Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 3ον)


ΠΕΡΙ ΠΟΛΥΩΝΥΜΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Πολλῶν ὀνομάτων, μορφὴ ΜΙΑ», Αἰσχύλος, Προμηθεὺς Δεσμώτης, 209-10

«Εἷς ( =ἕνας) δὲ ὤν, πολυώνυμος ἐστί», Ἀριστοτέλης, Περὶ Κόσμου, 401

Στὰ προαναφερθέντα ἀποσπάσματα καὶ γενικοτέρως στὴν ἀρχαία γραμματεία μας ἐπισημαίνεται πολλάκις καὶ τὸ πολυώνυμον τοῦ θείου στοιχείου. Γράφει ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος («Ζήνων», 147):

«Δία μὲν γάρ φασι δι' ὃν τὰ πάντα» ( =Τὸν ἀποκαλοῦν μὲν Δία, διότι ΔΙΑ αὐτοῦ τὰ πάντα -ἐγένοντο- ). Καὶ πράγματι τὰ πανάρχαια Ὀρφικὰ ὑπογραμμίζουν τὸ αὐτό «ΕΣΤΙ ΔΗ ΠΑΝΤΩΝ ΑΡΧΗ ΖΕΥΣ, ΖΕΥΣ ΓΑΡ ΕΔΩΚΕΝ, ΖΩΑ ΤΕ ΕΓΕΝΝΗΣΕΝ, ΚΑΙ ΖΗΝΑ ΑΥΤΟΝ ΚΑΛΕΟΥΣΙ ΚΑΙ ΔΙΑ…ΟΤΙ ΔΙΑ ΤΟΥΤΟΝ ΑΠΑΝΤΑ ΤΕΤΥΚΤΑΙ ( < κατεσκευάσθησαν, ἐγεννήθησαν)...ΕΙΣ ( =ἕνας) ΔΕ ΠΑΤΗΡ ΤΟΥΤΟΣ ΠΑΝΤΩΝ».

Στοὺς Ὀρφικοὺς ὕμνους πρὸς τὸν Δία ἀναφέρεται ὡς «παντογένεθλος, ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πάντων».

Καὶ συνεχίζει στὴν ἴδια παράγραφον ὁ Διογένιος Λαέρτιος :
«Ζῆνα δὲ καλοῦσι παρ' ὅσον τοῦ ζῆν αἴτιός ἐστιν» ( = Τὸν ἀποκαλοῦν δὲ Ζῆνα διότι εἶναι αἴτιος τοῦ ΖΗΝ). Καὶ γράφει καὶ ὁ Πλάτων στὸν «Κρατύλον», (396) :

«οἱ μὲν γὰρ Ζῆνα, οἱ δὲ Δία καλοῦσιν συντιθέμενα δ᾽ εἰς ἓν δηλοῖ τὴν φύσιν τοῦ θεοῦ…ἔστιν αἴτιος τοῦ ζῆν, ὁ ἄρχων καὶ βασιλεὺς τῶν πάντων».

Καὶ συμπληρώνει ὁ Ἀριστοτέλης στὸ «Περὶ Κόσμου», (7) :

«Καλοῦμεν γὰρ αὐτὸν καὶ Ζῆνα καὶ Δία, παραλλήλως χρώμενοι τοῖς ὀνόμασιν, ὡς κἂν εἰ λέγοιμεν «δι' ὃν ζῶμεν». »

Γι’αὐτὸ καὶ καταλήγει καὶ ἡ Τζιροπούλου πὼς «τὰ πάντα ΖΕΥγνύει ὁ Ζεύς».

Γιὰ τὴν Ἀθηνᾶ συνεχίζει ὁ Διογένης Λαέρτιος :

«Ἀθηνᾶν δὲ κατὰ τὴν εἰς αἰθέρα διάτασιν τοῦ ἡγεμονικοῦ αὐτοῦ» ( =ὀνομάζεται δὲ Ἀθηνὰ, διότι ἐκτείνεται καὶ στὸν αἰθέρα/ < ὁ αἰθήρ-ἀθήρ  διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τῶν ὑγρῶν μὲ τὰ ἔρρινα).
Σημ.: Ὁ αἰθὴρ θεωρεῖται ἡ πεμπτουσία μετὰ τὸ ὕδωρ, τὸ πῦρ, τὸν ἀέρα καὶ τὴν γῆν καὶ ἔπαιζε καθοριστικὸν ῥόλον γιὰ τὸν Πυθαγόρα, τὸν Ἡράκλειτον κ.ἄ μεγάλους φιλοσόφους μας στὰ περὶ τῶν στοιχείων τῆς φύσεως καὶ δημιουργίας τοῦ κόσμου. 

 
Ἥραν δὲ κατὰ τὴν εἰς ἀέρα ( =Ἥρα διότι βρίσκεται στὸν ἀέρα).

Καὶ γράφει ὁ Πλάτων στὸν «Κρατύλο», (404) ἐπὶ αὐτοῦ «ἴσως δὲ μετεωρολογῶν ὁ νομοθέτης τὸν ἀέρα Ἥραν ὠνόμασεν ἐπικρυπτόμενος, θεὶς τὴν ἀρχὴν ἐπὶ τελευτήν· γνοίης δ᾽ ἄν, εἰ πολλάκις λέγοις τὸ τῆς Ἥρας ὄνομα», καὶ πράγματι ἔχει δίκαιον· ἡ ἐπανάληψις τῆς φράσεως «ΑΗΡ, ΑΗΡ, ΑΗΡ» δίδει τὸ ὄνομα τῆς Ἥρας.

Ἴσως γι’αὐτὸ ὁ Ὀρφικὸς ὕμνος πρὸς τὴν Ἥραν τὴν ἀποκαλεῖ «ἠερόμορφον/ἀερόμορφον»,«ἀνέμων τροφόν», «κεκραμένη ἀέρι» καὶ «ἠερίοις ῥοίζοισι τινασσομένη».

Ἡ Τζιροπούλου ἀναφέρει στὸ προαναφερθὲν βιβλίον πὼς ἀυτὴ ἡ θέσις ὑπεστηρίχθη καὶ ἀπὸ τὸν Ἐμπεδοκλῆ «Ἥρη, ἀήρ», (ἀπόσπ. 181). 

Καὶ ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος (Ζήνων, 147) ἀναφέρει : 

«Ἥρα, κατὰ τὴν εἰς ἀέρα διάτασιν». 

Διαβάζοντας τὰ Ἀργοναυτικά τοῦ Ὀρφέως παρατηροῦμε πὼς τὸν οὔριον ἄνεμον γιὰ νὰ ξεκινήσει ἡ Ἀργὼ τὸ μακρινὸ ταξίδι της τὸν πνέει ἡ Ἥρα-ἀήρ. Στὸν στ. 1339 καὶ πάλι ἡ Ἥρα εἶναι αὐτὴ ποὺ περιγράφεται μεταμορφωμένη σὲ ὑπηρέτρια νὰ μεταφέρει μακριὰ στοὺς Μινύες τὰ λόγια τοῦ βασιλέως Ἀλκινόου καὶ τῆς Ἀρήτης. Ἤξεραν πὼς ὁ ἦχος μεταφέρεται μὲ ἠχητικὰ κύματα, μέσῳ τοῦ ἀέρος, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄργανον τῆς ἀκοῆς, ποὺ εἰσδέχεται τὸν ἀέρα-ἠχητικὰ κύματα, τὸ ἔπλασαν ἐκ τοῦ ῥήματος «ἄFημι» ( =πνέω) καὶ τὸ εἶπαν αὐ-τίον.
Ἴσως καὶ μὲ τὴν ἰδιότητά της ὡς ἀήρ νὰ ἐπεξηγεῖ καὶ τὴν σχέσιν ἀγάπης-μίσους ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἥφαιστον-πῦρ, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν μῦθον τεχνουργοῦσε μέσα στὴν θάλασσα ὡς τὰ ὑποθαλάσσια ἡφαίστεια. Ἴσως… 

Ἀλλὰ καὶ ὁ Νόννος ὁ Πανοπολίτης στὸ ὄγδοον βιβλίον τῶν «Διονυσιακῶν», (110-112) περιγράφοντας τὴν Ἥρα ποὺ ψάχνει τὴν δολερὴ Ἀπάτη, ὥστε νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν Δία ποὺ τὴν ἀπάτησε μὲ τὴν Σεμέλη, γράφει :

«θυελλήεντι παραΐξασα πεδίλῳ
ποικίλον εὐφαέεσσι κεκασμένον οὐρανὸν ἄστροις
ἄσπετα φοιτητῆρι διέδραμεν ἄστεα ταρσῷ…»

( = -Ἡ Ἥρα- ἔφυγε μὲ τὰ πετούμενα πέδιλά της σὰν τὴν θύελλα μέσα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὸν στολισμένον μὲ λαμπερὰ ἄστρα καὶ μὲ τὰ ταξιδιάρικα πόδια της πέρασε πόλεις ἀμέτρητες…) 

Καὶ ὁ μεγάλος διδάσκαλος Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα (Φ, 6,7) ἀναφέρει :

«ἠέρα δὲ Ἥρη»

Μαζί του συμφωνεῖ καὶ ὁ Πλούταρχος ποὺ στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος», (32) γράφει :

«Ἕλληνες Κρόνον ἀλληγοροῦσι τὸν χρόνον, Ἥραν δὲ τὸν ἀέρα, γένεσιν δὲ Ἡφαίστου τὴν εἰς πῦρ ἀέρος μεταβολήν»

Λέγει πὼς οἱ Ἕλληνες ἀλληγοροῦν καὶ ἐκτὸς τῆς Ἥρας δίδει πληροφορίες καὶ γιὰ ἄλλες ἐκφάνσεις τοῦ θείου· τὸν χρόνον τὸν λέγουν Κρόνον καὶ ἡ γένεσις τοῦ Ἡφαίστου εἶναι ἡ μεταβολὴ τοῦ ἀέρος σὲ πῦρ.

Καὶ πράγματι ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος παρατηρεῖ :

«καὶ Ἥφαιστον κατὰ τὴν εἰς τὸ τεχνικὸν πῦρ» ( Ἥφαιστος < ἅπτω +ἐστία). 

Ὁ Ἥφαιστος εἶναι δηλαδὴ ἡ προσωποποίησις τοῦ πυρός. 

Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναφέρει στὸ ἔργον του γιὰ τὸν Πλάτωνα τὸ ἑξῆς περιστατικόν :

«Ἔπειτα μέντοι μέλλων ἀγωνιεῖσθαι τραγῳδίᾳ πρὸ τοῦ Διονυσιακοῦ θεάτρου Σωκράτους ἀκούσας κατέφλεξε τὰ ποιήματα εἰπών:  Ἥφαιστε, πρόμολ' ὧδε· Πλάτων νύ τι σεῖο χατίζει», Βίοι Φιλοσόφων, Πλάτων, 5, Διογένης Λαέρτιος 

Καὶ ὁ Πλούταρχος παρατηρεῖ ( «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης», 5, Β' ) : 

«πῦρ...ἐὰν μὴ στερεᾶς ὕλης καὶ στεγούσης ἅμα καὶ τρεφούσης ἐπιλάβηται, βέλτιον οἶμαι συνορᾶν ἐνίων φιλοσόφων τοὺς ἐν παιδιᾷ λέγοντας τὸν Ἥφαιστον εἰρῆσθαι χωλόν, ὅτι τὸ πῦρ ξύλου χωρὶς ὥσπερ οἱ χωλοὶ βακτηρίας οὐ πρόεισιν» 

( =Τὸ πῦρ...ἐὰν δὲν προσλάβει ὕλη σταθερὴ νὰ τὸ προστατεύει καὶ συγχρόνως νὰ τὸ θρέφει, νομίζω ὅτι καλλίτερα ἀπὸ κάποιους φιλοσόφους τὸ ἀντιλαμβάνονται ὅσοι παιδακίστικα/ στὰ ἀστεῖα λέγουν πὼς ὁ Ἥφαιστος εἰπώθη πὼς εἶναι χωλός, ἐπειδὴ τὸ πῦρ χωρὶς τὸ ξύλον δὲν «προχωρᾶ», ὅπως καὶ οἱ χωλοὶ -δὲν μποροῦν νὰ προχωρήσουν- χωρὶς βακτηρία/μπαστοῦνι). 

Τὰ ἴδια γιὰ τὸν Κρόνο ἀναφέρει καὶ ὁ Κικέρων στὸ «De natura deorum», (25) :

«Κρόνος enim dicitur, qui est idem χρόνος, id est spatium temporis»,

θέλοντας νὰ ἐπεξηγήσει πὼς γιαὐτὸ καὶ οἱ Λατῖνοι τὸν λένε «Saturnus» ( < satis < ἅδην =ἀρκετά) γιατὶ εἶναι κεκορεσμένος ἀπὸ χρόνον/χρόνια «Saturnus autem est appellatus, quod saturaretur annis». 

Ἐν συνεχείᾳ ὁ Διογένης Λαέρτιος γράφει :

«καὶ Ποσειδῶνα κατὰ τὴν εἰς τὸ ὑγρόν» [ διότι εἶναι ὁ πόσις ( =κύριος, ἄρχων) τοῦ ὑγροῦ στοιχείου (δᾶν)],
«καὶ Δήμητραν κατὰ τὴν εἰς γῆν ( < δῆ/δᾶ =γῆ +μήτηρ) · ὁμοίως δὲ καὶ τὰς ἄλλας προσηγορίας ἐχόμενοί τινος οἰκειότητος ἀπέδοσαν».

Σχετικῶς μὲ τὴν Δή-μητρα γράφει ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης ( «Ιστορικὴ Βιβλιοθήκη», Α,12) πὼς ὁ Ὀρφεὺς λέγει τὰ ἑξῆς :

«Γῆ μήτηρ πάντων, Δημήτηρ πλουτοδότειρα»

Καὶ ὁ Εὐριπίδης στὸ ἔργον «Βάκχαι», (275) λέγει τὰ ἴδια :

«Δημήτηρ θεά, γῆ δ’ἔστίν». 

Ὁ δὲ Πλούταρχος στὸ «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης» (27) δικαιολογεῖ καὶ τὸ ἔτυμον τοῦ ὀνόματός της ἀντιπαραβάλλοντάς το μὲ αὐτὸ τῆς Κόρης ἤ Φερσεφόνης/Περσεφόνης, καθῶς λέγει πὼς ἡ Δημήτηρ εἶναι στὴν γῆν καὶ κυρία τῶν ἐπιγείων πραγμάτων, ἐνῶ ἡ Κόρη βρίσκεται στὴ σελήνη καὶ εἶναι κυρία τῶν ἐπισελήνιων πραγμάτων, ἐξ οὗ καὶ τὴν ὀνομάζουμε καὶ Φερσεφόνη καθῶς φέρει τὸ φῶς. Τὸ δὲ «Κόρη» γιὰ τὴν Περσεφόνη γράφει πὼς προέρχεται ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ, καθῶς ὅπως ἀκριβῶς ἀντικατοπτρίζεται τὸ εἴδωλον στὴν κόρη αὐτοῦ ποὺ τὸ βλέπει, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου εἶναι ὀρατὸν στὴν σελήνη : 

«ἡ μὲν γὰρ ἐν γῇ καὶ κυρία τῶν περὶ γῆν ἐστιν, ἡ δ' ἐν σελήνη καὶ τῶν περὶ σελήνην, Κόρη τὲ καὶ Φερσεφόνη κέκληται, τὸ μὲν ὡς φωσφόρος οὖσα, Κόρη δ' ὅτι καὶ τοῦ ὄμματος, ἐν ᾧ τὸ εἴδωλον ἀντιλάμπει τοῦ βλέποντος, ὥσπερ τὸ ἡλίου φέγγος ἐνορᾶται τῇ σελήνῃ, κόρην προσαγορεύομεν...». 

Καὶ περὶ τοῦ Ἡφαίστου καὶ τοῦ Διὸς ὅμως στὴν ἴδια παράγραφον τῆς «Ἱστορικῆς Βιβλιοθήκης» ὁ Διόδωρος παραδέχεται τὰ ὅσα ἤδη ἐγράφησαν.

«τὸ μὲν οὖν πνεῦμα Δία προσαγορεῦσαι μεθερμηνευομένης τῆς λέξεως, ὃν αἴτιον ὄντα τοῦ ψυχικοῦ τοῖς ζῴοις ἐνόμισαν ὑπάρχειν πάντων οἱονεί τινα πατέρα…τὸ δὲ πῦρ μεθερμηνευόμενον Ἥφαιστον ὀνομάσαι, νομίσαντας μέγαν εἶναι θεὸν καὶ πολλὰ συμβάλλεσθαι πᾶσιν εἰς γένεσίν τε καὶ τελείαν αὔξησιν»

Ὁ Πλάτων στὸν Κρατύλον (408) γράφει καὶ γιὰ τὸν Ἑρμὴν καὶ τὴν Ἴριδα καὶ τὴν σχέσιν τους μὲ τὸν εἰρμόν-σύνδεσιν :

«ἔοικε περὶ λόγον τι εἶναι ὁ Ἑρμῆς, καὶ τὸ ἑρμηνέα εἶναι καὶ τὸ ἄγγελον καὶ τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις καὶ τὸ ἀγοραστικόν, περὶ λόγου δύναμίν ἐστιν πᾶσα αὕτη ἡ πραγματεία…τὸ εἴρειν λόγου χρεία ἐστί, τὸ δέ, οἷον καὶ Ὅμηρος πολλαχοῦ λέγει, ἐμήσατό φησιν, τοῦτο δὲ μηχανήσασθαί ἐστιν. ἐξ ἀμφοτέρων οὖν τούτων τὸν τὸ λέγειν τε καὶ τὸν λόγον μησάμενον τὸ δὲ λέγειν δή ἐστιν εἴρειν τοῦτον τὸν θεὸν ὡσπερεὶ ἐπιτάττει ἡμῖν ὁ νομοθέτης· ὦ ἄνθρωποι, ὃς τὸ εἴρειν ἐμήσατο, δικαίως ἂν καλοῖτο ὑπὸ ὑμῶν εἰρέμης· νῦν δὲ ἡμεῖς, ὡς οἰόμεθα, καλλωπίζοντες τὸ ὄνομα Ἑρμῆν καλοῦμεν. [καὶ ἥ γε Ἶρις ἀπὸ τοῦ εἴρειν ἔοικεν κεκλημένη, ὅτι ἄγγελος ἦν]»

( =Ὁ Ἑρμῆς σχετίζεται ὅπως φαίνεται μὲ τὸν λόγον, δηλαδὴ τὸ ὅτι εἶναι συγχρόνως καὶ διερμηνέας καὶ ἀγγελιαφόρος καὶ κλέπτης καὶ ἀπατηλὸς στὰ λόγια καὶ ἐπιτήδειος ἔμπορος· ὅλη αὐτὴ ἡ δραστηριότης σχετίζεται μὲ τὴν δύναμιν τοῦ λόγου…τὸ εἴρειν σημαίνει κάνω χρήσιν τοῦ λόγου, τὸ δὲ «ἐμήσατο» ποὺ ὁ Ὅμηρος χρησιμοποιεῖ πολλαχοῦ σημαίνει «μηχανεύτηκε». Ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς λέξεις τὸν θεὸν ποὺ ἐπενόησε τὸ λέγειν καὶ τὸν λόγον, τὸ δὲ λέγειν εἶναι συνώνυμον τοῦ εἴρειν, εἶναι σὰν νὰ μᾶς προστάζει ὁ νομοθέτης : ἄνθρωποι, αὐτὸς ποὺ τὸ εἴρειν μηχανεύθηκε, δίκαιον εἶναι νὰ θὰ ἔλέγετο ἀπὸ ἑσᾶς «Εἰρέμης»· τώρα ἑμεῖς ὅπως νομίζουμε, καλλωπίζοντας τὸ ὄνομα τὸν καλοῦμεν Ἑρμῆν. Καὶ ἡ Ἴρις φαίνεται πὼς πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸ «εἴρειν» διότι καὶ αὐτὴ ἀγγελιαφόρος ἦταν).  

Ὁ Ἀπόλλων, γράφει ἡ Τζιροπούλου στὴν «Καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν», εἶναι ἡ ἔκφανσις τοῦ θεοῦ εἰς τὸν ἥλιον. Ἐξ οὗ καὶ στοὺς Ὀρφικοὺς ὕμνους τὸν συναντῶμεν καὶ ὡς «κύκλον κυκλοέλικτον», «Φοῖβον», «χρυσολύρη», «φωσφόρος», «πανδερκὲς φαεσίμβροτον ὄμμα»

Ἀδελφὴ τοῦ Ἡλίου-Ἀπόλλωνος δὲν εἶναι ἄλλην ἀπὸ τὴν Ἄρτεμιν-σελήνη [ Ἄρτεμις < «διὰ τὸ ἀρτεμὲς ( =σῶον, ἀκέραιον) καὶ τὸ κόσμιον, διὰ τῆς παρθενίας ἐπιθυμίαν», Κρατύλος, 406, Πλάτων]. Καὶ ὁ Κικέρων ἐπεξηγεῖ (De natura deorum, 27) πὼς οἱ Λατῖνοι τὴν λένε Diana, διότι τὸ φῶς της ἀποτελεῖ μία μικρὴ δία ( =ἡμέρα) μέσα στὴν νύχτα «Diana dicta, quia noctu quasi diem efficeret»

(βλ. καὶ «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης», Πλούταρχος) 

Καὶ γιὰ τὸν Ἄρη ὁ Σωκράτης στὸν «Κρατύλο» (407d) λέγει τὰ ἑξῆς:

«κατὰ τὸ ἄρρεν τε καὶ κατὰ τὸ ἀνδρεῖον Ἄρης ἂν εἴη· εἰ δ᾽ αὖ κατὰ τὸ σκληρόν τε καὶ ἀμετάστροφον, ὃ δὴ ἄρρατον καλεῖται».

( = Κατὰ τὸ «ἄρρεν» καὶ κατὰ τὸ «ἀνδρεῖον» φαίνεται πὼς εἶναι/ σχηματίστηκε· ἤ πάλι μπορεῖ ἀπὸ τὸ σκληρὸν καὶ τὸ ἀμετάστροφον/ ἄκαμπτον, τὸ ὁποῖον «ἄρρατον» καλεῖται).  

Ἀλλὰ καὶ ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης» (12) καθιστᾶ κατανοητὸν τὰ περὶ τοῦ Ἄρεως μέσῳ τῆς ἀναφορᾶς του στὴν ἐρωμένη του Ἀφροδίτη καὶ στὸ τέκνον τους, τὴν Ἁρμονία, ὅταν ἀναφέρεται στὰ τοῦ Χάους ποὺ ἔγινε Κόσμος (στολίδι) μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἀφροδίτης, τοῦ Ἔρωτος καὶ τῆς Φιλότητος, ὅταν τὰ πράγματα ἀφοῦ μετέβαλλον θέσεις καὶ ἰδιότητες ἐπηρεαζόμενα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, πραγμάτωσαν τὴν ἁρμονία καὶ τὴν κοινωνία τοῦ παντός, ὅπως ὁ πολεμικὸς Ἄρης μὲ τὴν Ἀφροδίτη ποὺ μέσῳ τοῦ Ἔρωτός τους καὶ τῆς Φιλότητός τους γέννησαν τὴν Ἁρμονία. 

«Φιλότητος ἐγγενομένης καὶ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ὡς Ἐμπεδοκλῆς λέγει καὶ Παρμενίδης καὶ Ἡσίοδος, ἵνα καὶ τόπους ἀμείψαντα καὶ δυνάμεις ἀπ' ἀλλήλων μεταλαβόντα καὶ τὰ μὲν κινήσεως τὰ δὲ μονῆς ἀνάγκαις ἐνδεθέντα καὶ καταβιασθέντα πρὸς τὸ βέλτιον, ἐξ οὗ πέφυκεν, ἐνδοῦναι καὶ μεταστῆναι ... ἁρμονίαν καὶ κοινωνίαν ἀπεργάσηται τοῦ παντός». 

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ Ἀφροδίτη σύμφωνα μὲ τοὺς στίχους τοῦ Εὑριπίδου ( «τὴν Ἀφροδίτην οὐχ ὁρᾷς ὅση θεός;…ἔργῳ δὲ δείξω τὸ σθένος τὸ τῆς θεοῦ, ἐρᾷ μὲν ὄμβρου γαῖ᾽…ἐρᾷ δ᾽ ὁ σεμνὸς οὐρανὸς πληρούμενος ὄμβρου πεσεῖν εἰς γαῖαν Ἀφροδίτης ὕπο. ὅταν δὲ συμμιχθῆτον ἐς ταὐτὸν δύο, φύουσιν ἡμῖν πάντα καὶ τρέφουσ᾽ ἅμα, δι᾽ ὧν βρότειον ζῇ τε καὶ θάλλει γένος», Δειπνοσοφισταί, 73, Ἀθήναιος)
καὶ τοῦ Αἰσχύλου ( «ἐρᾷ μὲν ἁγνὸς οὐρανὸς τρῶσαι χθόνα, ἔρως δὲ γαῖαν λαμβάνει γάμου τυχεῖν: ὄμβρος δ᾽ ἀπ᾽ εὐνάοντος οὐρανοῦ πεσὼν ἔκυσε γαῖαν: ἡ δὲ τίκτεται βροτοῖς μήλων τε βοσκὰς καὶ βίον Δημήτριον», Δειπνοσοφισταί, 73, Ἀθήναιος) συμβολίζει πέρα ἀπὸ τὴν παγκόσμιον ἕλξιν, τὸ κάλλος, τὴν τεκνοποίησιν-βλάστησιν, τὸν ἔρωτα-σύνδεσιν, ἐξ οὗ καὶ συνυφάνθη μὲ τὸν γάμον καὶ τὰ τῆς οἰκογενείας, θαλερότητος.

Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ προαναφερθέντες τραγωδοί μας, ἀναδεικνύουν τὸ σθένος τῆς Ἀφροδίτης, λέγοντας πὼς ἡ θεὰ τρέφει τοὺς θνητούς, καθῶς ἡ Γαία ἀναζητᾶ τὸν ὄμβρον τοῦ Οὐρανοῦ, ἀλλὰ κι ὁ Οὐρανὸς λαχταρᾶ γεμάτος βροχὴ νὰ σμίξει μὲ τὴν Γαία, μέσῳ τῆς Ἀφροδίτης, ἡ ὁποία τοὺς σμίγει καὶ τοὺς ἑνώνει, κάνοντας τὴν γῆ νὰ τεκνοποιεῖ καὶ καθιστώντας τὴν Ἀφροδίτη σύνδεσμον καὶ ἐμμέσως τροφὸν τῶν βροτῶν.

Ἄς μὴ ξεχνᾶμε πὼς ἡ Ἀφρo-δύτη/ Ἀφροδίτη, ἀνεδύθη ἀπὸ τὸν ἀφρὸν τῆς θαλάσσης, ὅταν ὁ Κρόνος-Χρόνος ἔκοψε τὰ γεννητικὰ ὄργανα τοῦ πατρός του, Οὐρανοῦ καὶ τὰ πέταξε στὴν θάλασσα.

Κι ἄς μὴ ξεχνᾶμε καὶ τὸν Νόννον τὸν Πανοπολίτη, ὁ ὁποῖος γράφει στὸ ἕβδομον βιβλίον τῶν «Διονυσιακῶν» (1-3) πὼς ὁ Ἔρως ὄργωσε τὸν ἄσπορον κόσμον, σμίγοντας τὸ ἀρσενικὸν σπέρμα μὲ τὸ θηλυκὸν αὐλάκι, θάλλοντας τὴν ζωὴ ποὺ ἔτσι συνεχῶς ἀνανεώνεται:

«ἤδη δ᾽ ἀενάοιο βίου παλιναυξέι καρπῷ
ἄρσενα θηλυτέρῃ γόνιμον σπόρον αὔλακι μίξας
ἄσπορον ἤροσε κόσμον Ἔρως, φιλότητος ἀροτρεύς
»

Συνοπτικῶς καταλήγουν ὅλοι στὸ ἴδιο συμπέρασμα…στὴν ὕπαρξιν ἑνὸς Θεοῦ, μὲ διαφορετικὲς ἐκφάνσεις ἐπὶ τῆς δημιουργίας. Κάτι παρόμοιον σὲ ὑλικὸν ἐπίπεδον μὲ αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Πλάτων στὸν «Τίμαιον» (49c-), ὅταν περιγράφει τὴν κυκλικὴ γέννησιν τῶν στοιχεῖων, τὰ ὁποῖα δὲν παρουσιάζονται πάντοτε μὲ τὴν ἴδια μορφή, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς ούσίας συνιστοῦν μία φύσιν, καθῶς τὸ ὕδωρ στερεοποιημένον φαίνεται ὡς πέτρα καὶ γῆ καὶ διαλυμένον γίνεται ἀὴρ· ὁ ἀὴρ γεννᾶ τὸ πῦρ καὶ τὸ πῦρ ὅταν σβήσει τὸν ἀέρα· ὁ ἀὴρ πάλι πυκνωθεὶς μετατρέπεται σὲ σύννεφα καὶ ὁμίχλη καὶ ἀπ’ αὐτὰ προκύπτει καὶ πάλι ὕδωρ καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἡ γῆ καὶ οἱ πέτρες κοκ :

«πρῶτον μέν, ὃ δὴ νῦν ὕδωρ ὠνομάκαμεν, πηγνύμενον ὡς δοκοῦμεν λίθους καὶ γῆν γιγνόμενον ὁρῶμεν, τηκόμενον δὲ καὶ διακρινόμενον αὖ ταὐτὸν τοῦτο πνεῦμα καὶ ἀέρα, συγκαυθέντα δὲ ἀέρα πῦρ, ἀνάπαλιν δὲ συγκριθὲν καὶ κατασβεσθὲν εἰς ἰδέαν τε ἀπιὸν αὖθις ἀέρος πῦρ, καὶ πάλιν ἀέρα συνιόντα καὶ πυκνούμενον νέφος καὶ ὁμίχλην, ἐκ δὲ τούτων ἔτι μᾶλλον συμπιλουμένων ῥέον ὕδωρ, ἐξ ὕδατος δὲ γῆν καὶ λίθους αὖθις, κύκλον τε οὕτω διαδιδόντα εἰς ἄλληλα, ὡς φαίνεται, τὴν γένεσιν». 

ἤ κάτι ἀντίστοιχον μὲ αὐτὸ ποὺ πληροφορούμεθα μέσῳ τοῦ Πλουτάρχου (Περὶ τοῦ ἐμφαιν. προσώπ. τῷ κύκλῳ τῆ σελήν., (940Α), ὅταν ἐξηγεῖ τί ἐννοεῖ ὁ στίχος τοῦ Ἀλκμᾶνος : 

« <Οἷα Διός> θυγάτηρ Ἔρσα τρέφει καὶ <δίας> Σελάνας» 

δηλ. πὼς ὁ Ἀλκμᾶν ἀποκαλεῖ τὸν ἀέρα σὲ αὐτὸν τὸν στίχον Δία, ὁ ὁποῖος ἀὴρ ἐννοεῖ πὼς ὑγραίνεται ἀπὸ τὴν σελήνη καὶ μετατρέπεται σὲ δροσιά (Ἔρση). 

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπον διὰ τῆς λογικῆς, φυσικῆς παρατηρήσεως, διερευνήσεως, φιλοσοφικῆς ἀντιλήψεως καὶ διὰ τῆς ἀλληγορίας ἑρμηνεύθησαν ὅλα, προσεγγίσθη τὸ θεῖον, αὐτὸ τὸ ἀεὶ ζητούμενον καὶ ἀπορούμενον τοῦ Ἀριστοτέλους. Ἡ φαντασία καὶ ὁ παραλογισμὸς εἰσήχθησαν δολίως πάρα πολὺ ἀργότερα ὑπὸ τὸν μανδύα τῆς ἱερότητος καὶ παρ’ὅτι ἐστηρίχθησαν στὰ ὅσα οἱ Ἕλληνες παρετήρησαν, ἐφύλαξαν καὶ διαιώνισαν, κατάφεραν νὰ διαστρεβλώσουν τὴν πραγματικότητα κατὰ τὸ δοκοῦν…

Ἔτσι ὁ θεὸς ταυτίστηκε μὲ τὴν θρησκεία, ἡ φιλοσοφικὴ ἀντίληψις ἔγινε πίστις, ὁ μῦθος, παράμυθος καὶ τὸ σέλας, νέφος καὶ ὄ(μ)βρος. Διεστρεβλώθησαν ὅλα ἀναλόγως μὲ τὸν μαζικὸ ψυχισμὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ μεταπείσουν καὶ νὰ καθυποτάξουν. Οἱ πανάρχαιοι μῦθοι, συμβολισμοὶ καὶ παρατηρήσεις τῶν παναρχαίων προγόνων μας κατέληξαν νὰ γίνουν χιλιετίες ἀργότερα ἱστορία τῶν ἱερῶν βιβλίων ἀνὰ τὸν πλανήτη.

Προτοῦ ὅμως γίνει ἀναφορὰ σε μερικὲς ἀπὸ τὶς πλεῖστες ὁμοιότητες ποὺ συναντᾶ κανεὶς στὰ ἀρχαῖα κείμενά μας καὶ στὰ μεταγενέστερα αὐτῶν, ἱερὰ βιβλία/συνήθειες, εἶναι ἀπαραίτητον νὰ ξεκαθαριστοῦν ὁρισμένα ἔτυμα, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται ὡς κατηγορητήριον συχνὰ ἀπὸ ἀρκετοὺς γιὰ τοὺς προγόνους μας, ἐνῶ ἐπὶ τῆς οὐσίας δὲν ἔχουν κάτι τὸ ἄξιον μομφῆς, τοὐλάχιστον ὄχι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τοὺς κατηγοροῦν ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς θρησκοληψίας καὶ οἱ ὁποῖοι συμπεριφέρονται ὡς ὑποδεέστερες ἀπομιμήσεις των! 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 4ον)» 

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΗΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΙΛΙΑΔΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΜΙΝΩΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ», ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ», «DE NATURA DEORUM», ΚΙΚΕΡΩΝ, «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ», ΠΑΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΚΑΤ’ ΑΠΙΩΝΟΣ», ΙΩΣΗΠΟΣ, «ΗΘΙΚΑ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ, «ΧΑΡΩΝ Η’ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», ΠΛΑΤΩΝ, «DE CONFUSIONE LINGUARUM», ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELLSCOTT», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ