Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 13ον)



20. Ἄλλο γεγονὸς ποὺ φαίνεται πὼς ἐνέπνευσε κάποιον/ους Ἑβραῖον-ους* νὰ γράψουν τὰ βιβλία «Μακκαβαίων» προέρχεται ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Γράφει ὁ Ἀρριανός ( «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις», ΣΤ’, 26) :

«ἰέναι μὲν τὴν στρατιὰν διὰ ψάμμου τε καὶ τοῦ καύματος ἤδη ἐπιφλέγοντος, ὅτι πρὸς ὕδωρ ἐχρῆν ἐξανύσαι· τὸ δὲ ἦν πρόσθεν τῆς ὁδοῦ· καὶ αὐτόν τε Ἀλέξανδρον δίψει κατεχόμενον μόλις μὲν καὶ χαλεπῶς, πεζὸν δὲ ὅμως ἡγεῖσθαι· ὣς δὲ καὶ τοὺς ἄλλους στρατιώτας, οἷάπερ φιλεῖ ἐν τῷ τοιῷδε, κουφοτέρως φέρειν τοὺς πόνους ἐν ἰσότητι τῆς ταλαιπωρήσεως. ἐν δὲ τούτῳ τῶν ψιλῶν τινας κατὰ ζήτησιν ὕδατος ἀποτραπέντας ἀπὸ τῆς στρατιᾶς εὑρεῖν ὕδωρ συλλελεγμένον ἔν τινι χαράδρᾳ οὐ βαθείᾳ, ὀλίγην καὶ φαύλην πίδακα· καὶ τοῦτο οὐ χαλεπῶς συλλέξαντας σπουδῇ ἰέναι παρ´ Ἀλέξανδρον, ὡς μέγα δή τι ἀγαθὸν φέροντας· ὡς δὲ ἐπέλαζον ἤδη, ἐμβαλόντας ἐς κράνος τὸ ὕδωρ προσενεγκεῖν τῷ βασιλεῖ. τὸν δὲ λαβεῖν μὲν καὶ ἐπαινέσαι τοὺς κομίσαντας, λαβόντα δὲ ἐν ὄψει πάντων ἐκχέαι».

Ὁ Ἀρριανὸς περιγράφει τὸ περιστατικὸν ὅπου ὁ Ἀλέξανδρος μαζὶ μὲ τὸ στράτευμά του σχεδὸν χαμένοι στὴν ἔρημον τῆς Γεδρωσίας, πεζοποροῦν συνεχῶς καταβεβλημένοι ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν δίψα. Ὁ μέγας στρατηλάτης περπατᾶ καὶ αὐτὸς μαζί τους, καθῶς θεωρεῖ ἄνισον νὰ ταλαιπωρεῖται λιγότερον ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του, μὲ κόπον κατάφεραν νὰ βροῦν καὶ νὰ συλλέξουν λίγον νερὸν μέσα σὲ ἕνα κράνος καὶ τρέχουν νὰ τὸ προσφέρουν στὸν Ἀλέξανδρον, θέλοντας νὰ τοῦ προσφέρουν μέγα ἀγαθόν. Ὁ Ἀλέξανδρος ἀφοῦ δέχεται τὸ κράνος, εὐχαριστεῖ τοὺς κομίσαντες αὐτό καὶ ἀρνεῖται νὰ πιεῖ τὸ περιεχόμενον, χύνοντάς το στὴν ἄμμο. Ἐφόσον δὲν φτάνει νὰ ξεδιψάσει τὸ στράτευμά του, δὲν πίνει οὔτε ὁ ἡγέτης του.

Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνονται στὰ βιβλία «Μακκαβαίων» κάποια χρόνια ἀργότερα, μὲ τὴν διαφορὰ πὼς ὁ Ἀλέξανδρος ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸν Δαυίδ. Γράφει στὸ Δ’ βιβλίο τῶν Μακκαβαίων (Γ’,6-12) :

«Τὸ τῆς, Δαυὶδ τοῦ βασιλέως, δίψης ἐπιλογίσασθαι. Δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας προσβαλὼν τοῖς ἀλλοφύλοις ὁ Δαυὶδ πολλοὺς ἀπέκτεινε…γενομένης δὲ ἑσπέρας, ἱδρῶν ( =ἱδρωμένος) ἐπὶ τὴν βασίλειον σκηνὴν ἦλθε...ὡς μάλιστα διψῶν, καίπερ ( =ἂν καὶ) ἀφθόνους ἔχων πηγάς, οὐκ ἠδύνατο ἐξ αὐτῶν ἰάσασθαι τὴν δίψαν, ἀλλά τις ἀλόγιστος ἐπιθυμία, τοῦ παρὰ τοῖς πολεμίοις ὕδατος...κατέφλεγε…Ὅθεν, ἐκ τῶν ὑπασπιστῶν... δύο νεανίσκοι στρατιῶται ...ὑπερέβησαν τοὺς τῶν πολεμίων χάρακας ( =χαρακώματα)...καὶ ἀνευράμενοι πηγήν, ἐξ αὐτῆς θαρραλέως ἐγέμισαν. τῷ βασιλεῖ ( =πρὸς χάριν τοῦ βασιλέως) τὸ ποτόν. Ὁ δὲ ( =ὁ Δαυίδ), καίπερ τῷ δίψει διαπυρούμενος... ἔσπεισε τὸ πόμα τῷ Θεῷ ( =ἔχυσε κάτω ὡς σπονδὴ στὸν Θεό, τὸ ποτόν)».

Ἀξιον ἀναφορᾶς εἶναι πὼς σὲ αὐτὰ τὰ βιβλία τους οἱ Ἑβραῖοι περιγράφουν ἀπὸ τὴν πλευρά τους τὰ γεγονότα μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ τὰ ὅσα ἀκολούθησαν τῆς διαδοχῆς τοῦ Ἕλληνος στρατηλάτου, καὶ περιλαμβάνουν βεβαίως καὶ τὴν ἧττα τοῦ Σελευκίδου Ἀντιόχου τοῦ Δ’ ἀπὸ τοὺς Μακκαβαίους, κατὰ τὴν ὁποία ἐσφάγησαν οἱ Ἕλληνες τῆς Παλαιστίνης. Τὴν ἑορτὴ αὐτὴ διατηροῦν μέχρι σήμερα καὶ μάλιστα εἶναι καὶ ἡ λαμπροτέρα τους. Εἶναι γνωστὴ ὡς «Χανουκά» ἤ ἡ γιορτὴ τῶν Φώτων!, καθῶς θεωροῦν φῶς τὴν πτῶσιν τοῦ ἑλληνισμοῦ ( < Σελλός > σ-έλλην, ἐκ ῥίζης σελ-, ὑποδηλούσης τὸ φῶς, βλ. σελήνη, σέλας κλπ)!, ἀπαραίτητη προϋπόθεσιν γιὰ τὴν ἄρσιν τοῦ ἰουδαϊσμοῦ. 

[Ἰωσὴφ Μπὲν Ματθίας, ὄνομα ποὺ ὁ ἴδιος παρήλλαξε σὲ Φλάβιος Ἰώσηπος, γιὰ νὰ θυμίζει Ῥωμαῖον πολίτη. Ἡ χαρακτηριστικὴ κλίσις στὶς ῥῖνες τῶν ὁμόφυλών του, θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογήσει καὶ τὸ μένος ποὺ ἐπεδείκνυαν οἱ συμπνέοντες μὲ τὰ τῆς φυλῆς του καὶ καταστρέψαντες τὰ ἑλληνικὰ ἀγάλματα, τὰ ὁποῖα ἔπεφταν συχνὰ κάτω μὲ τὸ πρόσωπον, σπάζοντας τὶς μύτες τους. Γράφει ἡ Τζιροπούλου ( «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν», σελ. 331-2 ) : «ὁ Ἀδαμάντιος ὁ Ἰουδαῖος εἰς τὰ «Φυσιογνωμονικά» του τονίζει ἐντυπωσιασμένος τὸ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ κάλλος τῆς ἑλληνικῆς κατατομῆς. Περιγράφοντας τὴν ἑλληνικὴ φυσιογνωμία, γράφει ὅτι οἱ Ἕλληνες διαθέτουν «Ρῖνα ὀρθήν, ὀφθαλμοὺς ὑγροὺς, χαροπούς, φῶς πολὺ ἔχοντας ἐν ἑαυτοῖς. Εὐοφθαλμότατον πάντων τῶν ἐθνῶν, τὸ ἑλληνικόν». Ἀνέκαθεν ἐντυπωσίαζε (ἐκτὸς τῆς ὠραιότητος τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τοῦ ἀστραποβόλου βλέμματος ) ἡ καλλίστη εὐθύτης τῆς ἑλληνικῆς ρινός, ἡ ὁποία σαφῶς διέφερε ἀπὸ τὸ κυρτὸν τῆς ρινὸς τῶν Ἀσιατῶν, ἀπὸ τὸ πεπλατυσμένον τῆς ρινὸς τῶν Ἀφρικανῶν, καὶ ἀπὸ τὴν κλίσιν πρὸς τὰ ἐπάνω τῆς ρινὸς τῶν Φράγκων...»] 

*«Ἑβραῖοι : Ἐτυμολογοὺν τὸ ὄνομα…ἐκ τοῦ ἀραμαϊκοῦ «Ἰμπρί» =οἱ πέραν τοῦ ποταμοῦ, δηλαδή: ἰν =ἐν + περάτης. Ἡ δασεῖα ὅμως τοῦ ὀνόματος (Ἑβραῖοι) δὲν δικαιολογεῖται ἀπὸ τὸ Ἰμπρί. Πιθανότερη φαίνεται ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Μανέθωνος τὴν ὁποία διασώζει (γιὰ νὰ τὴν ἀντικρούση) ὁ Ἰουδαῖος Ἰώσηπος εἰς τὸ «Κατὰ Ἀπίωνος» (34,310 κ. έξ.) : 

«διὰ τῆς ἐρήμου πορευόμενοι…ΥΒΡΙΖΟΝΤΑΣ τὰ ἱερὰ καὶ συλώντας ἐλθεῖν εἰς τὴν νῦν Ἰουδαία…κτίσαντας δὲ πόλιν ἐνταύθα κατοικεῖν. Τὸ δὲ ἄστυ τοῦτο Ἱερόσυλα, ἀπὸ ἐκείνων ὠνόμασθαι, ὕστερον δὲ διαλλάξαι τὴν ὀνομασίαν πρὸς τὸ μὴ ὀνειδίζεσθαι καὶ τὴν πόλιν Ἱεροσόλυμα προσαγορεύεσθαι»

* πρβλ.: ὕβρις -> hubris (ἀγγλ.)/ ὑβρίζοντες -> hebrew », ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ἕλλην λόγος», Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου.

Ἕνα ἄλλο περιστατικὸν σχετικὸν μὲ τὸν Μεγάλον Ἀλέξανδρον εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος ( Ἀλέξανδρος, 1), ὅταν ὁ Ἕλλην στρατηλάτης σὲ ἐφηβικὴ ἡλικία ὑποδέχτηκε τοὺς πρέσβεις τῶν Περσῶν, ἐνῶ ἀπουσίαζε ὁ Φίλιππος καὶ τοὺς γοήτευσε μὲ τὴν στάσιν του, καθῶς δὲν ἔκανε καμμία παιδαριώδη ἤ μικρὴ ἐρώτησιν :

«καὶ τῷ μηδὲν ἐρώτημα παιδικὸν ἐρωτῆσαι μηδὲ μικρὸν... καὶ περὶ αὐτοῦ τοῦ βασιλέως ὁποῖος εἴη, καὶ τίς ἡ Περσῶν δύναμις, ὥστε θαυμάζειν ἐκείνους».

Ἡ ἱστορία φαίνεται πὼς ἐπαναλαμβάνεται στὸ «Κατὰ Λουκάν (2,41) ὅταν ὁ ἔφηβος Ἰησοῦς καθιζόμενος ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων ἐντυπωσιάζει ὅσους τὸν ἀκοῦν μὲ τὴν σύνεσιν καὶ τὸν λόγον του ποὺ δὲν συνάδουν μὲ τὸ νεαρὸν τῆς ἡλικίας του :

«καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· ἐξίσταντο πάντες οἱ ἀκούοντες, ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ».

Κι ἄς μὴ ξεχνᾶμε πὼς ἡ ἡλικία θανάτου τοῦ υἰοῦ τοῦ θεοῦ Ἄμμωνος Διός, Μεγάλου Ἀλεξάνδρου εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα ἡλικία θανάτου τοῦ υἰοῦ τοῦ θεοῦ, Ἰησοῦ ( ≈33 ἔτη). 

21. Ἔπειτα, ἔχουμε τὸ ὅρος ποὺ θάφτηκε ὁ Δαυίδ σύμφωνα μὲ τοὺς Ἑβραίους, καὶ τὸ ὁποίον λέγεται «Σιών». Σιὼν ὀνομάζουν μεταφορικῶς τὸν «ἐκλεκτὸν λαόν» ποὺ τὰ τέκνα του μέχρι σήμερα εὔχονται νὰ ἐξεγερθοῦν ἐπὶ τὰ τέκνα τῶν Ἑλλήνων ( «Καὶ ἐξεγερῶ τὰ τέκνα σου Σιὼν ἐπὶ τὰ τέκνα τῶν Ἑλλήνων», Ζαχαρίας, Θ’,13 )!

Παρατηροῦμε πὼς ἡ κατὰ τὰ ἄλλα «ἑβραϊκὴ» λέξις θυμίζει τὸ δωρικὸν «Σιός» ποὺ σημαίνει «Θεός» ( «ὡς Σπάρταν ὑμνίωμεν, τᾷ σιῶν χοροὶ καὶ πόδων κτύποις», Λυσιστράτη, 1305).  

Σιὼν ὀνομάζουν καὶ τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ, τὴν ἱερὰ πόλιν, τὴν Ἱερουσαλήμ [ < Ἱερὰ Σόλυμα «Ἱεροσόλυμα, ἡ μητρόπολις τῆς Ἰουδαίας, ἣ Σόλυμα ἐκαλεῖτο, ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν», Στ. Βυζάντιος, 328 ἤ ἐκ τοῦ Ἱερὸσυλα, βλ. Μανέθωνα. Ἄν καὶ πιθανοτέρα θεωρεῖται ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Ἡροδότου -Ἱστορίαι, Α’, 173,2- «διενειχθέντων δὲ ἐν Κρήτῃ περὶ τῆς βασιληίης τῶν Εὐρώπης παίδων Σαρπηδόνος τε καὶ Μίνω, ὡς ἐπεκράτησε τῇ στάσι Μίνως, ἐξήλασε αὐτόν τε Σαρπηδόνα καὶ τοὺς στασιώτας αὐτοῦ· οἱ δὲ ἀπωσθέντες ἀπίκοντο τῆς Ἀσίης ἐς γῆν τὴν Μιλυάδα· τὴν γὰρ νῦν Λύκιοι νέμονται, αὕτη τὸ παλαιὸν ἦν Μιλυάς, οἱ δὲ Μιλύαι τότε Σόλυμοι ἐκαλέοντο»

( =Ὅταν ὅμως στὴν Κρήτη ξέσπασε φιλονεικία ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ τῆς Εὐρώπης, τὸν Σαρπηδόνα καὶ τὸν Μίνωα, γιὰ τὴν βασιλεία, ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν φιλονεικία ἐπεκράτησε ὁ Μίνως, ἔδιωξε ἀπὸ ἐκεῖ τὸν Σαρπηδόνα καὶ τοὺς ἐπαναστάτες του· αὐτοὶ ἐκτοπισμένοι ἔφτασαν στὴν γῆ τῆς Ἀσίας ποὺ λέγεται Μιλυάς. Τὸ μέρος τώρα κατοικοῦν οἱ Λύκιοι, αὐτὸ παλαιότερα ἦταν ἡ Μιλυάς, καὶ οἱ Μιλύες ὠνομάζονταν τότε Σόλυμοι» ).

Γι’ αὐτὸ ἴσως καὶ ὁ Τάκιτος στὶς «Ἱστορίες» του (5,5) ἀπορεῖ μὲ αὐτοὺς ποὺ φημολογοῦν πὼς οἱ Ἰουδαῖοι (τῆς ἐποχῆς του) προέρχονται ἀπὸ τοὺς Σολύμους καὶ τοὺς δίδουν τέτοια ἔνδοξην καταγωγήν.

«clara alii Iudaeorum initia, Solymos, carminibus Homeri celebratam gentem, conditae urbi Hierosolyma nomen e suo fecisse».

( =Ἄλλοι πάλι δίδουν στοὺς Ἰουδαίους μία ἔνδοξη ἀπαρχή, ἀπὸ τοὺς Σολύμους, ἕνα διακεκριμένον ἔθνος στὰ ποιήματα τοῦ Ὁμήρου, ποὺ ἵδρυσε τὴν πόλιν Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὸ ὄνομά του).

Προφανῶς τοῦ φαίνεται ἀπίστευτη αὐτὴ ἡ ἐκδοχὴ βλέποντας τοὺς Ἰουδαίους τῆς ἐποχῆς του, ὡς εὐλόγως φαίνεται ἀπίστευτον νὰ ὀνομάζεται γιὰ παράδειγμα σήμερα κάποιος Γάλλος ( < Γαλάτης, υἰὸς τοῦ Ἡρακλέους, < γάλα, λόγῳ τοῦ χρώματος τοῦ δέρματός του) καὶ συνάμα νὰ ὑποδεικνύεται κάποιος νέγρος ἐξ Ἀφρικῆς, καθῶς νέγρος εἶναι ὁ μαῦρος, ἐκ τοῦ λατινικοῦ «niger» ( =μέλας, πένθος), ἐκ τοῦ «nex» (ὁ θάνατος), κι ἀυτὸ ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ «νεκρός». 

Ἄν καὶ ἀκόμα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰώσηπος ἀναφέρει πὼς ἡ πόλις ἐλέγετο «Σόλυμα» καὶ τὴν λέξιν «ἱερός» τὴν ἔβαλαν μπροστὰ οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι. Λέγεται δε πὼς ὅταν ὁ Δαυὶδ κατέλαβε τὴν πόλιν γκρέμισε τὸν ναὸν τοῦ Διὸς καὶ ὁ Σολομὼν ἔχτισε πάνω στὰ ἐρείπιά του ναὸν μὲ τὸ ὄνομά του, ὅπου καὶ μετέφερε τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης.  

Ἀλλὰ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ (τοῦ ἔχοντος τὸ χρῖσμα) ποὺ τὸν λένε Ἰησοῦ, δωρικῶς γίνεται «ἰασοῦς» ( < ἰῶμαι= θεραπεύω), ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ( «Καταστρ. ἑλλην. βιβλιοθ., σελ. 406, Ἄννα Τζιροπούλου). Ἄλλοι τὸν λένε «Γιαχβέ» ἤ «Ἰεχωβά», ὄνομα το ὁποῖον προέκυψε ἀπὸ τὴν βαρβαρικῶς φθεγγομένη προσφώνησιν στὸν Διόνυσον : «Ἰὼ Βάκχε, Ἴακχε».

«σὺ τὸν πατριώτην θεόν, ὦ Λαμπρία…Διόνυσον ἐγγράφεις καὶ ὑποποιεῖς τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις;…Ὁ δὲ Μοιραγένης ὑπολαβών…« ἐγὼ γὰρ Ἀθηναῖος ὢν ἀποκρίνομαί σοι καὶ λέγω μηδέν´ ἄλλον εἶναι·», Συμποσιακά, Δ’, προβλ. Ε’, Πλούταρχος

( =ἐσὺ Λαμπρία, τὸν συμπατριώτη θεὸν…Διόνυσον τὸν συγκαταλέγεις καὶ τὸν ὑπεισάγεις στὰ ἱερὰ πράγματα τῶν Ἑβραίων;… Ὁ δὲ Μοιραγένης παίρνοντας τὸν λόγον -εἶπε- : «ἐγὼ ποὺ εἶμαι Ἀθηναῖος σοῦ ἀπαντῶ καὶ σοῦ λέω πὼς δὲν πρόκειται γιὰ κάτι διαφορετικό» ). 

Γράφει καὶ ὁ Νόννος ὁ Πανοπολίτης στὰ «Διονυσιακά» (9,181-3) :

«ἠνορέην καὶ ἄεθλα νεηγενέος Διονύσου· καὶ βλοσυρῶν Ἰόβακχον ἰδὼν ἐλατῆρα λεόντων ὄμμασι τερπομένοισι πατὴρ ἐγέλασσε Κρονίων».  

Τὸν ὀνομάζουν καὶ Μεσσία, ἐφ’ ὅσον εἶναι ὁ μέσος (ἐπικῶς καὶ αἰολικῶς «μέσσος» ), ὁ μεσολαβὼν μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὁ σωτὴρ τῶν ἀνθρώπων.  

Ἡ κεντρικὴ περιοχὴ τῆς «Γῆς τοῦ Ἰσραήλ» λέγουν οἱ Ἑβραῖοι πὼς λέγεται Σαμάρεια ἀπὸ τὸ δικό τους «Shomrοn» καὶ δυστυχῶς πολλοὶ σήμερα τοὺς πιστεύουν, ἀγνοώντας πὼς ἡ ὀνομασία αὐτὴ εἶναι πολὺ ἀρχαιοτέρα, καθῶς ἐκεῖ πέθανε ὁ Ἀσκάλαφος ὁ Ὀρχομένιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀργοναῦτες, υἰὸς τοῦ Ἄρεως καὶ τῆς Ἀστυόχης. Ὁ Ἀσκάλαφος ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν Διήφοβον καὶ ἐτάφη στὴν Παλαιστίνη, προτοῦ κὰν ἐμφανιστοῦν στὸ προσκήνιον τῆς ἱστορίας οἱ Ἑβραῖοι. Ὁ θάνατος τοῦ Ἀσκαλάφου προκάλεσε ὀργὴ στὸν πατέρα του, Ἄρη καὶ ὁ τάφος τοῦ υἰοῦ του ὠνομάσθη σᾶμα ( ἰων. σῆμα= τάφος) Ἄρεως, πρὸς ἐξευμενισμὸν τοῦ ὀργισθέντος Ἄρεως. Ἡ πόλις τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τὸ σᾶμα Ἄρεως, ὠνομάσθη Σαμάρεια.

Καὶ τὸ ἴδιο τὸ «Ἰσραὴλ» τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα τὸ ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ «ἴς» ( =δύναμις), τὸ «ὀρῶ» καὶ τὸ «ἔλ» ( ἐκ τοῦ ἀελίου/ἡλίου, τὸν ὁποῖον οἱ Ἑβραῖοι ἔκαναν «ἔλ» καὶ σημαίνει «θεός» στὴν γλῶσσα τους). Ὁ «ἀέλιος» πρὸ τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ δίγαμμα ἀπὸ τὴν γλῶσσα μας ἦταν «FαFέλιος», γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Κρῆτες τὸν ἔλεγαν «Βαβέλιον» καὶ ἐξ οὗ τὰ «Βαβέλ, Βαβυλών», ὡς χαρακτηρίζοντα πόλεις τῆς ἀνατολῆς ἀφ’ ὅπου ὁ ἥλιος ἀνατέλλει. Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸν «Ἕλληνα λόγον» ἀναφέρει καὶ ἄλλα ὀνόματα καὶ τοπωνύμια ἐξ ἑλληνικῶν ἐτύμων, ὅπως τὴν Γαλιλαία [ < δωρ. γᾶ =γῆ + λιλαία =ἐπιθυμητή. Πιθανοτέρα θεωρεῖται ἡ ἐκδοχὴ πὼς ὠνομάσθη ἔτσι ἐκ τοῦ δωρικοῦ «γᾶ» καὶ τῆς Νύμφης Λιλαίας, κόρης τοῦ Κηφισοῦ, ἡ ὁποία εἶχε δώσει τὸ ὄνομά της καὶ στὴν ὁμώνυμη πόλιν τῆς ἀρχαίας Φωκίδος. Ἡ Λιλαία ἦταν πόλις χτισμένη δίπλα στὶς πηγὲς τοῦ Κηφισοῦ ( «ἐκ τῶν Φωκικῶν ὀρῶν οἱ ποταμοὶ καταφέρονται, ὧν ὁ Κηφισσὸς ἐκ Λιλαίας Φωκικῆς πόλεως τὴν ἀρχὴν λαμβάνει, καθάπερ καὶ Ὅμηρός φησιν «οἵ τε Λίλαιαν ἔχον πηγῆις ἔπι Κηφισσοῖο»», Στράβων, Γεωγραφικά, Θ’, 2,19], ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ Γαλιλαία δίπλα στὴν λίμνη Γεννησαρέτ καὶ στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ. Μέχρι σήμερα διατηρεῖται στὴν ἀντίστοιχη περιοχὴ τῆς Φωκίδος χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Λιλαία], τὸν Ἰορδάνην ποταμόν ἀπὸ τὸν ποταμὸν Ἰάρδανον τῆς Κρήτης, τὸν ἀδελφοκτόνον Κάιν ( ἐκ τοῦ καίνω= φονεύω) καὶ τὸν Ἄβελ ( < ἀβέλιος =ταπεινός) κ.ἄ… 

Γιὰ τὴν ἐτυμολογία τῆς Ἰουδαίας γράφει ὁ Στέφανος Βυζάντιος στὰ «Ἐθνικά» (334) :

«Ἀλέξανδρος ὁ πολυίστωρ, ἀπὸ τῶν παίδων Σεμιράμιδος Ἰούδα καὶ Ἰδουμαία, ὡς δὲ Κλαύδιος Ἰούλιος, ἀπὸ Οὐδαίου Σπάρτων ἑνὸς ἐκ Θήβης μετὰ Διονύσου ἐστρατευκότος. τὸ ἐθνικὸν Ἰουδαίους, τινὲς δὲ Ἰδουμαίους φασίν».

Σύμφωνα μὲ τὸν πολυμαθῆ Ἀλέξανδρον ὠνομάσθη ἔτσι ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῆς Σεμιράμιδος (κόρης τῆς Δερκετοῦς καὶ τοῦ Σύρου σύμφωνα μὲ τὸν Διόδωρον Σικελιώτη -Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη, Β’, 4- «τὴν δὲ Δερκετοῦν μιγεῖσαν τῷ Σύρῳ γεννῆσαι μὲν θυγατέρα» ), τὸν Ἰούδα καὶ τὴν Ἰδουμαία. Ὁ Κλαύδιος Ἰούλιος τὴν ἐτυμολογεῖ ἀπὸ τὸν Οὐδαῖον ( < οὖδας =γῆ, ἔδαφος) ἕναν ἀπὸ τοὺς σπαρτοὺς γίγαντες ἐκ Θήβης ποὺ φύτρωσαν ἀπὸ τὰ δόντια τοῦ δράκοντος ποὺ ἔσπειρε ὁ Κάδμος καὶ εἶχε ἐκστρατεύσει μαζὶ μὲ τὸν Διόνυσον.

Ὁ ἱστορικὸς Τάκιτος ( «Ἱστορίαι», 5,2) ἀναφέρει μέσῳ τοῦ ὀνόματος τῶν κατοίκων τὴν ἐτυμολογία τῆς Ἰουδαίας. Γράφει ἀνάμεσα στὶς πολλὲς φῆμες ποὺ ἐλέγοντο τὴν ἐποχή του (1ος αἰ. μ.Χ.) πὼς εἶχαν φύγει ἀπὸ τὸ ὅρος Ἴδη τῆς Κρήτης, τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Ζεὺς ἐξεθρόνισε τὸν Κρόνον- κάποιοι Ἰδαῖοι καὶ ἐγκατεστάθησαν κοντὰ στὶς ἀκτὲς τῆς Λιβύης (ἐννοεῖ τὴν βόρειον Ἀφρική). Γράφει λοιπὸν πὼς οἱ Ἰδαῖοι κατέληξαν λόγῳ τοῦ ἐκβαρβαρισμοῦ τοῦ ὀνόματός τους νὰ ἀποκληθοῦν Ἰουδαῖοι.

«Iudaeos Creta insula profugos novissima Libyae insedisse memorant, qua tempestate Saturnus vi Iovis pulsus cesserit regnis. argumentum e nomine petitur: inclutum in Creta Idam montem, accolas Idaeos aucto in barbarum cognomento Iudaeos vocitari».

Προφανῶς καὶ ἐννοεῖ πολὺ ἀργότερα ἐφ’ ὅσον γράφει σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἤδη εἶχαν γίνει ἐκβαρβαρισμοί, ἀντικαταστάσεις πληθυσμῶν κοκ

Ἄς μὴ ξεχνᾶμε πὼς καὶ οἱ αὐτόχθονες τῆς Κρήτης, οἱ ἐτεοί ( < Fετεός =ἀληθής) Κρῆτες, Ἐτεοκρῆτες ( «οἱ μὲν γὰρ τὴν Κρήτην κατοικοῦντές φασιν ἀρχαιοτάτους γενέσθαι παραὑτοῖς τοὺς ὀνομαζομένους Ἐτεόκρητας αὐτόχθονας» / «ὅτι μὲν οὖν πρῶτοι κατῴκησαν τὴν νῆσον οἱ προσαγορευθέντες μὲν Ἐτεόκρητες, δοκοῦντες δὑπάρχειν αὐτόχθονες», Διόδωρος Σικελιώτης, Ε’, 64/ Ε’, 80) κάποια στιγμὴ εἰσέδυσαν καὶ στὴν Ἀσία, ὅπου ἐκεῖ ἵδρυσαν τὸ βασίλειον τῶν Χετταίων ( < Χετεός < Fετεός).

Ἤ καὶ τὰ ὅσα ἐξιστορεῖ ὁ Ἡρόδοτος στὶς «Ἱστορίες» του σχετικὰ μὲ ἄλλα βασίλεια ποὺ ὀφείλουν τὴν καταγωγή ἤ ἵδρυσίν τους στὶς προϊστορικὲς περιπλανήσεις τῶν Ἑλλήνων, ὅπως οἱ Πέρσες (αὐτοαπεκαλοῦντο Ἀρταῖοι καὶ Κηφῆνες ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων).

Ὁ υἰὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Δανάης, Περσεύς ἐνυμφεύθη τὴν κόρη τοῦ Κηφέως (υἰοῦ τοῦ Βήλου), Ἀνδρομέδα, ποὺ τοῦ γέννησε τὸν Πέρση ( «ἐκαλέοντο δὲ πάλαι ὑπὸ μὲν Ἑλλήνων Κηφῆνες, ὑπὸ μέντοι σφέων αὐτῶν καὶ τῶν περιοίκων Ἀρταῖοι. ἐπεὶ δὲ Περσεὺς ὁ Δανάης τε καὶ Διὸς ἀπίκετο παρὰ Κηφέα τὸν Βήλου καὶ ἔσχε αὐτοῦ τὴν θυγατέρα Ἀνδρομέδην, γίνεται αὐτῷ παῖς τῷ οὔνομα ἔθετο Πέρσην, τοῦτον δὲ αὐτοῦ καταλείπει· ἐτύγχανε γὰρ ἄπαις ἐὼν ὁ Κηφεὺς ἔρσενος γόνου. ἐπὶ τούτου δὴ τὴν ἐπωνυμίην ἔσχον», Ἡρόδοτος, Η’, 7,61). Σὲ αὐτὸν ἀνάγουν τὴν καταγωγή τους οἱ εὐγενεῖς Πέρσες.

Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Μῆδοι, κατάγονται ἀπὸ τὸν Μῆδον, τὸν υἰὸν τοῦ Αἰγέως καὶ τῆς Μηδείας ( «Ἕλλην Λόγος», Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου). Ὁ Ἡρόδοτος γράφει (Η’, 62), πὼς ἐλέγοντο Ἀρίοι μέχρι ποὺ πῆγε ἡ Μήδεια τῆς Κολχίδος ἐξ Ἀθηνῶν ἐκεῖ καὶ ἤλλαξαν τότε τὸ ὄνομά τους ( «ἐκαλέοντο δὲ πάλαι πρὸς πάντων Ἄριοι, ἀπικομένης δὲ Μηδείης τῆς Κολχίδος ἐξ Ἀθηνέων ἐς τοὺς Ἀρίους τούτους μετέβαλον καὶ οὗτοι τὸ οὔνομα» ).

Ἀκόμα οἱ Φρύγες δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τοὺς Βρίγες τῆς Μακεδονίας ( «Βρίγες χρόνον ὅσον Εὐρωπήιοι ἐόντες σύνοικοι ἦσαν Μακεδόσι, μεταβάντες δὲ ἐς τὴν Ἀσίην ἅμα τῇ χώρῃ καὶ τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας, Ἡρόδοτος, Ἱστορ., Η’, 73).

Ἤ οἱ Λυκίοι ποὺ πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Πανδίονος καὶ ἀνηψιὸν τοῦ Αἰγέως, Λύκον· οἱ Μύσιοι ἐκ τῆς Μυσίας Δήμητρος· οἱ Λυδοὶ (ποὺ ἐλέγοντο προηγουμένως Μαίονες) πῆραν τὸ ὄνομά τους ἐκ τοῦ Λυδοῦ τοῦ Ἄτυος ( «Λυδοὶ δὲ ἀγχοτάτω τῶν Ἑλληνικῶν εἶχον ὅπλα. οἱ δὲ Λυδοὶ Μηίονες ἐκαλέοντο τὸ πάλαι, ἐπὶ δὲ Λυδοῦ τοῦ Ἄτυος ἔσχον τὴν ἐπωνυμίην», Ἱστορ., Η’, 74, Ἡρόδοτος), γιαὐτὸ καὶ γράφει ὁ Ἡρόδοτος πὼς ἄν καὶ ἐκστρατευόμενοι μὲ τὸν Ξέρξη εἶχαν ἑλληνικὰ ὅπλα· καὶ οἱ Βιθυνοὶ δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ Θράκες (Η’, 75), οἱ ὁποῖοι πρὶν ἐγκατασταθοῦν στὴν Ἀσία ἐλέγοντο Στρυμόνιοι, διότι κατοικοῦσαν παρὰ τὸν Στρυμόνα ποταμόν κοκ.

Κι ἄς μὴ ξεχνᾶμε καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀγήνορος, τὴν Εὐρώπη, τὸν Κίλικα καὶ τὸν Φοίνικα, ποὺ ὠνόμασαν τὰ ἀντίστοιχα μέρη, τὶς περιηγήσεις τοῦ Ἡρακλέους καὶ τοῦ Διονύσου ἀνὰ τὴν ὑφήλιον (καὶ γενικῶς τοὺς θεοὺς, τιτᾶνες, γίγαντες, βασιλεῖς κοκ τῶν Ἑλλήνων καὶ τοὺς ἀπογόνους τους, π.χ τὴν κόρη τοῦ Ἐπάφου, Λιβύη, τὸν Τιτᾶνα Ἄτλαντα καὶ τὴν μητέρα του Ἀσία κοκ), τοὺς ἥρωες τῶν Τρωικῶν καὶ τῆς ἀργοναυτικῆς ἐκστρατείας καὶ τὰ παιδιά τους (ὅπως Ἅρμενος -βλ. Ἀρμενία-, ὁ Ἕρυξ -βλ. Monte Erice-, ὁ Ὀδυσσεὺς -βλ. Λισσαβώνα- ) καὶ πόσους ἄλλους προϊστορικοὺς καὶ πιὸ προσφάτους Ἕλληνες ποὺ ὀνοματοδότησαν μὲ τὶς περιπλανήσεις καὶ τὰ κατορθώματά τους τὴν ὑφήλιον. Συμπερασματικῶς λοιπὸν δὲν προκαλεῖ καμμία ἐντύπωσιν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Τάκιτος περὶ τῆς ἐτυμολογίας τῶν Ἰουδαίων. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 14ον) 

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΗΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΙΛΙΑΔΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΜΙΝΩΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ», ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ», «DE NATURA DEORUM», ΚΙΚΕΡΩΝ, «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ», ΠΑΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΚΑΤ’ ΑΠΙΩΝΟΣ», ΙΩΣΗΠΟΣ, «ΗΘΙΚΑ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ, «ΧΑΡΩΝ Η’ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», ΠΛΑΤΩΝ, «DE CONFUSIONE LINGUARUM», ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELLSCOTT», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΤΑΚΙΤΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (