ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ, ΤΟ ΟΡΟΣΗΜΟΝ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ
Δάσκαλος τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἦταν ὁ
Κένταυρος Χείρων, στὸν ὁποῖον τὸν πῆγε ὁ πατήρ του, Ἀπόλλων μετὰ τὴν γέννησίν
του ( Χείρων < χείρ, δεινὸς χειρουργός, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά του «ἀπὸ τοῦ
διὰ τῆς χειρῶν θεραπείας, τῆς ἐν ταῖς χειρουργίαις καὶ ῥιζοτομίαις· ἰατρὸς γάρ»,
Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα . Ὁ Χείρων εἶχε διδάξει καὶ σὲ πάμπολλους ἄλλους μεγάλους ἥρωες
τὴν τέχνη του, ὅπως ἦταν ὁ Ἀχιλλεύς, ὁ Παλαμήδης, ὁ Ἰάσων κ.ἄ).
Καὶ ὅπως μᾶς ἐνημερώνει στὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα τῆς «Βιβλιοθήκης» ὁ Ἀπολλόδωρος, ὁ Ἀσκληπιὸς δὲν ἐμπόδιζε μόνον τὸν θάνατον, ἀλλὰ «ἀνήγειρε ( =ἀνέσταινε) καὶ τοὺς ἀποθανόντας» :
«…καιομένης δὲ αὐτῆς ἁρπάσας τὸ βρέφος ἐκ τῆς πυρᾶς πρὸς
Χείρωνα τὸν Κένταυρον ἤνεγκε, παρ᾽ ᾧ καὶ τὴν ἰατρικὴν καὶ τὴν κυνηγετικὴν
τρεφόμενος ἐδιδάχθη. καὶ γενόμενος χειρουργικὸς καὶ τὴν τέχνην ἀσκήσας ἐπὶ πολὺ
οὐ μόνον ἐκώλυέ τινας ἀποθνήσκειν, ἀλλ᾽ ἀνήγειρε καὶ τοὺς ἀποθανόντας· παρὰ γὰρ
Ἀθηνᾶς λαβὼν τὸ ἐκ τῶν φλεβῶν τῆς Γοργόνος ῥυὲν αἷμα, τῷ μὲν ἐκ τῶν ἀριστερῶν ῥυέντι
πρὸς φθορὰν ἀνθρώπων ἐχρῆτο, τῷ δὲ ἐκ τῶν δεξιῶν πρὸς σωτηρίαν, καὶ διὰ τούτου
τοὺς τεθνηκότας ἀνήγειρεν. [εὗρον δέ τινας λεγομένους ἀναστῆναι ὑπ᾽ αὐτοῦ,
Καπανέα καὶ Λυκοῦργον, ὡς Στησίχορός φησιν <ἐν> Ἐριφύλῃ, Ἱππόλυτον, ὡς ὁ
τὰ Ναυπακτικὰ συγγράψας λέγει, Τυνδάρεων, ὥς φησι Πανύασις, Ὑμέναιον, ὡς οἱ Ὀρφικοὶ
λέγουσι, Γλαῦκον τὸν Μίνωος, ὡς Μελησαγόρας λέγει]. Ζεὺς δὲ φοβηθεὶς μὴ
λαβόντες ἄνθρωποι θεραπείαν παρ᾽ αὐτοῦ βοηθῶσιν ἀλλήλοις, ἐκεραύνωσεν αὐτόν»,
(Ἀπολλόδωρος, «Βιβλιοθήκη», 10,3/10,4).
Τὰ ἴδια λέγουν καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἐνδεικτικῶς :
«Ἀσκληπιὸς δὲ <καὶ> μειζόνων ἔτυχεν, ἀνιστάναι μὲν
τεθνεῶτας, νοσοῦντας δὲ ἰᾶσθαι· διὰ δὲ ταῦτα θεὸς ὣς παρ’ ἀνθρώποις ἀείμνηστον
κλέος ἔχει», (Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 1,6)
«ἄνδρα ἐκ θανάτου κομίσαι, ἤδη ἁλωκότα», (Πίνδαρος, Πυθ. Γ’)
«τὸν ὀρθοδαῆ τῶν φθιμένων ἀνάγειν, Ζεὺς ἀπέπαυσεν», (
Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, 1022)
Ὁ Ἀπολλόδωρος γράφει πὼς ὁ Ἀσκληπιὸς ἔλαβε ἀπὸ τὴν θεὰ τῆς
σοφίας, Ἀθηνᾶ τὸ ῥυὲν αἷμα ἐκ τῶν φλεβῶν τῆς ὀφιοπλοκάμου ( = ἡ ἔχουσα φίδια γιὰ
πλοκάμους-πλεξίδες) Γοργοῦς/Μεδούσης, τὸ ὁποῖον ἔχρησιμοποιεῖτο καὶ γιὰ τὴν
φθορά ( τὸ ἐξ ἀριστερῆς φλεβὸς ῥυὲν αἷμα της ἦταν φαρμάκι), ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν
σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ( τὸ ἐκ τῆς δεξιᾶς φλεβὸς ῥυὲν αἷμα της ἦταν φάρμακον). Καὶ
ἀναφέρει καὶ διαφόρους ὑπ’ αὐτοῦ ἀναστηθέντες, ὅπως τὸν Καπανέα, τὸν Λυκοῦργον,
τὸν Ἱππόλυτον, τὸν Τυνδάρεων, τὸν Γλαῦκον κ.ἄ.
Ὁ μῦθος σχετικῶς μὲ τὴν σωτηρία τοῦ υἰοῦ τοῦ Μίνωος, Γλαύκου εἶναι διττὸς καθῶς ἄλλοι λέγουν πὼς τὸν ἔσωσε ὁ μάντης Πολύιδος καὶ ἄλλοι ὁ Ἀσκληπιός. Σὲ κάθε περίπτωσιν ὁ μῦθος ἀναφέρει πὼς ὅταν ὁ Γλαῦκος ἔπεσε σὲ ἕνα πιθάρι μέλι καὶ ἐπνίγη, ὁ σωτήρ του τὸν ἐθεράπευσε καὶ πάλι μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς φιδιοῦ. Λέγεται στὴν ἐκδοχὴ μὲ τὸν Πολύιδον πὼς καθήμενος δίπλα στὸν νεκρόν γιὰ νὰ τὸν ἀναστήσει, ἐνεφανίσθη μπροστά του ἕνα φίδι καὶ φοβηθεὶς αὐτὸς τὸ σκότωσε. Ἀμέσως ἐνεφανίσθη ἄλλος ὄφις κρατώντας στὸ στόμα του χόρτον, τὸ ὁποῖον ἀγγίζοντας τὸν σκοτωμένον ὄφιν, τὸν ἀνέστησε. Ἔτσι ὁ Πολύιδος κατάλαβε πὼς ἡ λύσις ηὑρίσκετο στὸ δηλητήριο τοῦ φιδιοῦ καὶ ἀγγίζοντας μὲ αὐτὸ τὸν Γλαῦκον κατάφερε νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν ζωή.
Ἡ ἄλλη ἐκδοχὴ θέλει τὸν Ἀσκληπιὸν εὑρισκομένον στὸ Ἀσκληπιεῖον τῆς Ἐπιδαύρου
μαζὶ μὲ τὸν νεκρὸν Γλαῦκον, νὰ προσεγγίζεται καὶ πάλι ἀπὸ ἕνα ἱερὸν φίδι, ἀπὸ τὰ
πολλὰ ποὺ ηὑρίσκοντο στὴν Ἐπίδαυρον. Καθήμενος ὁ Ἀσκληπιὸς κοντὰ στὸν Γλαῦκον
καὶ κρατώντας τὴν ῥάβδον του, βλέπει νὰ τυλίγεται γύρω της ἕνας ὄφις. Ὁ Ἀσκληπιὸς
χτυπώντας το, τὸ σκότωσε. Ἔπειτα βλέπει ἄλλον ὄφιν νὰ πλησιάζει τὸ νεκρὸ φίδι
καὶ νὰ τὸ ἀνασταίνει, δάκνοντάς το. Τότε ὁ Ἀσκληπιὸς ἀντελήφθη πὼς τὸ
δηλητήριον τοῦ ὄφεως εἶναι δυνητικῶς θεραπευτικὸν, ὅσο καὶ θανάσιμον, ὅπως ὑποδεικνύει
καὶ τὸ ὄνομά του [ < «ΦΑΡΜΑΚΟΝ, παρὰ τὸ φέρειν ἄκος ( =θεραπεία) καὶ ἄχος
( =λύπη)», Μέγα Ἐτυμολογικόν] καὶ παρεσκεύασε ἐξ αὐτοῦ τὸ φάρμακον τῆς ἀθανασίας.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Ὅμηρος ὁρίζει στὸ δ’ τῆς Ὀδυσσείας (230) :
«Φάρμακα πολλὰ μὲν ἐσθλά….πολλὰ δὲ λυγρά».
Ὁ Ζεὺς ἔπειτα τὸν τιμώρησε γι’ αὐτό, καθῶς παρενέβαινε στὸν
κύκλον τῆς ζωῆς καὶ δι’ὅ τὸν κατεκεραύνωσε, ὀργίζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸν Ἀπόλλωνα,
ποὺ τὸν ἐκδικήθηκε σκοτώνοντάς του τοὺς κατασκευαστὲς τῶν κεραυνῶν, Κύκλωπες ( «Ζεὺς
γὰρ κατακτὰς παῖδα τὸν ἐμὸν αἴτιος Ἀσκληπιόν, στέρνοισιν ἐμβαλὼν φλόγα· οὗ δὴ
χολωθεὶς τέκτονας Δίου πυρὸς κτείνω Κύκλωπας», Ἄλκηστις, 3-6, Εὐριπίδης ).
Συνοπτικῶς καὶ σχετικῶς μὲ τὸν μῦθον, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ
λόγος ποὺ ὁ Ἀσκληπιὸς ἀναπαρίσταται πάντοτε κρατώντας μία βακτηρία μὲ
τυλιγμένον γύρω της ἕναν ὄφιν, ἀλλὰ καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον μέχρι σήμερα τὸ
σύμβολον τῆς ἰατρικῆς καὶ τῆς φαρμακολογίας, ποὺ βλέπουμε στὰ φαρμακεῖα καὶ ἰατρεῖα
παγκοσμίως, εἶναι τὸ σκῆπτρον τοῦ Ἀσκληπιοῦ -ἄλλοτε καὶ τὸ κύπελλον τῆς κόρης του, Ὑγιείας μὲ τὸν περιειλημένον ὄφιν-.
(Πολλὲς φορὲς συναντῶμεν ὡς
σύμβολον τῆς ἰατρικῆς τὸ κηρύκειον τοῦ Ἑρμοῦ, μία ξύλινη ῥάβδον μὲ τυλιγμένα
γύρω της δύο φίδια καὶ στὴν κορυφὴ δύο φτερά. Ὁ Ἑρμῆς μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ἦταν
καὶ ὁ θεὸς τοῦ ἐμπορίου, ἀλλὰ καὶ ψυχοπομπός, ἤτοι συνόδευε τὶς ψυχὲς στὸν Ἄδη.
Κυττώντας κανεὶς τὸ τί κατήντησε νὰ θεωρεῖται «ἰατρική/ ἰατρὸς» σήμερα τείνει νὰ
πιστεύσει πὼς δὲν εἶναι καὶ τόσον μεγάλο σφάλμα τὸ κηρύκειον τοῦ ψυχοπομποῦ/
θεοῦ τοῦ ἐμπορίου Ἑρμοῦ στὴν θέσιν τοῦ σκήπτρου τοῦ Ἀσκληπιοῦ) !
Διόλου τυχαία δὲν εἶναι καὶ ἡ σύμπτωσις ( ! ) πὼς στὴν πανάρχαια ἑλληνικὴ
παράδοσιν, ἕνας ὄφις, ὁ Λάδων εἶχε ὁριστεῖ ἀπὸ τὴν Ἧρα νὰ φυλάττει τὸ δένδρον τῆς
αἰωνίου νεότητος, ποὺ προηγουμένως ἐφύλατταν οἱ Ἐσπερίδες καὶ ποὺ τῆς τὸ εἶχε
δωρίσει ἀπὸ τὰ σπλάχνα της ἡ Γαία ὡς γαμήλιον δῶρον, γιὰ τὸν γάμο της μὲ τὸν
Δία. Τὸ δἐνδρον ἦταν μία μηλιὰ ( ἐξ οὗ καὶ τὰ χρυσᾶ μῆλα τῶν Ἐσπερίδων) καὶ ὁ
Λάδων, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἀπολλόδωρος στὴν «Βιβλιοθήκη» ( Β’, 11) μᾶς ἐνημερώνει
πὼς «ἐχρῆτο δὲ φωναῖς παντοίες καὶ ποικίλαις» ! , ἦταν περιτυλιγμένος
γύρω της ὡς ἀκοίμητος φρουρός ( «Ἔχει δὲ Ἡρακλέα καὶ δένδρον, τὸ παρὰ Ἐσπέρισι,
τὴν μηλέαν καὶ περιελιγμένον τῇ μηλέᾳ τὸν δράκοντα», Παυσανίας, Ἑλλάδος
Περιήγησις, 6,19,8) . Αὐτὸ τὸ δένδρον τῆς νεότητος πολὺ μεταγενεστέρως φαίνεται
πὼς ἐνέπνευσε ἄλλους λαοὺς νὰ δημιουργήσουν τὶς «δικές» τους παραδόσεις μὲ ἐλάχιστες
διαφοροποιήσεις ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸν μῦθον στὰ ὀνόματα καὶ στὸν ῥόλον τῶν προσώπων
κατὰ τὸ δοκοῦν τοῦ ἑκάστοτε λαοῦ (π.χ. τὸ δένδρον νεότητος ἔγινε δένδρον ζωῆς/ ἱερὸν
δένδρον/ κοσμικὸν δένδρον κοκ. Ἡ μηλέα κατέληξε στοὺς Κέλτες βελανιδιά, στοὺς Ἰνδοὺς
συκιά κοκ. Οἱ Ἑβραῖοι διατήρησαν τὸ εἶδος τοῦ δένδρου, ἀλλὰ παρήλλαξαν τὰ ὀνόματα
καὶ τὸν ῥόλον τοῦ ὄφεως, ὅπως τοὺς ἐξυπηρετεῖ ).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου