«Φαμὲν δὴ τὸν θεὸν εἶναι ζῷον ἀΐδιον ( =αἰώνιον) ἄριστον…πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον εἶναι καθ᾽ αὑτό (διότι ἄν ἐκινεῖτο, κάτι ἄλλο θὰ τὸ εἶχε κινήσει, ἄρα δὲν θὰ ἦταν ἐκεῖνος ἡ ἀρχή καὶ ὁ κινὼν τὰ πάντα) », Ἀριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσικά, ΙΒ’, 1072, b/ 1073,a
«Τὸ πάλαι τε καὶ νῦν καὶ ἀεὶ ζητούμενον καὶ ἀεὶ ἀπορούμενον»,
Ἀριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσικά, Ζ’,Α’,1028,b
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες προσέγγισαν τὸ θεῖον διὰ τῆς ἐρεύνης τῆς
Δημιουργίας, τῆς κριτικῆς σκέψεως, τῆς παρατηρήσεως τῆς φύσεως, τῶν ἀστρονομικῶν
φαινομένων καὶ τῆς κωδικοποιήσεως τῆς γνώσεως αὐτῶν σὲ μύθους, τῆς φιλοσοφίας,
τοῦ ἐναρέτου βίου, τῆς πνευματικῆς ἀνυψώσεως καὶ ὄχι διὰ τῆς φενάκης, τοῦ
φόβου, τῶν ὑλικῶν ἀπολαύσεων, τῆς δεισιδαιμονίας καὶ τῶν ὅποιων ἥλων ( =καρφιῶν,
βλ. προσ-ηλυτισμός) κάθε θρησκεία θέτει ὡς προϋπόθεσιν τοῦ εὐλαβοῦς, εὐσεβοῦς
πιστοῦ- ἰδανικοῦ παραδείγματος.
Βεβαίως οἱ γνώσεις τῆς κοσμογονίας, τὰ περὶ τοῦ θείου, οἱ μῦθοι
τῶν Ἑλλήνων καὶ ὅποια ἄλλη χρήσιμος γνῶσις ἔγιναν πάρα πολὺ ἀργότερα ἀντικείμενον
παραποιήσεως, ἀντιγραφῆς καὶ σφετερισμοῦ τῶν γεγονότων κατὰ τὸ δοκοῦν τοῦ ἑκάστοτε
δόγματος, αἱρέσεως, θρησκείας κοκ, ποὺ ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν τους ὅλα ὁδηγοῦν
στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα…στὴν χειραγώγησιν καὶ στὸ νὰ καθάλλεται τὸ πνευματικὸ ὄν,
προσηλωμένον στὰ «πρέπει» μίας κατ’ἐπίφασιν πνευματικῆς ἀνυψώσεως, ἀγόμενον καὶ
φερόμενον δουλικὰ στὶς ὅποιες ἐπιταγές. Ἐπιταγὲς ποὺ γίνονται ἀποδεκτὲς ἑκουσίως,
διότι ὅπως λέγει καὶ ὁ Πλούταρχος («Περὶ δεισιδαιμονίας», 164e-165) :
«Τῆς περὶ θεῶν ἀμαθίας καὶ ἀγνοίας εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς δίχα ῥυείσης
τὸ μὲν ὥσπερ ἐν χωρίοις σκληροῖς τοῖς ἀντιτύποις ἤθεσι τὴν ἀθεότητα, τὸ δ´ ὥσπερ
ἐν ὑγροῖς τοῖς ἁπαλοῖς τὴν δεισιδαιμονίαν πεποίηκεν. Ἅπασα μὲν οὖν κρίσις
ψευδής, ἄλλως τε κἂν ᾖ περὶ ταῦτα, μοχθηρόν· ᾗ δὲ καὶ πάθος πρόσεστι,
μοχθηρότατον. Πᾶν γὰρ πάθος ἔοικε ἀπάτη φλεγμαίνουσα εἶναι· καὶ καθάπερ αἱ μετὰ
τραύματος ἐκβολαὶ τῶν ἄρθρων, οὕτως αἱ μετὰ πάθους διαστροφαὶ τῆς ψυχῆς
χαλεπώτεραι…Οὐκοῦν καὶ περὶ ὧν ὁ λόγος, ἡ μὲν ἀθεότης κρίσις οὖσα φαύλη τοῦ μηδὲν
εἶναι μακάριον καὶ ἄφθαρτον εἰς ἀπάθειάν τινα δοκεῖ τῇ ἀπιστίᾳ τοῦ θείου
περιφέρειν, καὶ τέλος ἐστὶν αὐτῇ τοῦ μὴ νομίζειν θεοὺς τὸ μὴ φοβεῖσθαι· τὴν
δεισιδαιμονίαν δὲ μηνύει καὶ τοὔνομα δόξαν ἐμπαθῆ καὶ δέους ποιητικὴν ὑπόληψιν
οὖσαν ἐκταπεινοῦντος καὶ συντρίβοντος τὸν ἄνθρωπον, οἰόμενον μὲν εἶναι θεούς, εἶναι
δὲ λυπηροὺς καὶ βλαβερούς. ἔοικε γὰρ ὁ μὲν ἄθεος ἀκίνητος εἶναι πρὸς τὸ θεῖον, ὁ
δὲ δεισιδαίμων κινούμενος ὡς οὐ προσήκει διαστρέφεσθαι. Ἡ γὰρ ἄγνοια τῷ μὲν ἀπιστίαν
τοῦ ὠφελοῦντος ἐμπεποίηκε, τῷ δὲ καὶ δόξαν ὅτι βλάπτει προστέθεικεν. Ὅθεν ἡ μὲν
ἀθεότης λόγος ἐστὶ διεψευσμένος, ἡ δὲ δεισιδαιμονία πάθος ἐκ λόγου ψευδοῦς ἐγγεγενημένον…
Μόνος δ´ ὁ φόβος, οὐχ ἧττον ὢν τόλμης ἐνδεὴς ἢ λογισμοῦ, ἄπρακτον ἔχει καὶ ἄπορον
καὶ ἀμήχανον τὸ ἀλόγιστον… Φόβων δὲ πάντων ἀπρακτότατος καὶ ἀπορώτατος ὁ τῆς
δεισιδαιμονίας. Οὐ φοβεῖται θάλατταν ὁ μὴ πλέων οὐδὲ πόλεμον ὁ μὴ
στρατευόμενος, οὐδὲ λῃστὰς ὁ οἰκουρῶν…οὐδὲ κεραυνὸν ὁ ἐν Αἰθίοψιν· ὁ δὲ θεοὺς
δεδιὼς πάντα δέδιε, γῆν θάλατταν ἀέρα οὐρανὸν σκότος φῶς κληδόνα σιωπὴν ὄνειρον».
( =Ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ ἄγνοια περὶ τοῦ θείου χωρίζεται εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς
σὲ δύο ρεύματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα δημιουργεῖ στοὺς σκληροὺς χαρακτῆρες, σὰν
πάνω σὲ τραχὺ ἔδαφος τὴν ἀθεΐα καὶ στοὺς ἁπαλοὺς χαρακτῆρες, σὰν σὲ ὑγρὰ ἐδάφη τὴν
δεισιδαιμονία. Ὁποιαδήποτε ψευδὴς ἀντίληψις, ἰδίως ἄν ἀφορᾶ τὰ ζητήματα αὐτά, εἶναι
πρᾶγμα μοχθηρόν, ἄν μάλιστα προσυπάρχει καὶ πάθος (φανατισμός) εἶναι πρᾶγμα
μοχθηρότατον. Κάθε πάθος ἄλλωστε ὁμοιάζει μὲ νοσηρὴ ἀπάτη. Ὅπως λοιπὸν οἱ ἐξαρθρώσεις
ποὺ συνοδεύονται ἀπὸ τραυματισμὸ εἶναι χαλεπές, ἔτσι καὶ οἱ ψυχικὲς διαστροφὲς
ποὺ συνοδεύονται ἀπὸ πάθος εἶναι χαλεπώτερες…Ἔτσι λοιπὸν καὶ σὲ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα
γίνεται λόγος, ἀφ’ἑνὸς ἡ ἀθεΐα, εἶναι ἡ φαύλη κρίσις/πεποίθησις πὼς δὲν ὑπάρχει
τίποτα μακάριο καὶ ἄφθαρτο, καὶ ὁδηγεῖ μὲ τὴν ἔλλειψιν πίστεως στὸ θεῖον/ἀπάθεια,
σὲ κάποιου εἴδους ἔλλειψιν ἀντιλήψεως καὶ καταλήγει (ὁ ἄθεος) μὲ τὸ νὰ μὴ
πιστεύει στοὺς θεοὺς, στὸ νὰ μὴ τοὺς φοβᾶται. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ δεισιδαιμονία, ὅπως
φανερώνει καὶ τὸ ὄνομά της εἶναι πεποίθησις ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ πάθος καὶ
κρίσις ποὺ δημιουργεῖ δέος τὸ ὁποῖον ταπεινώνει καὶ συντρίβει ἐντελῶς τὸν ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος πιστεύει πὼς ὑπάρχουν μὲν οἱ θεοὶ, ἀλλὰ πὼς αὐτοὶ προκαλοῦν λύπη καὶ
βλάβη. Ὅπως φαίνεται ὁ μὲν ἄθεος εἶναι ἀκίνητος ὅσον ἀφορὰ στὸ θεῖον, ὁ δὲ
δεισιδαίμων κινεῖται μὲ τρόπον ποὺ δὲν πρέπει, ἐκτρεπόμενος ἀπὸ τὸ
σωστόν/διαστρεφόμενος. Ἡ ἄγνοια δηλαδὴ στὸν ἕναν (τὸν ἄθεον) προκαλεῖ ἀπιστία
στὸ θεῖον ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσει καὶ στὸν ἄλλον (τὸν φανατισμένο) ἐμφανίζεται/τοῦ
προσθέτει τὴν ἰδέα ὅτι (ὁ Θεὸς) μπορεῖ νὰ τοῦ προκαλέσει βλάβη. Ἔτσι ἡ ἀθεΐα εἶναι
λόγος ψευδής, ἡ δὲ δεισιδαιμονία πάθος ποὺ προέρχεται ἀπὸ ψευδῆ λόγον…Ὁ φόβος
λόγῳ ἐλλείψεως τόλμης, κρατᾶ τὸν ἄνευ λογισμοῦ ἄπρακτον/ἀδρανῆ, ἀδιόρθωτον καὶ ἀδύναμον.
Ἀπὸ ὅλους τοὺ φόβους ὁ ἀπρακτότατος καὶ ἀπορώτατος εἶναι αὐτὸς τῆς δεισιδαιμονίας.
Δὲν φοβεῖται τὴν θάλασσα ὁ μὴ πλέων, οὔτε τὸν πόλεμον ὁ μὴ στρατευόμενος, οὔτε
τοὺς ληστὲς αὐτὸς ποὺ μένει στὸ σπίτι νὰ τὸ φυλάττει…οὔτε τοὺς κεραυνοὺς ὁ
-διαμένων- στοὺς Αἰθίοπας/στὴν Αἰθιοπία. Αὐτὸς ποὺ φοβεῖται τοὺς θεοὺς, φοβεῖται
τὰ πάντα, γῆ, θάλασσα, ἀέρα, οὐρανόν, σκότος, φῶς, τὸν θόρυβον, τὴν σιωπή, τὸ ὄνειρο).
Γι’αὐτὸ καὶ καταλήγει στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος»,
(67-68) :
«ἔνιοι γὰρ ἀποσφαλέντες παντάπασιν εἰς δεισιδαιμονίαν ὤλισθον,
οἱ δὲ φεύγοντες ὥσπερ ἕλος τὴν δεισιδαιμονίαν ἔλαθον αὖθις ὥσπερ εἰς κρημνὸν ἐμπεσόντες
τὴν ἀθεότητα. Διὸ δεῖ μάλιστα πρὸς ταῦτα λόγον ἐκ φιλοσοφίας μυσταγωγὸν ἀναλαβόντας
ὁσίως διανοεῖσθαι τῶν λεγομένων καὶ δρωμένων ἕκαστον… ἵνα μη…ἐξαμαρτάνωμεν»
( =Κάποιοι σφάλλοντας παντελῶς ὠλίσθησαν στὴν δεισιδαιμονία,
καὶ ὅσοι ἀπέφυγαν τὸν βοῦρκον τῆς δεισιδαιμονίας, ἔπεσαν χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν
στὸν γκρεμὸν τῆς ἀθεΐας. Γι’αὐτὸ καὶ πρέπει κυρίως πρὸς αὐτὰ τὰ θέματα τὸν
λόγον ἀπὸ τὴν φιλοσοφία νὰ λάβουμε ὡς μυσταγωγὸν καὶ νὰ διανοούμαστε μὲ εὐλάβεια
τὰ λεγόμενα καὶ τὸ κάθε δρώμενον…γιὰ νὰ μὴν κάνουμε λάθος).
Καὶ οἱ διάφορες θρησκεῖες, ὅπως τὶς ἀντιλαμβανόμεθα σήμερον δὲν
δημιουργήθηκαν σὲ βάσιν γνώσεως καὶ ἐπιστήμης, ἀλλὰ σὲ βάσιν παραποιήσεως τῆς
πραγματικότητος καὶ φαντασίας. Διότι ἄν καὶ ἡ λέξις «ΘΡΗΣΚΕΙΑ» ἐδημιουργήθη
λόγῳ τῶν Θρακῶν μὲ σκοπὸν τὴν τιμὴ στὸν Θεόν ( θρησκεία < «ἐκ τῆς Θρακός ἐπιμελείας
περὶ τὸ θεῖον, θρηκεία καὶ θρησκεία», Ἄννα Τζιροπούλου, «ἡ θρησκεία ὠνομάσθη
ἀπὸ τοῦ Θρακία, ἐπειδὴ οἱ Θρᾶκες κατέστησαν αὐτὴν πρῶτον», Ἀθ. Σταγειρίτης,
«Λέγεται γὰρ ὅτι Ὀρφεὺς ὁ Θρᾷξ πρῶτος ἐτεχνολόγησε τὰ Ἑλλήνων μυστήρια, καὶ
τὸ τιμᾶν τὸ θεῖον θρησκεία ἐκάλεσε», λεξικὸν Σουΐδα, «Παρὰ τὴν Θρακῶν ἐπιμέλειαν
τὴν πρὸς τὸ θεῖον καὶ τὴν Ὀρφέως ἱερουργίαν. Οὗτοι πρῶτοι ἐξεῦρον τὴν
περὶ τὸ θεῖον εὔνοιαν», Μέγα Ἐτυμολογικόν), κατήντησε σήμερα στὸ ἀκριβῶς ἀντίθετον
καὶ ὡδήγησε στὸ ἀκριβῶς ἀνάποδον· ὅσον προσκολλᾶ κανεὶς σ’αὐτὲς, τόσον ἀπομακρύνεται
ἀπὸ τὸν Θεόν, ὡσὰν σὲ κλάσμα ποὺ τοῦ αὐξάνεις τὸν παρονομαστή, νομίζοντας πὼς θὰ
πετύχεις μεγαλύτερον πηλίκον!
Ὅσα οἱ Ἕλληνες ἀφηγήθηκαν
ἤ κωδικοποίησαν μέσω ἀλληγορίας σὲ μύθους ( < μύω =κλείνω, ὁ κλειστός,
κεκαλυμμένος λόγος), ἀργότερα παρηλλάχθησαν σὲ παρα-μύθια, κι ὁ μύθος-λόγος,
κατέληξε νὰ γίνει παραμύθι-παράλογον, γεννώντας ἀμαθεῖς φοβισμένους
δεισιδαίμονες καὶ ἀπελπισμένους ἀθέους, καθῶς πάντοτε τὸ ἄνευ λογικῶν ἐρεισμάτων
ἀφήγημα προσκρούει ἐνστικτωδῶς στὴν πρωτόγονη ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου, στὴν εἰδοποιὸν
διαφορά του ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα, τὴν ΛΟΓΙΚΗ. Καὶ ὁ,τιδήποτε πέραν αὐτῆς γεννᾶ
φόβον. Καὶ ὁ φόβος καὶ ἡ ἀπελπισία ἀργὰ ἤ γρήγορα ὁδηγεῖ σὲ ἀνελευθερία καὶ
δουλικότητα.
Ἄξιον νὰ γραφτεῖ εἶναι πὼς κάποτε στὴν ὑποδουλωμένη Ἑλλάδα
τοῦ 1806 ἕνας ἀνώνυμος Ἕλλην συγγραφεὺς κυκλοφόρησε στὴν Ἰταλία ἕνα κείμενον μὲ
τίτλον «Ἑλληνικὴ Νομαρχία», μὲ σκοπὸ νὰ ὑπενθυμίσει στοὺς ὑποδούλους Ἕλληνες πὼς
δὲν εἶναι παιδιὰ δούλων, δεισιδαιμόνων, φοβισμένων ῥαγιάδων, ἀλλὰ ἐνδόξων,
γενναίων, ἐλευθέρων Ἑλλήνων. Ἔγραφε λοιπὸν μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:
«Ὁ Ζεύς, λέγει ὁ φιλόσοφος ποιητὴς Ὅμηρος, ὑστερεῖ τὸ ἥμισυ
τοῦ λογικοῦ ἀπὸ ἕνα λαὸν ὑποδουλωμένον, εἰς τρόπον ὁποὺ φαίνεται φανερῶς, ὅτι ἐνόμιζεν
τοὺς δούλους νὰ εἶναι μιᾶς διαφορετικῆς φύσεως, καὶ πολλὰ κατωτέρας ἱκανότητος ἀπὸ
τοὺς ἐλευθέρους. Τόσον δὲ ἀναγκαίαν τὴν ἐλευθερίαν ἔκρινε εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὁποὺ
χωρὶς αὐτὴν δὲν μποροῦσε νὰ ὀνομασθῇ ἄνθρωπος. Ἡ ἐλευθερία λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, εἰς
ἡμᾶς εἶναι, ὡς ἡ ὅρασις εἰς τοὺς ὀφθαλμούς. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐλεύθερος,
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσῃ τὴν διαφοράν του ἀπὸ τὸν δοῦλον, καὶ ἐξακολούθως εἶναι
ἀναγκαῖον πρᾶγμα εἰς τὸν δοῦλον νὰ γνωρίσῃ τὴν ἐλευθερίαν, διὰ νὰ μισήσῃ τὴν
δουλείαν, καὶ νὰ τὴν ἀποστραφῇ…Αὐταὶ αἱ τυραννίαι, ὦ Ἕλληνες, εἶναι συνθεμέναι ἀπὸ
θεοκρατίαν καὶ ὀλιγαρχίαν…Οἱ ἱερεῖς, ἀγαπητοί μου, φυλάττοντες ἕνα σκοπὸν
καθόλου διάφορον, ἀπὸ τοὺς λοιποὺς συμπολίτας, πάντοτε ἐπροσπάθησαν, μὲ τὸ
μέσον τῆς θεότητος, νὰ καταδυναστεύσουν τοὺς συμπολίτας των, καθὼς μέχρι τῆς
σήμερον, μὲ τὴν ἀμάθειαν καὶ κακομάθησιν ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ των. Αὐτοί,
καλύπτοντες μὲ τίτλον ἁγιότητος τὰ πλέον φανερὰ ψεύματα, ἐγέμισαν τοὺς ἀδυνάτους
νόας τοῦ λαοῦ ἀπὸ μίαν τοσαύτην δεισιδαιμονίαν, ὥστε ὁπού, ἀντὶ νὰ ὀνομάσουν ψεῦμα
τὸ ἀδύνατον, τὸ ὀνομάζουν ἅγιον, καὶ οὕτως ἀδιστάκτως πιστεύουσιν εἰς κάθε τους
λόγον, οὔτε τολμοῦσι νὰ ἐξετάσωσι τὸ παραμικρόν, μάλιστα δὲ τοὺς εἶναι ἐμποδισμένον».
Καὶ φυσικῶς πρέπει νὰ γραφτεῖ πὼς οἱοσδήποτε ἄνθρωπος ἔχει
δικαίωμα νὰ πιστεύει ὁποτεδήποτε σὲ ὁ,τιδήποτε. Ὅμως ἔχει ὑποχρέωσιν στὸ εἶδος
του, τὸ ὁποῖον ξεχωρίζει διὰ τῶν ὑπολοίπων ζώων ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι τὸ
μόνον ποὺ διαθέτει Λόγον νὰ καλλιεργεῖ τὸ πνεῦμα του ἀναλόγως, ἐρευνώντας γιὰ τὴν
ἀλήθεια καὶ ἀναζητώντας τὴν ἀρετή. Δύο ἔννοιες ποὺ δὲν περιορίζονται, οὔτε
παραλλάσσονται ἀναλόγως τῶν περιστάσεων, τῶν γεωγραφικῶν συνόρων, τῶν
σκοπιμοτήτων, τῶν συνθηκῶν κοκ. Κι ἀν μὴ τὶ ἄλλον δύο ἔννοιες ποὺ σίγουρα
σχετίζονται μὲ τὸ θεῖον.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου