡ συγχώνευσις. Ἡ χυμεία λοιπὸν ἀνάγει τὴν ῥίζα της στὴν λέξιν «χυμός». Τὸ ἀντιδάνειον μέσῳ τῶν Λατίνων μετέτρεψε τὴν λέξιν νὰ γράφεται μὲ -η- ]. 

[*2 Τράγημα εἶναι τὸ ἐπιδόρπιον, τὰ τρωγάλια, κι αὐτὸ ἴσως ἐκ τοῦ δράξ ( =τὸ κοῖλον τῆς παλάμης, βλ. δραχμή), ἐξ οὗ καὶ ἐκτὸς τῶν βαρβαρικῶν ναρκωτικῶν «drugDrogendrogadrogues», ἔχουμε καὶ τὰ διάφορα ἐπιδόρπια, ζαχαρωτά «dragéesgragea κλπ» ].

[*3 Οἱ Ἕλληνες δὲν ἦταν ἐκήβολοι, ἀλλὰ ἀγχίμαχοι. Θεωροῦσαν ὑποτιμητικὸν νὰ μάχεται κανεὶς μὲ τόξον, διὰ ἀποστάσεως καὶ ὄχι κατὰ πρόσωπον μὲ τὸν ἐχθρόν του. Ἐξ οὗ καὶ στὴν Ἱλιάδα συναντῶμεν τὸν Ἔκτορα νὰ λοιδορεῖ καὶ νὰ μέμφει τὸν ἀδερφόν του, Πάριν καὶ γιὰ αὐτό. Δὲν εἶναι τυχαῖον πὼς ὁ Ὅμηρος τὸν ἀποκαλεῖ (καὶ) Πάριν, δηλαδὴ δειλόν (παρά + ἴς =δύναμις) ἐνῶ τὸ πραγματικὸν ὄνομά του εἶναι Ἀλέξανδρος]. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΜΕΡΟΣ 11ον)

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Β’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΠΕΡΙ ΕΥΣΧΗΜΟΣΥΝΗΣ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ», Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΙ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΚΑΤ’ ΙΗΤΡΕΙΟΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΡΙ ΚΡΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ», ΓΑΛΗΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΔΟΓΜΑΤΩΝ», ΓΑΛΗΝΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ», ΕΛΕΝΗ ΣΚΑΛΤΣΑ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΑΡΘΡΩΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ», «DICTIONNAIRE ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE», ERNOUT-MEILLET, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΠΕΡΙ ΥΛΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ», ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (